Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22, 2010 | Permalink
Ένα "λησμονόλ" παρακαλώ...
Άνθρωποι που κυκλοφορούν μονίμως μαστουρωμένοι. Βρέφη που με τα πρώτα τους βήματα μιλάνε και συμπεριφέρονται σαν ηλίθιοι ενήλικες μπεκροπίνοντας στα (ειδικά διαμορφωμένα) μωρομπάρ. Ζώα που έχουν αποκτήσει ανθρώπινη νοημοσύνη και συμπεριφέρονται ως άνθρωποι χρησιμεύοντας κυρίως σε βοηθητικές εργασίες ενώ στην περίπτωση μιας ναζιάρας προβατίνας γίνονται και ερωτικοί σύντροφοι (πού΄σαι Τζην Γουάιλντερ με την Daisy – εσύ έδειξες τον δρόμο)!!
Αυτός είναι ο κόσμος ενός κοντινού μέλλοντος (μέσα του 21ου αιώνα) που περιγράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Jonathan Lethem στο σπινθηροβόλο και φαντεζί αστυνομικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας «ΟΠΛΟ ΜΕΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» (Gun with occasional music), (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ.370), ένα βιβλίο που μεταφέρει μια ιστορία που θυμίζει Ρ.Τσάντλερ σε μια δυστοπία που αυτόματα φέρνει στο νου τα βιβλία του Φ.Ντικ με σκηνογραφία από την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων.
Βρισκόμαστε κάπου στην Δυτική Ακτή των Η.Π.Α. και ο Ιδιωτικός Εξεταστής Κόνραντ Μέτκαλφ είναι αντιμέτωπος με τον θάνατο ενός πρώην πελάτη του, του γιατρού Στάνχαντ ο οποίος τον είχε προσλάβει για λίγο χρονικό διάστημα πριν από κάποιες εβδομάδες υποψιαζόμενος ότι η σύζυγός του,η πανέμορφη Σελέστ, τον απατούσε. Ο Μέτκαλφ δεν βρήκε τίποτα συγκεκριμένο και η συνεργασία του με τον Στάνχαντ τελείωσε εκεί. Τώρα όμως πάει στο γραφείο του ένας τύπος που θεωρείται ο Νο1 ύποπτος και η σύλληψη του δεν θα αργήσει να γίνει. Ο Μέτκαλφ ένας άνθρωπος που κρατάει κάποια στοιχεία από τον «παλιό καιρό» υποψιάζεται διαφθορά μέσα στους κόλπους των Εξεταστών – όπως λέγονται πλέον οι αστυνομικοί – και θεωρεί ότι συγκαλύπτεται κάτι μεγαλύτερο με το κουκούλωμα της ιστορίας. Μπαίνει λοιπόν στο παιχνίδι που θα τον οδηγήσει σε μια κολασμένη κατάσταση και σ’έναν δρόμο δίχως επιστροφή.
Μέχρι εδώ, στην ψυχή της ιστορίας δηλαδή δεν έχουμε κάτι περίεργο. Είναι μια κοινή αστυνομική υπόθεση, μια ιστορία που μπορείς να βρεις σε pulp fiction, αλλά…το γενικό πλαίσιο κάνει τη διαφορά. Κατ’αρχήν ο κόσμος αστυνομοκρατείται και ο πληθυσμός ελέγχεται με την ελεύθερη χρήση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως του «Λησμονόλ» που παίρνουνε όλοι καθημερινά και ξεχνάνε ποιοι είναι και τι κάνουνε – ένα είδος ηθελημένου αλτζχάιμερ, ώστε όλοι να είναι ευτυχείς. Ο κάθε πολίτης έχει μια κάρτα «καρμικού επιπέδου», όταν κάνεις κάτι που οι Εξεταστές θεωρούν παράνομο ή «εκτός ορίων» τότε σου αφαιρούνται πόντοι από την κάρτα σου. Όταν η κάρτα σου φτάσει σε μηδενικά επίπεδα, που πάει να πει ότι, έχεις παραβατική συμπεριφορά, μπαίνεις στον πάγο για μερικά χρόνια, θα ξαναβγείς ανάλογα με την ποινή σου και η κάρτα σου θα ξαναγεμίσει αλλά μπορεί να μη βρεις κανέναν δικό σου πιά…
Η επιστήμη έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε τα ζώα έχουν αποκτήσει ανθρώπινη νοημοσύνη και έχουν ενταχθεί στην παραγωγή. Υπάρχουν λοιπόν μέσα στα σπίτια χαριτωμένες ψιψίνες που φέρονται σαν χαϊδεμένα παιδάκια, σκύλοι που δουλεύουν ως ντελιβεράδες, πίθηκοι που είναι Ιδιωτικοί Εξεταστές κλπ. Η μεγαλύτερη όμως διαφορά είναι στα μωρά. Λόγω του ότι η εκπαίδευση των παιδιών είναι δαπανηφόρα αλλά και χρονοβόρα, οι επιστήμονες ακολούθησαν με τα μωρά το ίδιο που έκαναν με τα ζώα, την εξελικτική θεραπεία του δόκτορα Τούστραντ. Επιτάχυνση γνώσης που δημιούργησε τους «Μωροκέφαλους». Μωρά που συμπεριφέρονται σαν μεγάλοι κυνικά και απάνθρωπα, επειδή όμως παραμένουν άνθρωποι πνίγουν την απελπισία τος στα «μωρομπάρ» όπου γίνονται τύφλα από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Ο Μέτκαλφ χρησιμοποιεί κι αυτός ναρκωτικά, είναι κι αυτός εθισμένος αλλά σε κάτι ιδιαίτερα χαρμάνια που φτιάχνει και δεν περιέχουν το «ανακουφιστικό λησμονόλ». Θα βγάλει άκρη με την ιστορία αλλά θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει το Καγκουρό Τζόυ που δουλεύει για έναν ντραγκ-ντήλερ, τον μωροκέφαλο Μπάρι τον γιό της Σελέστ και τους Εξεταστές που τρέχουν από πίσω του μπερδεύοντάς τον συνεχώς και αφαιρώντας πόντους από την κάρτα του προσπαθώντας να τον εξολοθρεύσουν. Ο Μέτκαλφ το ξέρει ότι ο δρόμος που ακολουθεί τον πάει κατευθείαν στην «κατάψυξη» αλλά είναι διατεθειμένος να το πάει μέχρι το τέλος.
Ένα μυθιστόρημα που στην αρχή προβλέπεται διασκεδαστικό αλλά καθώς προχωράει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανυπομονείς για να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Ο Λέθεμ αποτίει φόρο τιμής στο hard-boiled αστυνομικό μυθιστόρημα και κυρίως στον Ρέιμοντ Τσάντλερ με έναν ντετέκτιβ σε στυλ Μάρλοου, σκληρό και τίμιο, ευθύ και ακούραστο, έναν άντρα με όλη τη σημασία της λέξης. Ναι; Μπα…Και εδώ ο δαιμόνιος Λέθεμ κάνει την «παρέμβασή» του:
«…Βρισκόμουν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση με τις εκπροσώπους του ωραίου φύλου εξαιτίας των όσων μου είχαν αποσπάσει, να στάζει το αίμα και και να συνεχίζεται το σφυροκόπημα. Προτιμούσα να τις αφήνω να με μισούν, γιατί έτσι και με συμπαθούσαν, δεν υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσα να κάνω. Δεν ήμουν άντρας πια. Και γι’αυτό έφταιγε η Ντίλια Λάιμτρι, η Φιλύρα, και δεν θα τη συγχωρούσα στον αιώνα τον άπαντα. Όχι δηλαδή κι ότι ήρθε ποτέ να να γυρέψει τη συγχώρεσή μου.
Η Ντίλια Φιλύρα κι εγώ είχαμε κάνει μία από εκείνες τις θεωρητικά προσωρινές εγχειρήσεις όπου σου τυλίγουν τις νευρικές απολήξεις με τις νευρικές απολήξεις ενός άλλου, έτσι ώστε να μπορείς να δεις πως είναι να είσαι άντρας ενώ είσαι γυναίκα, και πως είναι να είσαι γυναίκα αν είσαι άντρας. Υποτίθεται πως έχει μεγάλη πλάκα. Είχε, ώσπου η Ντίλια εξαφανίστηκε προτού αντιστρέψουμε την εγχείρηση.
Δεν άφησε καν σημείωμα.Δεν έμαθα ποτέ αν η εμπειρία της να αποκτήσει πέος την αηδίασε τόσο πολύ ώστε την κοπάνησε για κάνα άσυλο ή για κάνα μοναστήρι, η αν της άρεσε τόσο πολύ ώστε δεν ήθελε να το εγκαταλείψει.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι εξακολουθούσε να έχει αντρικά γεννητικά όργανα ίσαμε εκείνη τη μέρα – και, θαρρώ, αντιλαμβάνεστε με τι άφησε εμένα. Εξακολουθούσε βέβαια να μοιάζει με αντρικό εργαλείο, και εξακολουθούσε να λειτουργεί ως τέτοιο, αλλά οι δικές μου αισθήσεις ήταν θηλυκές. Οι γιατροί προσφέρθηκαν να μου δώσουν το γενικό αρσενικό πακέτο, εγώ όμως ήθελα τις δικές μου, προσωπικές νευρικές απολήξεις, αυτές που χρησιμοποιούσε ή δεν χρησιμοποιούσε η Ντίλια εκεί που ποιος ξέρει που περιφερόταν. Μια μέρα θα την πετύχαινα τελικά και θα έπαιρνα πίσω αυτό που μου ανήκει, αλλά ως τότε είχα ορκιστεί να μη με απασχολεί το θέμα. Εντάξει ήταν. Ούτως ή άλλως, ανέκαθεν προτιμούσα τα ντραγκς.»
Σε έναν κόσμο που τα νέα ακούγονται με μουσική διότι απαγορεύονται οι εκπομπές λόγου, δεν υπάρχουν «καλά παιδιά». Ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει όπως μπορεί και να αντιμετωπίσει την «μαστουρωμένη του πραγματικότητα» ενώ το μέλλον αυτού του μέλλοντος προβλέπεται ακόμα χειρότερο (διότι ο συγγραφέας κάνει προς το τέλος και ένα άλμα στο μέλλον αποτελειώνοντας και τον πλέον αισιόδοξο αναγνώστη του!!). Ένα βιβλίο αστραφτερό και πανέξυπνο με τρομερούς διαλόγους και οργιώδη φαντασία που μπορεί να μην είναι το καλύτερο αστυνομικό που έχεις διαβάσει κατορθώνει να σου μένει στο μυαλό, ένα μυθιστόρημα αντάξιο ενός Φ.Κ.Ντικ με έναν ήρωα που όσο πιο βαθειά χώνεται στα σκατά τόσο πιο ανθρώπινος γίνεται.
Αυτός είναι ο κόσμος ενός κοντινού μέλλοντος (μέσα του 21ου αιώνα) που περιγράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Jonathan Lethem στο σπινθηροβόλο και φαντεζί αστυνομικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας «ΟΠΛΟ ΜΕΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ» (Gun with occasional music), (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, μετάφρ. Γ.Ι.Μπαμπασάκης, σελ.370), ένα βιβλίο που μεταφέρει μια ιστορία που θυμίζει Ρ.Τσάντλερ σε μια δυστοπία που αυτόματα φέρνει στο νου τα βιβλία του Φ.Ντικ με σκηνογραφία από την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων.
Βρισκόμαστε κάπου στην Δυτική Ακτή των Η.Π.Α. και ο Ιδιωτικός Εξεταστής Κόνραντ Μέτκαλφ είναι αντιμέτωπος με τον θάνατο ενός πρώην πελάτη του, του γιατρού Στάνχαντ ο οποίος τον είχε προσλάβει για λίγο χρονικό διάστημα πριν από κάποιες εβδομάδες υποψιαζόμενος ότι η σύζυγός του,η πανέμορφη Σελέστ, τον απατούσε. Ο Μέτκαλφ δεν βρήκε τίποτα συγκεκριμένο και η συνεργασία του με τον Στάνχαντ τελείωσε εκεί. Τώρα όμως πάει στο γραφείο του ένας τύπος που θεωρείται ο Νο1 ύποπτος και η σύλληψη του δεν θα αργήσει να γίνει. Ο Μέτκαλφ ένας άνθρωπος που κρατάει κάποια στοιχεία από τον «παλιό καιρό» υποψιάζεται διαφθορά μέσα στους κόλπους των Εξεταστών – όπως λέγονται πλέον οι αστυνομικοί – και θεωρεί ότι συγκαλύπτεται κάτι μεγαλύτερο με το κουκούλωμα της ιστορίας. Μπαίνει λοιπόν στο παιχνίδι που θα τον οδηγήσει σε μια κολασμένη κατάσταση και σ’έναν δρόμο δίχως επιστροφή.
Μέχρι εδώ, στην ψυχή της ιστορίας δηλαδή δεν έχουμε κάτι περίεργο. Είναι μια κοινή αστυνομική υπόθεση, μια ιστορία που μπορείς να βρεις σε pulp fiction, αλλά…το γενικό πλαίσιο κάνει τη διαφορά. Κατ’αρχήν ο κόσμος αστυνομοκρατείται και ο πληθυσμός ελέγχεται με την ελεύθερη χρήση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως του «Λησμονόλ» που παίρνουνε όλοι καθημερινά και ξεχνάνε ποιοι είναι και τι κάνουνε – ένα είδος ηθελημένου αλτζχάιμερ, ώστε όλοι να είναι ευτυχείς. Ο κάθε πολίτης έχει μια κάρτα «καρμικού επιπέδου», όταν κάνεις κάτι που οι Εξεταστές θεωρούν παράνομο ή «εκτός ορίων» τότε σου αφαιρούνται πόντοι από την κάρτα σου. Όταν η κάρτα σου φτάσει σε μηδενικά επίπεδα, που πάει να πει ότι, έχεις παραβατική συμπεριφορά, μπαίνεις στον πάγο για μερικά χρόνια, θα ξαναβγείς ανάλογα με την ποινή σου και η κάρτα σου θα ξαναγεμίσει αλλά μπορεί να μη βρεις κανέναν δικό σου πιά…
Η επιστήμη έχει προχωρήσει τόσο πολύ ώστε τα ζώα έχουν αποκτήσει ανθρώπινη νοημοσύνη και έχουν ενταχθεί στην παραγωγή. Υπάρχουν λοιπόν μέσα στα σπίτια χαριτωμένες ψιψίνες που φέρονται σαν χαϊδεμένα παιδάκια, σκύλοι που δουλεύουν ως ντελιβεράδες, πίθηκοι που είναι Ιδιωτικοί Εξεταστές κλπ. Η μεγαλύτερη όμως διαφορά είναι στα μωρά. Λόγω του ότι η εκπαίδευση των παιδιών είναι δαπανηφόρα αλλά και χρονοβόρα, οι επιστήμονες ακολούθησαν με τα μωρά το ίδιο που έκαναν με τα ζώα, την εξελικτική θεραπεία του δόκτορα Τούστραντ. Επιτάχυνση γνώσης που δημιούργησε τους «Μωροκέφαλους». Μωρά που συμπεριφέρονται σαν μεγάλοι κυνικά και απάνθρωπα, επειδή όμως παραμένουν άνθρωποι πνίγουν την απελπισία τος στα «μωρομπάρ» όπου γίνονται τύφλα από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Ο Μέτκαλφ χρησιμοποιεί κι αυτός ναρκωτικά, είναι κι αυτός εθισμένος αλλά σε κάτι ιδιαίτερα χαρμάνια που φτιάχνει και δεν περιέχουν το «ανακουφιστικό λησμονόλ». Θα βγάλει άκρη με την ιστορία αλλά θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίσει το Καγκουρό Τζόυ που δουλεύει για έναν ντραγκ-ντήλερ, τον μωροκέφαλο Μπάρι τον γιό της Σελέστ και τους Εξεταστές που τρέχουν από πίσω του μπερδεύοντάς τον συνεχώς και αφαιρώντας πόντους από την κάρτα του προσπαθώντας να τον εξολοθρεύσουν. Ο Μέτκαλφ το ξέρει ότι ο δρόμος που ακολουθεί τον πάει κατευθείαν στην «κατάψυξη» αλλά είναι διατεθειμένος να το πάει μέχρι το τέλος.
Ένα μυθιστόρημα που στην αρχή προβλέπεται διασκεδαστικό αλλά καθώς προχωράει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς ανυπομονείς για να δεις τι θα γίνει παρακάτω. Ο Λέθεμ αποτίει φόρο τιμής στο hard-boiled αστυνομικό μυθιστόρημα και κυρίως στον Ρέιμοντ Τσάντλερ με έναν ντετέκτιβ σε στυλ Μάρλοου, σκληρό και τίμιο, ευθύ και ακούραστο, έναν άντρα με όλη τη σημασία της λέξης. Ναι; Μπα…Και εδώ ο δαιμόνιος Λέθεμ κάνει την «παρέμβασή» του:
«…Βρισκόμουν σε διαρκή εμπόλεμη κατάσταση με τις εκπροσώπους του ωραίου φύλου εξαιτίας των όσων μου είχαν αποσπάσει, να στάζει το αίμα και και να συνεχίζεται το σφυροκόπημα. Προτιμούσα να τις αφήνω να με μισούν, γιατί έτσι και με συμπαθούσαν, δεν υπήρχαν και πολλά που θα μπορούσα να κάνω. Δεν ήμουν άντρας πια. Και γι’αυτό έφταιγε η Ντίλια Λάιμτρι, η Φιλύρα, και δεν θα τη συγχωρούσα στον αιώνα τον άπαντα. Όχι δηλαδή κι ότι ήρθε ποτέ να να γυρέψει τη συγχώρεσή μου.
Η Ντίλια Φιλύρα κι εγώ είχαμε κάνει μία από εκείνες τις θεωρητικά προσωρινές εγχειρήσεις όπου σου τυλίγουν τις νευρικές απολήξεις με τις νευρικές απολήξεις ενός άλλου, έτσι ώστε να μπορείς να δεις πως είναι να είσαι άντρας ενώ είσαι γυναίκα, και πως είναι να είσαι γυναίκα αν είσαι άντρας. Υποτίθεται πως έχει μεγάλη πλάκα. Είχε, ώσπου η Ντίλια εξαφανίστηκε προτού αντιστρέψουμε την εγχείρηση.
Δεν άφησε καν σημείωμα.Δεν έμαθα ποτέ αν η εμπειρία της να αποκτήσει πέος την αηδίασε τόσο πολύ ώστε την κοπάνησε για κάνα άσυλο ή για κάνα μοναστήρι, η αν της άρεσε τόσο πολύ ώστε δεν ήθελε να το εγκαταλείψει.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι εξακολουθούσε να έχει αντρικά γεννητικά όργανα ίσαμε εκείνη τη μέρα – και, θαρρώ, αντιλαμβάνεστε με τι άφησε εμένα. Εξακολουθούσε βέβαια να μοιάζει με αντρικό εργαλείο, και εξακολουθούσε να λειτουργεί ως τέτοιο, αλλά οι δικές μου αισθήσεις ήταν θηλυκές. Οι γιατροί προσφέρθηκαν να μου δώσουν το γενικό αρσενικό πακέτο, εγώ όμως ήθελα τις δικές μου, προσωπικές νευρικές απολήξεις, αυτές που χρησιμοποιούσε ή δεν χρησιμοποιούσε η Ντίλια εκεί που ποιος ξέρει που περιφερόταν. Μια μέρα θα την πετύχαινα τελικά και θα έπαιρνα πίσω αυτό που μου ανήκει, αλλά ως τότε είχα ορκιστεί να μη με απασχολεί το θέμα. Εντάξει ήταν. Ούτως ή άλλως, ανέκαθεν προτιμούσα τα ντραγκς.»
Σε έναν κόσμο που τα νέα ακούγονται με μουσική διότι απαγορεύονται οι εκπομπές λόγου, δεν υπάρχουν «καλά παιδιά». Ο καθένας προσπαθεί να επιβιώσει όπως μπορεί και να αντιμετωπίσει την «μαστουρωμένη του πραγματικότητα» ενώ το μέλλον αυτού του μέλλοντος προβλέπεται ακόμα χειρότερο (διότι ο συγγραφέας κάνει προς το τέλος και ένα άλμα στο μέλλον αποτελειώνοντας και τον πλέον αισιόδοξο αναγνώστη του!!). Ένα βιβλίο αστραφτερό και πανέξυπνο με τρομερούς διαλόγους και οργιώδη φαντασία που μπορεί να μην είναι το καλύτερο αστυνομικό που έχεις διαβάσει κατορθώνει να σου μένει στο μυαλό, ένα μυθιστόρημα αντάξιο ενός Φ.Κ.Ντικ με έναν ήρωα που όσο πιο βαθειά χώνεται στα σκατά τόσο πιο ανθρώπινος γίνεται.