Πέμπτη, Μαρτίου 19, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαρτίου 19, 2009 | Permalink
Τσακισμένες ακτές,τσακισμένοι άνθρωποι
Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, όταν πρέπει να περιγράψεις το βιβλίο του Νοτιοαφρικανού συγγραφέα Peter Temple «ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΗ ΑΚΤΗ», (Εκδ.Τόπος, μετάφρ. Α.Καλοκύρη, σελ.433). Μιά λέξη αρκεί, ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Σού’ρχεται από κει που δεν το περιμένεις. Ένα απλό αστυνομικό κάθησα να διαβάσω και βρέθηκα μπροστά σε ένα σχεδόν τέλειο λογοτεχνικό επίτευγμα, ιδανικό παράδειγμα του πόσο έχει προχωρήσει η (κάποτε περιφρονημένη) αστυνομική λογοτεχνία στις μέρες μας και πως μπορείς χρησιμοποιώντας την φόρμα ενός θρίλερ να μιλήσεις γιά τα «μεγάλα» προβλήματα της κοινωνίας.
Η αρχή του μυθιστορήματος δεν σε προδιαθέτει γιά την συνέχεια. Μέχρι την εκατοστή σελίδα κυλάει νωχελικά, με έναν αργό ρυθμό εισάγοντας αρκετά πρόσωπα στην πλοκή, μετά όμως η ιστορία κορυφώνεται περιλαμβάνοντας φόνους, βιασμούς, αυτοκτονίες, παιδεραστία, οικολογική καταστροφή, πολιτικό αμοραλισμό και το κυριότερο την περιγραφή μιάς χώρας, μιάς κοινωνίας χωρισμένης στα δύο.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μιά τουριστική περιοχή της Νότιας Αυστραλίας. Ο αστυνομικός του τμήματος ανθρωποκτονιών της Μελβούρνης, Τζο Κάσιν μετά από μιά επιχείρηση που κόντεψε να του κοστίσει τη ζωή, μετατίθεται προσωρινά στην πόλη που μεγάλωσε, το Πορτ Μονρό, ένα παραθαλάσσιο χωριό που ζωντανεύει το καλοκαίρι και νεκρώνει ουσιαστικά τον χειμώνα. Ο Κάσιν διοικεί ένα αστυνομικό τμήμα της πλάκας που ασχολείται κυρίως με προβλήματα μεθυσμένων ή μικροκλοπών στο τοπικό σουπερμάρκετ. Ο Κάσιν ψιλοβαριέται και προσπαθεί να αναστηλώσει το μισογκρεμισμένο σπίτι του παππού του με τη βοήθεια ενός άστεγου, ενός μυστηριώδους τύπου που τον βρήκε να περιπλανιέται στον δρόμο, και αντί να τον συλλάβει του προσέφερε δουλειά και ένα πιάτο φαί.Μεταξύ των δύο αντρών αναπτύσσεται ένα είδος «αντρικής φιλίας» με πολλές μπύρες,μισόλογα και επικοινωνίας χωρίς πολλά-πολλά.
Η ήρεμη κοινωνία του θερέτρου όμως διαταράσσεται από την βίαιη δολοφονία ενός πάμπλουτου υπερήλικα,του Τσαρλς Μπουργκόν που βρίσκεται νεκρός στο σαλόνι της βίλας του. Το μόνο που λείπει από το σπίτι είναι ένα ρολόι Breitling. Κύριοι ύποπτοι γιά το έγκλημα είναι τρεις νεαροί Αβορίγινες που ζουν σε ένα κοντινό χωριό,το Κένμαρ, γιά τους οποίους υπήρξε μιά καταγγελία ότι προσπαθούσαν να πουλήσουν ένα όμοιο ρολόι στην Μελβούρνη. Σε μιά επιχείρηση-οπερέτα που διοργανώνει η τοπική αστυνομική δύναμη του Κένμαρ,οι δύο από τους τρεις νεαρούς σκοτώνονται καθώς προσπαθούν να αντιδράσουν στην σύλληψη. Ο τρίτος νεαρός συλλαμβάνεται και η επικείμενη δίκη του προκαλεί τις αντιδράσεις των ντόπιων Αβορίγινων, ενώ ένα καινούριο πολιτικό κόμμα που έχει δημιουργηθεί με αρχηγό Αβορίγινα προσπαθεί να εκμεταλευτεί πολιτικά την κατάσταση. Ο μικρός όμως αυτοκτονεί πέφτοντας από έναν γκρεμό στις άγριες ακτές της περιοχής. Η υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί κλεισμένη.
Ο Κάσιν, που από την αρχή κάτι δεν του πήγαινε καλά στην ιστορία, εντοπίζει κάποιες λεπτομέρειες γύρω από τον φόνο που χρειάζονται διερεύνηση και αρχίζει να «ψάχνει» λίγο παραπάνω την υπόθεση. Αφορμή του δίδεται από την ανακοίνωση ότι το κτήμα του δολοφονημένου Μπουργκόν και η παραλία μιάς παλιάς παιδικής κατασκήνωσης θα παραχωρηθούν σε μιά εταιρία γιά να χτίσει ένα τεράστιο πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα στην περιοχή. Το ψάξιμο θα τον οδηγήσει σε μιά συγκλονιστική ιστορία παιδεραστίας , οικογενειακής εκδίκησης και τεράστιας διαφθοράς.
Ο ρατσισμός είναι διαρκώς παρών στο βιβλίο του Τεμπλ. Οι Αβορίγινες θεωρούνται ζώα, «γύφτοι», σχεδόν δεν θεωρούνται ανθρώπινες οντότητες. Οι μικρές πόλεις του Πορτ Μονρό και του Κένμαρ χρησιμοποιούνται ως σκηνικά και το ειδυλιακό τοπίο των υπέροχων ακτών της περιοχής έρχεται σε αντίθεση με την βιαιότητα της τοπικής κοινωνίας απέναντι σ’αυτούς τους ανθρώπους. Δεν υπήρχε καν θέμα εάν είναι ή όχι ένοχοι οι νεαροί ιθαγενείς, γιά τους «λευκούς» κατοίκους ήταν «φυσιολογικό». Η μόνιμη επωδός των ντόπιων που συναντάει ο Κάσιν στις τοπικές παμπ και στα μαγαζιά είναι «καλά τους κάνατε και τους φάγατε»...Ο Κάσιν έχοντας ξεφύγει από τον τοπικό συντηρητισμό αντιδρά βίαια οδηγούμενος έτσι στην απομόνωση και την τοπική δυσπιστία.
Έχει κι αυτός ένα παρελθόν «τσακισμένο». Ο πατέρας αυτοκτονεί κι εκείνος το μαθαίνει τώρα από τον ομοφυλόφιλο αδερφό του που προσπαθεί να αυτοκτονήσει με τη σειρά του. Η μάνα πρώην χύπισα, έχει ξαναπαντρευτεί έναν άντρα-φυτό και το «παίζει» δήθεν προοδευτική και «άνετη». Ο ίδιος, ο Κάσιν μιά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με πολύ χιούμορ, ζει μόνος του, μη μπορώντας να δει το παιδί του, αφού η πρώην του, τον κοντράρει αρνούμενη την πατρότητά του. Άσε, που κάτι έχει κι αυτός από αίμα αβορίγινων αφού η μάνα του κρατάει από οικογένεια τέτοιων, και εκείνον τον στείλανε να ζήσει μερικά χρόνια με τα ξαδέρφια του, τους αβορίγινες όταν αυτοκτόνησε ο πατέρας του. Τώρα προσπαθεί να «αναρρώσει» σωματικά και ψυχικά με συντροφιά τα δύο του σκυλιά και τον άστεγο και κάνοντας μοναχικές βόλτες στο κτήμα του αγναντεύοντας τις ακτές της Βικτώρια.
Η φύση είναι ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος. Υπάρχουν πολλές σελίδες περιγραφής των ακτών, της Αυστραλέζικης ενδοχώρας, της οικολογικής αλλά και πολιτισμικής καταστροφής που επιτελείται με τα χρόνια. Τα κύματα σκάνε στις ακτές με την ίδια βιαιότητα που κυριαρχεί στις ψυχές των ντόπιων κατοίκων έτοιμων να σκοτωθούν μεταξύ τους γιά το παραμικρό.
«Διέσχισε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής με την Κάλλας στη διαπασών, τη μηχανή να βρυχάται στους σκοτεινούς, γεμάτους λακκούβες δρόμους, με την όμορφη φωνή της να γεμίζει το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ο Βραστήρας. Ένα πτώμα να επιπλέει έξω από τον Βραστήρα. Στο μεγάλο, αφρισμένο, μονίμως ταραγμένο Ριπ.
Πήγαν να τον δουν πρώτη φορά όταν ήταν έξι εφτά χρονών – όλοι ήταν υποχρεωμένοι να δουν τον Βραστήρα και τα Σκαλιά του Ντάνγκαρ. Παρόλο που στεκόταν αρκετά μακριά από την τσακισμένη άκρη της κλειδαρότρυπας, το σκηνικό τον τρόμαξε, η τεράστια θάλασσα, το γκριζοπράσινο νερό γεμάτο αφρούς, να γλιστράει, να πέφτει, να φουσκώνει, γεμάτο μικρές αιχμές και ανοίγματα, βαθουλώματα και μασούρια, η αίσθηση της ασύλληπτης δύναμης κάτω από την επιφάνεια, τρομερές δυνάμεις που μπορούσαν να σε αρπάξουν και να σε καταπιούν και να σε στριφογυρίσουν κι εσύ θα εισέπνεες το παγωμένο αλατόνερο, θα το κατάπινες, θα πνιγόσουν, η δύναμη του κύματος θα σε έσπρωχνε μέσα από το κενό στον γκρεμό κι έπειτα θα σε τίναζε στα σημαδεμένα βράχια του Βραστήρα, θα σε χτυπούσε ξανά κια ξανά μέχρι τα ρούχα σου να γίνουν κλωστές κι εσύ ένα κομμάτι μαλακωμένο κρέας.
Αυτό το μέρος της παραλίας ονομαζόταν Τσακισμένη Ακτή. Όταν ο Κάσιν ήταν μικρός, νόμιζε ότι ήταν μία λέξη – Τσακισμενακτή. Κάποια στιγμή, κάποιος του είπε ότι οι πρώτοι ναυτικοί που την αντίκρισαν την ονόμασαν έτσι εξαιτίας των τεράστιων κομματιών από ασβεστόλιθο που είχαν ξεκολλήσει απ’τον γκρεμό και είχαν τσακιστεί στη θάλασσα. Ίσως οι ναυτικοί το είχαν δει να συμβαίνει. Ίσως ήταν αρκετά κοντά και είδαν την άκρη της γης να τσακίζεται, να ενώνεται με την θάλασσα.»
Ο Τεμπλ αυξομειώνει τον ρυθμό του βιβλίου συνεχώς. Από την έντονη δράση περνάμε σε λυρικές περιγραφές των τοπίων ή των μοναχικών στιγμών του Κάσιν που κάθεται στο σπίτι του προσπαθώντας να ανακουφίσει τους πόνους από τις χειρουργικές επεμβάσεις, διαβάζοντας Κόνραντ, ακούγοντας όπερα και ενθυμούμενος το παρελθόν. Κάνει την δική του, προσωπική αντίσταση προσπαθώντας να αναστηλώσει ένα γκρεμισμένο οικογενειακό σπίτι που κανείς δεν θέλει σαν να να ρίχνει γέφυρες με το παρελθόν του και σαν να προσπαθεί να καταλάβει περισσότερο τον εαυτό του. Από το παρελθόν έρχεται και η μοναδική ουσιαστική επαφή του πρωταγωνιστή με την παλιά του συμμαθήτρια και φευγαλέα ερωμένη την δικηγόρο (πλέον) Έλεν Κάσλμαν που ανήκει σε μιά «ανώτερη τάξη» αλλά οι πολιτικές της (και όχι μόνο) φιλοδοξίες την φέρνουν να προσπαθεί να πολιτευτεί με το νέο «προοδευτικό» κόμμα. Η ερωτική προσέγγιση των δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων είναι προβλέψιμη αλλά η μαεστρία του συγγραφέα την δίνει τόσο φυσιολογικά και γλυκά που δένει απόλυτα με το στυλ του Κάσιν ως πρωταγωνιστή.
Τσακισμενακτές και τσακισμενάνθρωποι...Η πινακοθήκη των χαρακτήρων του Τεμπλ, έχει απ’όλα τα είδη. Από τον κατεργαράκο αβορίγινα ξάδερφο του Κάσιν που εμπορεύεται κλεμμένα είδη μέχρι την κυνική δικηγόρο του δολοφονημένου Μπουργκόν. Από την ιστορία των παιδιών των αβορίγινων που στρέφονται στον χουλιγκανισμό στην ιστορία των παιδιών των παιδικών κατασκηνώσεων των Κομπάνιονς. Ο Κάσιν που αναζητούσε σε όλη του τη ζωή έναν πατέρα να αναπληρώσει τον πατέρα του που χάθηκε χωρίς λόγο (και τώρα στη μέση της ζωής του μαθαίνει ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας στην ίδια την ακτή) και που τον βρίσκει στο πρόσωπο του παλιού του προιστάμενου. Και η απογοήτευση του ίδιου, όταν διαπιστώνει ότι, το πρότυπο του, ο προϊστάμενος που τον «έκανε άνθρωπο», χτυπημένος πλέον από βαρειά εγκεφαλικά έχει κι αυτός ένοχο παρελθόν.
Η διαφθορά σε όλα της τα επίπεδα, κοινωνικά, πολιτικά, καθημερινής συμπεριφοράς κυριαρχεί σ’αυτό το μεγαλειώδες μυθιστόρημα. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, σε μιά κοινωνία διαβρωμένη και το κοινωνιολογικό υπαινικτικό σχόλιο του Τεμπλ είναι καίριο και ακριβές με την μορφή ενός (φαινομενικά) εύπεπτου βιβλίου. Τι καλύτερο μπορεί να περιμένει ένας αναγνώστης από την σύγχρονη λογοτεχνία;
Το μυθιστόρημα υμνήθηκε από την διεθνή κριτική, παρομοιάστηκε με την «Καρδιά του σκοταδιού» του Τζ.Κόνραντ και κέρδισε οχι μόνο το μεγάλο βραβείο της χώρας αλλά και το βραβείο από την Διεθνή Ομοσπονδία Συγγραφέων Αστυνομικού μυθιστορήματος γιά το 2007. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1946 στην Ν.Αφρική αλλά ζει στην Αυστραλία από το 1980 και αυτό ήταν το πέμπτο του βραβευμένο βιβλίο που από ορισμένους κριτικούς έχει χαρακτηρισθεί ως «το μεγάλο Αυστραλιανό μυθιστόρημα».Δεν γνωρίζω εάν είναι έτσι - προσωπικά δεν μ'αρέσουν αυτές οι μεγαλεπήβολες εκφράσεις,το σίγουρο είναι ότι το κυριολεκτικά το απόλαυσα.
Η αρχή του μυθιστορήματος δεν σε προδιαθέτει γιά την συνέχεια. Μέχρι την εκατοστή σελίδα κυλάει νωχελικά, με έναν αργό ρυθμό εισάγοντας αρκετά πρόσωπα στην πλοκή, μετά όμως η ιστορία κορυφώνεται περιλαμβάνοντας φόνους, βιασμούς, αυτοκτονίες, παιδεραστία, οικολογική καταστροφή, πολιτικό αμοραλισμό και το κυριότερο την περιγραφή μιάς χώρας, μιάς κοινωνίας χωρισμένης στα δύο.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε μιά τουριστική περιοχή της Νότιας Αυστραλίας. Ο αστυνομικός του τμήματος ανθρωποκτονιών της Μελβούρνης, Τζο Κάσιν μετά από μιά επιχείρηση που κόντεψε να του κοστίσει τη ζωή, μετατίθεται προσωρινά στην πόλη που μεγάλωσε, το Πορτ Μονρό, ένα παραθαλάσσιο χωριό που ζωντανεύει το καλοκαίρι και νεκρώνει ουσιαστικά τον χειμώνα. Ο Κάσιν διοικεί ένα αστυνομικό τμήμα της πλάκας που ασχολείται κυρίως με προβλήματα μεθυσμένων ή μικροκλοπών στο τοπικό σουπερμάρκετ. Ο Κάσιν ψιλοβαριέται και προσπαθεί να αναστηλώσει το μισογκρεμισμένο σπίτι του παππού του με τη βοήθεια ενός άστεγου, ενός μυστηριώδους τύπου που τον βρήκε να περιπλανιέται στον δρόμο, και αντί να τον συλλάβει του προσέφερε δουλειά και ένα πιάτο φαί.Μεταξύ των δύο αντρών αναπτύσσεται ένα είδος «αντρικής φιλίας» με πολλές μπύρες,μισόλογα και επικοινωνίας χωρίς πολλά-πολλά.
Η ήρεμη κοινωνία του θερέτρου όμως διαταράσσεται από την βίαιη δολοφονία ενός πάμπλουτου υπερήλικα,του Τσαρλς Μπουργκόν που βρίσκεται νεκρός στο σαλόνι της βίλας του. Το μόνο που λείπει από το σπίτι είναι ένα ρολόι Breitling. Κύριοι ύποπτοι γιά το έγκλημα είναι τρεις νεαροί Αβορίγινες που ζουν σε ένα κοντινό χωριό,το Κένμαρ, γιά τους οποίους υπήρξε μιά καταγγελία ότι προσπαθούσαν να πουλήσουν ένα όμοιο ρολόι στην Μελβούρνη. Σε μιά επιχείρηση-οπερέτα που διοργανώνει η τοπική αστυνομική δύναμη του Κένμαρ,οι δύο από τους τρεις νεαρούς σκοτώνονται καθώς προσπαθούν να αντιδράσουν στην σύλληψη. Ο τρίτος νεαρός συλλαμβάνεται και η επικείμενη δίκη του προκαλεί τις αντιδράσεις των ντόπιων Αβορίγινων, ενώ ένα καινούριο πολιτικό κόμμα που έχει δημιουργηθεί με αρχηγό Αβορίγινα προσπαθεί να εκμεταλευτεί πολιτικά την κατάσταση. Ο μικρός όμως αυτοκτονεί πέφτοντας από έναν γκρεμό στις άγριες ακτές της περιοχής. Η υπόθεση θα μπορούσε να θεωρηθεί κλεισμένη.
Ο Κάσιν, που από την αρχή κάτι δεν του πήγαινε καλά στην ιστορία, εντοπίζει κάποιες λεπτομέρειες γύρω από τον φόνο που χρειάζονται διερεύνηση και αρχίζει να «ψάχνει» λίγο παραπάνω την υπόθεση. Αφορμή του δίδεται από την ανακοίνωση ότι το κτήμα του δολοφονημένου Μπουργκόν και η παραλία μιάς παλιάς παιδικής κατασκήνωσης θα παραχωρηθούν σε μιά εταιρία γιά να χτίσει ένα τεράστιο πολυτελές ξενοδοχειακό συγκρότημα στην περιοχή. Το ψάξιμο θα τον οδηγήσει σε μιά συγκλονιστική ιστορία παιδεραστίας , οικογενειακής εκδίκησης και τεράστιας διαφθοράς.
Ο ρατσισμός είναι διαρκώς παρών στο βιβλίο του Τεμπλ. Οι Αβορίγινες θεωρούνται ζώα, «γύφτοι», σχεδόν δεν θεωρούνται ανθρώπινες οντότητες. Οι μικρές πόλεις του Πορτ Μονρό και του Κένμαρ χρησιμοποιούνται ως σκηνικά και το ειδυλιακό τοπίο των υπέροχων ακτών της περιοχής έρχεται σε αντίθεση με την βιαιότητα της τοπικής κοινωνίας απέναντι σ’αυτούς τους ανθρώπους. Δεν υπήρχε καν θέμα εάν είναι ή όχι ένοχοι οι νεαροί ιθαγενείς, γιά τους «λευκούς» κατοίκους ήταν «φυσιολογικό». Η μόνιμη επωδός των ντόπιων που συναντάει ο Κάσιν στις τοπικές παμπ και στα μαγαζιά είναι «καλά τους κάνατε και τους φάγατε»...Ο Κάσιν έχοντας ξεφύγει από τον τοπικό συντηρητισμό αντιδρά βίαια οδηγούμενος έτσι στην απομόνωση και την τοπική δυσπιστία.
Έχει κι αυτός ένα παρελθόν «τσακισμένο». Ο πατέρας αυτοκτονεί κι εκείνος το μαθαίνει τώρα από τον ομοφυλόφιλο αδερφό του που προσπαθεί να αυτοκτονήσει με τη σειρά του. Η μάνα πρώην χύπισα, έχει ξαναπαντρευτεί έναν άντρα-φυτό και το «παίζει» δήθεν προοδευτική και «άνετη». Ο ίδιος, ο Κάσιν μιά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με πολύ χιούμορ, ζει μόνος του, μη μπορώντας να δει το παιδί του, αφού η πρώην του, τον κοντράρει αρνούμενη την πατρότητά του. Άσε, που κάτι έχει κι αυτός από αίμα αβορίγινων αφού η μάνα του κρατάει από οικογένεια τέτοιων, και εκείνον τον στείλανε να ζήσει μερικά χρόνια με τα ξαδέρφια του, τους αβορίγινες όταν αυτοκτόνησε ο πατέρας του. Τώρα προσπαθεί να «αναρρώσει» σωματικά και ψυχικά με συντροφιά τα δύο του σκυλιά και τον άστεγο και κάνοντας μοναχικές βόλτες στο κτήμα του αγναντεύοντας τις ακτές της Βικτώρια.
Η φύση είναι ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος. Υπάρχουν πολλές σελίδες περιγραφής των ακτών, της Αυστραλέζικης ενδοχώρας, της οικολογικής αλλά και πολιτισμικής καταστροφής που επιτελείται με τα χρόνια. Τα κύματα σκάνε στις ακτές με την ίδια βιαιότητα που κυριαρχεί στις ψυχές των ντόπιων κατοίκων έτοιμων να σκοτωθούν μεταξύ τους γιά το παραμικρό.
«Διέσχισε το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής με την Κάλλας στη διαπασών, τη μηχανή να βρυχάται στους σκοτεινούς, γεμάτους λακκούβες δρόμους, με την όμορφη φωνή της να γεμίζει το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ο Βραστήρας. Ένα πτώμα να επιπλέει έξω από τον Βραστήρα. Στο μεγάλο, αφρισμένο, μονίμως ταραγμένο Ριπ.
Πήγαν να τον δουν πρώτη φορά όταν ήταν έξι εφτά χρονών – όλοι ήταν υποχρεωμένοι να δουν τον Βραστήρα και τα Σκαλιά του Ντάνγκαρ. Παρόλο που στεκόταν αρκετά μακριά από την τσακισμένη άκρη της κλειδαρότρυπας, το σκηνικό τον τρόμαξε, η τεράστια θάλασσα, το γκριζοπράσινο νερό γεμάτο αφρούς, να γλιστράει, να πέφτει, να φουσκώνει, γεμάτο μικρές αιχμές και ανοίγματα, βαθουλώματα και μασούρια, η αίσθηση της ασύλληπτης δύναμης κάτω από την επιφάνεια, τρομερές δυνάμεις που μπορούσαν να σε αρπάξουν και να σε καταπιούν και να σε στριφογυρίσουν κι εσύ θα εισέπνεες το παγωμένο αλατόνερο, θα το κατάπινες, θα πνιγόσουν, η δύναμη του κύματος θα σε έσπρωχνε μέσα από το κενό στον γκρεμό κι έπειτα θα σε τίναζε στα σημαδεμένα βράχια του Βραστήρα, θα σε χτυπούσε ξανά κια ξανά μέχρι τα ρούχα σου να γίνουν κλωστές κι εσύ ένα κομμάτι μαλακωμένο κρέας.
Αυτό το μέρος της παραλίας ονομαζόταν Τσακισμένη Ακτή. Όταν ο Κάσιν ήταν μικρός, νόμιζε ότι ήταν μία λέξη – Τσακισμενακτή. Κάποια στιγμή, κάποιος του είπε ότι οι πρώτοι ναυτικοί που την αντίκρισαν την ονόμασαν έτσι εξαιτίας των τεράστιων κομματιών από ασβεστόλιθο που είχαν ξεκολλήσει απ’τον γκρεμό και είχαν τσακιστεί στη θάλασσα. Ίσως οι ναυτικοί το είχαν δει να συμβαίνει. Ίσως ήταν αρκετά κοντά και είδαν την άκρη της γης να τσακίζεται, να ενώνεται με την θάλασσα.»
Ο Τεμπλ αυξομειώνει τον ρυθμό του βιβλίου συνεχώς. Από την έντονη δράση περνάμε σε λυρικές περιγραφές των τοπίων ή των μοναχικών στιγμών του Κάσιν που κάθεται στο σπίτι του προσπαθώντας να ανακουφίσει τους πόνους από τις χειρουργικές επεμβάσεις, διαβάζοντας Κόνραντ, ακούγοντας όπερα και ενθυμούμενος το παρελθόν. Κάνει την δική του, προσωπική αντίσταση προσπαθώντας να αναστηλώσει ένα γκρεμισμένο οικογενειακό σπίτι που κανείς δεν θέλει σαν να να ρίχνει γέφυρες με το παρελθόν του και σαν να προσπαθεί να καταλάβει περισσότερο τον εαυτό του. Από το παρελθόν έρχεται και η μοναδική ουσιαστική επαφή του πρωταγωνιστή με την παλιά του συμμαθήτρια και φευγαλέα ερωμένη την δικηγόρο (πλέον) Έλεν Κάσλμαν που ανήκει σε μιά «ανώτερη τάξη» αλλά οι πολιτικές της (και όχι μόνο) φιλοδοξίες την φέρνουν να προσπαθεί να πολιτευτεί με το νέο «προοδευτικό» κόμμα. Η ερωτική προσέγγιση των δύο τόσο διαφορετικών ανθρώπων είναι προβλέψιμη αλλά η μαεστρία του συγγραφέα την δίνει τόσο φυσιολογικά και γλυκά που δένει απόλυτα με το στυλ του Κάσιν ως πρωταγωνιστή.
Τσακισμενακτές και τσακισμενάνθρωποι...Η πινακοθήκη των χαρακτήρων του Τεμπλ, έχει απ’όλα τα είδη. Από τον κατεργαράκο αβορίγινα ξάδερφο του Κάσιν που εμπορεύεται κλεμμένα είδη μέχρι την κυνική δικηγόρο του δολοφονημένου Μπουργκόν. Από την ιστορία των παιδιών των αβορίγινων που στρέφονται στον χουλιγκανισμό στην ιστορία των παιδιών των παιδικών κατασκηνώσεων των Κομπάνιονς. Ο Κάσιν που αναζητούσε σε όλη του τη ζωή έναν πατέρα να αναπληρώσει τον πατέρα του που χάθηκε χωρίς λόγο (και τώρα στη μέση της ζωής του μαθαίνει ότι αυτοκτόνησε πέφτοντας στην ίδια την ακτή) και που τον βρίσκει στο πρόσωπο του παλιού του προιστάμενου. Και η απογοήτευση του ίδιου, όταν διαπιστώνει ότι, το πρότυπο του, ο προϊστάμενος που τον «έκανε άνθρωπο», χτυπημένος πλέον από βαρειά εγκεφαλικά έχει κι αυτός ένοχο παρελθόν.
Η διαφθορά σε όλα της τα επίπεδα, κοινωνικά, πολιτικά, καθημερινής συμπεριφοράς κυριαρχεί σ’αυτό το μεγαλειώδες μυθιστόρημα. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, σε μιά κοινωνία διαβρωμένη και το κοινωνιολογικό υπαινικτικό σχόλιο του Τεμπλ είναι καίριο και ακριβές με την μορφή ενός (φαινομενικά) εύπεπτου βιβλίου. Τι καλύτερο μπορεί να περιμένει ένας αναγνώστης από την σύγχρονη λογοτεχνία;
Το μυθιστόρημα υμνήθηκε από την διεθνή κριτική, παρομοιάστηκε με την «Καρδιά του σκοταδιού» του Τζ.Κόνραντ και κέρδισε οχι μόνο το μεγάλο βραβείο της χώρας αλλά και το βραβείο από την Διεθνή Ομοσπονδία Συγγραφέων Αστυνομικού μυθιστορήματος γιά το 2007. Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1946 στην Ν.Αφρική αλλά ζει στην Αυστραλία από το 1980 και αυτό ήταν το πέμπτο του βραβευμένο βιβλίο που από ορισμένους κριτικούς έχει χαρακτηρισθεί ως «το μεγάλο Αυστραλιανό μυθιστόρημα».Δεν γνωρίζω εάν είναι έτσι - προσωπικά δεν μ'αρέσουν αυτές οι μεγαλεπήβολες εκφράσεις,το σίγουρο είναι ότι το κυριολεκτικά το απόλαυσα.
Δημοσίευση σχολίου