Δευτέρα, Ιουνίου 27, 2022
posted by Librofilo at Δευτέρα, Ιουνίου 27, 2022 | Permalink
"BABBITT"
Τοποθετημένο σε υψηλή θέση σε διάφορους καταλόγους με τα καλύτερα βιβλία του 20ου αιώνα – πάντα στα πρώτα 50 -, το «ΜΠΑΜΠIT» («BABBITT»), το εμβληματικό μυθιστόρημα του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα Sinclair Lewis (1885 Sauck Centre, Minnesota – 1951, Ρώμη, Ιταλία), που γράφτηκε ακριβώς έναν αιώνα πριν (1922), δεν γνώρισε ποτέ μεγάλη αποδοχή στη χώρα μας. Μεταφρασμένο την δεκαετία του 50 από τον Άρη Αλεξάνδρου, και έκτοτε λησμονημένο και μηδέποτε ξανά μεταφρασμένο, εκδόθηκε επιτέλους, στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Λέμβος (μετάφραση και επίμετρο Βασιλ. Λογοθέτη – Παγοπούλου, σελ.609), ενώ ετοιμάζεται και άλλη έκδοση του από ένα μεγαλύτερο εκδοτικό οίκο (έχουμε ξαναπεί για τις στρεβλώσεις της ελληνικής εκδοτικής αγοράς!).


Το «ΜΠΑΜΠΙΤ», είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα του λογοτεχνικού ύφους (αλλά και της αξίας) του Sinclair Lewis, που καθιερώθηκε συγγραφικά (αλλά και εμπορικά) με το πρώτο του μυθιστόρημα «Main Street», που εκδόθηκε το 1920 και περιγράφει τη ζωή σε μια μικρή πόλη των μεσοδυτικών πολιτειών των Η.Π.Α., πουλώντας σχεδόν αμέσως εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Το «ΜΠΑΜΠΙΤ» που βγήκε δύο χρόνια αργότερα γνώρισε παρόμοια επιτυχία και ο τίτλος του βιβλίου, που είναι και το όνομα του ήρωά του, μπήκε στο λεξιλόγιο της εποχής, υποδηλώνοντας, τον μέσο Αμερικανό που κυνηγάει το «Αμερικάνικο όνειρο», που ξεκινάει από χαμηλά, είναι σκληρά εργαζόμενος, συντηρητικός, θρησκευόμενος, πρεσβεύει τις «παραδοσιακές οικογενειακές αξίες» που μεγάλωσαν τη χώρα, και ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά αγαθά.
 
Γράφοντας τα παραπάνω, ουσιαστικά περιγράφω τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου, που δημιούργησε ο Sinclair Lewis στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, καθώς ο ήρωας, δεσπόζει σε κάθε σελίδα, και είναι διαρκώς παρών στο βιβλίο. Ο Μπάμπιτ, είναι ένας μεσήλικας (46άχρονος) επιχειρηματίας στην επινοημένη πόλη Ζενίθ μιας Μεσοδυτικής πολιτείας των Η.Π.Α. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά σε ηλικίες από 20 έως 13 ετών (δύο κορίτσια και ένα (το μεσαίο) αγόρι). Ο Μπάμπιτ είναι ένας πολύ επιτυχημένος κτηματομεσίτης, που βλέπει την επιχείρησή του να μεγαλώνει συνεχώς μετά την διαρκή εμπορική άνοδο της πόλης, που αναπτύσσεται ταχύτατα και αποτελεί οικονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής. Ο ήρωας του βιβλίου, κυνηγάει μετά μανίας το παραμικρό κέρδος από τις εμπορικές του (καθαρές ή λιγότερο καθαρές) συμφωνίες, αγοράζει εκτάσεις για εμπορική εκμετάλλευση και καμαρώνει για το αυτοκίνητό του, το σπίτι του, την οικογένειά του. Μπορεί να μην γίνεται εύκολα δεκτός στις αριστοκρατικές λέσχες της πόλης και οι προσπάθειές του να προσεγγίσει το «old money» στοιχείο της, να βρίσκουν τοίχο, αλλά αυτό τον πεισμώνει περισσότερο, να επιδιώκει όλο και περισσότερες επαφές και ενδεχόμενες ευκαιρίες.
 
«Τριγύρω όλη η πόλη βιαζόταν ∙ έτσι απλά, για την ευχαρίστηση της βιασύνης. Μέσα στ’ αυτοκίνητά τους, άνθρωποι βιάζονταν να ξεπεράσουν ό ένας τον άλλο μέσα στον συνωστισμό. Άλλοι άνθρωποι βιάζονταν να προλάβουν το τραμ – ενώ μόλις ένα λεπτό αργότερα θα ακολουθούσε κι άλλο τραμ – κι όλα αυτά για να πηδήξουν από το τραμ, να τρέξουν σβέλτα στο απέναντι πεζοδρόμιο, να ορμήσουν μέσα σε κτήρια και, στη συνέχεια, να στριμωχτούν βιαστικά μέσα σε γρήγορους ανελκυστήρες. Άλλοι πάλι, σε εστιατόρια και καφέ βιάζονταν να καταβροχθίσουν το φαγητό, το οποίο κάποιοι μάγειρες είχαν μαγειρέψει βιαστικά. Άλλοι σε κουρεία ζητούσαν βιαστικά κι απότομα: «Μονό πέρασμα και σβέλτα! Είμαι πολύ βιαστικός!». Κάποιοι άλλοι σε γραφεία, ξαπόστελναν βιαστικά τους επισκέπτες με επιγραφές του τύπου: «Σήμερα είναι η πιο πολυάσχολη μέρα μου!» ή «Ο Κύριος έπλασε τον κόσμο σε έξι μέρες, εσύ έχεις έξι λεπτά για να πεις αυτό που θέλεις!». Άνθρωποι που είχαν κερδίσει πέντε χιλιάδες την προπερασμένη χρονιά και δέκα χιλιάδες πέρυσι, έφθειραν το νευρικό τους σύστημα, βασάνιζαν το μυαλό τους για να μπορέσουν να κερδίσουν αυτή τη χρονιά είκοσι χιλιάδες. Τελικά, αυτοί που είχαν καταρρεύσει μετά την απόκτηση των είκοσι χιλιάδων, έτρεχαν βιαστικοί να προλάβουν τα τραίνα για να φύγουν διακοπές τις οποίες τους είχαν συστήσει βιαστικοί – επίσης – γιατροί.
Ανάμεσά τους και ο Μπάμπιτ βιαζόταν να επιστρέψει στο γραφείο του, να καθίσει χωρίς να έχει και πολλά να κάνει, εκτός από το να φροντίσει αυτά τα οποία οι υπάλληλοί του βιάζονταν να κάνουν.»


Ο Μπάμπιτ όμως, ενώ βλέπει και βιώνει, την οικονομική και επαγγελματική του άνοδο, δεν είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του, η σχέση του με την σύζυγό του, έχει βαλτώσει, δύσκολα συνεννοείται με τα παιδιά του, που τα θεωρεί κακομαθημένα, εκτός από την μικρή κόρη, την Τίνκα, που είναι η αδυναμία του, νιώθει ότι κάτι του ξεφεύγει, ότι στην προσωπική του ζωή χρειάζεται αλλαγές. Μόνο με τον παλιό και επιστήθιο φίλο του, τον Πωλ Ρίσλινγκ, του αρέσει να περνάει τα μεσημέρια του και να συζητάει. Ο Πωλ όμως – σε αντίθεση με τον Μπάμπιτ -, προβληματίζεται διαρκώς για όλους και όλα, για την επιχείρηση του, στην οποία δουλεύει χωρίς να το θέλει πραγματικά, για την πόλη που γίνεται όλο και πιο απρόσωπη, για τον συζυγικό του βίο που είναι αδιέξοδος, με μια σύζυγο που του φέρεται σκληρά.
 
Ο Μπάμπιτ, με την βοήθεια παραγόντων της πόλης, παίρνει όλο και περισσότερες δουλειές που του αποφέρουν κέρδη, συναναστρέφεται με ανθρώπους της εκκλησίας, αρχίζει να βγάζει λόγους σε συγκεντρώσεις, επιδεικνύοντας αρετές που δεν γνώριζε ότι κατείχε, είναι πλέον ένας από τους πυλώνες της οικονομικής και οικοδομικής άνθησης της ταχέως αναπτυσσόμενης επαρχιακής πόλης που ονειρεύεται να γίνει ένα μικρό Σικάγο. Η κατάσταση θα αλλάξει, όταν ο Πωλ Ρίσλινγκ θα πυροβολήσει την σύζυγό του και θα φυλακιστεί. Ο Μπάμπιτ νιώθει ότι πρέπει να στηρίξει τον φίλο του και επιτέλους αντιλαμβάνεται ότι η ζωή έχει κι άλλα πράγματα εκτός από τις υλικές αποδοχές. Ο προβληματισμός του, που τον εκφράζει δημόσια, φέρνοντας σε δύσκολη θέση, τους μέχρι τότε υποστηρικτές και συνεργάτες του, τον απομονώνει κοινωνικά, ενώ η έλξη του για μια ανέμελη νοικάρισσα του, τον φέρνει σε επαφή με τον κόσμο της μποέμ κοινότητας της πόλης. Βρίσκεται πλέον σε δίλημμα, θα χάσει ότι «έχτιζε» τόσα χρόνια, με την εταιρεία του να κατρακυλάει ή θα «επανέλθει» στον παλιό του βίο και στον υλικό κόσμο του χρήματος και των καινούργιων αυτοκινήτων;
 
«Ο ιδανικός πολίτης! Τον φαντάζομαι – πάνω απ’ όλα – συνέχεια απασχολημένο όπως ένα λαγωνικό, να μην σπαταλάει πολύ χρόνο στην ονειροπόληση ή να πηγαίνει σε κοινωνικές εκδηλώσεις π.χ. τσάγια, δεξιώσεις κλπ ή να ασχολείται με πράγματα που δεν έχουν σχέση με τη δουλειά του, αλλά να επικεντρώνεται στο μαγαζί, στο επάγγελμα, στην τέχνη του. Το βράδυ, ν’ ανάβει το ωραίο του πούρο, να ανεβαίνει στο παλιό λεωφορειάκι ή να βλαστημάει το καρμπυρατέρ του αυτοκινήτου του μέχρι να πάρει μπρος, και να φθάνει στο σπιτάκι του. Ίσως να κουρεύει το γκαζόν ή να ασχολείται με κάποια άλλη, πρακτικής φύσεως, δουλειά κι έπειτα να είναι έτοιμος για το δείπνο. Να λέει στα παιδάκια του μια ιστοριούλα ή να πηγαίνει στην οικογένειά του στον κινηματογράφο ή να παίζει κάνα δυο παρτίδες μπριτζ ή να διαβάζει την παλιά απογευματινή του εφημερίδα ή ακόμα ένα-δυο κεφάλαια από ένα ωραίο μυθιστόρημα γουέστερν – αν προτιμάει τη λογοτεχνία – ή μπορεί οι γείτονες της διπλανής πόρτας να του κάνουν επίσκεψη και να συζητούν για τους φίλους τους και τα θέματα της ημέρας. Στη συνέχεια να πηγαίνει ευτυχισμένος στο κρεβάτι, με τη συνείδησή του καθαρή, έχοντας συμβάλει με τον οβολό του στην ευημερία της πόλης, αλλά και στον προσωπικό τραπεζικό του λογαριασμό.»
 
Ενταγμένο στο κλίμα της εποχής του μεσοπολέμου – τα «Roaring 20’s» όπως είναι γνωστή η εποχή – στις Η.Π.Α., είναι το μυθιστόρημα του Sinclair Lewis. Από τον F.S.Fitzgerald, τον J.Dos Passos και τον E.Hemingway, μέχρι την E.Wharton και την G. Stein, αυτή η γενιά των μέγιστων Αμερικανών συγγραφέων (εξαιρώ τον W.Faulkner που αποτέλεσε μια κατηγορία από μόνος του), με τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά τους, περιέγραψαν με διάφορους τρόπους την κοινωνία της εποχής. Ο Sinclair Lewis – από τους πιο εμπορικούς σε αυτό το πλαίσιο δημιουργούς -, είναι ρεαλιστής και περισσότερο σατυρικός από τους άλλους. Στο «ΜΠΑΜΠΙΤ», που μεταφέρθηκε δύο φορές στη μεγάλη οθόνη, κριτικάρει (περιγράφοντάς την με ωμό ρεαλισμό) την κοινωνική άνοδο, την τεχνολογική τρέλα της εποχής, την ποτοαπαγόρευση, τον συντηρητισμό, την εμπορευματοποίηση, τον κονφορμισμό, την βιομηχανοποίηση, τον άκρατο καταναλωτισμό, την προσήλωση στις οικογενειακές αξίες, την δύναμη των δογμάτων/εκκλησιών, την επιχειρηματική δίψα, την λατρεία του χρήματος.


Γραμμένο με τριτοπρόσωπη αφήγηση, το μέγιστο επίτευγμα του συγγραφέα, είναι που δημιουργεί έναν «bigger than life» ήρωα, ένα μυθιστορηματικό χαρακτήρα που δεσπόζει και κυριαρχεί στο βιβλίο, τον οποίο δεν μπορείς να αντιπαθήσεις – παρότι όλα συντείνουν προς αυτό! Ο Μπάμπιτ νιώθει από τη μια υπερήφανος για την κοινωνική και οικονομική του άνοδο, από την άλλη διακρίνει το κενό εντός του. Θα πίνει στα κρυφά αλλά θα στηρίζει την ποτοαπαγόρευση ως μέτρο, θα υποστηρίζει τις οικογενειακές αξίες, αλλά θα ονειρεύεται κοριτσόπουλα. Σε μια κοινωνία της επιφάνειας και της δήθεν χαρωπής ατμόσφαιρας, ο Μπάμπιτ θα κυκλοφορεί διαρκώς (στο βιβλίο βρίσκεται σε συνεχή κίνηση) θαυμάζοντας τα τεχνολογικά επιτεύγματα, επιθυμώντας να χτίζει συνεχώς, ψάχνοντας για ευκαιρίες αλλά αρκούν μερικές προτάσεις, μερικές λέξεις για να του διαλύσουν αυτό  το ψεύτικο οικοδόμημα.
 
Το βιβλίο είναι εμφανές ότι δείχνει την ηλικία του και σε αρκετά σημεία, η φλυαρία επικρατεί της ουσίας, αλλά η αφήγηση είναι ιδιαίτερα ζωντανή και ο ρυθμός καταιγιστικός. Οι δε χαρακτήρες που πλάθει ο συγγραφέας είναι στέρεοι και πολύ ενδιαφέροντες για περαιτέρω ανάπτυξη. Ο Μπάμπιτ ως μυθιστορηματικός χαρακτήρας, αποτέλεσε την πυξίδα και την έμπνευση για πιο σύγχρονους (από τον Lewis) Αμερικανούς συγγραφείς όπως (και κυρίως) ο John Updike ή ο Philip Roth.
 
Το βιβλίο που όπως προανέφερα, κυκλοφόρησε το 1922 την ίδια χρονιά με τον «Οδυσσέα» του Τζόις – και τα δύο βιβλία φιγουράρουν στο top-50 του 20ου αιώνα, αλλά και τι διαφορετικά βιβλία που είναι το ένα από το άλλο, αντιπροσωπεύοντας δύο διαφορετικά πρόσωπα της μεγάλης κλασσικής λογοτεχνίας, με το «ΜΠΑΜΠΙΤ» (και τον αντίκτυπο που είχε), να αποτελεί μια από τις αιτίες που απονεμήθηκε στον Sinclair Lewis, το βραβείο Νόμπελ του 1930.
 
Το «ΜΠΑΜΠΙΤ», είναι μια υπέροχη παρωδία του Αμερικάνικου τρόπου ζωής, επισημαίνοντας με απλό και δήθεν ανάλαφρο τρόπο με αυτή τη χαρακτηριστική αφηγηματική άνεση που έχουν οι σπουδαίοι συγγραφείς του μεσοπολέμου, την κενότητα και την μανία για χρήμα που χαρακτηρίζει την μεσαία τάξη της χώρας. Το θεωρώ κατώτερο του αριστουργηματικού «ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΥΤΑ ΕΔΩ», του πιο ώριμου μυθιστορήματος του Sinclair Lewis, δεν μπορείς όμως να παραγνωρίσεις ότι το «ΜΠΑΜΠΙΤ» (κι εδώ είναι η μεγαλύτερη αξία του), είναι ουσιαστικά, ένας καθρέφτης της Αμερικάνικης κοινωνίας, που στο μεγαλύτερο μέρος της είναι βαθιά συντηρητική και επιφανειακή που περιγράφεται με ειρωνεία και μαύρο χιούμορ, προσφέροντας σελίδες αναγνωστικής απόλαυσης.
 
Βαθμολογία 85 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home