Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2021
posted by Librofilo at Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2021 | Permalink
"Ο κουτσός άγγελος" σχεδόν 20 χρόνια μετά

 

Σχεδόν 20 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση (2002), εκδόθηκε ξανά φέτος «Ο ΚΟΥΤΣΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ» (σελ.482) του Αλέξη Πανσέληνου (Αθήνα, 1943), ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά έργα της τελευταίας 40αετίας, και ένα από τα δυο-τρία καλύτερα μυθιστορήματα του εξαίρετου συγγραφέα. Είναι πάντα χρήσιμο να επανεκδίδονται τα σπουδαία ελληνικά βιβλία, ώστε να πραγματοποιούν μια νέα εμπορική πορεία και να τα γνωρίζουν νεότεροι αναγνώστες, οπότε η φροντισμένη (και με νέα επιμέλεια) έκδοση του Μεταίχμιου, ήρθε την κατάλληλη εποχή για να μας υπενθυμίσει ότι τα καλά βιβλία δεν παλιώνουν ποτέ, όσα χρόνια κι αν περάσουν.


Ξαναδιάβασα τον «Κουτσό Άγγελο», στα πλαίσια της Λέσχης Ανάγνωσης του Librofilo & Co, που συντονίζω – η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις αρχές Δεκέμβρη. Η δεύτερη ανάγνωση πάντα σου δίνει μια διαφορετική προοπτική, όταν δε έχουν μεσολαβήσει και δυο δεκαετίες τότε, ως ωριμότερος αναγνώστης προσέχεις κάποιες λεπτομέρειες που ενδεχομένως ξέφυγαν από την πρώτη (ίσως και βιαστική) ανάγνωση του 2002. Σε πολλές περιπτώσεις, ο αναγνώστης απογοητεύεται, άλλος άνθρωπος ήσουν τότε, άλλος τώρα – το αναγνωστικό «timing» δε, είναι πάντα διαφορετικό, εδώ όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Επανεκτίμησα αυτό το λογοτεχνικό επίτευγμα του Α.Πανσέληνου και (είναι σίγουρο ότι) απόλαυσα το βιβλίο περισσότερο τώρα, με συνεπήρε η μοναδική του ατμόσφαιρα της Αθήνας της Κατοχής, που παραμένει η μεγαλύτερή του αρετή, χωρίς αυτό, να μειώνει τα πολλά άλλα υπέροχα σημεία του.
 
«Ο κουτσός άγγελος», είναι ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται (όπως αναφέρω λίγο παραπάνω) στην Κατοχική Αθήνα. Ο Ελληνοαμερικανός ιδιωτικός ντετέκτιβ Άγγελος Σωτηρίου, έχει φθάσει στην πατρική του γη, λίγο πριν το ξέσπασμα του πολέμου και τα γεγονότα του 1940 τον βρίσκουν εγκλωβισμένο στην Αθήνα. Φέρνει επάνω του τα τραύματα από τον ταραχώδη βίο του στη Νέα Υόρκη, όταν ερωτευόμενος την λάθος κοπέλα, ο μαφιόζος Ιταλοαμερικανός πατέρας της, όχι μόνο τον τραυμάτισε σοβαρά στο πόδι καθιστώντας τον κουτσό δια βίου, αλλά και τον ευνούχισε. Στην Αθήνα ήδη πριν τον πόλεμο, οι δουλειές του είναι περιορισμένες – κάτι υποθέσεις παρακολουθήσεων απατημένων συζύγων, υποθέσεις κληρονομιάς κλπ. Το γραφείο του βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, πολύ κοντά από το διαμέρισμα που νοικιάζει και ζει μια ζωή μοναχική σε μια πόλη που μετά την έλευση των Ναζί, βυθίζεται γρήγορα στην πείνα και στο σκοτάδι.
 
Μια μέρα όμως, το 1942 κατά την διάρκεια του μεγάλου λιμού, εμφανίζεται ξαφνικά στο γραφείο του, ένας γηραιός κύριος, ο κ.Αγάθος, που του προσφέρει αρκετές χρυσές λίρες για να προστατεύσει τον Μπεράτη, έναν ιδιοφυή και γερμανοσπουδαγμένο μουσικό της όπερας, όχι μόνο από ενδεχόμενα μπλεξίματα με τις Αρχές Κατοχής αλλά και από την πείνα. Δεν είναι όμως μόνο τα πολύτιμα νομίσματα το δέλεαρ. Ο Αγάθος θα του δώσει κι ένα φάρμακο, το οποίο καθιστά τον Σωτηρίου ιπτάμενο, του δίνει δηλαδή τις ιδιότητες ενός Άγγελου. Ο ντετέκτιβ στα πλαίσια της αποστολής του, θα γνωρίσει τον Μπεράτη και μέσω αυτού, θα συνάψει κοινωνικές σχέσεις και με το ζευγάρι των Κανέληδων, γειτόνων του στην πολυκατοικία που διαμένει, ένα ζεύγος αριστερών δικηγόρων που κυρίως εκείνη, η κ. Κανέλη του φερόταν περιφρονητικά θεωρώντας τον «χαφιέ της Ασφάλειας». Ο Μπεράτης και η Κανέλη είναι εραστές και παρά την δεδομένη έλξη του Σωτηρίου προς εκείνη που τον περιφρονεί, θα υποχρεωθεί να προστατεύσει τον παράνομο έρωτά τους.
 
«Ήταν κι οι μέρες τέτοιες – μη πάει και τελείως στο κακό ο νους σας. Τον ίδιο εκείνο καιρό που ο θάνατος πετούσε στον ουρανό της πόλης, ο δίδυμος αδερφός του ο έρωτας έτρεχε στους κρύους και έρημους δρόμους της. Όσο το φάντασμα με το δρεπάνι ακουγόταν να θερίζει στα πλαϊνά τα σπίτια και στα απέναντι, τόσο οι γυναίκες δίνονταν στον έρωτα για να κρατηθούνε στη ζωή. Μικρές, μεγάλες, παντρεμένες κι ανύπαντρες, κορίτσια του σχολείου και υπάλληλοι σε καταστήματα, όλες είχαν εκείνο το περίεργο βλέμμα, όλες υπέφεραν δεινά όχι απ’ την πείνα μόνο αλλά κι απ’ τη μεγάλη εκείνη φλόγα που έχουν η ψυχή και το σώμα να μείνουν ζωντανά. Όσο τα πρόσωπα στενεύανε, τα μάτια πάνω τους έμοιαζαν όλο και μεγαλύτερα. Το βλέμμα στυλωνόταν πάνω σου ερευνητικό, περίμεναν την προσφορά ή βιάζονταν να την κάνουν οι ίδιες. Κάθε γωνιά λιγάκι σκοτεινότερη στον δρόμο, κάθε έρημος κήπος ή σβηστό φανάρι, κάθε κόχη κάτω από σκάλες, κάθε αφώτιστος διάδρομος σε έρημο μέγαρο, ήταν το ίδιο καλά.»


Ο Μπεράτης όμως έχει πέσει στη δυσμένεια του Γερμανού αρχιμουσικού Φρόμπεργκερ, ο οποίος τον γνώριζε από το Βερολίνο και η αντιπαράθεσή τους ήταν κυρίως μουσική, καθώς ο Έλληνας μουσικός πειραματιζόταν με την ατονική μουσική και είχε επιλέξει καλλιτεχνικούς δρόμους που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση όχι μόνο με τα γούστα του Γερμανού αλλά και του Ναζιστικού καθεστώτος θεωρούμενη ως «παρακμιακή μουσική». Ο Σωτηρίου χωρίς να παίρνει θέση σε τίποτα, εκτελεί (ή τουλάχιστον προσπαθεί σκληρά να φέρει εις πέρας) την αποστολή του. Φέρνει βόλτα Αθήνα και Πειραιά για να βρει τροφή, συναντιέται με ύποπτους τύπους, δωσίλογους, συνεργάτες του καθεστώτος, προσπαθεί να σώσει γυναίκες από την πορνεία, γνωρίζει τον Παλαμά λίγο πριν πεθάνει, ενώ σε καίρια σημεία της διαδρομής του, συναντάει τον κ. Αγάθο με διάφορες μορφές και ταυτότητες, πάντα με χρήματα στις τσέπες και με τις κατάλληλες γνωριμίες.
 
Το μυθιστόρημα του Πανσέληνου με την ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πλοκή, έχει την μορφή (το «φορμάτ») του νουάρ, της αστυνομικής ιστορίας, που όμως χρησιμεύει περισσότερο ως όχημα, ως μέσο για να ειπωθεί η ιστορία που χρησιμοποιεί τον μύθο του Φάουστ. Το κυριότερο προσόν του βιβλίου, εκείνο που χαράσσεται βαθιά στη μνήμη του αναγνώστη, είναι η ατμόσφαιρα των χρόνων της Κατοχής. Ποτέ σε ελληνικό μυθιστόρημα, δεν έχει αποτυπωθεί τόσο έντονα και τόσο ζωντανά το κλίμα και ο ζόφος της Αθήνας των χρόνων εκείνων. Με τα δρώμενα να εξελίσσονται μεταξύ των μικρών ή μεγάλων δρόμων του κέντρου της Αθήνας (κυρίως Γενναδίου, Ζωοδόχου Πηγής, Εμμ. Μπενάκη, Χ. Τρικούπη, Φειδίου, Πανεπιστημίου), αλλά και σε εξαιρετικά δυναμικές σκηνές στην Τρούμπα του Πειραιά και τους γύρω δρόμους, στο Θησείο και αλλού, ο αναγνώστης ζει και αναπνέει τις ημέρες εκείνες.
 
«Ήτανε ν’ απορείς μέσα σ’ όλον αυτό το θάνατο που έτρεχε στους δρόμους πώς γινόταν να δουλεύουν δικαστήρια κι εφορίες, τα λίγα μαγαζιά που δεν είχαν τι να πουλήσουν σ’ ανθρώπους που δεν είχαν με τι να αγοράσουν. Τα θέατρα επίσης έπαιζαν καθημερινά. Η μόνη διαφορά ήταν πως οι ώρες των παραστάσεων είχαν μετακινηθεί νωρίς το απόγευμα εξαιτίας της παγωνιάς και της απαγόρευσης κυκλοφορίας που κάθε τόσο επιβαλλόταν. Έργα ανέβαιναν καινούργια, ο κόσμος έτρεχε. Για εισιτήρια έδινες μυθικά ποσά σε εξευτελισμένες δραχμές. Την καλύτερη θέση εξασφάλιζαν τα φαγώσιμα. Τα ταμεία των θεάτρων θύμιζαν αποθήκη μπακάλικου. Οι βεγγέρες κρατούσαν ως το πρωί. Μαζεύονταν για να ζεσταθούν και για να νιώσουν πιο δυνατοί μες στον κίνδυνο.»
 
Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες – όπου υπάρχουν πολλές «συγγένειες» με πρόσωπα ιστορικά – ζουν στα όρια τους, οι αισθήσεις είναι οξυμμένες, ο ερωτισμός έντονος σαν να μην υπάρχει αύριο με εικόνες σπαρακτικές και ολοζώντανες να μεταφέρονται στον αναγνώστη χωρίς μελοδραματισμούς ή κραυγές. Αποδίδεται με θαυμαστό τρόπο, ο διχασμός πολιτικός και κοινωνικός της εποχής, η διαρκής και αβάσταχτη πείνα, ο αγώνας για επιβίωση, οι συγκεντρώσεις σε σπίτια για το ελάχιστο φαγητό που μοιράζεται, οι πολιτικές ζυμώσεις, οι πολιτικές αφέλειες και η ανά πάσα στιγμή προσγείωση στην πραγματικότητα, σε ένα υπαινικτικό πολιτικό σχόλιο που περνάει υποδόρια.
 
Δεν έχει τόση σημασία, η αναφορά στα πραγματολογικά στοιχεία, που όμως προκαλούν τον αναγνώστη να ψάξει για το ποιος είναι ποιος στο βιβλίο – οι «συγγένειες» που αναφέρω παραπάνω. Ο Μπεράτης είναι ο Σκαλκώτας, ο αρχιμουσικός Φρόμπεργκερ είναι ο Φουρτβαίνγκλερ, ο Ροδόλφος είναι ο Κάρολος Κουν, ο Κορνήλιος είναι ο Βεάκης, η συνταγματάρχης Σίτσα είναι η διαβόητη Ναζί Σίτσα Καραϊσκάκη, ενώ πολλά στοιχεία του (πατέρα του συγγραφέα) Ασημάκη Πανσέληνου βρίσκουμε στον ιδεολόγο δικηγόρο Κανέλη.
 
Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο Άγγελος Σωτηρίου, μορφή αινιγματική, που νιώθει «ξένος» σε μια πόλη που αποδεικνύεται μάλλον αφιλόξενη γι’ αυτόν, είναι ένας άνθρωπος αποξενωμένος, που απλά παρατηρεί και σχολιάζει. Η «αναπηρία» του, τον εμποδίζει να εμπλακεί σε συναισθηματικές καταστάσεις περισσότερο απ’ ότι μπορεί, είναι ένας άνθρωπος που προτάσσει την επιβίωση ως βασικό του στόχο και κάνει ότι είναι δυνατό για να το πετύχει. Δίνοντάς του φτερά, ο Πανσέληνος μεταφέρει το βιβλίο από τον απόλυτο ρεαλισμό και τον ζόφο, σε μια κατάσταση του «Φανταστικού», αποδραματοποιώντας το μυθιστόρημα και την (βαριά από το θέμα της) ιστορία, προσδίδοντας τόνους χιούμορ και αποφόρτισης, ενώ με την μορφή του κ. Αγάθου, «παίζει» με έναν χαρακτήρα που είναι ένας «από μηχανής Θεός» αλλά είναι και ταυτόχρονα ένας «Διάβολος».
 
Το βιβλίο συνδέεται με την τελευταία λογοτεχνική δημουργία του αειθαλούς συγγραφέα, «Τα ελαφρά ελληνικά τραγούδια», που εκτυλίσσονται στην Αθήνα της δεκαετίας του ’50, αποτελώντας μία άτυπη συνέχεια του «Κουτσού Άγγελου», ενώ η μουσική διαρκώς παρούσα και στα δύο βιβλία, αποτελεί έναν από τους πρωταγωνιστές του τελευταίου, μαζί με τις ωραίες συζητήσεις περί Τέχνης, όπου παρατίθενται οι διαφορετικές θεωρίες, η κόντρα των ιδεολογιών και ο διχασμός σε αυτούς τους δύο κόσμους.
 
«Ο κουτσός άγγελος», έργο λογοτεχνικής ωριμότητας του Α. Πανσέληνου, γραμμένο με απλότητα και εκπληκτικό αφηγηματικό ρυθμό, είναι ένα στιβαρό και πολυδιάστατο βιβλίο για όλα τα είδη αναγνωστών. Ένα ψύχραιμο και διαυγές, πολύ σημαντικό ελληνικό μυθιστόρημα που είναι ήδη (και δικαίως) κλασσικό.
 
Βαθμολογία 87 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home