Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 13, 2010
posted by Librofilo at Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 13, 2010 | Permalink
Εξαιρετικά δυνατά & απίστευτα κοντά
Από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα μέσα στο 2010 είναι αναμφισβήτητα το εξαιρετικό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα του νέου Αμερικανού συγγραφέα Jonathan Safran Foer με τίτλο «ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΔΥΝΑΤΑ & ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΟΝΤΑ» (Exremely loud & incredibly close), (Εκδ. Μελάνι, σελ.360, μετάφρ. Ε.Ηλιοπούλου). Το βιβλίο με τον παράξενο τίτλο έχει 2 στοιχεία που μπορούν να αποτρέψουν τον βιβλιόφιλο αναγνώστη. Κατά πρώτον έχει ως ήρωα ένα εννιάχρονο πανέξυπνο αγοράκι – γεγονός που προϊδεάζει για μια αφόρητα βαρετή ιστορία και δεύτερον, αναφέρεται στα δραματικά συμβάντα της 11ης Σεπτεμβρίου – γεγονός που προϊδεάζει για συναισθηματικές ακρότητες και μελοδραματικές καταστάσεις. Ενώ λοιπόν υπάρχουν αυτά τα δεδομένα, ο ευρηματικός Φόερ τα φέρνει τούμπα και μας παραδίδει ένα σύνθετο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα γεμάτο χιούμορ και συγκίνηση, το οποίο δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου.
Όπως προανέφερα το «Εξαιρετικά δυνατά & απίστευτα κοντά» περιγράφει την ιστορία ενός παιδιού, του Όσκαρ Σελ. Είναι 9 χρονών και ζει σε ένα μεγαλοαστικό διαμέρισμα στο Μανχάταν με την μητέρα του. Ο πατέρας του χάθηκε στους Δίδυμους Πύργους την μοιραία εκείνη μέρα. Το βιβλίο ουσιαστικά ξεκινάει με την κηδεία του, μια τελετή που η οικογένεια θάβει ένα κενό φέρετρο. Απέναντι από το διαμέρισμα της οικογένειας Σελ, μένει η γιαγιά του Όσκαρ, μόνη της καθ’όλη σχεδόν την έγγαμη ζωή της, αφού ο σύζυγός της, ο Τόμας (παππούς του Όσκαρ), την εγκατέλειψε όταν ακόμα ήταν έγκυος για να γυρίσει στην Δρέσδη, την γενέθλια πόλη τους.
Ο Όσκαρ είναι ένα διαφορετικό παιδί. Ντύνεται πάντα στα άσπρα, το αγαπημένο του βιβλίο είναι «Το χρονικό του χρόνου», του Χόκινγκ, χειρίζεται το web με χαρακτηριστική άνεση, είναι ξερόλας και μιλάει σαν μεγάλος. Είναι το «φρικιό» του σχολείου, δεν κάνει παρέα με κανέναν και κουβαλάει ένα μεγάλο βάρος. Την τραγική ημέρα (11/9), γυρίζοντας από το σχολείο όταν άρχισαν οι επιθέσεις, βρήκε στον τηλεφωνητή του σπιτιού, 5 ηχογραφημένα μηνύματα από τον εγκλωβισμένο στον Βόρειο πύργο πατέρα του. Έβγαλε την κασέτα από το μαγνητόφωνο και την κράτησε. Δεν έχει μιλήσει σε κανέναν γι’αυτά. Κουβαλάει μέσα του τον χαμό του πατέρα του και προσπαθεί να βρει απαντήσεις, απομονώνεται όλο και περισσότερο, έχει ένα λεύκωμα με τίτλο «Πράγματα που μου έχουν συμβεί» το οποίο φροντίζει να ενημερώνει, και αυτοτιμωρείται προκαλώντας μελανιές στο κορμί του ενώ νιώθει απομακρυσμένος από τη μητέρα του που βιώνει με τον δικό της τρόπο την τραγωδία κάνοντας παρέα με κάποιον ομοιοπαθή φίλο της. Ο μικρός μια μέρα ψαχουλεύοντας στο σπίτι βρίσκει μέσα σε ένα βάζο ένα φάκελο που γράφει την λέξη Black (Μπλακ) με τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του και μέσα έχει ένα κλειδί που δεν ταιριάζει πουθενά στο σπίτι. Ο Όσκαρ υποθέτει ότι το κλειδί ανήκει σε κάποιον από τους χιλιάδες Μπλακ που ζουν στην Ν.Υόρκη, ψάχνει λοιπόν πηγαίνοντας πόρτα-πόρτα και διασχίζοντας την πόλη σε ποιόν ανήκει αυτό το κλειδί σκοπεύοντας μ’αυτόν τον τρόπο να καταλάβει καλύτερα τον πατέρα του.
Σε ένα άλλο επίπεδο και παράλληλα με τις περιπλανήσεις του Όσκαρ, ο Φόερ περιγράφει και την ιστορία των γηραιότερων Σελ, της γιαγιάς και του παππού του μικρού. Η γιαγιά του από τη μια βιώνει τον ξαφνικό χαμό του γιού της προσπαθώντας να βοηθήσει τον εγγονό της και από την άλλη θυμάται το πώς σώθηκε εκείνη και ο μέλλων σύζυγός της, ο οποίος έμεινε μουγκός μετά από την καταστροφή της Δρέσδης κατά τον βομβαρδισμό των Συμμαχικών δυνάμεων το 1945 που έφερε τα πάνω-κάτω στην οικογένειά της. Η αφήγηση του παππού μέσα από τα γράμματα του μας αποκαλύπτουν την δραματική ερωτική ιστορία που βίωσε με την Άννα την αδερφή της μέλλουσας συζύγου του, πριν τον βομβαρδισμό και που ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει.
Ο Φόερ ακολουθώντας διαφορετικό τρόπο αφήγησης ανάλογα με τον χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί στο κάθε κεφάλαιο, πειραματίζεται στυλιστικά ενσωματώνοντας στην ροή του μυθιστορήματος φωτογραφίες (φανερός ο επηρρεασμός από τον Sebald), που λειτουργούν αντιστικτικά ως προς το κείμενο, ενώ υπάρχουν σελίδες λευκές, σελίδες όπου μπερδεύονται οι γραμματοσειρές σε σημείο που δεν μπορείς να διαβάσεις τι γράφει, σελίδες με μόνο αριθμούς, σελίδες με μία μόνο πρόταση (ο τρόπος επικοινωνίας που επιλέγει ο παππούς Τόμας). Τίποτα δεν είναι βαλμένο στην τύχη ή απλή επίδειξη βιρτουοζιτέ – όλα κάπου οδηγούν, είτε σε ενδείξεις για την ιστορία, είτε σε καλυπτόμενα συναισθήματα που αρνούνται να βγούν στην επιφάνεια. Η «εγκατάλειψη» του πατέρα του Όσκαρ από τον Τόμας, συνδέεται με την έλλειψη πατέρα που θα βιώσει από εδώ και πέρα ο μικρός στην ζωή του.
Το βιβλίο παρά τις εμφανείς ελλείψεις του - η ιστορία με το κλειδί είναι αδύναμη, υπάρχουν πολλά κενά στην ιστορία του παππού Τόμας και της γιαγιάς - και τον κάποιο ναρκισισμό του συγγραφέα, παρ'όλα αυτά (ή ίσως ως παράγωγο των αδυναμιών που λειτουργούν τελικά υπέρ του), είναι γεμάτο συναίσθημα – οι δε αρκετές σελίδες με μόνο φωτογραφίες βοηθάνε σ'αυτό- και μερικές εκπληκτικές σελίδες που απογειώνουν κυριολεκτικά την ανάγνωση μετατρέποντας την σε εμπειρία. Μπορεί να είναι υπερβολική η σύνδεση της 11/9 με τον βομβαρδισμό της Δρέσδης ή την ατομική βόμβα της Χιροσίμα αλλά στον ψυχισμό των Αμερικανών το σοκ ήταν το ίδιο - έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μυθιστόρημα και όχι ιστορική ανάλυση...
Όπως προανέφερα το «Εξαιρετικά δυνατά & απίστευτα κοντά» περιγράφει την ιστορία ενός παιδιού, του Όσκαρ Σελ. Είναι 9 χρονών και ζει σε ένα μεγαλοαστικό διαμέρισμα στο Μανχάταν με την μητέρα του. Ο πατέρας του χάθηκε στους Δίδυμους Πύργους την μοιραία εκείνη μέρα. Το βιβλίο ουσιαστικά ξεκινάει με την κηδεία του, μια τελετή που η οικογένεια θάβει ένα κενό φέρετρο. Απέναντι από το διαμέρισμα της οικογένειας Σελ, μένει η γιαγιά του Όσκαρ, μόνη της καθ’όλη σχεδόν την έγγαμη ζωή της, αφού ο σύζυγός της, ο Τόμας (παππούς του Όσκαρ), την εγκατέλειψε όταν ακόμα ήταν έγκυος για να γυρίσει στην Δρέσδη, την γενέθλια πόλη τους.
Ο Όσκαρ είναι ένα διαφορετικό παιδί. Ντύνεται πάντα στα άσπρα, το αγαπημένο του βιβλίο είναι «Το χρονικό του χρόνου», του Χόκινγκ, χειρίζεται το web με χαρακτηριστική άνεση, είναι ξερόλας και μιλάει σαν μεγάλος. Είναι το «φρικιό» του σχολείου, δεν κάνει παρέα με κανέναν και κουβαλάει ένα μεγάλο βάρος. Την τραγική ημέρα (11/9), γυρίζοντας από το σχολείο όταν άρχισαν οι επιθέσεις, βρήκε στον τηλεφωνητή του σπιτιού, 5 ηχογραφημένα μηνύματα από τον εγκλωβισμένο στον Βόρειο πύργο πατέρα του. Έβγαλε την κασέτα από το μαγνητόφωνο και την κράτησε. Δεν έχει μιλήσει σε κανέναν γι’αυτά. Κουβαλάει μέσα του τον χαμό του πατέρα του και προσπαθεί να βρει απαντήσεις, απομονώνεται όλο και περισσότερο, έχει ένα λεύκωμα με τίτλο «Πράγματα που μου έχουν συμβεί» το οποίο φροντίζει να ενημερώνει, και αυτοτιμωρείται προκαλώντας μελανιές στο κορμί του ενώ νιώθει απομακρυσμένος από τη μητέρα του που βιώνει με τον δικό της τρόπο την τραγωδία κάνοντας παρέα με κάποιον ομοιοπαθή φίλο της. Ο μικρός μια μέρα ψαχουλεύοντας στο σπίτι βρίσκει μέσα σε ένα βάζο ένα φάκελο που γράφει την λέξη Black (Μπλακ) με τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα του και μέσα έχει ένα κλειδί που δεν ταιριάζει πουθενά στο σπίτι. Ο Όσκαρ υποθέτει ότι το κλειδί ανήκει σε κάποιον από τους χιλιάδες Μπλακ που ζουν στην Ν.Υόρκη, ψάχνει λοιπόν πηγαίνοντας πόρτα-πόρτα και διασχίζοντας την πόλη σε ποιόν ανήκει αυτό το κλειδί σκοπεύοντας μ’αυτόν τον τρόπο να καταλάβει καλύτερα τον πατέρα του.
Σε ένα άλλο επίπεδο και παράλληλα με τις περιπλανήσεις του Όσκαρ, ο Φόερ περιγράφει και την ιστορία των γηραιότερων Σελ, της γιαγιάς και του παππού του μικρού. Η γιαγιά του από τη μια βιώνει τον ξαφνικό χαμό του γιού της προσπαθώντας να βοηθήσει τον εγγονό της και από την άλλη θυμάται το πώς σώθηκε εκείνη και ο μέλλων σύζυγός της, ο οποίος έμεινε μουγκός μετά από την καταστροφή της Δρέσδης κατά τον βομβαρδισμό των Συμμαχικών δυνάμεων το 1945 που έφερε τα πάνω-κάτω στην οικογένειά της. Η αφήγηση του παππού μέσα από τα γράμματα του μας αποκαλύπτουν την δραματική ερωτική ιστορία που βίωσε με την Άννα την αδερφή της μέλλουσας συζύγου του, πριν τον βομβαρδισμό και που ποτέ δεν κατάφερε να ξεπεράσει.
Ο Φόερ ακολουθώντας διαφορετικό τρόπο αφήγησης ανάλογα με τον χαρακτήρα που πρωταγωνιστεί στο κάθε κεφάλαιο, πειραματίζεται στυλιστικά ενσωματώνοντας στην ροή του μυθιστορήματος φωτογραφίες (φανερός ο επηρρεασμός από τον Sebald), που λειτουργούν αντιστικτικά ως προς το κείμενο, ενώ υπάρχουν σελίδες λευκές, σελίδες όπου μπερδεύονται οι γραμματοσειρές σε σημείο που δεν μπορείς να διαβάσεις τι γράφει, σελίδες με μόνο αριθμούς, σελίδες με μία μόνο πρόταση (ο τρόπος επικοινωνίας που επιλέγει ο παππούς Τόμας). Τίποτα δεν είναι βαλμένο στην τύχη ή απλή επίδειξη βιρτουοζιτέ – όλα κάπου οδηγούν, είτε σε ενδείξεις για την ιστορία, είτε σε καλυπτόμενα συναισθήματα που αρνούνται να βγούν στην επιφάνεια. Η «εγκατάλειψη» του πατέρα του Όσκαρ από τον Τόμας, συνδέεται με την έλλειψη πατέρα που θα βιώσει από εδώ και πέρα ο μικρός στην ζωή του.
Το βιβλίο παρά τις εμφανείς ελλείψεις του - η ιστορία με το κλειδί είναι αδύναμη, υπάρχουν πολλά κενά στην ιστορία του παππού Τόμας και της γιαγιάς - και τον κάποιο ναρκισισμό του συγγραφέα, παρ'όλα αυτά (ή ίσως ως παράγωγο των αδυναμιών που λειτουργούν τελικά υπέρ του), είναι γεμάτο συναίσθημα – οι δε αρκετές σελίδες με μόνο φωτογραφίες βοηθάνε σ'αυτό- και μερικές εκπληκτικές σελίδες που απογειώνουν κυριολεκτικά την ανάγνωση μετατρέποντας την σε εμπειρία. Μπορεί να είναι υπερβολική η σύνδεση της 11/9 με τον βομβαρδισμό της Δρέσδης ή την ατομική βόμβα της Χιροσίμα αλλά στον ψυχισμό των Αμερικανών το σοκ ήταν το ίδιο - έτσι κι αλλιώς μιλάμε για μυθιστόρημα και όχι ιστορική ανάλυση...
Μπορεί επίσης να προξενεί έκπληξη το πώς μιλάει ο μικρός (σαν 30άρης ώρες-ώρες) αλλά ας μη ξεχνάμε ότι είναι ένα ιδιαίτερα προικισμένο παιδί που όλη η γνώση του περνάει μέσα από το web – εξάλλου ο Φόερ πονηρά και άριστα ποιών, σε κάποιες στιγμές φροντίζει να επαναφέρει την παιδικότητα στα λόγια και στις πράξεις του ιδιοφυή Όσκαρ ανατρέποντας την ίδια του την αφηγηματική ροή, ενώ οι τελευταίες σελίδες της ιστορίας (αλλά όχι του βιβλίου...) με τον Όσκαρ στην αγκαλιά της μητέρας του μας (υπεν)θυμίζουν το πόσο μικρούλης και ανυπεράσπιστος είναι τελικά ο αξιαγάπητος αυτός μυθιστορηματικός χαρακτήρας.
Δημοσίευση σχολίου