Παρασκευή, Ιουλίου 30, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 30, 2010 | Permalink
Ατάκτως ερριμένα
Η επανέκδοση των δύο πρώτων βιβλίων από τις εκδόσεις Άγρα, του ελάσσονα συγγραφέα του μεσοπολέμου Πέτρου Πικρού (ψευδώνυμο του Ιωάννη Γιανναρόπουλου), συνιστά ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την λογοτεχνία του τόπου. Οι δύο τόμοι διηγημάτων με τίτλους όπως «ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ» (έτος πρώτης έκδοσης 1922, σελ.250) και «ΣΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» (έτος πρώτης έκδοσης 1924, σελ.296) αποτελούν ένα δίπτυχο που μαζί με το μυθιστόρημα «ΤΟΥΜΠΕΚΙ» που εκδόθηκε το 1927 απαρτίζουν μια τριλογία των ανθρώπων του περιθωρίου, του αποκαλούμενου λούμπεν προλεταριάτου.
Ο Πέτρος Πικρός (1895(?) – 1956) αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στην νεοελληνική πεζογραφία. Γεννημένος στην Κων/λη, ζει στο εξωτερικό μέχρι το 1919 σπουδάζοντας Φιλοσοφία, Ιατρική και Βιοχημεία αλλά στο τέλος τον κερδίζει η δημοσιογραφία την οποία εξασκεί με τον ερχομό του στην Ελλάδα. Αριστερός και συνδικαλιστής εργάζεται στον Ριζοσπάστη από τον οποίο αποχωρεί στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Ερχόμενος σε ρήξη με την ηγεσία του Κ.Κ διαγράφεται και πλέον δεν ανακατεύεται με τα κομματικά παρότι συνεργάστηκε με το ΕΑΜ στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Εκτός από την δημοσιογραφία, ασχολείται και με τις μεταφράσεις μυθιστορημάτων, γράφει μελέτες, παιδικά βιβλία και κάποια σκόρπια διηγήματα. Ουσιαστικά μετά το «Τουμπεκί» ξαναέβγαλε μυθιστόρημα το 1955 (δηλαδή σχεδόν 30 χρόνια μετά…) με τίτλο «Η λαμπηδόνα του βυθού» και λίγους μήνες αργότερα πεθαίνει από καρκίνο.
Τα διηγήματα που υπάρχουν στις δύο συλλογές που προανέφερα εντυπωσιάζουν με την θεματική τους. Ο Πικρός φανερά επηρρεασμένος από τους Ρώσους συγγραφείς κυρίως Ντοστογιέφσκι και Γκόρκι (εξάλλου η επιλογή του ψευδωνύμου του είναι μετάφραση της λέξης Γκόρκι) αλλά και από τον συγγραφικό κόσμο του Ε.Ζολά μεταφέρει με πολύ δυνατές εικόνες την ζωή των εξαθλιωμένων κατοίκων της πρωτεύουσας. Μας εισάγει στον κόσμο των μπουρδέλων, των καφέ-σαντάν με σκηνές ρεαλιστικές και με γλώσσα που τσακίζει. Πληρωμένος έρωτας, ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ γυναικών, γεροντοκόρες που αυνανίζονται, νύξεις αιμομιξίας, φυματίωση που θερίζει, ναρκωτικά, νταβατζήδες, η στυγνή εκμετάλευση του ανθρώπινου σώματος είναι μέσα στα θέματα των διηγημάτων του. Μια Αθήνα που αλλάζει μετά το 22 και οι λούμπεν γειτονιές της είναι το φόντο των ιστοριών.
Δεν είναι όλα τα διηγήματα στο ίδιο επίπεδο. Υπάρχουν μερικά διαμάντια που ξεχωρίζουν κυρίως από τα ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ ενώ το ομώνυμο διήγημα της συλλογής ΣΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ το οποίο είναι περίπου 100 σελίδες (σαν νουβέλα) και διαδραματίζεται σε ένα καφέ-σαντάν στο Γκάζι είναι αριστουργηματικό αλλά τα υπόλοιπα αυτής της συλλογής είναι μάλλον μέτρια.
Ακραίος νατουραλισμός, γλώσσα ζωντανή, λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται πιά (πολύ χρήσιμο το γλωσσάρι στο τέλος) αλλά συντελούν στην γοητεία των κειμένων.Μέσα στην «μαυρίλα» και στο ζοφερό κλίμα ο συγγραφέας βγάζει τεράστιο λυρισμό ο οποίος σαν μουσική αντίστιξη σχολιάζει τα δρώμενα. Δικαίως η έκδοση των βιβλίων αυτών (κυρίως του πρώτου) προκάλεσε σοκ στην λογοτεχνική σκηνή της εποχής. Η έκδοση της Άγρας είναι εξαιρετική και η δουλειά της επιμελήτριας Χ.Ντουνιά αξίζει πολλών επαίνων.
____________________________________
Έπληξα με το νουβέλα του Γάλλου συγγραφέα Laurent Gaude, «Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ» (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφρ. Κ.Νεβέ,Ε.Σιούγγαρη, σελ.199) που ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον φιλοσοφικό μυθιστόρημα, μπερδεύει τόσο πολύ τον αναγνώστη σε σημείο να καταλήγει ένας αχταρμάς ολκής.
Ο Ματέο κατεβαίνει στην Κόλαση (κυριολεκτικά) από ένα σημείο στην Νάπολη για να βρει τον σκοτωμένο από κάποιον πυροβολισμό μικρό του γιό. Μόνο έτσι θα μπορέσει να βρει την λύτρωση από τον τεράστιο πόνο που προξένησε σ’αυτόν και στην ήδη φευγάτη σύζυγό του, ο χαμός του μονάκριβου παιδιού τους. Στην Κόλαση ο Ματέο θα κάνει μια περίεργη συμφωνία και όταν επανέρθει στην «κανονική» ζωή όλα θα είναι (κυριολεκτικά) διαφορετικά και η εκδίκηση που θα έρθει αρκετά χρόνια αργότερα θα φέρει ένα είδος λύτρωσης.
Παιχνίδια με τον χρόνο, με την ειμαρμένη, με τον «προορισμό». Νομίζω ότι θέλει πολλή δύναμη συγγραφική για να τα καταφέρεις που ο συγκεκριμένος δημιουργός δεν νομίζω ότι την διαθέτει. Από την άλλη σε βάζει να σκεφτείς ορισμένα πράγματα, κάτι είναι κι’αυτό.
Η αναφορά στο βιβλίο του Gaude, τα παιχνίδια με τον χρόνο και το «Καθαρτήριο» του Δάντη το οποίο διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο βιβλίο, με οδηγεί στο να γράψω ελάχιστα πράγματα για ένα σημαντικό τηλεοπτικό (και όχι μόνο) γεγονός που χρησιμοποιεί εμμέσως (και για όσους το κατάλαβαν) την φαντασία του Δάντη. Το LOST ξεπέρασε εδώ και κάποια χρόνια την επιτυχία μιάς απλής τηλεοπτικής σειράς μιας που στην διάρκεια των 6 χρόνων από τότε που πρωτάρχισε η σειρά απέκτησε φανατικούς θαυμαστές και οπαδούς. Το τέλος της σειράς πριν από 2 μήνες προκάλεσε ατελείωτες συζητήσεις στο διαδίκτυο αλλά και άρθρα μεγάλων εφημερίδων σε όλο τον κόσμο.
Χωρίς να συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους ένθερμους θιασώτες του «φαινομένου» (γιατί αυτό ακριβώς είναι) LOST είδα πρόσφατα ολόκληρο τον 6ο (και τελευταίο) κύκλο και απόλαυσα το διπλό τελευταίο επεισόδιο με το αμφιλεγόμενο φινάλε. Δεν θα αποκαλύψω τίποτα για αυτούς που δεν το έχουν ακόμα δει απλά να αναφέρω ότι η συγκίνηση ξεχειλίζει. Στο δε τελευταίο πλάνο στα μάτια του Τζακ νομίζω ότι συμπυκνώνεται όλη η φιλοσοφία της (κάτι παραπάνω από) τηλεοπτικής σειράς. Το παράλληλο σύμπαν στο οποίο κινείται ο τελευταίος κύκλος και τα παιχνίδια με τον χωρόχρονο μπορούν να γοητεύσουν ή να μπερδέψουν ακόμα παραπάνω – εξαρτάται από ποια γωνία βλέπει κανείς τη σειρά. Προσπαθώ από τότε που ολοκλήρωσα την προβολή της να βγάλω κάποια άκρη, διαβάζω θεωρίες αλλά όλες κάπου «μπάζουν».
Συνειρμικά οδηγούμαι σε κάποιους συγγραφείς. Νομίζω ότι ο Μπόρχες και ο Μπιόυ Κασάρες θα ήταν μεγάλοι θαυμαστές της σειράς εάν μπορούσαν να την δουν. Ο τελευταίος κύκλος μου έφερε έντονα στο μυαλό δύο αριστουργήματα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, το «Πέδρο Πάραμο» και την «Εφεύρεση του Μορέλ». Σύμβολα, παραισθήσεις, απώλεια του χρόνου, διάλογος με το υπερφυσικό…
Τι ταιριάζει καλύτερα στην περίσταση; Ο ακαταμάχητος λυρισμός του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι στο ποίημα του Sudden light(Αιφνίδιο φως) όπως το παραθέτει ο Μπόρχες στα Δοκίμιά του:
I have been here before
But when or how I cannot tell;
I know the grass beyond the door,
The sweet keen smell,
The sighing sound, the light around the shore…
(Έχω ξανάρθει εδώ,
Μα δεν μπορώ να πω ούτε πότε ούτε πως
Ξέρω το γρασίδι έξω απ’την πόρτα,
Την έντονη γλυκειά ευωδιά,
Τον ήχο τον υπόκωφο, τα φώτα γύρω απ’το γιαλό…)
Τόσο μπερδεμένα όλα. Κοιτάζω το ποστ ξανά και αναρωτιέμαι αν όλες αυτές οι λέξεις γράφτηκαν απλά για να παραθέσω το απόσπασμα του ποιήματος…Σε 3 εβδομάδες ξανά μαζί.
Ο Πέτρος Πικρός (1895(?) – 1956) αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στην νεοελληνική πεζογραφία. Γεννημένος στην Κων/λη, ζει στο εξωτερικό μέχρι το 1919 σπουδάζοντας Φιλοσοφία, Ιατρική και Βιοχημεία αλλά στο τέλος τον κερδίζει η δημοσιογραφία την οποία εξασκεί με τον ερχομό του στην Ελλάδα. Αριστερός και συνδικαλιστής εργάζεται στον Ριζοσπάστη από τον οποίο αποχωρεί στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Ερχόμενος σε ρήξη με την ηγεσία του Κ.Κ διαγράφεται και πλέον δεν ανακατεύεται με τα κομματικά παρότι συνεργάστηκε με το ΕΑΜ στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Εκτός από την δημοσιογραφία, ασχολείται και με τις μεταφράσεις μυθιστορημάτων, γράφει μελέτες, παιδικά βιβλία και κάποια σκόρπια διηγήματα. Ουσιαστικά μετά το «Τουμπεκί» ξαναέβγαλε μυθιστόρημα το 1955 (δηλαδή σχεδόν 30 χρόνια μετά…) με τίτλο «Η λαμπηδόνα του βυθού» και λίγους μήνες αργότερα πεθαίνει από καρκίνο.
Τα διηγήματα που υπάρχουν στις δύο συλλογές που προανέφερα εντυπωσιάζουν με την θεματική τους. Ο Πικρός φανερά επηρρεασμένος από τους Ρώσους συγγραφείς κυρίως Ντοστογιέφσκι και Γκόρκι (εξάλλου η επιλογή του ψευδωνύμου του είναι μετάφραση της λέξης Γκόρκι) αλλά και από τον συγγραφικό κόσμο του Ε.Ζολά μεταφέρει με πολύ δυνατές εικόνες την ζωή των εξαθλιωμένων κατοίκων της πρωτεύουσας. Μας εισάγει στον κόσμο των μπουρδέλων, των καφέ-σαντάν με σκηνές ρεαλιστικές και με γλώσσα που τσακίζει. Πληρωμένος έρωτας, ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ γυναικών, γεροντοκόρες που αυνανίζονται, νύξεις αιμομιξίας, φυματίωση που θερίζει, ναρκωτικά, νταβατζήδες, η στυγνή εκμετάλευση του ανθρώπινου σώματος είναι μέσα στα θέματα των διηγημάτων του. Μια Αθήνα που αλλάζει μετά το 22 και οι λούμπεν γειτονιές της είναι το φόντο των ιστοριών.
Δεν είναι όλα τα διηγήματα στο ίδιο επίπεδο. Υπάρχουν μερικά διαμάντια που ξεχωρίζουν κυρίως από τα ΧΑΜΕΝΑ ΚΟΡΜΙΑ ενώ το ομώνυμο διήγημα της συλλογής ΣΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ το οποίο είναι περίπου 100 σελίδες (σαν νουβέλα) και διαδραματίζεται σε ένα καφέ-σαντάν στο Γκάζι είναι αριστουργηματικό αλλά τα υπόλοιπα αυτής της συλλογής είναι μάλλον μέτρια.
Ακραίος νατουραλισμός, γλώσσα ζωντανή, λέξεις που δεν χρησιμοποιούνται πιά (πολύ χρήσιμο το γλωσσάρι στο τέλος) αλλά συντελούν στην γοητεία των κειμένων.Μέσα στην «μαυρίλα» και στο ζοφερό κλίμα ο συγγραφέας βγάζει τεράστιο λυρισμό ο οποίος σαν μουσική αντίστιξη σχολιάζει τα δρώμενα. Δικαίως η έκδοση των βιβλίων αυτών (κυρίως του πρώτου) προκάλεσε σοκ στην λογοτεχνική σκηνή της εποχής. Η έκδοση της Άγρας είναι εξαιρετική και η δουλειά της επιμελήτριας Χ.Ντουνιά αξίζει πολλών επαίνων.
____________________________________
Έπληξα με το νουβέλα του Γάλλου συγγραφέα Laurent Gaude, «Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ» (Εκδ.Μεταίχμιο, μετάφρ. Κ.Νεβέ,Ε.Σιούγγαρη, σελ.199) που ενώ θα μπορούσε να είναι ένα ενδιαφέρον φιλοσοφικό μυθιστόρημα, μπερδεύει τόσο πολύ τον αναγνώστη σε σημείο να καταλήγει ένας αχταρμάς ολκής.
Ο Ματέο κατεβαίνει στην Κόλαση (κυριολεκτικά) από ένα σημείο στην Νάπολη για να βρει τον σκοτωμένο από κάποιον πυροβολισμό μικρό του γιό. Μόνο έτσι θα μπορέσει να βρει την λύτρωση από τον τεράστιο πόνο που προξένησε σ’αυτόν και στην ήδη φευγάτη σύζυγό του, ο χαμός του μονάκριβου παιδιού τους. Στην Κόλαση ο Ματέο θα κάνει μια περίεργη συμφωνία και όταν επανέρθει στην «κανονική» ζωή όλα θα είναι (κυριολεκτικά) διαφορετικά και η εκδίκηση που θα έρθει αρκετά χρόνια αργότερα θα φέρει ένα είδος λύτρωσης.
Παιχνίδια με τον χρόνο, με την ειμαρμένη, με τον «προορισμό». Νομίζω ότι θέλει πολλή δύναμη συγγραφική για να τα καταφέρεις που ο συγκεκριμένος δημιουργός δεν νομίζω ότι την διαθέτει. Από την άλλη σε βάζει να σκεφτείς ορισμένα πράγματα, κάτι είναι κι’αυτό.
____________________________________
Η αναφορά στο βιβλίο του Gaude, τα παιχνίδια με τον χρόνο και το «Καθαρτήριο» του Δάντη το οποίο διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στο βιβλίο, με οδηγεί στο να γράψω ελάχιστα πράγματα για ένα σημαντικό τηλεοπτικό (και όχι μόνο) γεγονός που χρησιμοποιεί εμμέσως (και για όσους το κατάλαβαν) την φαντασία του Δάντη. Το LOST ξεπέρασε εδώ και κάποια χρόνια την επιτυχία μιάς απλής τηλεοπτικής σειράς μιας που στην διάρκεια των 6 χρόνων από τότε που πρωτάρχισε η σειρά απέκτησε φανατικούς θαυμαστές και οπαδούς. Το τέλος της σειράς πριν από 2 μήνες προκάλεσε ατελείωτες συζητήσεις στο διαδίκτυο αλλά και άρθρα μεγάλων εφημερίδων σε όλο τον κόσμο.
Χωρίς να συγκαταλέγω τον εαυτό μου στους ένθερμους θιασώτες του «φαινομένου» (γιατί αυτό ακριβώς είναι) LOST είδα πρόσφατα ολόκληρο τον 6ο (και τελευταίο) κύκλο και απόλαυσα το διπλό τελευταίο επεισόδιο με το αμφιλεγόμενο φινάλε. Δεν θα αποκαλύψω τίποτα για αυτούς που δεν το έχουν ακόμα δει απλά να αναφέρω ότι η συγκίνηση ξεχειλίζει. Στο δε τελευταίο πλάνο στα μάτια του Τζακ νομίζω ότι συμπυκνώνεται όλη η φιλοσοφία της (κάτι παραπάνω από) τηλεοπτικής σειράς. Το παράλληλο σύμπαν στο οποίο κινείται ο τελευταίος κύκλος και τα παιχνίδια με τον χωρόχρονο μπορούν να γοητεύσουν ή να μπερδέψουν ακόμα παραπάνω – εξαρτάται από ποια γωνία βλέπει κανείς τη σειρά. Προσπαθώ από τότε που ολοκλήρωσα την προβολή της να βγάλω κάποια άκρη, διαβάζω θεωρίες αλλά όλες κάπου «μπάζουν».
Συνειρμικά οδηγούμαι σε κάποιους συγγραφείς. Νομίζω ότι ο Μπόρχες και ο Μπιόυ Κασάρες θα ήταν μεγάλοι θαυμαστές της σειράς εάν μπορούσαν να την δουν. Ο τελευταίος κύκλος μου έφερε έντονα στο μυαλό δύο αριστουργήματα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, το «Πέδρο Πάραμο» και την «Εφεύρεση του Μορέλ». Σύμβολα, παραισθήσεις, απώλεια του χρόνου, διάλογος με το υπερφυσικό…
Τι ταιριάζει καλύτερα στην περίσταση; Ο ακαταμάχητος λυρισμός του Ντάντε Γκαμπριέλ Ροσέτι στο ποίημα του Sudden light(Αιφνίδιο φως) όπως το παραθέτει ο Μπόρχες στα Δοκίμιά του:
I have been here before
But when or how I cannot tell;
I know the grass beyond the door,
The sweet keen smell,
The sighing sound, the light around the shore…
(Έχω ξανάρθει εδώ,
Μα δεν μπορώ να πω ούτε πότε ούτε πως
Ξέρω το γρασίδι έξω απ’την πόρτα,
Την έντονη γλυκειά ευωδιά,
Τον ήχο τον υπόκωφο, τα φώτα γύρω απ’το γιαλό…)
Τόσο μπερδεμένα όλα. Κοιτάζω το ποστ ξανά και αναρωτιέμαι αν όλες αυτές οι λέξεις γράφτηκαν απλά για να παραθέσω το απόσπασμα του ποιήματος…Σε 3 εβδομάδες ξανά μαζί.