Τα μεγάλα βιβλία, τα αντιλαμβάνεσαι από τις πρώτες τους σελίδες. Κι αυτό συμβαίνει με το τελευταίο (χρονολογικά) μυθιστόρημα, που έγραψε (και εξέδωσε το 1979), ο σπουδαίος και εμβληματικός Αφροαμερικανός συγγραφέας James Baldwin (Νέα Υόρκη, 1924 – Σαίν Πωλ ντε Βανς, Γαλλία 1987), με τον (ατυχή στην ελληνική του απόδοση) τίτλο «ΤΟ ΚΟΥΑΡΤΕΤΟ ΤΟΥ ΧΑΡΛΕΜ» («Just above my head») – (εκδ. Πόλις, μετάφρ. Χρ. Οικονόμου, σελ. 761), ένα πολυεπίπεδο, συναρπαστικό και απόλυτα ελεγειακό βιβλίο, γεμάτο μουσική και πάθος, που (δυστυχώς) δεν είναι από τα πιο γνωστά του συγγραφέα.
Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν νεαροί βιβλιόφιλοι μυηθήκαμε στο απαράμιλλο αφηγηματικό ύφος του Baldwin με τα δύο διασημότερα μυθιστορήματά του, που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις θρυλικές εκδόσεις Οδυσσέας, «Το δωμάτιο του Τζοβάνι» (μετάφρ. Κ. Οικονόμου) και του αριστουργηματικού «Μια άλλη χώρα» (μετάφρ. Έ. Φρυδά) – έκτοτε τα δύο αυτά βιβλία μαζί με κάποια άλλα επανεκδόθηκαν σε άλλους εκδοτικούς οίκους και με άλλους μεταφραστές, αλλά εγώ μιλάω για την προσωπική μου εμπειρία. Βιβλία μαχητικά που μας γνώρισαν μια πρωτότυπη φωνή της Αμερικανικής λογοτεχνίας, έναν συγγραφέα αποσυνάγωγο που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στο Παρίσι μόλις σε ηλικία 24 ετών, για να αναγνωρισθεί. Το να είσαι μαύρος διανοούμενος στην απόλυτα ρατσιστική Αμερική του ’50, δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα, αν είσαι και ομοφυλόφιλος (και γράφεις γι’ αυτό) οι συνθήκες γίνονται ακόμα δυσκολότερες. Μόνο όταν καταξιώθηκε στην προοδευτική (για τα δεδομένα της εποχής) Γαλλία, έγινε γνωστός στην πατρίδα του, για να αποθεωθεί από κριτική και κοινό, με το τρίτο του (και ίσως καλύτερο του) βιβλίο «Μια άλλη χώρα».
Στο «Κουαρτέτο του Χάρλεμ», ο Baldwin περιγράφει με το μοναδικό του ύφος, την ιστορία δύο αδελφών, που ο ένας θα γίνει διάσημος τραγουδιστής των γκόσπελ – είδους μελοδραματικής και ιδιαίτερα εκφραστικής μουσικής που αναπτύχθηκε από τους μαύρους και ουσιαστικά είναι λατρευτικοί ύμνοι προς τον Θεό, μέσω της ρυθμικής μουσικής που συνδυάζει τα σπιρίτσουαλς και τη μουσική μπλουζ. Η αφήγηση της ιστορίας, γίνεται από τον Χαλ Μοντάνα, τον μεγαλύτερο αδελφό που από μια περίοδο της ζωής του και μετά, θα γίνει ο μάνατζερ του ταλαντούχου Άρθουρ Μοντάνα. Το βιβλίο ξεκινάει δύο χρόνια μετά τον θάνατο του ομοφυλόφιλου Άρθουρ, ο οποίος θα βρεθεί νεκρός στις τουαλέτες μιας παμπ στο Λονδίνο, στα πλαίσια μιας περιοδείας του. Ο Χαλ για δύο χρόνια δεν μπορεί ακόμα να ξεπεράσει το σοκ του τηλεφωνήματος που του ανήγγειλε την είδηση της δολοφονίας του αδελφού του. Μια Κυριακή όμως κι αφού έχει περάσει τόσο διάστημα, με αφορμή ένα γεύμα που διοργανώνεται στο σπίτι της Τζούλια, της γυναίκας που ως μικρό κορίτσι σημάδεψε την εφηβεία των δύο αδελφών, ο Χαλ θα θελήσει να αφηγηθεί, να μιλήσει για την ιστορία όχι μόνο του Άρθουρ αλλά και του ίδιου, για να μπορέσει να ξεπεράσει την συντριβή, το σκοτάδι που έχει βυθιστεί δύο χρόνια τώρα, πηγαίνοντας την μνήμη του σχεδόν 30 χρόνια πίσω.
«Όλοι ξέρουν πόσο επικίνδυνα παιχνίδια παίζει η μνήμη, πόσο ύπουλος είναι ο ρόλος της στη ζωή ενός ανθρώπου. Η μνήμη είναι χρόνος, κι ο χρόνος είναι θάνατος. Και το τριπλό αυτό βάρος – της μνήμης, του χρόνου, του θανάτου – κρέμεται αμείλικτα πάνω από τα κεφάλια μας και θολώνει το βλέμμα μας: τίποτα απ’ όσα βλέπουμε δεν είναι αυτό που φαίνεται, η λέξη «γεγονός» δεν έχει κανένα νόημα παρά μόνο με την τελετουργική έννοια: με την έννοια, δηλαδή, του όρκου υποταγής, της ευφρόσυνης της γονυκλισίας ανάμεσα στη γη του μέλλοντος και στον ουρανό του παρελθόντος. Κοιτάζοντας πίσω, δεν βλέπεις τίποτα – σκοτάδι παντού. Και το τραγούδι λέει μονάχα, με συγκλονιστική ευθύτητα, «Μπροστά μου υπάρχει ένα φως. Είμαι καθ’ οδόν».»
Ο Χαλ ξετυλίγει αργά τις ιστορίες του παρελθόντος, για τα παιδικά χρόνια των δύο αδελφών, το μοναδικό ταλέντο του Άρθουρ στο τραγούδι, το κήρυγμα της Τζούλια στην εκκλησία της περιοχής που μάζευε πολύ κόσμο, καθώς ήταν μια μοναδική περίπτωση παιδιού-ιεροκήρυκα, που θεωρείτο ότι είχε οράματα και μιλούσε με τη φωνή του Θεού. Η Τζούλια ήταν εννέα ετών, ο Άρθουρ ήταν έντεκα και ο Χαλ 18 όταν ξεκίνησαν όλα αυτά και μέσα από την συναρπαστική και ιδιαίτερα αναλυτική αφήγηση του τελευταίου, παρακολουθούμε το οδοιπορικό κυρίως των δύο αδελφών, αλλά και της Τζούλια (μαζί με τον Άρθουρ, ίσως ο πιο ενδιαφέρων λογοτεχνικός χαρακτήρας του βιβλίου) όπως και του μικρότερου αδελφού της Τζίμι, που ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο εραστής του διάσημου τραγουδιστή.
Ο Άρθουρ τραγουδώντας στις εκκλησίες, με το κουαρτέτο του, που αποτελείτο από παιδικούς του φίλους, που ένωσε σε μπάντα, ο πιανίστας πατέρας του, μεγάλωσε τη φήμη του, και μετά την εφηβεία του, άρχισαν τις περιοδείες προσκεκλημένοι από τοπικούς παράγοντες πόλεων στον Αμερικάνικο Νότο. Τις περισσότερες φορές, τα κονσέρτα του κουαρτέτου, χρησιμεύουν ως υπόβαθρο, σε πολιτικές συγκεντρώσεις που γίνονται σε αγροτικές εκκλησίες, με την αστυνομία να καραδοκεί και τις ταραχές να ξεσπάνε χωρίς να το καταλάβεις. Είναι η ταραγμένη εποχή των ‘50s, με το κίνημα των Μαύρων να αναπτύσσεται δυναμικά αλλά και τον ρατσισμό σε κάποια μέρη, να αποτελεί μια θλιβερή καθημερινότητα. Ο Άρθουρ όμως μέσα σ’ αυτή την παραζάλη θα ερωτευτεί με μεγάλο πάθος, τον Τραγανό, τον παλιό του φίλο και μέλος του κουαρτέτου. Οι ερωτικές σκηνές μεταξύ των δύο αγοριών θα είναι έντονα σκιαγραφημένες στις σελίδες του βιβλίου.
«Νομίζω πως όλοι μας φανταζόμαστε ότι, μόλις φύγουμε από κάπου, αφήνουμε πίσω μας ένα κενό, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στη ζωή μερικών ανθρώπων – κάτι σαν αόρατη πληγή. Η αλήθεια, όμως, είναι πως ο χώρος από τον οποίο φεύγουμε δίνει τόση σημασία στην αποχώρησή μας, όση σημασία δίνει η θάλασσα στους νεκρούς. Τίποτα δεν αλλάζει, η μουσική εξακολουθεί να παίζει, κανείς δεν φαίνεται να έχει προσέξει την παραμικρή αλλαγή. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να κάνουν παιδιά με αδιάκοπο ρυθμό, τα παιδιά συνεχίζουν να έρχονται στον κόσμο με ανελέητο τρόπο▪ κι είναι εκεί όταν επιστρέφεις, κοιτάζοντάς σε με βλέμμα άγρυπνο, με μάτια που βλέπουν τα πάντα – γιατί στην πραγματικότητα δεν έχεις επιστρέψει: παρόλο που εκείνα έχουν έρθει τώρα δα στον κόσμο, στην πραγματικότητα ο νεοφερμένος είσαι εσύ.»
Την ίδια εποχή, η ζωή της Τζούλια θα αλλάξει. Μετά τον θάνατο της μητέρας της, έχει αποφασίσει να σταματήσει τα κηρύγματα στις εκκλησίες. Για να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της, θα δουλέψει ως καθαρίστρια και θα βιαστεί από τον μέθυσο και αδίστακτο πατέρα της, ενώ ο Τζίμι, ο μικρός της αδελφός θα σταλεί στη θεία της στην Νέα Ορλεάνη. Η Τζούλια είναι μόλις 14 ετών αλλά έχει την ωριμότητα μεγάλης γυναίκας και όταν το κουαρτέτο επιστρέφει στη Νέα Υόρκη θα έχει μια ερωτική σχέση με τον Τραγανό, μένοντας έγκυος στο παιδί του. Ο Τραγανός όμως πρέπει να φύγει για την Κορέα και η Τζούλια θα χτυπηθεί άσχημα από το πατέρα της, χάνοντας το μωρό. Θα την βοηθήσουν ο Άρθουρ και η οικογένειά του, προσφέροντάς της καταφύγιο.
Το κουαρτέτο έχει ήδη διαλυθεί, άλλος πήγε στην Κορέα, άλλος εξαφανίστηκε, άλλος έμπλεξε με τα ναρκωτικά. Ο Άρθουρ θα κάνει σόλο εμφανίσεις με τεράστια επιτυχία και καλεί τον Χαλ να γίνει ο ατζέντης του. Η καριέρα του θα απογειωθεί όταν συμπράξει με τον μικρό Τζίμι που επιστρέφει από τη Νέα Ορλεάνη και είναι πιανίστας. Μαζί θα πορευτούν επαγγελματικά αλλά και ερωτικά, αλλά ο Άρθουρ δεν θα είναι ποτέ ευτυχισμένος, έχει ενοχές για την ομοφυλοφιλία του, είναι ανασφαλής και δεν θέλει να κάνει το επόμενο βήμα στην καριέρα του, αρχίζει και πίνει πολύ ακολουθώντας μια προσωπική πορεία που θα τον οδηγήσει στον θάνατο σε νεαρή ηλικία.
Ο Baldwin ακολουθεί την μορφή της μουσικής σύνθεσης στο μυθιστόρημά του, τονίζοντας έτσι, την θέση του, ότι η μουσική έχει διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιβίωση της Αφροαμερικάνικης κοινότητας σε αυτό το ρατσιστικό και εχθρικό περιβάλλον. Το βιβλίο είναι γεμάτο από μουσικές γκόσπελ, αλλά και από αποσπάσματα της Βίβλου όπως κι αναλυτικές σκηνές των κηρυγμάτων μέσα στις εκκλησίες – εδώ μπαίνει η παιδική εμπειρία του συγγραφέα που ήταν κι αυτός «παιδί-ιεροκήρυκας» από τα 14 έως τα 17 του -, σκηνές όπου τονίζεται η ενότητα των μαύρων μέσα από το είδος αυτής της μουσικής και της συμμετοχής στο εκκλησίασμα.
Το «Κουαρτέτο του Χάρλεμ» είναι ένα μυθιστόρημα ωριμότητας ενός μεγάλου συγγραφέα, όπου συμπυκνώνονται όλα τα θέματα που τον έχουν απασχολήσει στα προηγούμενα έργα του, η ομοφυλοφιλία, ο έρωτας, το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον, η μουσική, το Χάρλεμ, οι εκκλησίες, το να είσαι και να νιώθεις ξένος. Θα μπορούσε να το δει κάποιος και ως «μυθιστόρημα μαθητείας» αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό.
Δεν είναι απλά η ιστορία ενός επιτυχημένου μουσικού και της μπάντας του, αλλά ένα πολυδιάστατο βιβλίο που μιλάει για την ελπίδα και την διάψευσή της, για τον συνεχή φόβο μήπως καταλήξεις στη φυλακή ή νεκρός, για την σχετικότητα της μνήμης, για την αδελφική αγάπη, για την αδικία και την δικαιοσύνη, τον χρόνο, για τα ερωτικά αδιέξοδα, για τη μοναξιά, για την κακοποίηση και την συγκάλυψη από την κοινότητα, για ανθρώπους που ψάχνουν να πιαστούν από κάτι ή από κάποιον.
«Καθώς περνάει ο καιρός, αναρωτιέμαι ολοένα και περισσότερο τι είναι αυτό που λέμε μνήμη. Το χρέος – ο ρόλος – της μνήμης είναι να αποσαφηνίζει το γεγονός, να το καθιστά χρήσιμο ή και υποφερτό ακόμα. Η μνήμη, ωστόσο, είναι και ο τρόπος με τον οποίο έχει συλλάβει η φαντασία το γεγονός, όπερ σημαίνει πως, όσο πιο οδυνηρό είναι το γεγονός, τόσο πιθανότερο είναι ότι η μνήμη θα το διαστρεβλώσει ή θα το διαγράψει. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό – ή , μάλλον, είναι σύνηθες – να αντιδρά κανείς στις πραγματικές συνέπειες του γεγονότος, τη ίδια στιγμή που η μνήμη κατασκευάζει ένα εντελώς διαφορετικό γεγονός, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τις ορατές και ανεξέλεγκτες επιπτώσεις στη ζωή του. Ίσως είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο φαίνεται να μη μαθαίνουμε τίποτα από τις εμπειρίες μας, με άλλα λόγια, η αιτία του παραλογισμού μας: η μνήμη δεν απαιτεί να ανασυνθέσουμε το γεγονός, αλλά να το δικαιολογήσουμε.»
Με ολοζώντανους χαρακτήρες, οι οποίοι σε όλο το βιβλίο προσπαθούν να βρουν την αυτογνωσία – να καταλάβουν ποιοι είναι και ποιος είναι ο ρόλος τους στην κοινωνία -, και διατηρούνται χαραγμένοι για καιρό στη μνήμη του αναγνώστη, το πολυσέλιδο και παθιασμένο μυθιστόρημα του Baldwin, δεν αφηγείται απλώς μια πολύ ενδιαφέρουσα (έτσι κι αλλιώς) ιστορία αλλά, δονείται από δυναμισμό και συναισθήματα, απαιτεί την συμμετοχή του αναγνώστη σε ένα ταξίδι ιστορίας και πολιτικής που όμως προσφέρει εξίσου μεγάλη λογοτεχνική απόλαυση. Είναι ένα μελαγχολικό και θλιμμένο βιβλίο, που είναι όμως απαραίτητο ανάγνωσμα, για όποιον αγαπάει την καλή λογοτεχνία.
Βαθμολογία 86 / 100
Δημοσίευση σχολίου