Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 30, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 30, 2010 | Permalink
Τα παιδιά από το Ντολόρες
Μια αναμνηστική σχολική φωτογραφία του 1941 αποτέλεσε την αφορμή για τον Αμερικανό δημοσιογράφο και συγγραφέα Patrick Symmes να γράψει ένα ωραίο και πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την Κούβα των τελευταίων 70 περίπου χρόνων. «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΤΟΛΟΡΕΣ» (The boys from Dolores), (Εκδ. Πάπυρος, μετάφρ. Ε.Πουλάκου, σελ.406) δεν ασχολούνται μόνο με τον Φιντέλ Κάστρο, (κάτι το οποίο περιμένει κανείς από τη στιγμή που ο υπότιτλος του βιβλίου είναι "Ο Φιντέλ Κάστρο και η γενιά του, από την επανάσταση στην εξορία") αλλά περισσότερο με την ιδιόμορφη και μοναδική αυτή χώρα, την «querida»(την αγαπημένη) των Η.Π.Α. και ακόμα περισσότερο με τους αυτοεξόριστους Κουβανούς και τις αναμνήσεις τους.

Στην φωτογραφία που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου, βλέπουμε 238 μαθητές του Ιησουίτικου κολέγιου Ντολόρες στο Σαντιάγκο της Κούβας. Είναι το 1941 και οι μαθητές απεικονίζονται με στρατιωτικές σχολές. Το Ντολόρες δεν ήταν οποιοδήποτε σχολείο. Ήταν ένα σχολείο που απαιτούσε κάποια οικονομικά στάνταρντς. Το Σαντιάγκο ήταν μια πόλη ανταγωνιζόταν ευθέως την Αβάνα σε οικονομικά μεγέθη και σ’αυτήν διέμεναν αρκετοί πλούσιοι της χώρας. Η οικογένεια Μπακάρντι και άλλες που τα εργοστάσια τους κρατικοποίησε η επανάσταση αναγκάζοντας τους να φύγουν. Σ’αυτήν την φωτογραφία μέσα σε θυρεούς και λάβαρα, στην τρίτη σειρά από πάνω διακρίνεται ο Φιντέλ. «Πέμπτος από δεξιά, με τις πτυχές της γαλανόλευκης σημαίας να ακουμπούν στους ώμους του. Τα φαρδιά πέτα του πουκαμίσου του ήταν ανοιχτά, αποκαλύπτοντας ένα μέρος του στήθους. Φορούσε το καπέλο του ριγμένο προς τα πίσω και κρατούσε το πηγούνι ψηλά, κοιτώντας κατευθείαν στη φωτογραφική μηχανή με το ύφος κάποιου που έχει ένα σκοπό. Τα αγόρια γύρω του κοιτούσαν προς κάθε άλλη κατεύθυνση. Θα μπορούσες να αποδώσεις αλαζονία στον τρόπο που ήταν ανασηκωμένο το καπέλο του, αν ήθελες, αλλά δεν ήταν παρά ένα δεκατετράχρονο αγόρι.»

Στο σχολείο φοίτησαν για αρκετά χρόνια ο Φιντέλ και τα δύο του αδέρφια, ο Ραμόν και ο Ραούλ. Γόνοι ενός μεγαλοκτηματία Γαλικιανού που είχε τη γή του αρκετά έξω από το Σαντιάγκο γι’αυτό τα παιδιά έμεναν μέσα στο σχολείο, όπου η προσωπικότητα του Φιντέλ κυριαρχούσε (στη φωτό αριστερά είναι αυτός με το γλειφιτζούρι). Πανέξυπνος, φωνακλάς και με τσαμπουκά, ξεχώριζε χωρίς όμως να κάνει κολλητές φιλίες. Ο Σιμς αντιμετωπίζει μια αντικειμενική δυσκολία ασχολούμενος με το θέμα του. Το πρόβλημα της μνήμης, λόγω των πολλών δεκαετιών που έχουν περάσει. Από αυτούς που διακρίνονται στην φωτογραφία πρέπει να βρει ποιοι και που ζουν. Σχεδόν το 90% από αυτούς που βρίσκει ζουν πλέον στις Η.Π.Α. και οι περισσότεροι αν όχι όλοι, μοιράζονται ένα κοινό συναίσθημα. Μίσος για τον Φιντέλ, τον οποίον αποκαλούν με ότι επίθετο μπορεί κανείς να φανταστεί.

Μέσα από αναμνήσεις παλαιών συμμαθητών, αλλά και ανθρώπων που γνώρισαν αργότερα τον Φιντέλ στο πανεπιστήμιο, ο συγγραφέας συνθέτει ένα πολυεπίπεδο πορτρέτο της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης όχι μόνο της σημερινής Κούβας αλλά (και εκεί είναι το πλέον ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου) και της προεπαναστατικής χώρας. Τα αποτυχημένα κινήματα της δεκαετίας του ΄50 όπου εμπλέκετο ο Φιντέλ, την κοινωνική κατάσταση επί Μπατίστα που δεν πήγαινε άλλο και γι’αυτό οι περισσότεροι από τους αφηγητές περιγράφουν το πώς στην αρχή ενθουσιάστηκαν με την Επανάσταση, και την μεγάλη φυγή ενός μεγάλου μέρους της αστικής τάξης του νησιού αργότερα. Το πώς επηρρέασε η Ιησουίτικη εκπαίδευση, της πειθαρχίας αλλά και της στιβαρής μόρφωσης την προσωπικότητα του Κάστρο αλλά και τον ρατσισμό της Κουβανικής κοινωνίας που συντηρείτο από την εκπαίδευση αυτή.


Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτουν οι αφηγήσεις των αυτοεξόριστων παλαιών συμμαθητών στο Ντολόρες. Αφηγήσεις ελεγειακές, που η ανάμνηση της Κούβας υπερισχύει οποιουδήποτε άλλου συναισθήματος. Κύριος τροφοδότης της ιστορίας είναι ο καθηγητής, δημοσιογράφος – πνευματικός άνθρωπος Λούντι Αγκιλάρ. Απόφοιτος της τάξης του ’44 από το Ντολόρες, διατηρούσε μια ψιλοανταγωνιστική σχέση με τον Κάστρο από το σχολείο. Υποστήριξε θερμά την επανάσταση αλλά όταν αντελήφθη προς τα πού πάει το πράγμα, έφυγε από την Κούβα για να αποτελέσει έναν από τους ηγέτες του αντι-Καστρικού κινήματος μέχρι το σημείο να συμμετάσχει ενεργά στην (ξακουστή για την αποτυχία της) απόβαση στον Κόλπο των Χοίρων.

Έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι απ’όσους συναντάει ο Σιμς συμμετείχαν ενεργά στον αντι-Καστρικό αγώνα, πλέον βλέπουν την κατάσταση πιο ψύχραιμα, αφήνοντας τους γιούς τους (που δεν γνώρισαν την προεπαναστατική Κούβα) να είναι πιο φανατικοί. Ο συγγραφέας συναντάει και αρκετούς οι οποίοι έμειναν στο νησί, αρνούμενοι ή φοβούμενοι να κάνουν το βήμα απέναντι. Από τις αφηγήσεις τους βλέπουμε μια πιο ψύχραιμη απεικόνιση της ιδιόμορφης Κουβανικής κατάστασης και την ψυχοσύνθεση ενός πολύ υπερήφανου λαού. Το εύκολο για ένα βιβλίο σαν κι αυτό είναι να ξεστρατίσει σε μια υστερική αντικομμουνιστική προπαγάνδα, αλλά ο Σιμς είναι πολύ ικανός για να πέσει σε μια τέτοια παγίδα.

Στο βιβλίο υπάρχουν ιστορίες συναρπαστικές, όπως αυτή της οικογένειας Ντε Γιονγκ που τα μεγαλύτερα αδέρφια κατάφεραν να διαφύγουν, κρύβοντας τον χρυσό που είχαν στον κάδο των σκουπιδιών ενώ ο μικρότερος έμεινε πίσω από επιλογή – ένας ξένος πλέον για την υπόλοιπη οικογένεια. Ιστορίες από την απόβαση στον κόλπο των Χοίρων, το «φρικάρισμα» του μεγάλου Ναζίμ Χικμέτ όταν επισκέφτηκε την Κούβα το 1961 (2 μόλις χρόνια μετά την Επανάσταση) και διεπίστωσε τι ακριβώς γίνεται εκεί… «Ταξιδέψτε, ήταν η εντολή του στους συγκεντρωμένους συγγραφείς και συντάκτες. Τους παρότρυνε να εφεύρουν ταξίδια στο εξωτερικό, αμέσως, με κάθε δικαιολογία, κι ύστερα να μείνουν εκεί. Σαν τελευταία διέξοδο, όσοι δεν μπορούσαν να φύγουν στο εξωτερικό θα μπορούσαν, ίσως, να προστατέψουν τον εαυτό τους με το να γίνουν διάσημοι, στρέφοντας στο άτομό τους τη διεθνή προσοχή. «Κάντε τον έξω κόσμο να σας προσέξει» τους συμβούλεψε.» Ιστορίες όπως αυτήν με την «αποκαθήλωση» του Φιντέλ όταν τις έφαγε από έναν συμμαθητή του στο σχολείο. Ο συγγραφέας διηγείται σύγχρονους αστικούς μύθους, όπως αυτόν που ισχυρίζεται ότι ο Ραούλ Κάστρο, ο αδερφός του Φιντέλ, επονομαζόμενος και Τσίνο (Κινέζος) λόγω των χαρακτηριστικών του είναι εξώγαμο, ή όπως αυτόν που μάλλον έχει βάση ότι ο νεαρός Φιντέλ διέλυσε μια απεργία των εργατών στα κτήματα του πατέρα του με βίαιο τρόπο.

Μέσα από όλο αυτό το πλαίσιο, ο Σιμς αφηγείται την ιστορία της χώρας. Από τον ΙσπανοΑμερικανικό πόλεμο του τέλους του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα. Μια ιστορία δικτατοριών και μικρών περιόδων δημοκρατίας, μια ιστορία αγώνων και εκμετάλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας που η σημασία της είναι αντιστρόφως ανάλογη του μεγέθους της. Συγκρίνει την κατάσταση τώρα με το πώς θα ήταν αν δεν γινόταν η Επανάσταση ή με το πώς θα γίνει αφότου αλλάξει το καθεστώς – ένα Πουέρτο Ρίκο όπως αναφέρει χαρακτηριστικά…

Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κάποιες φορές σε συναρπάζει λόγων της ικανότητας του Σιμς να αφηγείται γλαφυρά και με ωραίο ανάλαφρο στυλ. Δεν διστάζει να συγκρίνει την σημερινή κατάσταση του Φιντέλ με τον ήρωα του αριστουργήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, «Το φθινόπωρο του Πατριάρχη», μυθιστόρημα όπως και χιλιάδες άλλα, απαγορευμένο στην Κούβα. Ο Σιμς γενικά είναι πολύ προσεκτικός στις πολιτικές του θέσεις/απόψεις, αλλά όσο και να συμπαθείς τη χώρα και τους ανθρώπους της μια βόλτα στους δρόμους της Αβάνας και του Σαντιάγκο σήμερα σου δείχνει την πραγματικότητα…Γραμμένο το 2006 το βιβλίο μιλάει με υποτιμητικά λόγια για τον Ραούλ Κάστρο κάτι που μάλλον δεν δικαιώνει τον συγγραφέα αφού ο «Τσίνο» (εκπλήσσοντας τους περισσότερους) προχωράει σε μερικά εντυπωσιακά πολιτικά ανοίγματα, ενώ και ο ίδιος ο Φιντέλ στις τελευταίες του αναλαμπές δηλώνει ανοιχτά το αδιέξοδο του καθεστώτος.

Κλείνοντας παραθέτω την αγαπημένη μου ιστορία από το βιβλίο. Είναι αυτή της μικρού μήκους ταινίας, PM (Pasado Meridiano) που γύρισαν δύο κινηματογραφιστές, ο Καμπρέρα και ο Λεάλ (ο Σιμς αναφέρει μόνο τον δεύτερο) το 1961. Στην ταινία που είναι τραβηγμένη με ελαφριά κάμερα (ένα είδος σινεμά βεριτέ-τότε στην επικαιρότητα με τη γαλλική νουβέλ-βαγκ) δεν υπάρχει πλοκή, ούτε σχολιαστής, ούτε διάλογος. Είναι μια ματιά στη νυχτερινή ζωή της συνοικίας Λα Ρέγλα (το νησάκι απέναντι από το λιμάνι της Αβάνας), που ήταν ανέκαθεν μια συνοικία που ζούσαν μαύροι, είναι μια διαφορετική απεικόνιση της καθημερινότητας που ενόχλησε το καθεστώς…

«…Με μια ματιά στο PM οι λογοκριτές πανικοβλήθηκαν: αρνήθηκαν την άδεια, διέταξαν το θέατρο να ακυρώσει την προβολή, απαγόρεψαν την παρουσίαση της ταινίας οπουδήποτε και κατάσχεσαν το αντίτυπο που υποβληθεί στους κριτικούς.
Ο Λεάλ πίστευε πως το φιλμ κατασχέθηκε επειδή είχε φτιαχτεί εκτός κυβερνητικού ελέγχου. «Τους χάλαγε την ωραία πρόσοψη», μου είπε, σε μια καφετέρια της Νέας Υόρκης, σαράντα τρία χρόνια μετά τα γεγονότα. Ήδη το 1961, είχαν βγει δύο μεγάλες κυβερνητικές ταινίες με ηθοποιούς, Έστα Τιέρα Νουέστρα (Αυτή η γη είναι δική μας) και Βενσερέμος (Θα νικήσουμε), γλοιώδεις, φανερά προπαγανδιστικές ταινίες που μιλούσαν για χωρικούς χωρίς γη και για θυσίες. Αλλά το PM δεν έδειχνε Νέους Ανθρώπους: ήταν μια κλεφτή ματιά στη συνηθισμένη ζωή, τη μίζερη και απαράλλαχτη, γεμάτη μπουκάλες Βατ 69, ανθρώπους με φανταχτερά ρούχα, μεθύστακες, κι όλα τούτα σε μια φτωχική κι απεριποίητη γειτονιά της Ρέγλα. Ήταν αντιηρωική, γεμάτη ανθρώπους που φώναζαν, χόρευαν, τσακώνονταν και, γενικά, φέρονταν σαν μην είχε γίνει καθόλου Επανάσταση. Και η ταινία άγγιζε μια ρατσιστική χορδή, ισχυρίστηκε ο κινηματογραφιστής, λόγω του αφροκουβανικού περίγυρου στη Ρέγλα. Ένας (λευκός) υπάλληλος είχε πει στον Λεάλ τότε, «Δεν είμαστε έτσι».»


Υ.Γ.1 Το καταπληκτικό PM (κρίνοντας εκ των περιστάσεων…) υπάρχει στο YouTube εδώ κι εδώ. 50 χρόνια μετά είναι ολοζώντανο – αισθάνεσαι τον ιδρώτα, το μεθύσι, την αλεγρία.

Υ.Γ.2 Και μια νοσταλγική ματιά στην Κούβα του ’58 (υπέροχη η μουσική) – όπως υποθέτω την θυμούνται οι αυτοεξόριστοι Κουβανοί. Όπως θα προσέξει ο παρατηρητικός θεατής, στους δρόμους δεν κυκλοφορούν καθόλου μαύροι…
 
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 24, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 24, 2010 | Permalink
Ιστορίες δράσης
Καταιγιστική πλοκή, γρήγορος (κινηματογραφικός) ρυθμός, ξέφρενη δράση, ειρωνία και πολιτικά σχόλια είναι τα κοινά στοιχεία των 2 μυθιστορημάτων που παρουσιάζονται σήμερα. Η εξαιρετική περιπέτεια του πολύ καλού Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Peter Temple, «Στη διαβολεμένη μέρα» και το πανέξυπνο και διεισδυτικό «Οι Παραχαράκτες» του Antoine Bello, έχουν ελάχιστα κοινά σημεία μεταξύ τους – πέρα της αδιαμφισβήτητης αξίας τους – αλλά προσφέρουν στιγμές απόλαυσης ακόμα και στον πιο απαιτητικό αναγνώστη.

Ο Peter Temple συνεχίζει να με εκπλήσει. Μετά από το υπέροχο αστυνομικό μυθιστόρημα, «Τσακισμένη ακτή», επανέρχεται με το 6ο του βιβλίο, «ΣΤΗ ΔΙΑΒΟΛΕΜΕΝΗ ΜΕΡΑ» ("In the evil day"), (Εκδ. Τόπος, μετάφρ. Α.Καλοκύρης, σελ.427) μια καθαρή κοσμοπολίτικη περιπέτεια δράσης (action novel) που δεν σ’αφήνει να πάρεις ανάσα.

Δύο άνθρωποι είναι οι κεντρικοί χαρακτήρες της ιστορίας. Ο Κον Νίμαντ πρώην μισθοφόρος, τύπος που δεν σηκώνει πολλά-πολλά, ψημένος σε μάχες, δουλεύει πλέον ως σεκιουριτάς στο Γιοχάνεσμπουργκ της Ν.Αφρικής. Με τις ικανότητές του και με πολλή τύχη είναι ο μοναδικός επιζών μιας εγκληματικής ενέργειας εναντίον ενός πελάτη του. Στα χέρια του βρίσκεται η τσάντα που κρατούσε ο πελάτης του με κάτι έγγραφα και μια βιντεοκασέτα. Όταν βλέπει την κασέτα που έχει σκηνές από μια σφαγή ενός αφρικανικού χωριού από Αμερικανούς στρατιώτες αντιλαμβάνεται ότι κατέχει κάτι που μπορεί να πουλήσει ακριβά. Συνεννοείται με έναν υποψήφιο αγοραστή και πηγαίνει στο Λονδίνο να ολοκληρώσει την αγοραπωλησία. Το βίντεο όμως κρύβει τεράστια μυστικά και ο Νίμαντ γίνεται στόχος ενός ξέφρενου ανθρωποκυνηγητού. Τα ίχνη του και η πραγματική του ταυτότητα ανιχνεύονται πανεύκολα μέσω μιάς εταιρίας με έδρα το Αμβούργο που το αντικείμενό της είναι να βρίσκει μέσα σε λίγα λεπτά (ή σε πιο δύσκολες περιπτώσεις εντός ολίγων ωρών),τις πιο δύσκολες περιπτώσεις ανθρώπων που δεν θέλουν βρεθούν. Χάκινγκ σε συστήματα πιστωτικών καρτών, μικρόφωνα που πιάνουν ήχους σε απόσταση χιλιομέτρων, διασταυρώσεις διαβατηρίων, όλοι και όλα παρακολουθούνται.

Στην εταιρία αυτή εργάζεται ο Τζον Άνσελμ, πρώην πολεμικός ανταποκριτής που διεσώθη από μια οδυνηρή απαγωγή στον Λίβανο, η οποία του άφησε ανεπανόρθωτα ψυχολογικά τραύματα με κυριότερο την μερική απώλεια της μνήμης του. Πλέον διαμένει στη γενέθλια πόλη του, το Αμβούργο, στον παλιό οικογενειακό πύργο προσπαθώντας να θυμηθεί την ιστορία της Χανσεατικής οικογένειας στην οποία μεγάλωσε και από την οποία μόνο αυτός και ο πλούσιος αδερφός του είναι οι μοναδικοί επιζώντες. Ο Άνσελμ γνωρίζει καλά ότι η εταιρία του αναλαμβάνει «σκοτεινές» δουλειές, προσπαθεί να μη πολυσκέφτεται τι τύχη επιφυλάσσεται στους ανθρώπους που ανακαλύπτουν για χάρη πάμπλουτων ανθρώπων που τους ψάχνουν αλλά το δημοσιογραφικό του ένστικτο λειτουργεί όταν αντιλαμβάνεται ότι ο πρώην μισθοφόρος Νίμαντ που όλοι ψάχνουν κρατάει στα χέρια του κάτι που μπορεί να φτάνει σε πολύ υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια.

Ο Άνσελμ και ο Νίμαντ παλεύουν με τους προσωπικούς τους δαίμονες σε όλο το βιβλίο την ίδια στιγμή που τουλάχιστον ο δεύτερος παλεύει και για την επιβίωση του. Οι δύο ήρωες-πρωταγωνιστές, περιστοιχίζονται από στέρεους χαρακτήρες που πλάθει η εξαιρετική γραφή του Τέμπλ, όπως η φιλόδοξη δημοσιογράφος Κάρολαϊν Ουίσαρτ που θα αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο ανδρών ή ο αινιγματικός Αυστραλός πελάτης της εταιρίας, ο Ο’Μάλεϊ που δεν καταλαβαίνει κανείς για ποιόν δουλεύει ή τι ακριβώς αναθέτει στην εταιρία να κάνει. Οι συνομιλίες του με τον Άνσελμ είναι γεμάτες με σκωπτική διάθεση, ειρωνία και χιούμορ δίνοντας μια διαφορετική νότα στο βιβλίο.

Προβληματικοί οι ήρωες του με κατεστραμμένες ζωές προσπαθούν να βγάλουν άκρη από τον εφιάλτη στον οποίο ζουν και ο Τεμπλ ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ του αστυνομικού θρίλερ και του πολιτικού σχολιασμού σε ένα βιβλίο όπου η βία είναι αρκετή, υπάρχουν πολλές σελίδες έντονης δράσης, ενώ ξεχωρίζει ο αμερικάνικου στυλ κινηματογραφικός ρυθμός σε συνάρτηση με πολιτικό αλλά και κοινωνικό σχόλιο. Όλα συνυπάρχουν αρμονικά στο καταπληκτικό αυτό μυθιστόρημα που περιγράφει την σημερινή κοινωνία της άκρατης πληροφόρησης, της απουσίας ιδιωτικής ζωής, όπου κανείς δεν ξεφεύγει από τον «ιστό της αράχνης».

Ένα διαφορετικό αλλά εξίσου γοητευτικό και διαυγές θρίλερ έγραψε ο πανέξυπνος και ικανότατος (όπως αποδεικνύεται) Γαλλοαμερικανός συγγραφέας και επιχειρηματίας Antoine Bello με τίτλο «ΟΙ ΠΑΡΑΧΑΡΑΚΤΕΣ» (Les Falsificateurs), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Ε.Γραμματικοπούλου, σελ.522), το οποίο αποτελεί το πρώτο μέρος μιας σειράς ή μιας διλογίας βιβλίων αφού η συνέχειά του με τίτλο, «Les éclaireurs» αναμένεται να εκδοθεί στη χώρα μας μέχρι το τέλος της χρονιάς.

Στο μυθιστόρημα βρισκόμαστε στο 1991 και παρακολουθούμε τις περιπέτειες ενός νεαρού Ισλανδού, του Σλιβ, πτυχιούχου Γεωγραφίας, ο οποίος μόλις έχει αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο στο Ρέυκιαβικ και μετά από ενδελεχή interviews προσλαμβάνεται σε μια τοπική εταιρία περιβαλλοντολογικών μελετών, η οποία όμως στην πραγματικότητα αποτελεί παράρτημα (προκάλυμμα) ενός πολυεθνικού κολοσσού, μιας εταιρίας-μυστικής οργάνωσης με τίτλο ΟΠΠ (Όμιλος Παραχάραξης της Πραγματικότητας). Ο Σλιβ είναι ένας νέος με ικανότητες ανάλυσης και μεγάλη φαντασία και το πρώτο πρότζεκτ που αναλαμβάνει χωρίς να γνωρίζει το γιατί και το πώς, είναι η κατασκευή ενός αληθοφανούς σεναρίου παραχάραξης γεγονότων.

Η ιστορία που φτιάχνει είναι τόσο δυνατή που βραβεύεται στον εσωτερικό διαγωνισμό του οργανισμού. Ο Σλιβ περνάει σε ανώτερο επίπεδο και πλέον αναλαμβάνει να ελέγχει τα σενάρια που φτιάχνουν οι συνάδελφοί του. Βλέπεις το κάθε σενάριο πρέπει να είναι όσο γίνεται πιο αληθοφανές, να μην εκθέτει σε κίνδυνο τον οργανισμό και να υπακούει σε διάφορες νόρμες που τίθενται εξ’αρχής στους κατασκευαστές αυτών των σεναρίων. Το σενάριο που εγκρίνεται θα δημοσιευτεί είτε ως επιστημονική εργασία, είτε θα διοχετευτεί στην αγορά με τη μορφή φήμης, είτε θα χρησιμεύσει σε κάποια κυβέρνηση (πολλές φορές και εν αγνοία της) ως χάραξη πολιτικής. Ο τόπος εργασίας του είναι πλέον η Κόρδοβα, μια πόλη της Αργεντινής που είναι ένα από τα λίγα κέντρα επεξεργασίας των σεναρίων. Η φαντασία όμως του Σλιβ τον παρεκτρέπει από αυτά που πρέπει να κάνει και παρεμβαίνει σε όσα σενάρια του φαίνονται ενδιαφέροντα. Τότε θα γνωρίσει ένα άλλο πρόσωπο του Οργανισμού, πιο βίαιο και αποκρουστικό. Ο Σλιβ βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα – πρέπει να επιλέξει, είτε θα εγκρίνει αυτές τις μεθόδους, ή, θα αποχωρήσει γυρίζοντας στον τόπο του και κάνοντας κάτι άλλο. Ο Σλιβ όμως είναι τρομερά φιλόδοξος και για πρώτη φορά στη ζωή του νιώθει ότι «ανήκει» κάπου. Ξέρει ότι εάν επιλέξει να παραμείνει μπορεί να φτάσει ψηλά και να καταλάβει επιτέλους τι ακριβώς είναι και τι προσπαθεί να κάνει ο πάντα μυστηριώδης αυτός Οργανισμός.

Το ερώτημα «γιατί;» και η απορία «προς τι όλα αυτά;» επικρέμονται συνεχώς πάνω από το πολύ καλό μυθιστόρημα του Μπελό. Οι πληροφορίες που μας δίνονται είναι σαγηνευτικές και ισορροπούν συνεχώς μεταξύ αλήθειας και ψεύδους σαν ένα ιδιότυπο παιχνίδι σπαζοκεφαλιάς μεταξύ αναγνώστη / συγγραφέα. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη μύθους που κατασκευάστηκαν στα βάθη των αιώνων. Είναι όμως γεμάτη από κάποια πράγματα που πέρασαν ως ιστορικές αλήθειες παρά τα κενά που εάν κάποιος καθήσει να το ψάξει λίγο υπάρχουν. Οι συνεχείς ίντριγκες που θέτει το μυθιστόρημα δεν σ’αφήνουν να χαλαρώσεις. Το σκυλάκι που πήγε στο διάστημα από τους Σοβιετικούς, η περίφημη Λάικα, πήγε πραγματικά ή ήταν ένα κατασκεύασμα από κάποιον χαμηλόβαθμο υπάλληλο του Οργανισμού που υπηρετούσε στην Μόσχα; Και μήπως βόλεψε τόσο πολύ την αμήχανη στην αρχή ηγεσία των Σοβιετικών που τελικά πέρασε ως γεγονός; Μήπως όμως βόλεψε και τους Αμερικανούς που απελευθέρωσαν τα κεφάλαια για να επιταχύνουν την «κατάκτηση του διαστήματος»; Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Βίκινγκς συνέβη πραγματικά και σε τι βαθμό; Το βιβλίο σε βάζει σε σκέψεις ακόμα και σε πράγματα που δεν αναφέρει αλλά μέσα σου το ξέρεις ότι «μπάζουν» ιστορικά…Ας μη ξεχνάμε ότι ολόκληρη η ιδεολογία του Ναζισμού χτίστηκε πάνω σε κάτι φυλλάδια του τέλους του 19ου αιώνα και στις παπαριές που γράφουν «Τα πρωτόκολλα των Σοφών της Σιων» που βγήκαν στις αρχές του 20ου…

Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα και πόσο εύκολα μπορείς να παραπλανήσεις τον κόσμο; Ο Σλιβ αισθάνεται ως Δημιουργός. Μπορεί να κατασκευάσει κι αυτός έναν κόσμο σε 7 ημέρες. Εάν έχεις λίγη φιλοδοξία μέσα σου δεν θέλεις και πολύ να πορωθείς με την ιδέα…Από το Σουδάν στην Θεσσαλία, και από την Αργεντινή στην Σιβηρία ο Σλιβ και οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου παραχαράσσουν την ιστορία ουσιαστικά ξαναφτιάχνοντας παράγοντας ένα εφιαλτικό σενάριο του κόσμου που έρχεται με την ανεξέλεγκτη ροή πληροφοριών. Η συνέχεια του μυθιστορήματος που πιστεύω ότι θα πιάσει τον 21ο αιώνα (11/9, Ιράκ κλπ) μάλλον θα είναι ακόμα πιο ενδιαφέρουσα διότι θα περιέχει και το ήδη αναπτυγμένο διαδίκτυο με τις τελείως ανεξέλεγκτες πληροφορίες.

Ο Μπελό αποδεικνύεται ένας ικανότατος συγγραφέας. Πολύ καλός ο ρυθμός του μυθιστορήματος (παρά την έντονη σε κάποια κεφάλαια τάση προς φλυαρία), με συνεχείς αναφορές σε βιβλία, συγγραφείς και ταινίες – με σημείο αναφοράς την περίφημη μικρού μήκους ταινία του Κρις Μαρκέρ «La jetée» (Η Προβλήτα) (1962), όπου μία ομάδα επιστημόνων μετά από έναν πυρηνικό πόλεμο που έχει ισοπεδώσει το Παρίσι, στέλνουν έναν επιζώντα στο παρελθόν ελπίζοντας ότι θα φέρει πίσω κάτι που θα μπορούσε να βοηθήσει τους επιζώντες (η ταινία αυτή αποτέλεσε τη βάση για το υπέροχο «12 Πίθηκοι» (1995) του Τ.Γκίλιαμ).

Κυρίως όμως «Οι Παραχαράκτες» είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα. Οι προβληματισμοί που θέτει γύρω από την εξουσία, το πόσο δημοκρατικά είναι τα πολιτεύματα (κυρίως αυτό του κυρίαρχου έθνους, των Η.Π.Α.), το πόσο μπορείς να κατευθύνεις την κοινή γνώμη και να διαμορφώσεις σύνορα κρατών ή ιδεολογίες. Ακούγονται τρομακτικά και η συνέχεια του μυθιστορήματος με το δεύτερο μέρος προβλέπεται εξίσου ή και περισσότερο συναρπαστική.
 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 20, 2010 | Permalink
It's a family affair...
Ο λογοτεχνικός κόσμος της καλής φίλης και συν-μπλόγκερ Σταυρούλας Σκαλίδη είναι σκληρός και απάνθρωπος, Ντοστογιεφσκικός αν θέλουμε να μιλήσουμε με λογοτεχνικούς όρους. Οι ήρωές της είναι άνθρωποι που κινούνται στο περιθώριο. Άνθρωποι που τους βλέπουμε καθημερινά, να ζητιανεύουν, να σκαλίζουν τα σκουπίδια, να κινούνται σαν σκιές μέσα στη πόλη και που συνήθως αποστρέφουμε το βλέμμα στη θέασή τους. Ο λογοτεχνικός κόσμος της Σκαλίδη περιέχει βία, πολλή βία που σε χτυπάει κατευθείαν στο συναίσθημα. Βία εξωτερική αλλά και (κυρίως) βία εσωτερική, ενδοοικογενειακή – ψυχολογική.

Αυτή ακριβώς η «εσωτερική βία» απασχολεί την συγγραφέα στο δεύτερο της βιβλίο. Την νουβέλα «ΚΡΕΑΣ ΑΠΟ ΣΤΑΦΥΛΙ», (Εκδ. Πόλις, σελ. 133) που ακολούθησε το βραβευμένο πρωτόλειό της «ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ», την χαρακτηρίζει η απεικόνιση της οικογενειακής «ανθρωποφαγίας» και των μικρών καθημερινών «εγκλημάτων» που διαπράττονται πίσω από κλειστές πόρτες – θέμα δύσκολο και επικίνδυνο που χρειάζεται μεγάλη συγγραφική ικανότητα, είναι μια βουτιά στα (πολύ) βαθιά. Η Σκαλίδη κατάφερε να το χειριστεί αξιοπρεπέστατα αλλά δεν κατάφερε να το απογειώσει, η νουβέλα μοιάζει να μην ολοκληρώνεται, να μένει μετέωρη σαν κάτι να την συγκρατεί, ενώ η προσπάθεια για μια πολυεπίπεδη αφήγηση δεν βοηθάει καθόλου το σύνολο.

Οι κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου είναι η Μαγδαληνή και ο γιός της Θεόφιλος (καθόλου τυχαία η επιλογή των ονομάτων, όπως και των άλλων χαρακτήρων της νουβέλας), ο οποίος κουβαλάει ένα βαθύ ψυχικό τραύμα που του προκάλεσε η μάνα του. Στον παρόντο χρόνο του έργου, ο Θεόφιλος είναι ένας κλοσάρ κινούμενος στους δρόμους της Αθήνας και του Πειραιά ως φάντασμα, μαζεύοντας τενεκεδάκια και ψάχνοντας να φάει. Έχει εγκαταλείψει προ πολλών ετών την οικογενειακή εστία - για να μη φτάσει στο σημείο να σκοτώσει τη Μαγδαληνή, προτίμησε τη φυγή από τη σύζυγο και τις δύο του κόρες. Μετά από κάποια εργατικά ατυχήματα κατέληξε στο δρόμο (κυριολεκτικά…). Η Μαγδαληνή υπέφερε από μια ψυχική ασθένεια, την οποία επέτεινε η επιλόχεια κατάθλιψη, όταν έφερε στον κόσμο τον Θεόφιλο καθώς και ο θάνατος του αδερφού της στον εμφύλιο. Ο σύζυγός της Νούλης για να την βοηθήσει, της έφερε κάτι χαρτάκια με σκόνη (κάποιο ναρκωτικό υποθέτω) με τα οποία ήταν επιφανειακά ήρεμη. Αλλά κάτω από την επιφάνεια υπέβοσκε μια παρανοϊκή προσωπικότητα που προξένησε ανεπανόρθωτη καταστροφή σε όσους ήταν κοντά της.

Οι δευτερεύοντες χαρακτήρες της νουβέλας διαδραματίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Όπως η παρουσία των δύο θυγατέρων του Θεόφιλου, της Άννας και της Μυρσίνης, δύο γυναικών (πλέον) που έχουν επιλέξει διαφορετικούς δρόμους στη ζωή τους και που η απουσία του πατέρα από τη ζωή τους, τις έχει στιγματίσει. Όπως του Φάνη, του νεαρού που είναι ερωτευμένος με την Άννα και ο οποίος αφηγείται σε κάποια κεφάλαια την σχέση του με την Άννα. Όπως της Μαριάννας του μικρού κοριτσιού, που ο Θεόφιλος προστατεύει θυσιάζοντας τη ζωή του.

Οικογενειακές σχέσεις και προσχηματική - καταναγκαστική "αγάπη", θέμα ανεξάντλητο που σηκώνει πολλή συζήτηση, όταν δε συνδιάζεται με τις καταστάσεις που οδηγούν κάποιον άνθρωπο στην κοινωνική εξαθλίωση και στην περιθωριοποίηση, το «κοκτέιλ» γίνεται πολύ σκληρό και κάποιες στιγμές αφόρητο. Το βιβλίο δεν «χαϊδεύει», ούτε ωραιοποιεί, ο νατουραλισμός του που σε κάποιες σελίδες θυμίζει μυθιστορήματα των αρχών του 20ου αιώνα, δεν ξέρω αν μπορεί να λειτουργήσει στον βαθμό που θα επιθυμούσε η συγγραφέας στον σημερινό αναγνώστη. Γενικότερα η νουβέλα βρίθει καλών προθέσεων και με την εισαγωγή της «θετικής ηρωίδας», της Άννας αφήνει μια νότα αισιοδοξίας στο ζοφερό κλίμα της ιστορίας αν και οι σελίδες όπου "πρωταγωνιστούν" οι κόρες του Θεόφιλου (αλλά και ο Φάνης), θεωρώ ότι είναι οι πιο αδύναμες της νουβέλας.

Δυστυχώς η πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία μάνας – γιού που έχει στοιχεία αρχαίας τραγωδίας μένει ανολοκλήρωτη και αποσπασματική. Η Σκαλίδη εισάγοντας αρκετά πρόσωπα, διαφορετικές αφηγήσεις μπερδεύει και μπερδεύεται. Ορισμένα κεφάλαια είναι τελείως αποκομμένα, λειτουργώντας αυτόνομα – σαν διηγήματα, και δεν προσθέτουν απολύτως τίποτα στο βιβλίο που από τη μια λες ότι θα έπρεπε να είχε τουλάχιστον 100 σελίδες παραπάνω για να επεξηγηθούν κάποια πράγματα και κάποια γεγονότα και από την άλλη λες ότι θα μπορούσε να είναι και το μισό αφού υπάρχουν τουλάχιστον 30 σελίδες που περιττεύουν.

Υπάρχουν αρκετές αρετές στο βιβλίο που είναι ιδιαίτερα σκληρό όπως προανέφερα. Έχει ρυθμό και προσωπικό στυλ που ξεχωρίζει. Η Σκαλίδη επιλέγει να μην αφήσει την ιστορία να γίνει μελοδραματική, κρατώντας μια αποστασιοποιημένη και «ψυχρή» αφήγηση στην οποία απουσιάζει το συναίσθημα. Σε ορισμένες σελίδες αυτή η τακτική λειτουργεί καλά σε άλλες όχι εμφανίζοντας κάποια στοιχεία (αφηγηματικής) αμηχανίας. Οι μονόλογοι της Μαγδαληνής είναι έξοχοι, ενώ η δύναμη των σελίδων που περιγράφουν την ιστορία μάνας-γιού μας δείχνουν τις αρετές της συγγραφέως σε ένα βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον αλλά άνισο.
 
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 13, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 13, 2010 | Permalink
Εξαιρετικά δυνατά & απίστευτα κοντά
Από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα μέσα στο 2010 είναι αναμφισβήτητα το εξαιρετικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα του νέου Αμερικανού συγγραφέα Jonathan Safran Foer με τίτλο «ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΝΑΤΑ & ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΟΝΤΑ» (Exremely loud & incredibly close), (Εκδ. Μελάνι, σελ.360, μετάφρ. Ε.Ηλιοπούλου). Το βιβλίο με τον παράξενο τίτλο έχει 2 στοιχεία που μπορούν να αποτρέψουν τον βιβλιόφιλο αναγνώστη. Κατά πρώτον έχει ως ήρωα ένα εννιάχρονο πανέξυπνο αγοράκι – γεγονός που προϊδεάζει για μια αφόρητα βαρετή ιστορία και δεύτερον, αναφέρεται στα δραματικά συμβάντα της 11ης Σεπτεμβρίου – γεγονός που προϊδεάζει για συναισθηματικές ακρότητες και μελοδραματικές καταστάσεις. Ενώ λοιπόν υπάρχουν αυτά τα δεδομένα, ο ευρηματικός Φόερ τα φέρνει τούμπα και μας παραδίδει ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα γεμάτο χιούμορ και συγκίνηση, το οποίο δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.

Όπως προανέφερα το «Εξαιρετικά δυνατά & απίστευτα κοντά» περιγράφει την ιστορία ενός παιδιού, του Όσκαρ Σελ. Είναι 9 χρονών και ζει σε ένα μεγαλοαστικό διαμέρισμα στο Μανχάταν με την μητέρα του. Ο πατέρας του χάθηκε στους Δίδυμους Πύργους την μοιραία εκείνη μέρα. Το βιβλίο ουσιαστικά ξεκινάει με την κηδεία του, μια τελετή που η οικογένεια θάβει ένα κενό φέρετρο. Απέναντι από το διαμέρισμα της οικογένειας Σελ, μένει η γιαγιά του Όσκαρ, μόνη της καθ’όλη σχεδόν την έγγαμη ζωή της, αφού ο σύζυγός της, ο Τόμας (παππούς του Όσκαρ), την εγκατέλειψε όταν ακόμα ήταν έγκυος για να γυρίσει στην Δρέσδη, την γενέθλια πόλη τους.

Ο Όσκαρ είναι ένα διαφορετικό παιδί. Ντύνεται πάντα στα άσπρα, το αγαπημένο του βιβλίο είναι «Το χρονικό του χρόνου», του Χόκινγκ, χειρίζεται το web με χαρακτηριστική άνεση, είναι ξερόλας και μιλάει σαν μεγάλος. Είναι το «φρικιό» του σχολείου, δεν κάνει παρέα με κανέναν και κουβαλάει ένα μεγάλο βάρος. Την τραγική ημέρα (11/9), γυρίζοντας από το σχολείο όταν άρχισαν οι επιθέσεις, βρήκε στον τηλεφωνητή του σπιτιού, 5 ηχογραφημένα μηνύματα από τον εγκλωβισμένο στον Βόρειο πύργο πατέρα του. Έβγαλε την κασέτα από το μαγνητόφωνο και την κράτησε. Δεν έχει μιλήσει σε κανέναν γι’αυτά. Κουβαλάει μέσα του τον χαμό του πατέρα του και προσπαθεί να βρει απαντήσεις, απομονώνεται όλο και περισσότερο, έχει ένα λεύκωμα με τίτλο «Πράγματα που μου έχουν συμβεί» το οποίο φροντίζει να ενημερώνει, και αυτοτιμωρείται προκαλώντας μελανιές στο κορμί του ενώ νιώθει απομακρυσμένος από τη μητέρα του που βιώνει με τον δικό της τρόπο την τραγωδία κάνοντας παρέα με κάποιον ομοιοπαθή φίλο της. Ο μικρός μια μέρα ψαχουλεύοντας στο σπίτι βρίσκει μέσα σε ένα βάζο ένα φάκελο που γράφει την λέξη Black (Μπλακ) με τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του και μέσα έχει ένα κλειδί που δεν ταιριάζει πουθενά στο σπίτι. Ο Όσκαρ υποθέτει ότι το κλειδί ανήκει σε κάποιον από τους χιλιάδες Μπλακ που ζουν στην Ν.Υόρκη, ψάχνει λοιπόν πηγαίνοντας πόρτα-πόρτα και διασχίζοντας την πόλη σε ποιόν ανήκει αυτό το κλειδί σκοπεύοντας μ’αυτόν τον τρόπο να καταλάβει καλύτερα τον πατέρα του.

Σε ένα άλλο επίπεδο και παράλληλα με τις περιπλανήσεις του Όσκαρ, ο Φόερ περιγράφει και την ιστορία των γηραιότερων Σελ, της γιαγιάς και του παππού του μικρού. Η γιαγιά του από τη μια βιώνει τον ξαφνικό χαμό του γιού της προσπαθώντας να βοηθήσει τον εγγονό της και από την άλλη θυμάται το πώς σώθηκε εκείνη και ο μέλλων σύζυγός της, ο οποίος έμεινε μουγκός μετά από την καταστροφή της Δρέσδης κατά τον βομβαρδισμό των Συμμαχικών δυνάμεων το 1945 που έφερε τα πάνω-κάτω στην οικογένειά της. Η αφήγηση του παππού μέσα από τα γράμματα του μας αποκαλύπτουν την δραματική ερωτική ιστορία που βίωσε με την Άννα την αδερφή της μέλλουσας συζύγου του, πριν τον βομβαρδισμό και που ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει.

Ο Φόερ ακολουθώντας διαφορετικό τρόπο αφήγησης ανάλογα με τον χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί στο κάθε κεφάλαιο, πειραματίζεται στυλιστικά ενσωματώνοντας στην ροή του μυθιστορήματος φωτογραφίες (φανερός ο επηρρεασμός από τον Sebald), που λειτουργούν αντιστικτικά ως προς το κείμενο, ενώ υπάρχουν σελίδες λευκές, σελίδες όπου μπερδεύονται οι γραμματοσειρές σε σημείο που δεν μπορείς να διαβάσεις τι γράφει, σελίδες με μόνο αριθμούς, σελίδες με μία μόνο πρόταση (ο τρόπος επικοινωνίας που επιλέγει ο παππούς Τόμας). Τίποτα δεν είναι βαλμένο στην τύχη ή απλή επίδειξη βιρτουοζιτέ – όλα κάπου οδηγούν, είτε σε ενδείξεις για την ιστορία, είτε σε καλυπτόμενα συναισθήματα που αρνούνται να βγούν στην επιφάνεια. Η «εγκατάλειψη» του πατέρα του Όσκαρ από τον Τόμας, συνδέεται με την έλλειψη πατέρα που θα βιώσει από εδώ και πέρα ο μικρός στην ζωή του.

Το βιβλίο παρά τις εμφανείς ελλείψεις του - η ιστορία με το κλειδί είναι αδύναμη, υπάρχουν πολλά κενά στην ιστορία του παππού Τόμας και της γιαγιάς - και τον κάποιο ναρκισισμό του συγγραφέα, παρ'όλα αυτά (ή ίσως ως παράγωγο των αδυναμιών που λειτουργούν τελικά υπέρ του), είναι γεμάτο συναίσθημα – οι δε αρκετές σελίδες με μόνο φωτογραφίες βοηθάνε σ'αυτό- και μερικές εκπληκτικές σελίδες που απογειώνουν κυριολεκτικά την ανάγνωση μετατρέποντας την σε εμπειρία. Μπορεί να είναι υπερβολική η σύνδεση της 11/9 με τον βομβαρδισμό της Δρέσδης ή την ατομική βόμβα της Χιροσίμα αλλά στον ψυχισμό των Αμερικανών το σοκ ήταν το ίδιο - έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μυθιστόρημα και όχι ιστορική ανάλυση...
Μπορεί επίσης να προξενεί έκπληξη το πώς μιλάει ο μικρός (σαν 30άρης ώρες-ώρες) αλλά ας μη ξεχνάμε ότι είναι ένα ιδιαίτερα προικισμένο παιδί που όλη η γνώση του περνάει μέσα από το web – εξάλλου ο Φόερ πονηρά και άριστα ποιών, σε κάποιες στιγμές φροντίζει να επαναφέρει την παιδικότητα στα λόγια και στις πράξεις του ιδιοφυή Όσκαρ ανατρέποντας την ίδια του την αφηγηματική ροή, ενώ οι τελευταίες σελίδες της ιστορίας (αλλά όχι του βιβλίου...) με τον Όσκαρ στην αγκαλιά της μητέρας του μας (υπεν)θυμίζουν το πόσο μικρούλης και ανυπεράσπιστος είναι τελικά ο αξιαγάπητος αυτός μυθιστορηματικός χαρακτήρας.

 
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2010
posted by Librofilo at Τρίτη, Σεπτεμβρίου 07, 2010 | Permalink
Ντετέκτιβ λίγο διαφορετικοί
Δεν θυμάμαι αν το έχω ξαναγράψει αλλά το γεγονός ότι «συνάντησα» («έπεσα πάνω», «ανακάλυψα» - όπως θέλεις πέστο), τους Bolaño και Sebald ήταν ότι καλύτερο αναγνωστικά μου συνέβη τα τελευταία χρόνια. Κατά τραγική σύμπτωση και οι δύο αγαπημένοι (πλέον...) συγγραφείς άρχισαν να εκδίδονται στην Ελλάδα μετά το θάνατό τους όπου με τον συνήθη «ελληνικό» τρόπο, τα βιβλία τους βγαίνουν σχεδόν όλα μαζί, ανακατεμένα χρονικά – και αν δεν ήταν όλα (μα όλα!) εξαιρετικά το αναγνωστικό κοινό θα είχε ήδη κορεσθεί.

Στην περίπτωση του Χιλιανού Roberto Bolaño (1953-2003), ότι και να πεις είναι λίγο. Κάθε βιβλίο του που διαβάζω είναι αναγνωστική απόλαυση ολκής. Με το πρόσφατα εκδοθέν «ΟΙ ΑΓΡΙΟΙ ΝΤΕΤΕΚΤΙΒ», (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Κ.Αθανασίου, σελ.711) το συναίσθημα της απόλαυσης έγινε ακόμα πιο έντονο σε ένα βιβλίο που ήταν το πιο επιτυχημένο του συγγραφέα όσο ήταν ακόμα εν ζωή (1998) χαρίζοντας του διεθνή αναγνώριση και μερικά βραβεία. Το ογκώδες αυτό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ παράξενο μοντέρνο βιβλίο που δεν υπακούει σε συνηθισμένους μυθοπλαστικούς κανόνες, ενώ ψήγματα/ενδείξεις των ιστοριών και των ηρώων του υπάρχουν σε μερικά από τα διηγήματα της εξαιρετικής συλλογής του συγγραφέα «Τηλεφωνήματα» που είχε κυκλοφορήσει λίγο καιρό πριν το προαναφερθέν.

Το βιβλίο ξεκινάει το 1975 στην Πόλη του Μεξικού, με την αφήγηση ενός ευαίσθητου νεαρού που θέλει να γίνει ποιητής, του Γκαρσία Μαδέρο, ο οποίος παρακολουθώντας κάποιο Ποιητικό εργαστήριο βρίσκεται προ μιάς βίαιης εισβολής δύο περίεργων τύπων, του Χιλιανού Αρτούρο Μπελάνο (alter-ego του συγγραφέα) και του Μεξικανού Ουλίσες Λίμα, οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους αναβιωτές του λογοτεχνικού κινήματος του «Ενστικτορεαλισμού» (Realismo visceral), που εμφανίστηκε στην δεκαετία του ’20, και έσβησε σιγά-σιγά με την εξαφάνιση της κυριότερης εκπροσώπου του, κάποιας Σεσάρεα Τιναχέρο ή Τιχάνα – που απ’ότι λέγαν όλοι είχε γράψει μόνο ένα ποίημα και η οποία χάθηκε από προσώπου γης, στην έρημο της Σονόρα.

Οι δύο «ντετέκτιβ», Μπελάνο και Λίμα θεωρούν αποστολή τους να βρουν τα ίχνη της ποιήτριας και να ανακαλύψουν κατά πόσο είναι ακόμα ζωντανή. Για την ώρα όμως τριγυρίζουν στο Μέξικο σίτυ, συναναστρεφόμενοι νεαρούς ποιητές και ποιήτριες, κλέβοντας βιβλία, κάνοντας σεξ και διαμορφώνοντας το ποιητικό κίνημα που είναι εναντιώνεται στην κατεστημένη ποίηση του Οκτάβιο Παζ και άλλων καταξιωμένων λογοτεχνών ακολουθώντας ουσιαστικά τις επιταγές του σουρρεαλισμού.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου όλη η αφήγηση περνάει μέσα από τη φωνή του νεαρού Γκαρσία Μαδέρο που «μαγεμένος» από το στυλ της παρέας τους ακολουθεί κατά πόδας. Το πρώτο μέρος τελειώνει την πρωτοχρονιά του 1976, όταν οι Μπελάνο και Λίμα «δανείζονται» το αυτοκίνητο του πατέρα δύο κοριτσιών της παρέας και ουσιαστικά απαγάγοντας μία πόρνη για να τη σώσουν από τον νταβατζή της παίρνουν μαζί τους τον άβουλο Γκαρσία Μαδέρο και φεύγουν για την έρημο της Σονόρα με σκοπό να βρουν την εξαφανισμένη 50 χρόνια πριν Σεσάρεα Τιναχέρο.

Το δεύτερο μέρος που καταλαμβάνει και το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου κοντά στις 500 σελίδες, καλύπτει μία περίοδο 20 περίπου ετών, από το 1976 έως το 1996. Σ’αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος ξεκαθαρίζει η θολή εικόνα των δύο γοητευτικών τύπων (ο Γκαρσία Μαδέρο δεν εμφανίζεται πουθενά), μέσα από τις αφηγήσεις υπό των τύπο συνεντεύξεων μερικών δεκάδων (περίπου 40) ανθρώπων που τους γνώρισαν μέσα από το βάθος της εικοσαετίας. Παρακολουθούμε τις περιπλανήσεις τους σε Ευρώπη, Ισραήλ και Λατινική Αμερική, τις μάταιες προσπάθειές τους να εγκατασταθούν κάπου, τους άτυχους έρωτές τους, την διάψευση των ονείρων τους, τα ποιήματα που ποτέ δεν έγραψαν και ποτέ δεν εξέδωσαν.

Τι έγινε όμως στην έρημο της Σονόρα στις αρχές του 1976; Το μυστήριο ξεδιαλύνεται στο τρίτο μέρος του βιβλίου, όταν σε λιγότερο από 50 σελίδες ξαναπιάνουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε στο τέλος του πρώτου μέρους και ο Γκαρσία Μαδέρο αφηγείται την υπέροχη ιστορία δρόμου και καταδίωξης που βίωσε με τους δύο υπέροχους αλλά τόσο διαφορετικούς ντετέκτιβ. Το μυθιστόρημα αποκτάει τη μορφή ενός λυρικού γουέστερν και κλείνει με μία κινηματογραφική σκηνή κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη.

Το μυστήριο με το τι ακριβώς ήταν οι δύο ντεσπεράντος, ο Μπελάνο και ο Λίμα δεν ξέρω αν αποσαφηνίζεται με το τέλος του βιβλίου. Όπως αναφέρει και κάποιος από αυτούς τους αφηγητές, το 1981: «Ο Μπελάνο και ο Λίμα δεν ήταν επαναστάτες. Δεν ήταν συγγραφείς. Μερικές φορές έγραφαν ποιήματα, όμως ούτε ποιητές νομίζω πως ήταν. Ήταν έμποροι ναρκωτικών.» Ο καθένας από τους αφηγητές έχει να πει κάτι διαφορετικό, ο καθένας βίωσε την γνωριμία του με τον έναν ή με τον άλλον είτε μέσα από μια σχέση ερωτική, είτε από μια φιλία, είτε επαγγελματικά, είτε μέσα από τον κόσμο της λογοτεχνίας. Όλοι τους είχαν μια διαφορετική αίσθηση για το ποιοι ήταν ακριβώς αυτοί οι τύποι.

Η μελαγχολία διαπερνάει τις σελίδες του έξοχου μυθιστορήματος. Η μοναδική ικανότητα του Μπολάνιο στις αλλαγές της αφήγησης, στην παρουσία διαφορετικών φωνών / αφηγητών που συνήθιζε στα διηγήματά του, εδώ γίνεται ακόμα πιο αισθητή και απλώνεται με ξεχωριστή γοητεία στις σελίδες του ογκώδους βιβλίου. Οι δύο τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους τύποι, ο Μπελάνο είρων και σαρκαστικός, κάπως απόμακρος θα προσπαθήσει να ζήσει μια ζωή σαν του Α.Ρεμπώ ενώ ο Λίμα πιο ήσυχος και περιορισμένος σε ένα δεύτερο ρόλο θα κάνει τις πιο αντιφατικές κινήσεις και θα βρίσκεται μπλεγμένος στα πιο απίθανα μέρη ενώ το κεφάλαιο της συνάντησής του με τον υπέργηρο πλέον Οκτάβιο Πας, είναι καταπληκτική.

Ο αναγνώστης που θα αφεθεί στην τόσο γοητευτική γλώσσα του συγγραφέα θα μαγευτεί και θα ζήσει έντονα τις εικόνες που θα περάσουν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Το γελοίο και το συναρπαστικό της ζωής απεικονίζονται με γλαφυρό και χιουμοριστικό τρόπο ενώ δε ουσιαστικά πρόκειται περί μονολόγων υπό μορφή συνεντεύξεων σε έναν αόρατο ερευνητή, κάποιες σελίδες είναι τόσο συναρπαστικές που δεν σ’αφήνουν να πάρεις ανάσα. Ο Μπολάνιο μ’αυτό του το μυθιστόρημα θυμίζει Ντος Πάσος και Φώκνερ στα καλύτερά τους, ενώ η τεχνική και η δομή του βιβλίου μοιάζει με αυτήν που ακολούθησε ο Ζ.Περέκ στο μεγαλειώδες «Ζωή:οδηγίες χρήσεως», κρατώντας όμως το λατινοαμερικάνικο στυλ που στην περίπτωση των μεγάλων δημιουργών όπως είναι ο ίδιος μπορεί να απογειώσει ένα βιβλίο.
 
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 02, 2010
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 02, 2010 | Permalink
Οι πόλεις ως πρωταγωνίστριες (2)
«Πάντα υπάρχει λίγη παραφροσύνη στην αγάπη. Αλλά και πάντα υπάρχει λίγη λογική στην παραφροσύνη» Φ.Νίτσε

«Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου• δεν το’ξερα. Αν το’ξερα θα μπορούσα άραγε να προστατέψω την ευτυχία μου, θα εξελίσσονταν όλα διαφορετικά; Ναι, αν το είχα καταλάβει, σε καμία περίπτωση δεν θ’άφηνα την ευτυχία να μου φύγει. Ίσως η υπέροχη εκείνη χρυσή στιγμή, που τόσο βαθιά και ήρεμα τύλιξε όλο μου το σώμα, να κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, όμως εμένα μου φάνηκαν ώρες, χρόνια.»

Ο Κεμάλ κάνει έρωτα με την Φισούν στο παλιό οικογενειακό διαμέρισμα που δεν το χρησιμοποιούσε κανείς πια. Η Φισούν είναι δεκαοχτώ χρονών και μακρινή του συγγενής που την ήξερε από μωρό. Ο Κεμάλ είναι τριάντα και σε λίγες μέρες αρραβωνιάζεται την Σιμπέλ σε μια ανοιχτή τελετή που θα αποτελέσει το κοσμικό γεγονός των ημερών στην Ιστανμπούλ του 1975.

Ο παθιασμένος έρωτας του μεγαλοαστού Κεμάλ για την μακρινή του εξαδέρφη Φισούν είναι το κύριο θέμα του εξαιρετικού τελευταίου μυθιστορήματος του μεγάλου Ορχάν Παμούκ με τίτλο «ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ» (Εκδ.Ωκεανίδα, μετάφρ. Στ.Βρεττού, σελ.808). Η ερωτική εμμονή δεν είναι το πιο πρωτότυπο θέμα του κόσμου, ενώ οι χαμένες αγάπες και τα λοιπά μελοδραματικά αποπνέουν μπαναλιτέ επιπέδου (τουρκικής) τηλεοπτικής σειράς. Αυτό όμως καθόλου δεν δείχνει να επηρρεάζει τον νομπελίστα (πλέον) Παμούκ που σε μια επίδειξη μοναδικής επιδεξιότητας ισορροπεί μεταξύ ενοχών, προσωπικών εξευτελισμών, θυσίας, ολοκληρωτικής υποταγής σε ένα μυθιστόρημα μνήμης και επανακαθορισμού του χαμένου χρόνου.

Ο Κεμάλ είναι ένας μοντέρνος μουσουλμάνος στην Πόλη της δεκαετίας του 70. Ερωτεύεται την όμορφη Σιμπέλ που έχει επιστρέψει από τις σπουδές της στο Παρίσι. Όλα δείχνουν ευοίωνα για το ζευγάρι που κανονίζει έναν σούπερ κοσμικό αρραβώνα στο Χίλτον και έναν ακόμα πιο εντυπωσιακό γάμο. Η οικογένεια του Κεμάλ είναι μεγαλοαστοί υφασματέμποροι που πλούτισαν με το Κεμαλικό καθεστώς ενώ η οικογένεια της Σιμπέλ είναι παλιά αστική οικογένεια της Πόλης σε παρακμή όμως. Όλα δείχνουν ταιριαστά αλλά μια τυχαία συνάντηση του Κεμάλ με την μακρινή του εξαδέρφη, την εκπάγλου καλλονής Φισούν, την κόρη της πρώην μοδίστρας της μάνας του θα του αλλάξει τη ζωή. Η ερωτική χημεία μεταξύ των δύο νέων είναι πολύ δυνατή και αμέσως γίνονται εραστές. Οι κρυφές τους συναντήσεις σε ένα παλιό διαμέρισμα της μητέρας του Κεμάλ θα τους φέρουν πολύ κοντά αλλά η αποκοτιά εκείνου να καλέσει την ερωμένη του στους αρραβώνες θα φέρει την καταστροφή. Η Φισούν μετά από αυτό το γεγονός εξαφανίζεται. Ο Κεμάλ την ψάχνει παντού, κάνει τα πάντα για να τη βρει αλλά αποτυγχάνει. Δεν αργεί να πέσει σε βαθιά κατάθλιψη, δεν θέλει ούτε ν’αγγίξει την Σιμπέλ στην οποία εξομολογείται το πρόβλημά του. Εκείνη κάνει τα πάντα για να τον «θεραπεύσει» αλλά ο Κεμάλ δεν θέλει να αλλάξει και ο αρραβώνας διαλύεται προς κατάπληξη των πάντων. Περνώντας οι μήνες η εμμονή του για την Φισούν διογκώνεται και στο διαμέρισμα που στέγαζε τον έρωτά τους αρχίζει να μαζεύει τα αντικείμενα που άφησε η ερωμένη του καθώς και οτιδήποτε του την θυμίζει.

Μετά από 2 χρόνια όμως η Φισούν δίνει μέσω μια κοινής τους γνωστής σημεία ζωής. Προσκαλεί τον Κεμάλ για δείπνο στο σπίτι τους της οικογένειας. Ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Ιστανμπούλ. Ο Κεμάλ πηγαίνει και προς μεγάλη του έκπληξη, βρίσκει τον μεγάλο του έρωτα παντρεμένο με έναν νεαρούλη που του συστήνεται ως σεναριογράφος και επίδοξος σκηνοθέτης, εκείνην το ίδιο όμορφη και τους γονείς της να κάνουν ότι δεν ξέρουν τίποτα.Ο Κεμάλ στο δείπνο νιώθει αμήχανα παρατηρώντας και την ψυχρότητα της Φισούν αλλά εκείνο που τον ενδιαφέρει πάνω απ’όλα είναι ότι την ξαναβρήκε και μπορεί να είναι πάλι κοντά της. Και αυτό θα κάνει για τα επόμενα 8 (οχτώ!!) χρόνια. Θα πηγαίνει στο μικρό διαμέρισμα στα Τσουκούρτζουμα σχεδόν καθημερινά, θα τρώει με την οικογένεια της Φισούν και θα κλέβει μικροαντικείμενα από το σπίτι τους τα οποία θα στοιβάζει στο διαμέρισμα που του θυμίζει «άλλες» στιγμές. Θα μαζεύει ακόμα και τα αποτσίγαρα του έρωτά του, χτένες, οδοντόβουρτσες, διακοσμητικά αντικείμενα τα οποία θα φροντίζει να αναπληρώνει με ακριβότερα. Ο οδηγός του θα τον περιμένει υπομονετικά ενώ κάποια στιγμή θα αρχίσει να πηγαίνει βόλτες όλη την οικογένεια της Φισούν στις εξοχές της Πόλης. Ο Κεμάλ γνωρίζει ότι πέφτει θύμα εκμετάλλευσης, νιώθει ότι εξευτελίζεται αλλά έχει πέσει σε μια συναισθηματική λήθη από την οποία δεν μπορεί να βγει. Η δουλειά του πάει χάλια, ο πατέρας του πεθαίνει, ο αδερφός του δημιουργεί ανταγωνιστική εταιρία και του παίρνει όλη τη δουλειά. Εκείνος το μόνο που ζητάει είναι να βρίσκεται δίπλα στην μοιραία Φισούν. Η μοίρα όμως επιφυλάσσει αρκετές εκπλήξεις και στους δύο…

Ο Παμούκ στήνει αριστοτεχνικά τον λαβύρινθο μέσα στον οποίο μπλέκει ο ήρωάς του. Με σχεδόν ρεπορταζιακό στυλ και αποστασιοποιημένη γλώσσα παραθέτει τα δεδομένα της εποχής που παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο στην αργή εξέλιξη του βιβλίου ενώ ενσωματώνει στην αφήγηση χαρακτήρες της εποχής, κοσμικούς δημοσιογράφους, πολιτικούς ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό παρουσιάζει ως καλεσμένο στον αρραβώνα να χορεύει με την ποθητή Φισούν. Σε μια Κωνσταντινούπολη που εκμοντερνίζεται, ο συγγραφέας παραθέτει ανάγλυφα τις αντιθέσεις μεταξύ των μεγαλοαστικών συνοικιών που κινούνται οι φίλοι του Κεμάλ, με τις φτωχικές συνοικίες που υπάρχουν από την άλλη πλευρά του δρόμου (κατάσταση που παρά την «δυτικοποίηση» της Ιστανμπούλ παρατηρείται και σήμερα) ενώ το θέμα της «παρθενίας» δίνει μια άλλη διάσταση στην ιστορία. Η Σιμπέλ σχεδόν καταστρέφεται επειδή δεν «προχώρησε» η σχέση της με τον Κεμάλ ενώ η Φισούν «έπρεπε» να παντρευτεί στα γρήγορα αλλιώς θα έμενε στιγματισμένη. Γενικότερα θεωρείτο αποδεκτό ένα ζευγάρι να είχε σεξουαλικές σχέσεις πριν τον γάμο αλλά έτσι και «στράβωνε» η ιστορία, την κοπέλα την θεωρούσαν πλέον «εύκολη» και «κατεστραμμένη». Αυτό το θέμα (καθόλου άγνωστο και στην Ελλάδα) εκτός από την γυναίκα τραυμάτιζε και τον άντρα, τον οποίο γέμιζε ενοχές που θεωρούσε «υποχρέωσή του» να κάνει ένα γάμο που ίσως να μη τον ήθελε καθόλου επειδή μόνο και μόνο «είχε εκθέσει» την σύντροφό του. Το σεξουαλικό ζήτημα, οι πολιτικές συγκρούσεις, γενικότερα η ζωή στην Ιστανμπούλ της δεκαετίας 1975 – 1985 περιγράφονται ενδελεχώς και με λεπτομέρειες που καμιά φορά κουράζουν αλλά από την άλλη δίνουν ένα έντονο κοινωνιολογικό στίγμα στο μυθιστόρημα.

Ο Παμούκ μέγας στυλίστας εκεί που δείχνει να χάνει το παιχνίδι όταν γεμίζει σελίδες επί σελίδων με το βασανιστικό διάστημα που περνάει ο Κεμάλ μαζοχιζόμενος (διότι ήταν ευτυχής) στο σπίτι της οικογένειας της Φισούν, φροντίζει να σπάει την μονοτονία των ημερών με στιγμές απίστευτου λυρισμού που «χρωματίζουν» το αργόσυρτο τέμπο του βιβλίου.

«Κάποτε δεν κάναμε τίποτε, καθόμασταν αμίλητοι…Κάποτε έβρεχε, ακούγαμε τον ήχο της βροχής στα τζάμια…Κάποτε, χωρίς να με βλέπει κανείς, κοίταζα για δεκαπέντε-είκοσι δευτερόλεπτα το χέρι της Φισούν κι ο θαυμασμός μου γι’αυτή μεγάλωνε…Κάποτε η Φισούν χασμουριόταν τόσο όμορφα, που σκεφτόμουν ότι ξεχνούσε όλο τον κόσμο κι ότι από τα βάθη της ίδιας της ψυχής της αντλούσε μια πιο ευχάριστη ζωή, όπως αντλούμε κρύο νερό με τον κουβά το καλοκαίρι από το πηγάδι. Κάποτε, μην καθίσω άλλο, ας φύγω, έλεγα στον εαυτό μου…Κάποτε ένιωθα ότι η Φισούν έβγαζε την παντόφλα της κάτω από το τραπέζι. Κάποτε ο νυχτοφύλακας φυσούσε την σφυρίχτρα του ακριβώς έξω από την πόρτα μας…Κάποτε αισθανόμουν την ακατανίκητη επιθυμία να της πώ «Σ’αγαπώ!» αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να της ανάψω το τσιγάρο με τον αναπτήρα μου. Κάποτε παρατηρούσα ότι οι πασχαλιές που τους είχα πάει την προηγούμενη φορά που πήγα στο σπίτι τους, ήταν ακόμη στο βάζο…Κάποτε σκεφτόμουν ότι ήμουν πολύ ευτυχισμένος, απλώς και μόνο επειδή καθόμουν δίπλα στη Φισούν. Κάποτε, «Πάμε ένα βράδυ για φαγητό στο Βόσπορο», έλεγα κι άνοιγα το θέμα. Κάποτε είχα την αίσθηση ότι ολόκληρη η ζωή ήταν εκεί, σ’εκείνο το τραπέζι, πουθενά αλλού.»

Η ιστορία όμως δεν θα ήταν η ίδια αν δεν εκτυλισσόταν στην Ιστανμπούλ και τα περίχωρά της. Ο Παμούκ μετά το διάλειμμα με το «Χιόνι» μεταφέρει πάλι το σκηνικό των ιστοριών του στην αγαπημένη του πόλη και κυριολεκτικά «πετάει». Η ακαταμάχητη γοητεία της Ιστανμπούλ μεταμορφώνει το μυθιστόρημα και κυριολεκτικά το απογειώνει. Η Πόλη είναι πιο ζωντανή από ποτέ (ακόμα και από το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα). Η ομίχλη των σκοτεινών νερών του Βόσπορου, οι στενάχωρες παλιές πολυκατοικίες του κέντρου, τα λαϊκά σινεμά με τις δακρύβρεχτες ταινίες της Χούλιας, οι πολυτελέστερες αίθουσες στην Ιστικλάλ, τα μοδάτα μαγαζιά του Νισάντας που παρ’όλα αυτά πουλάνε «μαϊμούδες», τα καφενεία που συχνάζουν σκηνοθέτες. Νιώθεις την μυρωδιά των δρόμων, την υγρασία της πόλης. Οι σελίδες των περιγραφών της ζωής του Κεμάλ και της Σιμπέλ στο σπίτι της τελευταίας, ένα γιαλί που τρίζουν τα ξύλινα υποστηλώματά του πάνω από το κύμα σε κάποιο προάστειο του Βόσπορου, είναι εκπληκτικές, ενώ οι βόλτες του Κεμάλ με το αυτοκίνητο στις εξοχές και στα παραλιακά προάστεια πάνω στον Βόσπορο δίνουν το νοσταλγικό χρώμα που διακατέχει το μυθιστόρημα.

Μπορεί να μην είναι στο ύψος του «Μεγάλου Γκάτσμπυ» του Φιτζέραλντ, ή του «Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» του Μάρκες, δύο αριστουργήματα της ερωτικής εμμονής αλλά το μυθιστόρημα του Παμούκ – καλύτερο από το πολύ καλό προηγούμενό του – είναι πολυεπίπεδο, διεισδυτικό και έχει μια υπνωτιστική γοητεία που σε κάνει να μη μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου μ’αυτή την (σαν όνειρο) εξαιρετική ηρωίδα την Φισούν που θεωρώ ηθελημένα ο συγγραφέας δεν την αναπτύσσει ιδιαίτερα αλλά την τυλίγει με μια μυστηριώδη αχλύ. Η hüzün, η μελαγχολία της Πόλης που τυλίγει τις σελίδες του μυθιστορήματος διαχέεται στο συναίσθημα των ηρώων του Παμούκ που δεν μπορούν να ξεφύγουν από την περίμετρό της, η πρώτη και μοναδική τους προσπάθεια θα αποβεί μοιραία – ο έρωτάς τους δεν μπορεί να φύγει μακριά, είναι παγιδευμένος εντός των ορίων, εντός των τειχών μιάς πόλης αντιφατικής σαν την ανθρώπινη φύση.

_____________________________________________________________


Ο Carlos Ruiz Zafon είναι ένας ιδιαίτερα επιτυχημένος Ισπανός συγγραφέας. Είναι ο πιο εμπορικός συγγραφέας στη χώρα του όπου με το μυθιστόρημά του «Η σκιά του ανέμου» έφτασε να αμφισβητεί τα πρωτεία σε πωλήσεις από τον εμβληματικό «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες. Το πρόσφατα εκδοθέν μυθιστόρημά του, στη χώρα μας «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ» (Εκδ.Ψυχογιός, μετάφρ. Κατ. Ρούφου, σελ. 600), είναι ένα καλογραμμένο θρίλερ χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές απαιτήσεις, αρκετά φλύαρο και προβλέψιμο αλλά με μερικές καλές ιδέες που δυστυχώς δεν αναπτύσσονται αφού ο συγγραφέας δίνει περισσότερο βάρος στην δράση.

Η ιστορία διαδραματίζεται στην Βαρκελώνη της δεκαετίας του 1920. Ο νεαρός Νταβίντ Μαρτίν είναι ένας συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου που βγαίνουν σε συνέχειες και τις οποίες γράφει με ψευδώνυμο. Περνάει τον περισσότερο χρόνο του σε ένα βιβλιοπωλείο ενός φίλου του πατέρα του – ο οποίος δολοφονήθηκε υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Το αγαπημένο του βιβλίο είναι οι «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς και η φιλοδοξία του είναι να γίνει ένας μεγάλος συγγραφέας. Για την ώρα όμως αρκείται να εισπράττει καλά κέρδη από τις πωλήσεις των δευτεροκλασσάτων ιστοριών που γράφει. Από την εφηβεία του βρίσκεται υπό την διακριτική παρακολούθηση και ουσιαστική προστασία ενός πάμπλουτου δημοσιογράφου και αποτυχημένου συγγραφέα του Πέδρο Βιδάλ, του οποίου την νεαρά βοηθό και κόρη του σωφέρ του την πανέμορφη Κριστίνα ο νεαρός Νταβίντ έχει ερωτευτεί.

Ο Νταβίντ υπακούει σε μια παρόρμηση και αγοράζει ένα παλιό ερειπωμένο αρχοντικό που έχει τη φήμη του στοιχειωμένου. Εκεί προετοιμάζει το μυθιστόρημα του που θα βγει με το κανονικό του όνομα και ταυτόχρονα κρυφά με την συνεργασία της Κριστίνα επιμελείται και ουσιαστικά ξαναγράφει το βιβλίο που ετοιμάζει χρόνια ο Βιδάλ. Τα δύο βιβλία εκδίδονται ταυτοχρόνως και ο Βιδάλ με τη φήμη που έχει ως δημοσιογράφος και την κοινωνική θέση γνωρίζει τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία ενώ ο νεαρός Μαρτίν βλέπει το μυθιστόρημά του να πηγαίνει κατευθείαν στα αζήτητα. Συν τοις άλλοις υποφέρει από μια ανίατη ασθένεια και ο θάνατός του είναι θέμα λίγων ημερών. Τότε δέχεται την επίσκεψη ενός περίεργου τύπου που παρουσιάζεται ως Γάλλος εκδότης και ο οποίος του αναθέτει έναντι ενός τεράστιου ποσού να γράψει μια διαφορετική ιστορία – ένα βιβλίο που να περιέχει τη σύνοψη όλων των μύθων της ανθρωπότητας. Ο σκοπός του εκδότη όπως λέει στον εμβρόντητο Μαρτίν είναι η δημιουργία μιας νέας θρησκείας. Η ανταμοιβή του συγγραφέα, εκτός από οικονομική θα είναι και η θεραπεία του από την ανίατη ασθένεια και η αιώνια ζωή. Ο Μαρτίν δέχεται, η ζωή του αλλάζει καθώς σιγά-σιγά διαπιστώνει ότι έχει μπλέξει σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή.

Το μυθιστόρημα του Θαφόν που αυτοαποκαλείται «βιβλιοφιλικό θρίλερ» χωρίς να είναι, έχει μερικά καλά ευρήματα, αρκετές σελίδες αφόρητης πλήξης και κοινοτοπίας, είναι προβλέψιμο ενώ προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος του Ντίκενς και σπάει τα μούτρα του σε ενδεχόμενη σύγκριση. Η ερωτική ιστορία – εμμονή κι εδώ…- είναι άνιση ενώ η φλυαρία του κουράζει. Παρ’όλα αυτά υπάρχουν μερικά εξαιρετικά στοιχεία που έλκουν τον βιβλιόφιλο αναγνώστη και τον κρατάνε σε κάποιο ενδιαφέρον όπως το «Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων», μία υπόγεια «νεκρόπολη» που στοιβάζει «βιβλία που ήταν καταδικασμένα να καταστραφούν και να σιωπήσουν για πάντα, βιβλία που διατηρούν τη μνήμη και την ψυχή χρόνων και θαυμάτων που δε θυμάται πια κανείς.». Σ’αυτόν τον γοητευτικό λαβύρινθο που η είσοδος του είναι απαγορευμένη και κρυφή, υπάρχουν 3 κανόνες στους οποίους όποιος εισέρχεται πρέπει να υπακούσει: «α)την πρώτη φορά που έρχεται κάποιος εδώ έχει δικαίωμα να διαλέξει ένα βιβλίο, όποιο επιθυμεί, ανάμεσα απ’όλα αυτά που υπάρχουν σ’αυτό το χώρο, β)όταν υιοθετεί κάποιος ένα βιβλίο, αναλαμβάνει και την υποχρέωση να το προστατέψει και να κάνει ότι είναι δυνατόν για να μη χαθεί ποτέ. Για όλη του τη ζωή…και…γ)μπορείτε να θάψετε το βιβλίο σας όπου θέλετε…». Ένα εύρημα που ο Θαφόν το χρησιμοποίησε και στην «Σκιά του ανέμου» και αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο βιβλίων. Όπως αναφέρει και ο Γ.Μπασκόζος στον κατατοπιστικό (αν και με αρκετά spoilers γύρω από την πλοκή του βιβλίου) του πρόλογο: «Πρόκειται για ένα μεταφορικό εύρημα. Τα χαμένα βιβλία δεν είναι παρά οι ιδέες και οι άνθρωποι που χάνονται και ξεχνιούνται. Το Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων είναι ένας συγκολλητικός ιστός για την ιστορία και τη μνήμη που διαρρηγνύεται καθημερινά στη σύγχρονη εποχή.» Δυστυχώς όμως ο συγγραφέας δεν εκμεταλεύεται επαρκώς αυτό του το εύρημα, ούτε το χρησιμοποιεί ιδιαίτερα στην πλοκή του έργου κοιτάζοντας να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην δράση και στο γκροτέσκο παρά στην ουσία.

Το γκόθικ στοιχείο του μυθιστορήματος ενισχύεται από την έντονη παρουσία της Βαρκελώνης στην δράση. Η Βαρκελώνη του Θαφόν είναι η ουσιαστική ηρωίδα του βιβλίου αφού ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδώσει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα της παλιάς πόλης (τελείως διαφορετικής από την σημερινή πανέμορφη αλλά πολύ τουριστική μητρόπολη). Γοτθικά κτίρια, σκοτεινές γωνίες, οι κατασκευές του Γκαουντί, η Σαγράδα Φαμίλια αυτός ο ανολοκλήρωτος καθεδρικός ναός σημείο αναφοράς της πόλης, τα πάρκα, ερειπωμένα σπίτια, μια διαφορετική Γκόθαμ σίτυ τελείως κινηματογραφική, ιδανικό σκηνικό για θρίλερ. Έτσι κι αλλιώς η δομή του μυθιστορήματος είναι κινηματογραφική και θα μπορούσε να γίνει μια ενδιαφέρουσα ταινία.

Εξαιρετικό το site του πανέξυπνου συγγραφέα, ενώ από εκεί μπορεί κάποιος να «κατεβάσει» και την μουσική (μάλλον αδιάφορη), που συνοδεύει την ανάγνωση του μυθιστορήματος. Για κάποιον που ενδιαφέρεται για την Βαρκελώνη της εποχής που περιγράφει ο Θαφόν, δηλαδή αρχές του 20ου αιώνα/μεσοπόλεμος, θεωρώ πολύ καλύτερα τα μυθιστορήματα του εξαιρετικού Καταλανού συγγραφέα Eduardo Mentoza, κυρίως την «Πόλη των θαυμάτων».