Κυριακή, Ιουλίου 03, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιουλίου 03, 2022 | Permalink
"Τα πτώματα δεν πληρώνουν"
Είναι
γνωστό σε όσους με διαβάζουν χρόνια, ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν
αποτελεί προτεραιότητα στις αναγνωστικές μου επιλογές. Είναι μάλλον εμφανές επίσης,
ότι δεν παρασύρομαι από τις πολύ νέες κυκλοφορίες (που τις περισσότερες φορές «σηκώνουν
πολλή σκόνη» λόγω marketing), αφήνω κάποιο
χρόνο να περάσει μέχρι να ασχοληθώ με κάποιο βιβλίο (ναι, κρατάω λίστα) και
δύσκολα χαλάει αυτό. Για τον μόνο συγγραφέα, που παρεκκλίνω από τις συνήθειές
μου, είναι ο Δημήτρης Μαμαλούκας. Το
γεγονός ότι, τον θεωρώ τον καλύτερο αστυνομικό συγγραφέα της χώρας, δεν
αποτελεί τον μοναδικό λόγο, είναι επίσης και καλός φίλος και έχω την περιέργεια
να δω τι έχει γράψει – διότι ο Μαμαλούκας,
δεν είναι ο συγγραφέας που θα εκδώσει βιβλίο κάθε χρόνο, το παλεύει, και μπορεί
εκ πρώτοις, οι περισσότερες ιστορίες του, να δείχνουν απλές, δεν είναι όμως.
Για τον προσεκτικό αναγνώστη, αυτό φαίνεται, αλλά οι περισσότεροι τείνουν να το
ξεχνούν.
Στο νέο του (φρεσκότατο) μυθιστόρημα, με τίτλο «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ» (εκδ. Κέδρος, σελ.205), ένατο στη σειρά από τα βιβλία ενηλίκων που έχει γράψει (διότι είναι και επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων), ο Δημήτρης Μαμαλούκας (1968, Αθήνα), επιστρέφει σε ένα είδος που το κατέχει πολύ καλά, το hard-boiled αστυνομικό μυθιστόρημα, δίνοντας έμφαση στην ατμόσφαιρα και στον ρυθμό που θα απογειώσει τη δράση.
Στο νέο του (φρεσκότατο) μυθιστόρημα, με τίτλο «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ» (εκδ. Κέδρος, σελ.205), ένατο στη σειρά από τα βιβλία ενηλίκων που έχει γράψει (διότι είναι και επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων), ο Δημήτρης Μαμαλούκας (1968, Αθήνα), επιστρέφει σε ένα είδος που το κατέχει πολύ καλά, το hard-boiled αστυνομικό μυθιστόρημα, δίνοντας έμφαση στην ατμόσφαιρα και στον ρυθμό που θα απογειώσει τη δράση.
Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Νετούνο δεν είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, δεν είναι καν ένας ιδιόρρυθμος επαγγελματίας. Είναι κάτι σαν ξωτικό, σαν άνθρωπος μιας άλλης εποχής, που έχει προσγειωθεί ανάμεσά μας. Θα μπορούσε κανείς να τον προσδιορίσει γύρω μεταξύ 40 με 50, δεν θυμάται πολλά πράγματα από το παρελθόν, αλλά στη μνήμη του επανέρχονται, σαν στιγμιότυπα, εικόνες από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 που δεν συνάδουν με την εμφάνισή του, ούτε με την δηλωμένη ηλικία του. Ο Νετούνο επίσης είναι δεινός δρομέας μέσων και μεγάλων αποστάσεων, αλλά κυρίως, είναι ένας άνθρωπος κυριολεκτικά μοναχικός (με όλη την έννοια της λέξης). Ζει σε ένα υπόγειο μπούνκερ που υπήρχε από την περίοδο του πολέμου, στο οικόπεδο που αγόρασε και το οποίο βρίσκεται κάτω από ένα σπίτι. Στο μπούνκερ (που έχει τρία υπόγεια επίπεδα) έχει τα πολυτελή παλαιά αυτοκίνητα που κατέχει (άλλο ένα από τα πάθη του), όπως και τον πανίσχυρο ηλεκτρονικό υπολογιστή του (που έφτιαξε μόνος του), από τον οποίο επιδίδεται στη βιομηχανική κατασκοπεία από την οποία βιοποριζόταν, παρότι δήλωνε «ιδιωτικός ντετέκτιβ».
«Που πας, Νετούνο;
Στη λήθη πάλι;
Μπορεί και στην καταστροφή σου.
Είναι αλήθεια πως συχνά αποζητούσε την καταστροφή, το απόλυτο τέλος. Ένιωθε πως δεν είχε τίποτα να χάσει, πως ήταν ένας απελπισμένος άνθρωπος. Κι αυτό τον έκανε επικίνδυνο, αφού ένας απελπισμένος άνθρωπος δε δείλιαζε μπροστά σε τίποτα.»
Η μοναδική πραγματική περίπτωση που ταιριάζει με τον τίτλο του επαγγέλματός του, που ανέλαβε, ήταν η εξιχνίαση της απαγωγής ενός μικρού παιδιού στο παρελθόν. Αυτή την περίπτωση θυμάται η παλιά του ερωμένη, Κυριακή ή Σάντι, που του τηλεφωνεί έντρομη ένα πρωινό. Ο δωδεκάχρονος γιος της απήχθη με τους απαγωγείς να αφήνουν ως ενθύμιο (και ως υπόμνηση για το τι είναι ικανοί να κάνουν) ένα κομμάτι από το αυτί του στον κήπο. Οι απαγωγείς αξιώνουν 1.800.000 ευρώ ως λύτρα, χρήματα που γνωρίζουν καλά, ότι ο σύζυγος τής Σάντι, ο «Κόφτης» είχε κλέψει πριν χρόνια μαζί με τον αδελφό του, σε μια υπόθεση που δεν διαλευκάνθηκε ποτέ.
Η προθεσμία που δίνουν οι απαγωγείς είναι ελάχιστη, ο μικρός είναι διαβητικός και χρειάζεται την ινσουλίνη του για να ζήσει και η όλη ιστορία γίνεται στη Λάρισα, όπου διαμένουν σε μια πολυτελή κατοικία ο «Κόφτης» με την Σάντι. Τα 1.800.000 υπάρχουν και είναι καλά κρυμμένα κάπου στον Θεσσαλικό κάμπο και ο Νετούνο πρέπει να επιλύσει μια υπόθεση που δείχνει να «μπάζει» από πολλές πλευρές.
Καταρχάς, ποιοι είναι οι απαγωγείς και πως έφθασαν στο να γνωρίζουν ότι ένας επιχειρηματίας της επαρχίας έχει στη κατοχή του ένα τέτοιο ποσόν; Ο Μαμαλούκας κάνει από την αρχή γνωστά τα δεδομένα. Ο Μαρκ, ο «Γάλλος» πληροφορείται κατά τύχη την ύπαρξη των 1,8 εκατομμυρίων και προσλαμβάνει δύο πληρωμένους εκτελεστές τον Μπιλ και τον Χίκοκ, (όπου εδώ ο συγγραφέας «κλείνει το μάτι» στον υποψιασμένο αναγνώστη, καθώς το όνομα «Μπιλ Χίκοκ» παραπέμπει στον διαβόητο πιστολέρο του 19ου αιώνα «Άγριο Μπιλ Χίκοκ») – οι δύο όμως σύγχρονοι πιστολάδες δεν ενδιαφέρονται για ιστορικά στοιχεία, έχουν έρθει στην Ελλάδα να κάνουν τη δουλειά τους και να φύγουν, ενώ ο Χίκοκ μπορεί ταυτόχρονα να ικανοποιεί και το «βίτσιο» του, να φωτογραφίζει νεκρά ζώα χτυπημένα από οχήματα στους δρόμους.
«Όταν έφτασαν στο αμάξι έμενε η τελευταία κίνηση, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες. Ο Χίκοκ έβγαλε τον σουγιά του. Είχε ακόμα ίχνη από τα σπλάχνα του σκύλου. Το έκανε με μια αποφασιστική κίνηση. Κι έπειτα τράβηξε δύο φωτογραφίες με την Polaroid. Στη συνέχεια ο Μπιλ επέστρεψε στη βίλα και ανέβηκε ξανά στον μαντρότοιχο. Έριξε κάτι στο γκαζόν και επέστρεψε.
Σε όλο τον δρόμο που είχαν να διανύσουν θα αντάλλαζε ελάχιστες κουβέντες με τον Χίκοκ. Κάποια στιγμή ενώ οδηγούσε, ο Μπιλ θα σκεφτόταν ότι σε δύο μέρες όλα θα είχαν τελειώσει. Όπως ανέφεραν και οι οδηγίες. Δεν άντεξε και το είπε στον Χίκοκ. Εκείνος απάντησε μονολεκτικά.
«Ωραία».
Ο Μπιλ και ο Χίκοκ. Επαγγελματίες. Χαμένοι στην ελληνική επαρχία μια ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα.»
Ο Νετούνο που το όνομά του σημαίνει «Ποσειδώνας» στα ιταλικά, δεν θυμάται να έχει καμιά σχέση με την Ιταλία, όμως έρχονται στην επιφάνεια, ιταλικές εκφράσεις, κάποιες φορές από μέσα του μετράει στη γλώσσα αυτή, έχει πίνακες από εκεί, ακούει μετά μανίας τραγούδια της χώρας, όπως και κόμικς και άλλα. Γενικότερα όπως αναφέρω παραπάνω, έχει κάποια μεταφυσικά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο από αυτά είναι, ένα ανεξήγητο χάρισμα που δεν εξηγείται επιστημονικά, αλλά έχει μάθει να ζει με αυτό. Όταν χάνει τις αισθήσεις του, ο χρόνος γυρίζει πίσω για 17 δευτερόλεπτα, κάτι που του επιτρέπει, αν προλάβει, να αποτρέψει επικίνδυνες καταστάσεις.
Στο βιβλίο του Δημ. Μαμαλούκα, οι ήρωες βαδίζουν σε ένα τεντωμένο σχοινί, με τις καταστάσεις να είναι οριακές. Όλοι κινούνται στα ασαφή όρια μεταξύ καλού και κακού (μάλλον προς το δεύτερο), όλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, παρανομούν. Στις 200 σελίδες του βιβλίου, όπου η δράση εκτυλίσσεται μέσα σε ένα καυτό Αυγουστιάτικο τριήμερο στον Θεσσαλικό κάμπο, δεν υπάρχει χρόνος για χαλάρωση, ο χρόνος είναι πιεστικός με τις προθεσμίες που θέτει ο απαγωγέας, τα πτώματα είναι πολλά, οι επικίνδυνες καταστάσεις συνεχείς, η βία ξεχειλίζει – όπως και το αίμα -, ενώ οι διάλογοι είναι κοφτοί και ο ρεαλισμός των γεγονότων, δεν επιτρέπει διάλειμμα για στοχασμό, ούτε για πολλές ανάσες.
Το να συνθέσει ένας συγγραφέας, ένα τόσο μεστό μυθιστόρημα σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο σελίδων, απαιτεί ένταση στις σελίδες του, εκτός από μαστοριά και γνώση του είδους. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ», η ένταση και ο καταιγιστικός ρυθμός, που σε συνδυασμό με τον ρεαλισμό, τη ζωντάνια της αφήγησης και την αληθοφανή ιστορία, δημιουργούν ένα ακαταμάχητο κοκτέιλ απόλαυσης και παθιασμένης αναγνωστικής ευωχίας, που θα ήταν ιδανικό υλικό για έναν ικανό σκηνοθέτη να μεταφερθεί στον κινηματογράφο.
Το μυθιστόρημα του Δημ. Μαμαλούκα, που είναι χαρακτηριστικό δείγμα της pulp αστυνομικής λογοτεχνίας στα πρότυπα των μεγάλων του είδους, με επιρροές και από το Γαλλικό polar, έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με κάποια προηγούμενά του, κυρίως με τον «Μεγάλο θάνατο του Βοτανικού» και την «Μοναξιά της Ασφάλτου» - προσοχή, όχι θεματικά, αλλά στο ύφος -, ενώ επιτυγχάνει την ένταση ενός εκ των καλυτέρων του, τού μάλλον παραγνωρισμένου «Κοπέλα που σε λένε Φίνι».
Το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μαμαλούκα, μπορεί να μην είναι καλύτερο από το προηγούμενο (και μάλλον το πιο πλήρες βιβλίο του συγγραφέα) «Ο κρυφός πυρήνας των Ερυθρών Ταξιαρχιών», αλλά εκείνο ήταν ένα πολύ διαφορετικό βιβλίο και δεν μπορεί να αποτελέσει σημείο σύγκρισης. Το γεγονός είναι, ότι «ΤΑ ΠΤΩΜΑΤΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ» είναι ένα εξαιρετικό αστυνομικό μυθιστόρημα, που η κλισέ φράση «δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου», βρίσκει εδώ, την πλήρη εφαρμογή της. Είναι ένα βιβλίο με αρχή, μέση, τέλος, με μια καθηλωτική ιστορία που (παρότι ως αναγνώστης πάντα θέλεις περισσότερο), μέσα στις μόλις 200 σελίδες της αναπτύχθηκε ιδανικά, χαρίζοντάς μας έναν αινιγματικό λογοτεχνικό ήρωα, που θα μας απασχολήσει και στο μέλλον.
Βαθμολογία 85/ 100
Δημοσίευση σχολίου