Τρίτη, Νοεμβρίου 08, 2022
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 08, 2022 | Permalink
Vernon Subutex 2 (μια απογοητευτική συνέχεια)
Έκλεινα το κείμενό μου στο blog, για το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του  «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ», λέγοντας: «ανυπομονώ για τη συνέχεια»! Τόσο, είχα γοητευτεί από το άναρχο χιούμορ, τον ελκυστικό και ταυτόχρονα απωθητικό ήρωα, την ζωντάνια και την ένταση του βιβλίου. Δυστυχώς η συνέχεια ήρθε για να προσγειώσει κάπως ανώμαλα τις προσδοκίες μου, καθώς το «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ 2» («Vernon Subutex, 2»), το δεύτερο μέρος της τριλογίας της Γαλλίδας Virginie Despentes (1969, Νανσύ) – (εκδόσεις Στερέωμα, (ωραία και πάλι) μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, σελ.432), που κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες στα ελληνικά, δεν στέκεται στο ίδιο ύψος με το πρώτο βιβλίο, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι είναι κακό ή μέτριο, είναι απλά συμπαθητικό.


Το δεύτερο βιβλίο, συνεχίζεται από εκεί, που τελείωσε το πρώτο, λίγους μήνες αργότερα. Ο Βερνόν Σουμπουτέξ παραμένει ανέστιος και πένης, ο Ξαβιέ μετά το άγριο ξύλο που έφαγε, βγήκε από το νοσοκομείο, υγιής μεν αλλά ψυχικά εσαεί τραυματισμένος. Ο Σουμπουτέξ πλέον, είναι ένας κλοσάρ κανονικός που την βγάζει σε ένα παγκάκι στο (ωραιότατο) πάρκο Buttes-Chaumont στα βόρεια της πόλης του Παρισιού και τον φροντίζουν διάφοροι άστεγοι, ενώ τον ψάχνουν εναγωνίως οι παλιοί του φίλοι και μη, οι άνθρωποι που τον στέγασαν για μια-δυο μέρες στο πρώτο βιβλίο και αισθάνονται ενοχές που τον άφησαν να φύγει ή τον έδιωξαν ή τον κατηγόρησαν για κλοπές αργότερα.
 
«Παραληρεί. Έχει κενά μνήμης. Κι αυτό δεν του είναι δυσάρεστο. Πότε, πότε, προσπαθεί να λογικευτεί: δεν μπορεί να μείνει εκεί επ’ άπειρο, είναι ένα καλοκαίρι ψυχρό, θ’ αρπάξει κι άλλη πούντα, όχι, δεν πρέπει ν’ αφεθεί, πρέπει να γυρίσει κάτω στην πόλη να βρει καθαρά ρούχα, να κάνει κάτι… Μα όταν δοκιμάζει να ξανασυνδεθεί με πραγματιστικές ιδέες, φλιπάρει: φεύγει σε κατακόρυφη περιδίνηση. Ένας ήχος έρχεται απ’ τα σύννεφα, ο αγέρας πάνω στο δέρμα του είναι πιο απαλός κι από μετάξι, η νύχτα έχει μια μυρωδιά, η πόλη τού μιλάει και κείνος αποκωδικοποιεί τους ψιθύρους που υψώνονται και τον τυλίγουν, κουλουριάζεται μέσα τους και αιωρείται. Κάθε φορά, δεν ξέρει για πόσο, τον παρασέρνει τούτη η γλυκιά τρέλα. Δεν αντιστέκεται. Το μυαλό του, ταρακουνημένο από τα γεγονότα των τελευταίων βδομάδων, φαίνεται πως αποφάσισε να μιμηθεί τον μεθυστικό πυρετό των ναρκωτικών που είχε καταπιεί στην πρότερη ζωή του. Μετά από κάθε επεισόδιο, υπάρχει ένα ανεπαίσθητο κλικ, ένα αργό ξύπνημα: η φυσιολογική ροή των σκέψεών του αρχίζει πάλι.»
 
Οι «φίλοι» του που τον ψάχνουν μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώνονται και σχηματίζουν μια ομάδα ανομοιογενή και με διαφορετικούς προσανατολισμούς, ενώ και άλλα πρόσωπα ενσωματώνονται σε αυτήν διαδραματίζοντας μεγαλύτερο ή μικρότερο ρόλο στην ιστορία. Όταν τον βρίσκουν όμως, διαπιστώνουν ότι ο Σουμπουτέξ είναι διαφορετικός, πιο σκεπτικός, λιγομίλητος, ελάχιστα εκδηλωτικός. Μετατρέπεται πλέον σε ένα είδος γκουρού, που γύρω του μαζεύονται οι «φίλοι» του, διάφοροι τυχαίοι, πόρνες και απόκληροι, ενώ κι ο ίδιος μην έχοντας λησμονήσει την παλιά του τέχνη, παίζει μουσική σε ένα μπαράκι μια φορά την εβδομάδα.
 
Όπως και στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας, το διακύβευμα κι εδώ, αφορά τις «αποκαλυπτικές» (;) κασέτες που άφησε – ένα είδος διαθήκης - προτού αυτοκτονήσει ο Άλεξ Μπλιτς, ο επιτυχημένος μουσικός που αυτοκτόνησε. Το περιεχόμενό τους θα αποκαλυφθεί σχετικά νωρίς στο δεύτερο βιβλίο αν και το κυνηγητό γι’ αυτές παραμένει. Όμως το περιεχόμενό τους, τα λόγια του μαύρου μουσικού, είναι σίγουρα το πιο ενδιαφέρον μέρος ενός κατά τα λοιπά αδιέξοδου μυθιστορήματος.
 
«Εμείς μπήκαμε στο ροκ όπως άλλοι μπαίνουν σ’ έναν καθεδρικό ναό, το θυμάσαι Βερνόν; Και η ιστορία μας ήταν ένα ταξίδι στο υπερπέραν. Υπήρχαν άγιοι παντού, δεν ξέραμε μπροστά σε ποιον να γονατίσουμε για να προσευχηθούμε. Ξέραμε πως οι μουσικοί, με το που αποσύνδεαν τα βύσματα, ήταν άνθρωποι όπως όλοι, που αφόδευαν, που φυσούσαν τη μύτη τους όταν άρπαζαν καμιά πούντα, μα αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Στ’ αρχίδια μας οι ήρωες, το μόνο που μας ένοιαζε ήταν ο ήχος. Μας διαπερνούσε, μας ισοπέδωνε, μας απογείωνε. Υπήρχε, και μας έφτιαχνε όλους με τον ίδιο τρόπο στην αρχή: Γαμώ την πουτάνα μου, υπάρχει; Ήταν υπερβολικά μεγάλο για να χωρέσει στα δικά μας κορμιά. Νιάτα που κάλπαζαν, δεν ξέραμε πόσο τυχεροί ήμασταν…»
 

Το «ΒΕΡΝΟΝ ΣΟΥΜΠΟΥΤΕΞ 2», είναι ένα σκοτεινό βιβλίο, καθώς η ατμόσφαιρα μεταβάλλεται, αφού η συγγραφέας επιλέγει να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς τους «δορυφορικούς πρωταγωνιστές» της τριλογίας, τους ανθρώπους που είναι κοντά στον Σουμπουτέξ. Μέσα από τις ιστορίες τους, από την καθημερινότητά τους, τις αντιδράσεις τους, η Ντεπάντ καταγράφει τα κοινωνικά, πολιτικά, θρησκευτικά, οικογενειακά θέματα που απασχολούν την Γαλλική κοινωνία. Με πανοραμικό τρόπο και διατηρώντας το γκροτέσκο ύφος που μας είχε εντυπωσιάσει, περιγράφει τους ετερόκλητους ανθρώπους που περιστοιχίζουν τον ήρωά της, ενώ όπως και στο πρώτο βιβλίο, δεν διστάζει να παραθέσει απόψεις προκλητικές, μη ορθές πολιτικά, αποκαλύπτοντας περισσότερο το σκοτάδι των ψυχών που εμπλέκονται στην ιστορία της.
 
Αυτή όμως η επιλογή της συγγραφέως, να μη μονοπωλεί ο (εξαιρετικός) ήρωάς της, την ιστορία, αποβαίνει εις βάρος του ενδιαφέροντος του βιβλίου. Δυστυχώς η Ντεπάντ, δεν μπορεί να γράψει την «Ανθρώπινη Κωμωδία» του 21ου αιώνα (δεν είναι όλοι για όλα) και εκεί που ο καταιγιστικός ρυθμός του πρώτου βιβλίου, παίρνει μαζί του, τον αναγνώστη, στο δεύτερο βιβλίο και με την επιλογή της να εστιάσει σε διαφορετικούς χαρακτήρες, αδυνατίζει πολύ την ιστορία, που χάνει το κέντρο της. Το μυθιστόρημα – αν και ιδιαίτερα άνισο - κρατάει το ενδιαφέρον του, η αφήγηση πολλές φορές είναι συναρπαστική, το χιούμορ εναλλάσσεται με το δράμα, αλλά ο αναγνώστης νιώθει «μπουκωμένος» και σαν να μην τον αφορούν όλα αυτά που γίνονται από κάποιο σημείο και μετά.
 
Δεν γνωρίζω αν ο Βερνόν Σουμπουτέξ, εξελιχθεί στο τρίτο μέρος σε ένα είδος «Προφήτη» ή αν η Ντεπάντ, επιλέξει να επανέλθει πάλι στο άναρχο στυλ του πρώτου βιβλίου που ήταν τόσο εντυπωσιακό και σαγηνευτικό, όμως η αμηχανία που νιώθεις διατρέχοντας τις σελίδες του δεύτερου βιβλίου, δεν αφήνει μεγάλη αισιοδοξία. Σίγουρα, θα παρακολουθήσουμε την πορεία αυτού του μελαγχολικού και μοναχικού αντι-ήρωα, ενός εξαίρετου λογοτεχνικού χαρακτήρα, ελπίζοντας πως η Δημιουργός του, δεν θα μας απογοητεύσει.
 
Βαθμολογία 77 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home