Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2021
posted by Librofilo at Σάββατο, Δεκεμβρίου 04, 2021 | Permalink
Η ιστορία σαν πίνακας κυβισμού ("Σπασμένος Καθρέφτης" της Μερσέ Ροδορέδα)
Ένα λογοτεχνικό έργο για άτυχους έρωτες και μοιραία πάθη, ,με ταυτόχρονη εξιστόρηση της ακμής και παρακμής μιας οικογένειας δεν το λες και ιδιαίτερα πρωτότυπο. Είναι όμως από αυτή την κοινοτοπία μιας οικογενειακής ιστορίας που προβάλλει ο δυναμισμός και η γοητεία, του υπέροχου μυθιστορήματος της Καταλανής εμβληματικής συγγραφέως, Merce Rodoreda i Gurgui (1908, Βαρκελώνη – 1983, Ζιρόνα), με τον τίτλο «ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ» («Mirall Trencat») – (εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Ευριβιάδης Σοφός, σελ.373), που έρχεται μετά το δημοφιλέστερο βιβλίο της, το αριστουργηματικό «Πλατεία Διαμαντιού», που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια στα ελληνικά, να δείξει με εμφαντικό τρόπο, το πόσο μεγάλη συγγραφέας ήταν.


 
Η «saga» της Ροδορέδα, καλύπτει χρονολογικά, μια μεγάλη περίοδο, από τα τέλη του 19ου αιώνα έως το τέλος του Εμφυλίου πολέμου και έχει ως κεντρική ηρωίδα, μια γυναίκα, την Τερέζα Γκοντάι, η οποία εκμεταλλεύθηκε τα φυσικά της χαρίσματα για να πραγματοποιήσει δυο εξαιρετικά επιτυχημένους οικονομικά γάμους, να αποκτήσει παιδιά κι εγγόνια, να κατοικήσει σε έναν επιβλητικό γοτθικό πύργο και να ηγηθεί μιας οικογένειας από την οποία στο τέλος του βιβλίου, δεν έχει μείνει σχεδόν κανείς.
 
Τρεις γενιές της οικογένειας των Βαλντάουρα περνάνε από την αφήγηση της Ροδορέδα. Αν πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, ορισμένα τυχαία γεγονότα συντελούν σε αυτή την κατάσταση. Η Τερέζα Γκοντάι, κόρη ιχθυοπώλισσας, ερωτεύτηκε έναν όμορφο φανοκόρο, με τον οποίον κάνει ένα παιδί. Εκείνος όμως ήταν παντρεμένος και τα πράγματα δεν φαίνονται καλά για την πτωχή πλην τίμια κοπέλα. Όμως ο γηραιός τραπεζίτης Νικολάου Ροβίρα, την ερωτεύεται κεραυνοβόλα και την ζητάει σε γάμο – το μόνο που μπορεί να της προσφέρει είναι η αμύθητη περιουσία του. Η Τερέζα βλέπει την τύχη να της χαμογελάει, ενώ στο μεταξύ, πείθει τον πρώην εραστή της να αναγνωρίσει το παιδί κι εκείνη να γίνει η νονά του. Ο μικρός Ζεζούς δεν θα μάθει ποτέ ποια ήταν η πραγματική του μητέρα, αλλά η Τερέζα θα παρακολουθεί διακριτικά την ανάπτυξή του και θα βοηθάει οικονομικά την οικογένεια του πατέρα του. Ο Νικολάου Ροβίρα μετά από λίγο χρονικό διάστημα θα μας αφήσει χρόνους και η νεαρή χήρα θα είναι μια μοιραία και πολύφερνη νύφη πλέον, αλλά με ένα μυστικό να την κατατρέχει σε όλη της τη ζωή.
 
Ο διπλωμάτης Σαλβαδόρ Βαλντάουρα, έχει κι αυτός ένα μυστικό – δηλαδή, όχι και τόσο «μυστικό» αφού όλη η καλή κοινωνία της Βαρκελώνης, γνωρίζει ότι η νεαρή Αυστριακή μουσικός που είχε ερωτευθεί στη διάρκεια της θητείας του στην Βιέννη, είχε αυτοκτονήσει χωρίς σοβαρή αιτία. Τώρα, πίσω στη Βαρκελώνη, ο Σαλβαδόρ βλέπει στην Τερέζα μια ευκαιρία να ξεπεράσει τη μελαγχολία που τον κυρίευε μετά τον θάνατο της μουσικού, εκείνη έλκεται από την αριστοκρατική του εμφάνιση και την φινέτσα του. Θα παντρευτούν και ο Σαλβαδόρ θα αγοράσει έναν επιβλητικό πύργο σε ένα αριστοκρατικό προάστιο της Βαρκελώνης, που παίρνει κοψοχρονιά από έναν χρεοκοπημένο Μαρκήσιο, κατόπιν προτροπής του κομψού συμβολαιογράφου Αμαντέου Ριέρα που θα αποτελέσει τον μεγάλο και κρυφό έρωτα της Τερέζα, η οποία βλέπει τον σύζυγό της να χάνεται μέσα στις αναμνήσεις του και να απομακρύνεται διαρκώς από κοντά της. Ο πύργος όμως αυτός, άλλοτε χαρωπός και γεμάτος ανθισμένα λουλούδια, άλλοτε σκοτεινός και «βαρύς», θα αποτελέσει το σκηνικό για τις μοιραίες και τραγικές εξελίξεις που θα καθορίσουν την πορεία της οικογένειας Βαλντάουρα
 
Στον επιβλητικό πύργο, έχει έρθει ως οικονόμος η Αρμάντα. Θα μεγαλώσει ουσιαστικά μαζί με το απέραντο σπίτι και θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα. Η Τερέζα με τον Σαλβαδόρ, θα κάνουν μια κόρη, την Σοφία, η οποία μεγαλώνει ως ένα απόμακρο παιδί που θα γίνει μια ψυχρή και αυστηρή γυναίκα, με μανία για το χρήμα και τα πλούτη, χωρίς ιδιαίτερα συναισθήματα, την οποία οι υπηρέτες του σπιτιού κυριολεκτικά απεχθάνονται. Η Σοφία μεγαλώνοντας θα επιλέξει να παντρευτεί τον Ελλάδι Φαριόλς που ήταν γόνος υφασματεμπόρων και καταστηματαρχών. Ο γάμος θα καθυστερήσει λόγω του αιφνίδιου θανάτου του Σαλβαδόρ Βαλντάουρα, στο ενδιάμεσο, ο αδιόρθωτος γυναικάς (όπως διαφαίνεται) Ελλάδι, θα ερωτευτεί μια διάσημη χορεύτρια του καμπαρέ – που κάνει καριέρα τραγουδώντας γυμνή – και μαζί της θα κάνει μια κόρη. Όταν παντρεύονται με την Σοφία, τής εξομολογείται το μυστικό του κι εκείνη αποφασίζει να πάρει το μικρό κορίτσι σπίτι τους, υιοθετώντας το, και διαδίδοντας ότι είναι κόρη νεκρού συγγενή τους.
 
«Το βράδυ ονειρεύτηκε ότι ήταν ήδη πλούσια ▪ φορούσε ένα κεντημένο σάλι με πέτρες και μαύρο καλσόν ψαροκόκαλο. Ίσως γι’ αυτό όταν πήγε με τη μητέρα της στο σπίτι του συμβολαιογράφου για να τους διαβάσει τη διαθήκη, η καρδιά της αναπήδησε όταν άκουσε ότι ο πύργος έμενε στη μητέρα της. Δάγκωσε τα χείλη της και χρειάστηκε να βάλει τη μαντίλα μπροστά γιατί είχε ματώσει λίγο. Καθώς περπατούσαν κάτω από τις καστανιές και οι δυο με τα αυστηρά πένθιμα ρούχα τους και τις μαντίλες που τα’ παιρνε ο αέρας πίσω από την πλάτη τους, συνειδητοποίησε ότι η μητέρα της έμπαινε στον πύργο με διαφορετικό τρόπο: κοίταζε τα δέντρα, τα λουλούδια, τις ροζ μαρμάρινες στήλες που στήριζαν την εξέδρα, τα οικόσημα, και τα αλάβαστρα του χολ ικανοποιημένη. «Η Τερέζα Γκοντάι, χήρα Βαλντάουρα», σκέφτηκε η Σοφία, «σήμερα μπαίνει στο σπίτι της». Μέχρι το χάραμα, εκείνη που είχε γίνει μια από τις πιο πλούσιες κοπέλες της Βαρκελώνης, έκλαιγε από οργή και ντροπή γιατί ο πατέρας της την είχε εξαπατήσει.»
 
Την ίδια περίοδο όμως, είναι έγκυος και η Σοφία και γεννάει ένα αγοράκι, τον Ραμόν. Τα δύο παιδιά, η Μαρία και ο Ραμόν, φαίνεται ότι έχουν κάτι το διαβολικό μέσα τους. Σκληρά και αντιπαθητικά, ζωηρά και μοχθηρά, ταλαιπωρούν τους πάντες. Η γέννηση του Ζάουμε από τη Σοφία, ενός παιδιού πρόωρου και φιλάσθενου, θα στρέψει το ενδιαφέρον τους προς τα εκεί, που θα ψάχνουν ευκαιρία να το βασανίσουν και τελικά να το οδηγήσουν προς τον θάνατο, πράξη που πολλοί μέσα στο σπίτι υποψιάζονται, αλλά ουδείς μιλάει.
 
Η πορεία της οικογένειας, μετά από αυτή την τραγωδία θα συνεχιστεί και ο Ζάουμε, γρήγορα θα ξεχαστεί. Η Τερέζα είναι πλέον κατάκοιτη στο κρεβάτι, ο Ελλάδι συνεχίζει τις περιπλανήσεις του σε διάφορα κρεβάτια, αφού πρώτα δοκιμάσει τα θέλγητρα των πιο ελκυστικών υπηρετριών του πύργου, η Αρμάντα (που έχει πέσει θύμα της γοητείας του και πάντα θα του έχει αδυναμία) θα παρατηρεί και θα σχολιάζει τα πάντα, η Μαρία και ο Ραμόν θα συνεχίσουν να βασανίζουν όποιον βρίσκουν μπροστά τους μέχρι την τραγική εφηβεία τους ▪ τα χρόνια θα περάσουν και οι κοινωνικές εξελίξεις θα είναι καταλυτικές για όλους.
 
«…στο βάθος της συνείδησής του, ο καθένας είναι μόνος με τον εαυτό του.»


 
Το μυθιστόρημα της Ροδορέδα, χωρίζεται σε τρία μέρη με τριτοπρόσωπη αφήγηση, που αλλάζει κέντρο σε κάθε κεφάλαιο, ανάλογα με τον χαρακτήρα που ακολουθεί. Η κινηματογραφική αυτή τεχνική – που συναντάμε βέβαια σε συγγραφείς του 19ου αιώνα αλλά και στα βιβλία της Β. Γουλφ -, προσδίδει ένταση στα γεγονότα που περιγράφονται. Γράφοντας το βιβλίο σε τρίτο πρόσωπο, η συγγραφέας απεικονίζει με κάθε λεπτομέρεια τους διαφορετικούς χαρακτήρες, δίχως όμως να βαρυφορτώνει την ιστορία της με άχρηστες πληροφορίες ή αφηγηματικά χάσματα. Η παρουσία του παρελθόντος που γίνεται εντονότερη όσο προοδεύει το βιβλίο τονίζει το γεγονός ότι τα πράγματα αλλάζουν, αλλά ουσιαστικά παραμένουν τα ίδια.
 
Το πολυφωνικό αυτό μυθιστόρημα, λειτουργεί όπως γράφει η συγγραφέας στον μακρύ πρόλογό της, ως «ιστός αράχνης» όπου όλοι οι διαφορετικοί μεταξύ τους χαρακτήρες, βρίσκονται μπλεγμένοι.  Ο αναγνώστης γρήγορα θα συμπαθήσει περισσότερο κάποιους, και θα αντιπαθήσει σφόδρα κάποιους άλλους. Μπορεί η Τερέζα να δεσπόζει και η Σοφία να τρομοκρατεί με το ψυχρό της βλέμμα, αλλά είναι ο χαρακτήρας της πιστής υπηρέτριας της Αρμάντα, που βρίσκει χαρές και στα πιο μικρά πράγματα, που αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μέσα στο σπίτι, σε ένα σπίτι που έχει τη δικιά του προσωπικότητα, αναδεικνυόμενο ως έτερο δυναμικό πόλο, και για το οποίο εκείνη η ταπεινή γυναίκα θα σταθεί ως φύλακας και προστάτης. Οι σκηνές που εισβάλλουν, οι για ένα μικρό διάστημα νικητές, και διαλύουν τα πάντα με κάποιες πολύ γνωστές φάτσες ανάμεσά τους, είναι συγκλονιστικές.
 
Το γράφει η ίδια η Ροδορέδα: «ένα μυθιστόρημα είναι ένας καθρέφτης». Αυτός ο καθρέφτης, στοιχείο φετίχ στο έργο πολλών συγγραφέων – μη ξεχνάμε την εμμονή του Μπόρχες μ’ αυτό -, απεικονίζει την αλήθεια των γεγονότων, κάποιες φορές όμως τα παραμορφώνει, ανάλογα την οπτική γωνία του καθενός. Πόσο αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας μπροστά σε έναν καθρέφτη; Πόσες φορές δεν μας έχει έρθει η επιθυμία να τον θρυμματίσουμε; Η Ροδορέδα αντικατοπτρίζει θραύσματα ζωής, σαν κομμάτια ενός σπασμένου καθρέφτη και αυτή η τεχνική της επιτρέπει μια καλειδοσκοπική αφήγηση, όπου οι φαινομενικά δευτερεύοντες χαρακτήρες μπορεί να αποδειχθούν περισσότερο σημαντικοί από αυτούς που προβάλλονται περισσότερο στην ιστορία που περιγράφει. Τα δύο δαιμονικά αλλά και μοιραία παιδιά, η Μαρία και ο Ραμόν συγκλονίζουν με την ιστορία τους ακόμα και τον πιο αδιάφορο αναγνώστη – και μόνο κλείνοντας το βιβλίο, το συνειδητοποιείς αυτό -, ενώ ο θάνατος του μικρού Ζάουμε, η δολοφονία ουσιαστικά, αποτελεί ένα από τα καίρια σημεία που καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων.
 
«…Από το χολ του πρώτου ορόφου κατέβηκε τη σκάλα με τον καθρέφτη να κοιτάζει προς τα πίσω, έβλεπε τμήματα από το ταβάνι, από το κιγκλίδωμα, σχέδια και γιρλάντες του χαλιού που κάλυπτε τα σκαλοπάτια, όλα ζωντανά και μπερδεμένα, μέχρι που φτάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι έπεσε έτσι όπως ήταν τυλιγμένη μες στις βιολετί πτυχώσεις. Ο καθρέφτης είχε σπάσει. Τα κομμάτια εξακολουθούσαν να είναι μέσα στην κορνίζα, αλλά μερικά είχαν πέσει. Τα μάζευε και τα έβαζε στα κενά που της φαινόταν ότι ταίριαζαν. Μήπως τα ανομοιόμορφα κομμάτια του καθρέφτη αντικατόπτριζαν τα πράγματα όπως ήταν; Ξαφνικά σε κάθε κομμάτι του καθρέφτη είδε χρόνια της ζωής που έζησε σ’ εκείνο το σπίτι. Συνεπαρμένη, σκυφτή στο πάτωμα, δεν το καταλάβαινε. Όλα περνούσαν, σταματούσαν, χάνονταν. Ο κόσμος της έπαιρνε ζωή εκεί μέσα, με όλα τα χρώματα και με όλη τη δύναμή του. Το σπίτι, το πάρκο, τα δωμάτια, ο κόσμος ▪ στη νεότητα, στην ωριμότητα, με την παρουσία της, η φλόγα των κεριών, τα παιδιά. Τα φορέματα, τα ντεκολτέ, με τα πρόσωπα να είναι γελαστά ή θλιμμένα, οι κολλαριστοί γιακάδες, οι γραβάτες με τους τέλειους κόμπους, τα φρεσκολουστραρισμένα παπούτσια που περπατούσαν πάνω σα χαλιά ή στο χώμα του κήπου. Ένα όργιο παρελθόντος, μακρινού, μακρινού… τι μακρινά που ήταν όλα.»

Ιδιαίτερη έμφαση, δίδεται και στα αντικείμενα που κατακλύζουν τον Πύργο των Βαλντάουρα. Τα κοσμήματα (και η μανία της Τερέζας γι’ αυτά που φαίνεται από τις πρώτες ακόμα σελίδες του βιβλίου), το κλουβί για τα πουλιά, οι ντουλάπες, τα πιάτα, τα ποτήρια, οι κουρτίνες, τα κρεβάτια, οι σκάλες, η κουζίνα, τα δέντρα, τα φύλλα της δάφνης, οι τάφοι μέσα στο κτήμα, τα φορέματα, τα παπούτσια, όλα αυτά και πολλά άλλα, τονίζονται και έχουν τη σημασία τους μέσα στην αφήγηση.
 
Άφθονη πλοκή, πληθωρική αφήγηση, πλήθος χαρακτήρων, σε ένα μυθιστόρημα που λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Τίποτα δεν ξεφεύγει, κενό δεν υπάρχει σε αυτή την οικογενειακή
saga. Η συγγραφέας «κεντάει» αλλάζοντας ύφος από το δήθεν ανάλαφρο και χαρωπό της Τερέζας στο ανέκφραστο και αγέλαστο και ενίοτε θυμωμένο ύφος της μεριάς του υπηρετικού προσωπικού, ενώ η σκιά του παρελθόντος πέφτει βαριά πάνω σε όλους, θυμίζοντας διαρκώς την ματαιότητα κάποιων πραγμάτων που σε στιγμές της ζωής μας θεωρούμε σημαντικά.
 
Οι γυναίκες και πάλι βρίσκονται σε πρώτο πλάνο από την Καταλανή συγγραφέα. Όπως με την αλησμόνητη Κολομέτα της «Πλατείας Διαμαντιού», έτσι κι εδώ στον «Σπασμένο Καθρέφτη», είναι όχι μόνο η Τερέζα, αλλά και η Σοφία και η Αρμάντα που προβάλλονται ως βασικές πρωταγωνίστριες. Το κοινωνικοπολιτικό σχόλιο στο μυθιστόρημα, μπορεί να μην προβάλλεται αλλά είναι ιδιαίτερα υπαινικτικό. Η περίοδος που περιγράφει η Ροδορέδα, είναι ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αλλαγών στην Ισπανική (και Καταλανική) κοινωνία, σε ένα κράτος όπου όλα θα ανατραπούν με έναν από τους βιαιότερους Εμφύλιους στην ανθρώπινη ιστορία. Η σοφή (όσο και ξαφνική) επιλογή του αρουραίου ως μοναδικού κατοίκου και πρωταγωνιστή στο τέλος του βιβλίου, που περιφέρεται μέσα στον ερειπωμένο και προς κατεδάφιση Πύργο, έρχεται να υπερτονίσει την αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
 
Μπορεί να μη φτάνει στο ύψος της «Πλατείας Διαμαντιού», αυτού του ανυπέρβλητου αριστουργήματός της, αλλά ο «Σπασμένος Καθρέφτης» αποτελεί μια μεγάλη λογοτεχνική στιγμή στη πορεία της έξοχης Καταλανής συγγραφέως. Με θαυμαστή μαεστρία ισορροπεί μεταξύ γοτθικού στοιχείου, ρομαντικής αφήγησης, επικού ύφους, λυρικότητας και ρεαλισμού για να παραδώσει ένα συγκλονιστικό και απολαυστικό μυθιστόρημα, που είμαστε τυχεροί να το διαβάζουμε στην υπέροχη μετάφραση του Ευρυβιάδη Σοφού.

Υ.Γ. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Νέα του Σ/Κ στις 4/12/21.
Υ.Γ.2 Το βιβλίο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση με την μορφή τηλεοπτικής σειράς 13 επεισοδίων, το 2002.

Βαθμολογία 86 / 100


 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home