Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2020
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαρτίου 30, 2020 | Permalink
"Σε ποιον ανήκει η κόλαση"

Συλλογή διηγημάτων ή υβριδικό μυθιστόρημα; Η απορία συνοδεύει τν αναγνώστη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, του έξοχου βιβλίου (σε αυτό το κείμενο θα αποφύγω να το κατηγοριοποιήσω) «ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Η ΚΟΛΑΣΗ», του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη (Λάρισα, 1970) – (εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 436), ενός συγγραφέα που από την πρώτη του πεζογραφική εμφάνιση το 2002, ασχολείται με το μυθιστόρημα, έχοντας γράψει μέχρι τώρα εννέα (και ακόμα ένα θεατρικό έργο και ένα παιδικό βιβλίο).


Οι 162 ιστορίες που απαρτίζουν το πολυσέλιδο αυτό βιβλίο, ασύνδετες σε πρώτο επίπεδο μεταξύ τους, αποτελούν ένα μωσαϊκό, την σύνθεση ενός πίνακα μεγάλων διαστάσεων, με μικρές καθημερινές ή όχι σκηνές, επεισόδια αυτόνομα που όμως συνδέονται υποδόρια με μια κοινή οπτική, το τοπίο μιας χώρας, μέσα από τους ανθρώπους της, τις τραγικές και τις γελοίες τους στιγμές, τις καθημερινές νίκες και ήττες τους, τις απογοητεύσεις και τις χαρές τους, τον τραγέλαφο και το δράμα.

                        «Μεγάλη χώρα»

«Τις προάλλες από σύμπτωση βρεθήκαμε σε μια μάλλον ετερόκλητη παρέα. Ανάμεσά μας και ένας ανώτερος υπάλληλος της υπηρεσίας κτηματογράφησης. Έδινε την εντύπωση ανθρώπου προσηνούς και επιπλέον σαν έγινε οι συστάσεις αναφέρθηκε σε με κολακευτικά λόγια σε κάποιο από τα πρώτα βιβλία μας. Έτσι, πήραμε το θάρρος να τον ρωτήσουμε τι φταίει και τόσα χρόνια δεν ολοκληρώνεται το κτηματολόγιο. Φάνηκε προβληματισμένος και ψιθύρισε κάτι που ακούστηκε σχεδόν μεταφυσικό. Κατόπιν όμως μας ρώτησε αν γνωρίζουμε τη νομοθεσία που ισχύει για ευαίσθητες περιοχές, η οποία και επιτρέπει σε κάποιον να χτίσει μόνο αν διαθέτει γη πάνω από τέσσερα στρέμματα. Όντως κάτι είχαμε διαβάσει σχετικά και του το είπαμε. Όπως μας εξομολογήθηκε μειδιώντας εκείνος ο προσεκτικός και έμπειρος άνθρωπος, τα μισά νησιά των Κυκλάδων, για παράδειγμα, σύμφωνα με τα έγγραφα στις τοπικές πολεοδομίες, εμφανίζονται σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερα σε έκταση από ό,τι είναι στην πραγματικότητα. Σκοπεύαμε να μάθουμε αν αστειεύεται, κι αν όχι, μη γίνονται τα ίδια κι αλλού, μα κάποιος εκμεταλλεύτηκε τα ξάφνιασμά μας, σχολίασε θετικά τη σαλάτα καβουρόψιχας που είχε μόλις καταφτάσει και η κουβέντα ξεμάκρυνε σε άλλα θέματα.»

Η φωτογραφία στο εξώφυλλο είναι ενδεικτική. Μια εικόνα νεοελληνικής «λεβεντιάς» όπως έχει αποτυπωθεί από τον φακό του Αλέξη Δαμιανού στην «Ευδοκία» του – μια ταινία που έχει σημαδέψει μια εποχή του ελληνικού κινηματογράφου. Ο σεκλετιασμένος φαντάρος που ετοιμάζεται να χορέψει, είναι μια εικόνα που έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο ως ένδειξη λεβεντιάς και (κατά πολλούς) ανδρικού κάλλους, είναι όμως έτσι; Ή είναι μια ένδειξη «σταρχιδισμού» (τύπου «εγώ θα κάνω το δικό μου, no matter what»), που θα μπορούσε με τον ίδιο πρωταγωνιστή να είναι κομμάτι μιας άλλης ταινίας, της «Παραγγελιάς» του Π. Τάσιου, σκηνής που γνωρίζουμε πως καταλήγει – με μια σφαγή. Αυτό ακριβώς το αμφίσημο της ελληνικής καθημερινότητας, της ελληνικής ιστορίας, καταγράφει ο Τζαμιώτης με τις ιστορίες του βιβλίου.

Η Αθήνα κι ο Πειραιάς, η Λάρισα και τα γύρω χωριά της Θεσσαλίας κυρίως αλλά και κάποια άλλα μέρη της χώρας, είναι οι τόποι που εκτυλίσσονται οι ιστορίες του βιβλίου. Άλλες μικρές σε όγκο, άλλες λίγο μεγαλύτερες, με εικόνες δυνατές που μένουν χαραγμένες στη μνήμη. Σκηνές από το παρελθόν, από γεγονότα ιστορικά με πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλο στην πολιτική πραγματικότητα του τόπου, σκηνές από την ιστορία από το 21 έως τη Χούντα, σκηνές της καθημερινότητας με τραγικές οικογενειακές ιστορίες, πολύ ανθρώπινες που διαρκώς ισορροπούν μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας, κάποιες στιγμές δε, συνυπάρχουν αρμονικά, σκηνές από την παιδική ηλικία, σκηνές πιο προσωπικές όπου ο συγγραφέας αφήνει την τριτοπρόσωπη αφήγηση, και η ευαισθησία κι ο λυρισμός επικρατούν έναντι του συνήθως αποστασιοποιημένου και τις περισσότερες φορές σατιρικού ύφους που επικρατεί στο βιβλίο.

                       «Πως μυρίζουν τα ποτάμια»

«Εκεί γύρω στα δέκα με έντεκα δύο πάθη τον κατέτρεχαν: η παρασκευή αρωμάτων με βάση τα λουλούδια του κήπου τους και η συλλογή μικρών λείων χαλικιών, μαζεμένων πολύ επιλεκτικά από τα ξερά ποτάμια της περιοχής, που τα επισκέπτονταν οικογενειακώς κάποια Σαββατοκύριακα. Τα πολύτιμα αυτά χαλίκια, αφού μούλιαζαν για μέρες στα δικά του αρώματα, τοποθετούνταν κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου παιχνιδιού με ιατρική σχολαστικότητα στις άγουρες σχισμές των συνομήλικων κοριτσιών της γειτονιάς του, όπου παρέμεναν κάποιες ώρες πριν αφαιρεθούν με την ίδια πάντα λεπτότητα. Κατόπιν φυλάσσονταν σε γυάλινα βάζα που έκτοτε άνοιγαν σπάνια. Ίσως γι’ αυτό μέχρι σήμερα στη μνήμη του ως γυναίκες της ζωής του εγγράφονται μόνο όσων η μυρωδιά τού θυμίζει πως μυρίζουν πραγματικά τα ποτάμια.»

Ο Τζαμιώτης στις ιστορίες του, δεν καθησυχάζει τους αναγνώστες του, δεν τους χαϊδεύει, εξετάζει τις λεπτομέρειες πίσω από γεγονότα με ακρίβεια εντομολόγου. Όλα αυτά όμως με πολλή αγάπη απέναντι στον άνθρωπο που είναι σε αυτό το βιβλίο το κέντρο των πάντων. Με όπλο του το χιούμορ (συνήθως μαύρο, κατάμαυρο) στήνει έναν καθρέφτη, όπου απεικονίζονται τα πάντα και όπου κυριαρχεί η ρήση του Ν. Δήμου, «Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο, είτε τον Κολοκοτρώνη, είτε (τουλάχιστον) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη...».

Τα 162 κείμενα του βιβλίου, είναι ένα μάθημα οικονομίας χαρακτήρων (και είναι πολλοί οι άτιμοι). Εστιάζοντας στις λεπτομέρειες ο συγγραφέας, όπως αναφέρω παραπάνω, παρατηρεί τις κινήσεις, τα βλέμματα, τις χειρονομίες, τις εκφράσεις. Είναι κείμενα που ίσως «καίγονται» καθώς τα περισσότερα αποτελούν υλικό για μυθιστορήματα ή νουβέλες, δηλαδή ιστορίες που θα μπορούσαν να επεκταθούν περισσότερο και να αξιοποιηθούν δραματουργικά, αλλά πρέπει να σεβαστούμε την επιλογή του συγγραφέα, εξάλλου για έναν δημιουργό τόσο παρατηρητικό, ιστορίες πάντα θα υπάρχουν.


                 «Υπερβολική διακριτικότητα»

«Η σύζυγος ενός ασφαλιστή ανακάλυψε τυχαία σε κάποιο συρτάρι ένα ημερολόγιο του άντρα της. Αν και παραξενεύτηκε, γιατί ποτέ δεν της είχε αναφέρει πως κρατούσε ημερολόγιο, έβαλε ξανά στη θέση του το πυκνογραμμένο τετράδιο δίχως να διαβάσει έστω μια αράδα. Μερικές μέρες αργότερα, ενώ τακτοποιούσε την ντουλάπα τους, βρήκε στο παλτό του τη φωτογραφία μιας νέας και όμορφης γυναίκας. Υπέθεσε ωστόσο πως επρόκειτο για κάποια πελάτισσα που σχετιζόταν με καμιά ασφαλιστική υπόθεση και ξανάβαλε τη φωτογραφία εκεί που τη βρήκε. Σε λιγότερο από μία βδομάδα έπιασε τον άντρα της να ψιθυρίζει στο τηλέφωνό του ενώ ήταν κλεισμένος στο μπάνιο, μα σκέφτηκε πως το έκανε για να μην την ενοχλήσει, γιατί όταν επέστρεψε στο σπίτι τού είχε πει πως βασανίζεται από τρομερό πονοκέφαλο. Ένα βράδυ ο άντρας της δεν γύρισε στην ώρα του, παρά μόνο αφού είχε αρχίσει να ξημερώνει. Δεν το έκανε όμως θέμα, γιατί ήξερε πόσο απαιτητικός ήταν ο διευθυντής του και φαντάστηκε πως τον είχε κρατήσει στο γραφείο. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, ενώ έβαζε πλυντήριο, εντόπισε ίχνη κραγιόν στον γιακά του, μα και πάλι δεν πήγε ο νους της στο κακό, γιατί κάθε χρόνο τέτοια εποχή γινόταν ένα μεγάλο πάρτι στην εταιρία του. Ίσως κάποια συνάδελφός του, ενώ τον ασπαζόταν, να τον είχε λερώσει κατά λάθος. Το πρωινό της Πρωτοχρονιάς ο σύζυγος έβγαλε από την αποθήκη την κυνηγετική καραμπίνα του, κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα, όπου η γυναίκα του κοιμόταν ακόμη, και την πυροβόλησε εξ επαφής, δύο φορές στο κεφάλι. Μετά τηλεφώνησε στην αστυνομία για να παραδοθεί. Κατά την εξέτασή του απέδωσε τη δολοφονία στην υπερβολική διακριτικότητα της γυναίκας του. Όπως εξήγησε στους αστυνομικούς, εδώ και δύο χρόνια προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την πείσει πως την απατά και να την αναγκάσει να τον εγκαταλείψει, μα εκείνη παραήταν διακριτική.»

Σε ποιον ανήκει η κόλαση λοιπόν; Σ’ εμάς, στους άλλους; Στοχαστική και συνήθως σατιρική η ματιά του Τζαμιώτη, χωρίς όμως διάθεση να υποδείξει κάτι ή να τονίσει κάτι παραπάνω, στοιχείο που αποτελεί μία από τις αρετές αυτού του υπέροχου και απολαυστικού βιβλίου, που συνομιλεί διακειμενικά με λογοτεχνικά αριστουργήματα όπως οι "Αόρατες πόλεις" του σπουδαίου Ίταλο Καλβίνο. Οι 162 ιστορίες που το απαρτίζουν θα μπορούσαν να ήταν πολύ περισσότερες χωρίς ο αναγνώστης να ενοχληθεί, καθώς είναι τόσο ωραία η αφήγηση που σε παίρνει μαζί της.
Τελικά, το ερώτημα της αρχής μπορεί να απαντηθεί; Τι είναι αυτό το βιβλίο; Κάτι μέσα μου με προκαλεί να το χαρακτηρίσω μυθιστόρημα, ας το αφήσω όμως στην διακριτική ευχέρεια του κάθε αναγνώστη, εξάλλου ταιριάζει και με το αμφίσημο των ιστοριών που θα διαβάσει, με αυτή την δημιουργική ορμή που το χαρακτηρίζει, και εγγυάται αναγνωστική απόλαυση πέρα από κατατάξεις και λογοτεχνικά είδη που στο κάτω-κάτω αφορούν μόνο τους ειδικούς.

Βαθμολογία 83 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home