Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2022
posted by Librofilo at Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2022 |
Permalink
Μια υπόσχεση και μόνο... ("Η Υπόσχεση")
Στιβαρή
οικογενειακή saga, το πολυεπίπεδο μυθιστόρημα του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Damon Galgut (Πρετόρια, 1963), με τίτλο «Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ» («The Promise») – (εκδ. Διόπτρα,
(έξοχη) μετάφραση Κλ. Παπαμιχαήλ, σελ. 333),
το οποίο βραβεύτηκε με το (σημαντικότατο) βραβείο
Booker
για το 2021, συνδυάζει με ευρηματικό και ελλειπτικό τρόπο την ιστορία της χώρας
με τα προσωπικά δράματα, το δράμα με το χιούμορ, την πορεία προς την αυτογνωσία
με το κοινωνικό σχόλιο.
Το
μυθιστόρημα του Galgut,
αναπτύσσεται σε τέσσερα μέρη, έχοντας στο κέντρο του την οικογένεια Σουάρτ.
Κάθε μέρος εστιάζει στον θάνατο ενός από τα μέλη της οικογένειας (ουσιαστικά σε
κάθε μέρος, η οικογένεια χάνει και ένα από τα μέλη της), και εκτυλίσσεται σε
διαφορετικές χρονικές περιόδους καλύπτοντας με αλληγορικό τρόπο, περίπου
τέσσερις δεκαετίες, όπου η Νότια Αφρική αλλάζει.
Η
Αμόρ είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας των Σουάρτ, που ζουν σε μια
απομακρυσμένη φάρμα. Βρισκόμαστε στο 1986 όταν ξεκινάει η ιστορία που αφηγείται
ο συγγραφέας και η μητέρα της Αμόρ έχει μόλις πεθάνει από καρκίνο. Η
σαραντάχρονη γυναίκα έζησε μια εικοσαετία στο κτήμα με τον σύζυγό της και προς
κατάπληξη των πάντων, ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό λίγο προτού πεθάνει,
δημιουργώντας ένα σκάνδαλο, αφού «έφυγε» από την Ολλανδική Μεταρρυθμιστική Εκκλησία
όπου ανήκε η οικογένειά του συζύγου της. Η Αμόρ είναι ένα παιδί ιδιόρρυθμο, που
πάντα αισθανόταν «εκτός», ενώ είχε χτυπηθεί και από κεραυνό όταν ήταν πολύ
μικρή, χάνοντας το μικρό δαχτυλάκι του ποδιού της – γεγονός που συντελεί στην
διαμόρφωση της προσωπικότητάς της.
Δύο
εβδομάδες προτού πεθάνει η μητέρα της, η Αμόρ έγινε μάρτυρας ενός περιστατικού
που την συγκλόνισε. Άκουσε τον διάλογο μεταξύ του πατέρα της και της μητέρας
της, όπου εκείνη τον έβαλε να της υποσχεθεί, ότι θα μεταβίβαζε στην μαύρη υπηρέτρια
της οικογένειας, την Σαλομέ, το μικρό σπιτάκι όπου εκείνη ζούσε στην άκρη του
κτήματος μαζί με τον γιο της. Η Σαλομέ είχε έρθει στο κτήμα, μαζί με την
ετοιμοθάνατη πλέον μητέρα της Αμόρ και ήταν εκείνη που την φρόντιζε καθ’ όλη τη
διάρκεια της ασθένειάς της. Ήταν εκείνη που υπομονετικά, στεκόταν δίπλα στο
κρεβάτι της, κάνοντας όλες τις δουλειές που οι άνθρωποι της οικογένειας,
σιχαίνονταν να κάνουν. Η παραχώρηση του μικρού οικήματος, όπου ήδη διαμένει,
θεώρησε η άρρωστη γυναίκα ότι ήταν, η ελάχιστη ανταπόδοση για τις υπηρεσίες
της. Η Αμόρ προσπαθεί να υπενθυμίσει στον πατέρα της, αυτή την «υπόσχεση» αλλά
εκείνος θλιμμένος και συντετριμμένος σχεδόν αρνείται να την ακούσει.
«…Ενώ σκέφτεται μια
ανάμνηση, που δεν την καταλάβαινε μέχρι τώρα, ενός απογεύματος μόλις πριν από
δυο βδομάδες, σε εκείνο το ίδιο δωμάτιο, με τη μαμά και τον μπαμπά. Ξέχασαν πως
ήμουν εκεί, στη γωνία. Δεν με είδαν, ήμουν σαν μια μαύρη γι’ αυτούς.
(Μου το υπόσχεσαι,
Μάνι;
Αρπάζοντάς τον με
σκελετωμένα χέρια, όπως στις ταινίες τρόμου.
Ναι, θα το κάνω.
Επειδή στ’ αλήθεια
θέλω να έχει κάτι. Ύστερα απ’ όλα όσα έκανε
Καταλαβαίνω, λέει
εκείνος.
Υποσχέσου μου πως
θα το κάνεις. Πες το.
Το υπόσχομαι,
αποκρίνεται πνιχτά ο μπαμπάς.)»
Η
«υπόσχεση» αυτή, είναι βέβαια, άνευ
αντικειμένου την εποχή που δόθηκε. Ιδιοκτησία δεν επιτρεπόταν στους μαύρους
κατοίκους της χώρας τότε, ενώ την Αμόρ δεν την παίρνει κανείς στα σοβαρά. Αυτή
η «υπόσχεση» που δεν εκπληρώνεται, διαπερνάει – χωρίς να κυριαρχεί – και στα
τεκταινόμενα των υπόλοιπων τριών μερών του μυθιστορήματος. Τα αδέλφια της Αμόρ,
η μεγαλύτερη και πιο «comme il faut» Άστριντ και ο Άντον που – υπηρετώντας την
στρατιωτική του θητεία - θα σκοτώσει μια γυναίκα σε μια διαδήλωση, και στη
συνέχεια θα λιποτακτήσει υπό το βάρος της πράξης του, πάντα αυτόνομος και
απροσάρμοστος, δεν θα νιώσουν ποτέ κάποιο ισχυρό δέσιμο μεταξύ τους, ενώ ο
τραγικός θάνατος του πατέρα τους στο δεύτερο μέρος από δάγκωμα φιδιού,
περισσότερο ενισχύει την απομάκρυνση τους.
Περίεργοι
θάνατοι, εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις και δυσκολίες, δεν βγάζουν από το
μυαλό της Αμόρ αυτή την «υπόσχεση». Στις δεκαετίες που περνάνε, η χώρα αλλάζει,
αλλά κάποια πράγματα παραμένουν τα ίδια. Η Αμόρ μέσα από το προσωπικό της
ταξίδι αυτογνωσίας και αυτοεκπλήρωσης, αλλάζοντας κι εκείνη, θα δει πως θα
έρθει κάποια στιγμή η ώρα να εκπληρωθεί η «υπόσχεση»
αλλά ίσως πλέον να είναι αργά και πάνε από τριάντα χρόνια έχουν περάσει. Μόνο
τότε θα διαπιστώσει ότι μπορεί ακόμα κι αυτό να είναι μια διαπίστωση της
Ενοχής, ενός λαού, μιας κοινωνίας, όπου τα προσωπικά μπορούν άνετα να γίνουν
γενικά κι όπου όλα πλέον έχουν αλλάξει.
«Η Αμόρ είναι
δεκατριών ετών, η ιστορία δεν την έχει ποδοπατήσει ακόμη. Δεν έχει ιδέα σε τι
χώρα ζει. Έχει δει μαύρους να τρέχουν να ξεφύγουν από την αστυνομία επειδή δεν
έχουν μαζί το πάσο τους, και έχει ακούσει τους μεγάλους να μιλάνε επιτακτικά
και χαμηλόφωνα για τις εξεγέρσεις στις γειτονιές των μαύρων, και μόλις την
προηγούμενη εβδομάδα στο σχολείο έμαθαν πώς να κρύβονται κάτω από τραπέζια σε
περίπτωση επίθεσης, κι ακόμη δεν ξέρει σε τι χώρα ζει. Έχει κηρυχθεί κατάσταση
έκτακτης ανάγκης και οι άνθρωποι συλλαμβάνονται και κρατούνται χωρίς δίκη και
κυκλοφορούν διάφορες φήμες αλλά όχι ατράνταχτα γεγονότα, επειδή εφαρμόζεται λογοκρισία
στις ειδήσεις και δημοσιοποιούνται μόνο ωραίες ιστορίες που δεν έχουν σχέση με
την πραγματικότητα, όμως εκείνη αυτές κυρίως πιστεύει. Είδε χθες το κεφάλι του
αδελφού της να ματώνει από μια πέτρα, μα ακόμα και τώρα δεν ξέρει ποιος την
πέταξε ή γιατί.»
Ο
Galgut με
αυτό του το βιβλίο (δεν έχω διαβάσει άλλα του, για να είμαι σίγουρος – είχε
εκδοθεί πριν αρκετά χρόνια «Ο καλός γιατρός» στα ελληνικά, περνώντας μάλλον απαρατήρητο), αποδεικνύεται μεγάλος
στυλίστας. Χρησιμοποιώντας μια μίξη κινηματογραφικού ύφους συνδυασμένο με
στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, η τριτοπρόσωπη αφήγησή του, δεν αποστασιοποιείται
των γεγονότων, τα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς με μια ανθρώπινη ματιά. Η
ελλειπτικότητα του κειμένου και οι μεγάλες χρονικές περίοδοι που καλύπτει με
υπαινικτικό ύφος, εξυπηρετούν το σχέδιο του συγγραφέα για μια αλληγορία της
κατάστασης της χώρας με τις αλλαγές που πραγματοποιούνται μέσα σε αυτές τις
δεκαετίες και που αντανακλώνται στην πορεία αυτής της δυσλειτουργικής
οικογένειας.
Οι
πολλοί συμβολισμοί στην ιστορία και η μεγάλη χρονική περίοδος, αφήνουν όμως
χάσματα στους χαρακτήρες, που πολλοί μένουν στο σκοτάδι για τον αναγνώστη.
Παραδείγματος χάριν, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος, η
μαύρη υπηρέτρια, η Σαλομέ, δεν αναπτύσσεται επαρκώς, ενώ την ίδια αίσθηση έχω
και για τον προβληματικό Άντον, που στην διάρκεια του βιβλίου, αποδεικνύεται το
ίδιο ενδιαφέρων και καθοριστικός όπως η ηρωίδα της ιστορίας, η Αμόρ. Αυτές οι
ελλείψεις στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, όπως και τα μεγάλα χάσματα,
απομακρύνουν σε πολλές περιπτώσεις τον αναγνώστη να «μπει περισσότερο» μέσα
στην ιστορία.
«Νότια Αφρική!
Παλιά το όνομα αυτό προκαλούσε αμηχανία, τώρα όμως σημαίνει κάτι άλλο. Είμαστε
όντως ένα έθνος που αψηφάει τη βαρύτητα.»
Είναι
όμως πολλές οι αρετές του εξαιρετικού αυτού μυθιστορήματος, που θυμίζει σε
πολλά σημεία βιβλία των μεγάλων λογοτεχνών της χώρας, όπως ο J.M.Coetzee και η Ναντίν Γκόρντιμερ, όπως και μια αίσθηση
των μυθιστορημάτων του W.Faulkner
με
τους ήρωες αιχμάλωτους στη μοίρα τους, να πλανιέται στην ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Οι φυλετικές διακρίσεις και οι εντάσεις περιγράφονται με υπαινικτικό και
ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο, ενώ θέματα όπως οι οικογενειακές σχέσεις, η επίδραση
της θρησκείας, η συντηρητική και παλαιολιθική δομή της ανώτερης τάξης της
χώρας, έχουν τρομερό ενδιαφέρον και αναλύουν (χωρίς διδακτισμό και χωρίς να
κουράζουν) την πορεία της Νότιας Αφρικής από ένα βαθιά αστυνομικό κράτος με το
πιο σκληρό διαχωρισμό, σε μια χώρα που μαστίζεται από την εγκληματικότητα και
τον κυνισμό.
Σε
ένα μυθιστόρημα, όπου η πορεία της ηρωίδας προς την αυτογνωσία οδηγεί στην
διαπίστωση μιας ματαιότητας, σε ένα βιβλίο βαρυφορτωμένο με αλληγορίες και
συμβολισμούς, όλα θα αποσυντονίζονταν αν δεν υπήρχε η εύστοχη χρήση του χιούμορ
από τον Galgut.
Ακόμα και σε στιγμές μεγάλης έντασης, το μαύρο χιούμορ χρησιμοποιείται για να τονίσει
την σχετικότητα των καταστάσεων – ο πατέρας πέφτει νεκρός από δάγκωμα φιδιού,
στην επιχείρηση έκθεσης ερπετών που είχε, οι αστυνομικοί που θυμίζουν ήρωες του
Μπέκετ, η θεία Μαρίνα με τις
υστερίες της, προσδίδουν αξία στο μυθιστόρημα που δεν πέφτει σε παγίδες
μελοδραματισμού και προτάσσει το πανανθρώπινο μήνυμά του χωρίς υπερβολές.
Βαθμολογία 83 / 100
Δημοσίευση σχολίου