Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιανουαρίου 23, 2008 | Permalink
Δρόμος γιά την κόλαση
Εκεί όπου ο Κόνραντ συναντάει τον Κόπολα και τον Μίλλερ του Μαντ Μαξ,εκεί όπου ο Φώκνερ συναντάει τον Πέκινπα και κάπου στην άκρη χαμογελάει πονηρά ο γερο-Ερνέστος (Χεμινγουέη) βρίσκεται ο μέγιστος Cormac McCarthy . Το πιό πρόσφατο και βραβευμένο μυθιστόρημα του , "Ο ΔΡΟΜΟΣ" (Εκδ.Καστανιώτης,σελ. 253) (90) δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο,δεν είναι ένα ευχάριστο break στη καθημερινότητα ,είναι ένα έργο που το διαβάζεις με ένα κόμπο στο λαιμό,είναι μιά λογοτεχνική «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» του Ρομέρο που θυμίζει έντονα το ΟΡΥΞ ΚΑΙ ΚΡΕΪΚ της Άτγουντ (άλλο εκπληκτικό μυθιστόρημα).
Ένας άνδρας σαραντάρης,πενηντάρης (κάπου εκεί τέλος παντων) με τον γιό του που απ’ότι καταλαβαίνουμε είναι γύρω στα δέκα διασχίζουν ένα κομμάτι της καταστραμμένης αμερικάνικης ηπείρου.Πάνε προς το Νότο γιατί δεν αντέχουν να περάσουν άλλο χειμώνα.Είναι από τους τελευταίους ανθρώπους στη γη,έχουν επιζήσει μιάς πυρηνικής καταστροφής.Ο συγγραφέας δεν δίνει παρά ελάχιστα στοιχεία (τα ονόματά τους δεν τα μαθαίνουμε ποτέ),και με μικρές κοφτές προτάσεις,με μικρές παραγράφους οι οποίες λειτουργούν σαν κινηματογραφικά fade-outs σε βάζει στο κλίμα σιγά,σιγά και με μαεστρικό τρόπο.
«Τα ρολόγια σταμάτησαν στη μία και δεκαεφτά.Μιά πελώρια μαχαιριά φωτός κι έπειτα μιά σειρά από βαθιά τραντάγματα.Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.Τι ήταν αυτό?ρώτησε εκείνη.Δεν απάντησε.Πήγε στο μπάνιο κι άναψε το φως μα το ρεύμα είχε ήδη κοπεί.Μιά θαμπή ρόδινη λάμψη στο παράθυρο.Έπεσε στο ένα γόνατο και σήκωσε το μοχλό που τάπωνε την μπανιέρα κι άνοιξε ως το τέρμα τις δύο βρύσες μαζί.Εκείνη στεκόταν στην πόρτα με το νυχτικό της σφίγγοντας το κούφωμα,κρατώντας την κοιλιά της στο ένα χέρι.Τι συνέβη?είπε.Τι γίνεται?
Δεν ξέρω.
Πως σου ΄ρθε να κάνεις μπάνιο?
Δεν θα κάνω μπάνιο.»
Το παιδί γεννιέται μετά την καταστροφή,είναι ένα παιδί του νέου κόσμου.Η μητέρα τρεις,τέσσερις μήνες αργότερα αυτοκτονεί.Βλέπει τι γίνεται γύρω της και δεν το αντέχει.Φόνοι,βιασμοί,καταστροφές. «Αργά ή γρήγορα θα μας πιάσουν και θα μας σκοτώσουν.Θα με βιάσουν.Κι αυτόν θα τον βιάσουν.Θα μας βιάσουν και θα μας σκοτώσουν και θα μας φάνε κι εσύ δεν θες να το παραδεχτείς.Προτιμάς να περιμένεις μέχρι να συμβεί.Αλλά εγώ δεν μπορώ.Δεν μπορώ...»
Ο άνδρας και το παιδί «ταξιδεύουν» χρόνια.Σε μιά γή όπου τίποτα δεν έχει επιβιώσει και τα πάντα καίγονται ή είναι ήδη καμμένα.Σε ένα κόσμο ασπρόμαυρο γιατί ο ήλιος έχει καλυφθεί πίσω από μιά ομίχλη.Τα μόνο χρώμα που υπάρχει στο βιβλίο είναι το κόκκινο του αίματος και των πυρκαϊών.Τα πάντα είναι γκρίζα και κρύα.Είναι μιά διαδρομή σε ένα κόσμο αποκάλυψης ,σε μία κόλαση...
Ο άνδρας προσπαθεί να προστατέψει το παιδί με κάθε τρόπο.Ξέρει ότι εάν τους πιάσουν θα τους φάνε,αφού πρώτα βιάσουν τον μικρό–διότι στον καινούριο κόσμο δεν υπάρχουν φιλίες,υπάρχει μόνο η επιβίωση . Φαγητό βρίσκουν μπουκάροντας σε καμμένα ή εγκαταλελειμένα σπίτια και ότι έχει ξεφύγει από τους απειροελάχιστους επιζήσαντες-επιδρομείς.Κονσέρβες,λίγο ρύζι με σκουλήκια,λίγο αλεύρι-πολλή πείνα.
Στο βιβλικό αυτό τοπίο,ο άνδρας προσπαθεί να εμφυσήσει κάποιες από τις «παραδοσιακές αξίες» στο παιδί.Του επαναλαμβάνει συνέχεια ότι «εμείς,είμαστε οι καλοί», «εμείς δεν σκοτώνουμε,εμείς δεν τρώμε άλλους ανθρώπους»,αλλά καταλαβαίνει κι εκείνος πόσο παρωχημένα είναι πλέον όλα αυτά όταν η φρίκη παραμονεύει σε κάθε τους βήμα.
«Ο Δρόμος» είναι ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα που σε κάθε σελίδα που γυρίζεις νιώθεις ένα πανικό γιά το τι θα συναντήσεις παρακάτω.Πτώματα μουμιοποιημένα,καμένα,μισοφαγωμένα.Τρελλαίνεσαι όταν ο ένας παρατάει τον άλλον και πάει να ψάξει γιά κάτι,είσαι σίγουρος ότι ανά πάσα στιγμή κάτι θα συμβεί.Σε κάποια φάση παρακολουθούμε δύο άντρες και μιά γυναίκα οι οποίοι περιφέρονται μέσα στο «δάσος».Η γυναίκα είναι έγκυος.Την επόμενη μέρα ο άντρας και το παιδί,βλέπουν καπνό και μυρίζουν κάτι μαγειρευτό.Η ανάγκη τους γιά τροφή τους ωθεί να πλησιάσουν,οι τύποι εξαφανισμένοι.
«Μπήκαν στο μικρό ξέφωτο,το αγόρι γραπωμένο από το χέρι του.Είχαν πάρει όλα τους τα πράγματα εκτός από κάτι μαύρο καρφωμένο σε ένα ξύλο πάνω από τα κάρβουνα.Στεκόταν κι έλεγχε την περίμετρο και ξαφνικά το αγόρι γύρισε κι έχωσε στο μπουφάν του το κεφάλι.Αχ βρε μπαμπά,έλεγε.Γύρισε να δει και πάλι.Αυτό πού’χε αντικρύσει το παιδί ήταν ένα μισοκαμμένο νεογνό ακέφαλο και ξεκοιλιασμένο να μαυρίζει στη σούβλα.Εγειρε και σήκωσε το αγόρι και γύρισε πάλι κουβαλώντας το κατά το δρόμο.Συγχώρεσέ με,ψιθύριζε.Συγχώρεσέ με.»
Δεν υπάρχει περίπτωση γονιός να διαβάσει το βιβλίο και να μη κοιτάξει διαφορετικά τα παιδιά του μετά.Η ανάγκη για προστασία είναι διάχυτη και έντονη σε όλο το μυθιστόρημα.Ο άντρας είναι άρρωστος,πνέει τα λοίσθια,φτύνει αίμα δεν αντέχει,είναι σίγουρο ότι ζωή πολλή μπροστά του δεν έχει-προσπαθεί να βρει ένα μέρος,κάτι να προστατέψει τον μικρό.Τον δασκαλεύει, «έχεις μιά σφαίρα στο όπλο,ξέρεις τι θα κάνεις».Το βιβλίο τελειώνει όσο αισιόδοξα μπορεί να τελειώσει μιά ιστορία που διαδραματίζεται σε μιά Δαντική κόλαση.Επειδή όλα σ’αυτή τη ζωή έχουν μιά εξήγηση,ο ΜακΚάρθυ ήταν 73 χρονών όταν εκδόθηκε το βιβλίο με ένα εφτάχρονο γιό,μπορούμε να δούμε τον «Δρόμο» και ως μιά κατάθεση αγάπης,ένα γράμμα αποχαιρετισμού στο μικρό αγόρι.
Η γραφή του ΜακΚάρθυ είναι κοφτή,απέριττη αλλά (κατά την άποψή μου)ποιητικότατη.Τα βιβλία του,με αποκορύφωμα το εκπληκτικό ΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟ (ψάξτε το κι ας είναι απαράδεκτη η έκδοση,το βιβλίο είναι κορυφαίο),αποπνέουν αρσενική σκληρότητα,κακουχίες,δωρικότητα και απαράμιλλο στυλ.Σίγουρα κάποιοι θα τον απεχθάνονται και τα θέματά του θα τους απωθούν-αλλά βάζω στοίχημα ότι τα μάτια τους αποκλείεται να τα τραβήξουν από τα βιβλία του,αφότου αρχίσουν κάποιο από αυτά.
«Παράδερναν μες στα καμένα ερείπια σπιτιών όπου αλλιώτικα δεν θα ‘μπαιναν ποτέ.Ένα πτώμα να επιπλέει στα μαύρα νερά ενός υπογείου ανάμεσα σε σκουπίδια και σκουριασμένους σωλήνες.Στάθηκε σ’ένα καθιστικό μισοκαμένο κι ανοιχτό με θέα τον ουρανό.Οι διαλυμένες απ’ το νερό σανίδες να γλυστράνε στην αυλή.Μουλιασμένοι τόμοι σε μιά βιβλιοθήκη.Τράβηξε έναν και τον άνοιξε και τον ξανάβαλε στη θέση του.Όλα νοτισμένα.Να σαπίζουν.Σ’ένα συρτάρι βρήκε ένα κερί.Και πως να τ’ανάψει.Το βαλε στη τσέπη του.Βγήκε στο γκρίζο φως και κοντοστάθηκε κι είδε φευγαλέα την απόλυτη αλήθεια του κόσμου.Την παγωμένη ανηλεή περιφορά μιας γης χωρίς διαθήκη.Σκότος αμετακίνητο.Τα τυφλωμένα σκυλιά του ήλιου να τρέχουν.Το μαύρο κενό του σύμπαντος ένα πλάκωμα.Και κάπου εκεί δυο ζώα κυνηγημένα να τρέμουν σαν αλεπούδες στο λαγούμι τους.Χρόνος δανεικός και κόσμος δανεικός και μάτια δανεικά γιά να τον κλαις.»
Ένας άνδρας σαραντάρης,πενηντάρης (κάπου εκεί τέλος παντων) με τον γιό του που απ’ότι καταλαβαίνουμε είναι γύρω στα δέκα διασχίζουν ένα κομμάτι της καταστραμμένης αμερικάνικης ηπείρου.Πάνε προς το Νότο γιατί δεν αντέχουν να περάσουν άλλο χειμώνα.Είναι από τους τελευταίους ανθρώπους στη γη,έχουν επιζήσει μιάς πυρηνικής καταστροφής.Ο συγγραφέας δεν δίνει παρά ελάχιστα στοιχεία (τα ονόματά τους δεν τα μαθαίνουμε ποτέ),και με μικρές κοφτές προτάσεις,με μικρές παραγράφους οι οποίες λειτουργούν σαν κινηματογραφικά fade-outs σε βάζει στο κλίμα σιγά,σιγά και με μαεστρικό τρόπο.
«Τα ρολόγια σταμάτησαν στη μία και δεκαεφτά.Μιά πελώρια μαχαιριά φωτός κι έπειτα μιά σειρά από βαθιά τραντάγματα.Σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο.Τι ήταν αυτό?ρώτησε εκείνη.Δεν απάντησε.Πήγε στο μπάνιο κι άναψε το φως μα το ρεύμα είχε ήδη κοπεί.Μιά θαμπή ρόδινη λάμψη στο παράθυρο.Έπεσε στο ένα γόνατο και σήκωσε το μοχλό που τάπωνε την μπανιέρα κι άνοιξε ως το τέρμα τις δύο βρύσες μαζί.Εκείνη στεκόταν στην πόρτα με το νυχτικό της σφίγγοντας το κούφωμα,κρατώντας την κοιλιά της στο ένα χέρι.Τι συνέβη?είπε.Τι γίνεται?
Δεν ξέρω.
Πως σου ΄ρθε να κάνεις μπάνιο?
Δεν θα κάνω μπάνιο.»
Το παιδί γεννιέται μετά την καταστροφή,είναι ένα παιδί του νέου κόσμου.Η μητέρα τρεις,τέσσερις μήνες αργότερα αυτοκτονεί.Βλέπει τι γίνεται γύρω της και δεν το αντέχει.Φόνοι,βιασμοί,καταστροφές. «Αργά ή γρήγορα θα μας πιάσουν και θα μας σκοτώσουν.Θα με βιάσουν.Κι αυτόν θα τον βιάσουν.Θα μας βιάσουν και θα μας σκοτώσουν και θα μας φάνε κι εσύ δεν θες να το παραδεχτείς.Προτιμάς να περιμένεις μέχρι να συμβεί.Αλλά εγώ δεν μπορώ.Δεν μπορώ...»
Ο άνδρας και το παιδί «ταξιδεύουν» χρόνια.Σε μιά γή όπου τίποτα δεν έχει επιβιώσει και τα πάντα καίγονται ή είναι ήδη καμμένα.Σε ένα κόσμο ασπρόμαυρο γιατί ο ήλιος έχει καλυφθεί πίσω από μιά ομίχλη.Τα μόνο χρώμα που υπάρχει στο βιβλίο είναι το κόκκινο του αίματος και των πυρκαϊών.Τα πάντα είναι γκρίζα και κρύα.Είναι μιά διαδρομή σε ένα κόσμο αποκάλυψης ,σε μία κόλαση...
Ο άνδρας προσπαθεί να προστατέψει το παιδί με κάθε τρόπο.Ξέρει ότι εάν τους πιάσουν θα τους φάνε,αφού πρώτα βιάσουν τον μικρό–διότι στον καινούριο κόσμο δεν υπάρχουν φιλίες,υπάρχει μόνο η επιβίωση . Φαγητό βρίσκουν μπουκάροντας σε καμμένα ή εγκαταλελειμένα σπίτια και ότι έχει ξεφύγει από τους απειροελάχιστους επιζήσαντες-επιδρομείς.Κονσέρβες,λίγο ρύζι με σκουλήκια,λίγο αλεύρι-πολλή πείνα.
Στο βιβλικό αυτό τοπίο,ο άνδρας προσπαθεί να εμφυσήσει κάποιες από τις «παραδοσιακές αξίες» στο παιδί.Του επαναλαμβάνει συνέχεια ότι «εμείς,είμαστε οι καλοί», «εμείς δεν σκοτώνουμε,εμείς δεν τρώμε άλλους ανθρώπους»,αλλά καταλαβαίνει κι εκείνος πόσο παρωχημένα είναι πλέον όλα αυτά όταν η φρίκη παραμονεύει σε κάθε τους βήμα.
«Ο Δρόμος» είναι ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα που σε κάθε σελίδα που γυρίζεις νιώθεις ένα πανικό γιά το τι θα συναντήσεις παρακάτω.Πτώματα μουμιοποιημένα,καμένα,μισοφαγωμένα.Τρελλαίνεσαι όταν ο ένας παρατάει τον άλλον και πάει να ψάξει γιά κάτι,είσαι σίγουρος ότι ανά πάσα στιγμή κάτι θα συμβεί.Σε κάποια φάση παρακολουθούμε δύο άντρες και μιά γυναίκα οι οποίοι περιφέρονται μέσα στο «δάσος».Η γυναίκα είναι έγκυος.Την επόμενη μέρα ο άντρας και το παιδί,βλέπουν καπνό και μυρίζουν κάτι μαγειρευτό.Η ανάγκη τους γιά τροφή τους ωθεί να πλησιάσουν,οι τύποι εξαφανισμένοι.
«Μπήκαν στο μικρό ξέφωτο,το αγόρι γραπωμένο από το χέρι του.Είχαν πάρει όλα τους τα πράγματα εκτός από κάτι μαύρο καρφωμένο σε ένα ξύλο πάνω από τα κάρβουνα.Στεκόταν κι έλεγχε την περίμετρο και ξαφνικά το αγόρι γύρισε κι έχωσε στο μπουφάν του το κεφάλι.Αχ βρε μπαμπά,έλεγε.Γύρισε να δει και πάλι.Αυτό πού’χε αντικρύσει το παιδί ήταν ένα μισοκαμμένο νεογνό ακέφαλο και ξεκοιλιασμένο να μαυρίζει στη σούβλα.Εγειρε και σήκωσε το αγόρι και γύρισε πάλι κουβαλώντας το κατά το δρόμο.Συγχώρεσέ με,ψιθύριζε.Συγχώρεσέ με.»
Δεν υπάρχει περίπτωση γονιός να διαβάσει το βιβλίο και να μη κοιτάξει διαφορετικά τα παιδιά του μετά.Η ανάγκη για προστασία είναι διάχυτη και έντονη σε όλο το μυθιστόρημα.Ο άντρας είναι άρρωστος,πνέει τα λοίσθια,φτύνει αίμα δεν αντέχει,είναι σίγουρο ότι ζωή πολλή μπροστά του δεν έχει-προσπαθεί να βρει ένα μέρος,κάτι να προστατέψει τον μικρό.Τον δασκαλεύει, «έχεις μιά σφαίρα στο όπλο,ξέρεις τι θα κάνεις».Το βιβλίο τελειώνει όσο αισιόδοξα μπορεί να τελειώσει μιά ιστορία που διαδραματίζεται σε μιά Δαντική κόλαση.Επειδή όλα σ’αυτή τη ζωή έχουν μιά εξήγηση,ο ΜακΚάρθυ ήταν 73 χρονών όταν εκδόθηκε το βιβλίο με ένα εφτάχρονο γιό,μπορούμε να δούμε τον «Δρόμο» και ως μιά κατάθεση αγάπης,ένα γράμμα αποχαιρετισμού στο μικρό αγόρι.
Η γραφή του ΜακΚάρθυ είναι κοφτή,απέριττη αλλά (κατά την άποψή μου)ποιητικότατη.Τα βιβλία του,με αποκορύφωμα το εκπληκτικό ΜΑΤΟΒΑΜΜΕΝΟ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟ (ψάξτε το κι ας είναι απαράδεκτη η έκδοση,το βιβλίο είναι κορυφαίο),αποπνέουν αρσενική σκληρότητα,κακουχίες,δωρικότητα και απαράμιλλο στυλ.Σίγουρα κάποιοι θα τον απεχθάνονται και τα θέματά του θα τους απωθούν-αλλά βάζω στοίχημα ότι τα μάτια τους αποκλείεται να τα τραβήξουν από τα βιβλία του,αφότου αρχίσουν κάποιο από αυτά.
«Παράδερναν μες στα καμένα ερείπια σπιτιών όπου αλλιώτικα δεν θα ‘μπαιναν ποτέ.Ένα πτώμα να επιπλέει στα μαύρα νερά ενός υπογείου ανάμεσα σε σκουπίδια και σκουριασμένους σωλήνες.Στάθηκε σ’ένα καθιστικό μισοκαμένο κι ανοιχτό με θέα τον ουρανό.Οι διαλυμένες απ’ το νερό σανίδες να γλυστράνε στην αυλή.Μουλιασμένοι τόμοι σε μιά βιβλιοθήκη.Τράβηξε έναν και τον άνοιξε και τον ξανάβαλε στη θέση του.Όλα νοτισμένα.Να σαπίζουν.Σ’ένα συρτάρι βρήκε ένα κερί.Και πως να τ’ανάψει.Το βαλε στη τσέπη του.Βγήκε στο γκρίζο φως και κοντοστάθηκε κι είδε φευγαλέα την απόλυτη αλήθεια του κόσμου.Την παγωμένη ανηλεή περιφορά μιας γης χωρίς διαθήκη.Σκότος αμετακίνητο.Τα τυφλωμένα σκυλιά του ήλιου να τρέχουν.Το μαύρο κενό του σύμπαντος ένα πλάκωμα.Και κάπου εκεί δυο ζώα κυνηγημένα να τρέμουν σαν αλεπούδες στο λαγούμι τους.Χρόνος δανεικός και κόσμος δανεικός και μάτια δανεικά γιά να τον κλαις.»