Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 27, 2011 | Permalink
Η τέταρτη ρομφαία
Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα από το αφήγημα / χρονικό του (πανέξυπνου και πολυγραφότατου) Περουβιανού συγγραφέα και δημοσιογράφου, Santiago Roncagliolo, με τίτλο «Η ΤΕΤΑΡΤΗ ΡΟΜΦΑΙΑ» (La cuarta espada),(Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ.Μαργ.Μπονάτσου, σελ.242), διότι περίμενα πολύ περισσότερα από αυτά που τελικά εισέπραξα. Να πω κατ’αρχή ότι το βιβλίο δεν είναι κακό, το αντίθετο, έχει ωραία αφήγηση, αμεσότητα και «κρατάει» τον αναγνώστη. Αλλά δεν είναι (με τίποτα) αυτό που υπόσχεται ο υπότιτλός του. «Η ιστορία του Αμπιμαέλ Γκουζμάν και του Φωτεινού Μονοπατιού».
Ο Αμπιμαέλ Γκουζμάν είναι ένα μία από τις πιο αινιγματικές μορφές του 20ου αιώνα. Ο επαρχιώτης πανεπιστημιακός που γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1934, θεωρείται ο βασικός υπεύθυνος για ένα πρωτοφανές αιματοκύλισμα, έναν βιαιότατο εμφύλιο πόλεμο (και ποιος εμφύλιος δεν είναι;) που διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και στοίχισε τη ζωή σε περίπου 70.000 ανθρώπους, ερήμωσε την ύπαιθρο της χώρας και έσπειρε τον φόβο και τον τρόμο στις μεγάλες πόλεις.
Για την κοινή γνώμη του Περού, ο Γκουζμάν, έγκλειστος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας από τον Σεπτέμβριο του 1992, είναι «ένα τέρας», «ένας ψυχοπαθής», «ένας ασυνείδητος δολοφόνος». Ο Ρονκαλιόλο αναλαμβάνει να ψάξει το ποιος πραγματικά είναι αυτός ο άνθρωπος, πως διαμορφώθηκε η προσωπικότητα αυτού του νόθου παιδιού ενός εμπορικού αντιπροσώπου, που μεγάλωσε μαζί με τα νόμιμα παιδιά του, πάντα στο περιθώριο. Ορισμένα ιστορικά στοιχεία είναι σχετικά εύκολο να βρεθούν. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η εγκατάλειψη από την μάνα, η καλή εκπαίδευση σε ένα αυστηρό σχολείο στην Αρεκίπα, τα χρόνια στο πανεπιστήμιο, η κομματική δουλειά στο Κ.Κ.
Σπουδάζει, ακολουθώντας τα βήματα του (τότε) είδωλου του Καρλ Μαρξ, Φιλοσοφία του Δικαίου και Φιλοσοφία, αλλά με τα χρόνια και ως Καθηγητής Πανεπιστημίου πλέον θεωρεί ότι η επανάσταση στο Περού θα πρέπει να είναι αγροτική και όχι αστική, παίρνοντας ως παράδειγμα την Κινεζική επανάσταση του Μάο. Περνάει 2 χρόνια στην Κίνα και γίνεται ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής του Προέδρου Μάο, ενώ τρέφει λατρεία προς το πρόσωπο του Στάλιν απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τον Τσε και την Κουβανική επανάσταση (την οποία θεωρεί αστική). Το 1969 ιδρύει μια φράξια του Κ.Κ., την οποία ονομάζει «Κομμουνιστικό Κόμμα Περού – Φωτεινό Μονοπάτι», μία από τις δεκάδες φράξιες, (74 για την ακρίβεια) ασήμαντες οι περισσότερες που έδειχναν πόσο κατακερματισμένη ήταν η Αριστερά σε μια χώρα που τα περισσότερα κομμάτια της ζούσαν ακόμα στον 19ο αιώνα.
Ο Γκουζμάν υπομονετικά χτίζει την οργάνωσή του. Τα μέλη του «Μονοπατιού» αναφέρονται σ’αυτόν ως «Πρόεδρο Γκονσάλο» χρίζοντας τον το 1983 ηγέτη της (μόνο στο μυαλό τους υπάρχουσας) «Λαϊκής Δημοκρατίας», πρόεδρο του Κόμματος και Πρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής…
«Ο Γκουζμάν προσπαθούσε να μιμηθεί την ιστορική πορεία του Μάο Τσετούγκ: πρώτα καθοδηγητική σκέψη, μετά σκέψη του Μάο, το τελευταίο βήμα ήταν να ονομαστεί μαοϊσμός, στο ύψος του μαρξισμού και του λενινισμού. Η κατάληξη «ισμός» σημαίνει ότι οι ιδέες δεν αποτελούσαν την εφαρμογή της θεωρίας σε μια χώρα, αλλά είχαν καθολική ισχύ. Ο Γκουζμάν ακολούθησε αυτή τη διαδικασία, ελπίζοντας να δημιουργήσει τον «γκονσαλισμό», και να γίνει η τέταρτη ρομφαία του παγκόσμιου κομμουνισμού.»
Το 1980 έγινε η πρώτη ένοπλη ενέργεια του Φωτεινού Μονοπατιού (Sendero Luminoso) και όταν πια τα μέλη του έχουν αρχίσει να επιτίθενται σε αστυνομικά τμήματα η κυβέρνηση αποφασίζει να δράσει, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά. Όταν πια τον Δεκέμβριο του 1982, τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει ο στρατός, τότε η φρίκη θα κυριαρχήσει με εγκλήματα πρωτοφανή σε βιαιότητα. Οι επαρχίες της χώρας θα υποφέρουν από την στυγνή βία που επιδεικνύουν οι εμπλεκόμενες πλευρές και οι αγρότες θα αναγκαστούν είτε να πάρουν θέση, όπου αλληλοσφαγιάζονται όπως είναι φυσικό, είτε να ισορροπούν σε ένα τεντωμένο σκοινί. Μετά το 1986 η σύρραξη επεκτείνεται και μέσα στην Λίμα, με συνεχή μπλακάουτ που προκαλούν τα μέλη του κινήματος. Οι βόμβες μέσα στις πόλεις και κυρίως η έκρηξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου στο κέντρο της Λίμα, στην (σικ περιοχή) Μιραφλόρες, όπου σκοτώνονται 26 άνθρωποι και 150 τραυματίζονται στρέφει ακόμα και τους ελάχιστους «συμπαθούντες» του Γκουζμάν εναντίον του. Η σύλληψή του σε ένα διαμέρισμα το 1992 θα γίνει δεκτή με πανηγυρισμούς.
Ο Ρονκαλιόλο προσεγγίζει το θέμα με την γνωστή και δοκιμασμένη από άλλους συγγραφείς μέθοδο των συνεντεύξεων. Μόνο που στην προσπάθειά του αυτή μάλλον αποτυγχάνει. Δεν βρίσκει ποτέ άκρη και έτσι δεν μιλάει με τον βασικό πρωταγωνιστή, τον αρχιτέκτονα αυτής της ιστορίας, τον Γκουζμάν. Πάει γύρω-γύρω και καταφέρνει να αποσπάσει δυό-τρείς κουβέντες από κάποιες γυναίκες-μέλη της οργάνωσης χωρίς όμως να ρίχνει φώς στο γιατί και πως του θέματος. Άλλες μιλάνε περισσότερο, άλλες λιγότερο χωρίς να φωτίζουν τα πράγματα γύρω από τον ηγέτη τους.
Όπως και στα μυθιστορήματά του, ο συγγραφέας κατορθώνει και σ’αυτό το αφήγημα, να περάσει τις ήδη διαπιστωμένες αρετές του. Την άνεση στην αφήγηση, τον καλό ρυθμό και την αυξανόμενη ένταση όσο προχωράει στα γεγονότα, αλλά η απογοήτευση έρχεται όταν διαπιστώνεις ότι ο Ρονκαλιόλο προτιμάει να μένει στην επιφάνεια και να μη διεισδύει ουσιαστικά στα γεγονότα. Ο Γκουζμάν παραμένει ίσως περισσότερο από πριν αινιγματικός και η ενδιαφέρουσα αλλά ελλειπής κουβέντα του συγγραφέα με την (δεύτερη και τελευταία) σύντροφό του , την τόσο φανατική Ελένα Ιπαραγίρε δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό σ’αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Ο μυστηριώδης θάνατος της Αουγκούστα Λα Τόρε, της πρώτης του συζύγου από «καρδιακή προσβολή», το πώς αυτός ο παρανοϊκός τύπος κατάφερε να επιβάλλει μια θρησκευτική λατρεία και αφοσίωση στους οπαδούς του, παραμένουν ανεξιχνίαστα και σκοτεινά – ενώ δεν δικαιολογείται από τα μέλη του Μονοπατιού η τόση πολλή βία, οι τόσοι αναίτιοι φόνοι απλών αγροτών, αμάχων γυναικών και παιδιών.
Με το έξοχο μυθιστόρημα του, «Ο κόκκινος Απρίλης» (το οποίο παρουσίασα πριν από σχεδόν 3 χρόνια), ο συγγραφέας δείχνει να κινείται με μεγαλύτερη άνεση και να περιγράφει καλύτερα την ταραγμένη περίοδο στη ζωή της πατρίδας του. Όσον αφορά την σκοτεινή προσωπικότητα του Γκουζμάν, αξεπέραστο παραμένει το υπέροχο «Ο χορευτής του επάνω πατώματος» του Ν.Σαίξπηρ, ένα εμβληματικό μυθιστόρημα (το οποίο έγινε μια μετριότατη ταινία) στο οποίο έχω αναφερθεί αρκετές φορές.
Gotan Project - Queremos paz
Ο Αμπιμαέλ Γκουζμάν είναι ένα μία από τις πιο αινιγματικές μορφές του 20ου αιώνα. Ο επαρχιώτης πανεπιστημιακός που γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1934, θεωρείται ο βασικός υπεύθυνος για ένα πρωτοφανές αιματοκύλισμα, έναν βιαιότατο εμφύλιο πόλεμο (και ποιος εμφύλιος δεν είναι;) που διήρκεσε πάνω από μια δεκαετία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και στοίχισε τη ζωή σε περίπου 70.000 ανθρώπους, ερήμωσε την ύπαιθρο της χώρας και έσπειρε τον φόβο και τον τρόμο στις μεγάλες πόλεις.
Για την κοινή γνώμη του Περού, ο Γκουζμάν, έγκλειστος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας από τον Σεπτέμβριο του 1992, είναι «ένα τέρας», «ένας ψυχοπαθής», «ένας ασυνείδητος δολοφόνος». Ο Ρονκαλιόλο αναλαμβάνει να ψάξει το ποιος πραγματικά είναι αυτός ο άνθρωπος, πως διαμορφώθηκε η προσωπικότητα αυτού του νόθου παιδιού ενός εμπορικού αντιπροσώπου, που μεγάλωσε μαζί με τα νόμιμα παιδιά του, πάντα στο περιθώριο. Ορισμένα ιστορικά στοιχεία είναι σχετικά εύκολο να βρεθούν. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η εγκατάλειψη από την μάνα, η καλή εκπαίδευση σε ένα αυστηρό σχολείο στην Αρεκίπα, τα χρόνια στο πανεπιστήμιο, η κομματική δουλειά στο Κ.Κ.
Σπουδάζει, ακολουθώντας τα βήματα του (τότε) είδωλου του Καρλ Μαρξ, Φιλοσοφία του Δικαίου και Φιλοσοφία, αλλά με τα χρόνια και ως Καθηγητής Πανεπιστημίου πλέον θεωρεί ότι η επανάσταση στο Περού θα πρέπει να είναι αγροτική και όχι αστική, παίρνοντας ως παράδειγμα την Κινεζική επανάσταση του Μάο. Περνάει 2 χρόνια στην Κίνα και γίνεται ένθερμος υποστηρικτής της πολιτικής του Προέδρου Μάο, ενώ τρέφει λατρεία προς το πρόσωπο του Στάλιν απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας τον Τσε και την Κουβανική επανάσταση (την οποία θεωρεί αστική). Το 1969 ιδρύει μια φράξια του Κ.Κ., την οποία ονομάζει «Κομμουνιστικό Κόμμα Περού – Φωτεινό Μονοπάτι», μία από τις δεκάδες φράξιες, (74 για την ακρίβεια) ασήμαντες οι περισσότερες που έδειχναν πόσο κατακερματισμένη ήταν η Αριστερά σε μια χώρα που τα περισσότερα κομμάτια της ζούσαν ακόμα στον 19ο αιώνα.
Ο Γκουζμάν υπομονετικά χτίζει την οργάνωσή του. Τα μέλη του «Μονοπατιού» αναφέρονται σ’αυτόν ως «Πρόεδρο Γκονσάλο» χρίζοντας τον το 1983 ηγέτη της (μόνο στο μυαλό τους υπάρχουσας) «Λαϊκής Δημοκρατίας», πρόεδρο του Κόμματος και Πρόεδρο της Στρατιωτικής Επιτροπής…
«Ο Γκουζμάν προσπαθούσε να μιμηθεί την ιστορική πορεία του Μάο Τσετούγκ: πρώτα καθοδηγητική σκέψη, μετά σκέψη του Μάο, το τελευταίο βήμα ήταν να ονομαστεί μαοϊσμός, στο ύψος του μαρξισμού και του λενινισμού. Η κατάληξη «ισμός» σημαίνει ότι οι ιδέες δεν αποτελούσαν την εφαρμογή της θεωρίας σε μια χώρα, αλλά είχαν καθολική ισχύ. Ο Γκουζμάν ακολούθησε αυτή τη διαδικασία, ελπίζοντας να δημιουργήσει τον «γκονσαλισμό», και να γίνει η τέταρτη ρομφαία του παγκόσμιου κομμουνισμού.»
Το 1980 έγινε η πρώτη ένοπλη ενέργεια του Φωτεινού Μονοπατιού (Sendero Luminoso) και όταν πια τα μέλη του έχουν αρχίσει να επιτίθενται σε αστυνομικά τμήματα η κυβέρνηση αποφασίζει να δράσει, σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά. Όταν πια τον Δεκέμβριο του 1982, τον πρώτο ρόλο αναλαμβάνει ο στρατός, τότε η φρίκη θα κυριαρχήσει με εγκλήματα πρωτοφανή σε βιαιότητα. Οι επαρχίες της χώρας θα υποφέρουν από την στυγνή βία που επιδεικνύουν οι εμπλεκόμενες πλευρές και οι αγρότες θα αναγκαστούν είτε να πάρουν θέση, όπου αλληλοσφαγιάζονται όπως είναι φυσικό, είτε να ισορροπούν σε ένα τεντωμένο σκοινί. Μετά το 1986 η σύρραξη επεκτείνεται και μέσα στην Λίμα, με συνεχή μπλακάουτ που προκαλούν τα μέλη του κινήματος. Οι βόμβες μέσα στις πόλεις και κυρίως η έκρηξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου στο κέντρο της Λίμα, στην (σικ περιοχή) Μιραφλόρες, όπου σκοτώνονται 26 άνθρωποι και 150 τραυματίζονται στρέφει ακόμα και τους ελάχιστους «συμπαθούντες» του Γκουζμάν εναντίον του. Η σύλληψή του σε ένα διαμέρισμα το 1992 θα γίνει δεκτή με πανηγυρισμούς.
Ο Ρονκαλιόλο προσεγγίζει το θέμα με την γνωστή και δοκιμασμένη από άλλους συγγραφείς μέθοδο των συνεντεύξεων. Μόνο που στην προσπάθειά του αυτή μάλλον αποτυγχάνει. Δεν βρίσκει ποτέ άκρη και έτσι δεν μιλάει με τον βασικό πρωταγωνιστή, τον αρχιτέκτονα αυτής της ιστορίας, τον Γκουζμάν. Πάει γύρω-γύρω και καταφέρνει να αποσπάσει δυό-τρείς κουβέντες από κάποιες γυναίκες-μέλη της οργάνωσης χωρίς όμως να ρίχνει φώς στο γιατί και πως του θέματος. Άλλες μιλάνε περισσότερο, άλλες λιγότερο χωρίς να φωτίζουν τα πράγματα γύρω από τον ηγέτη τους.
Όπως και στα μυθιστορήματά του, ο συγγραφέας κατορθώνει και σ’αυτό το αφήγημα, να περάσει τις ήδη διαπιστωμένες αρετές του. Την άνεση στην αφήγηση, τον καλό ρυθμό και την αυξανόμενη ένταση όσο προχωράει στα γεγονότα, αλλά η απογοήτευση έρχεται όταν διαπιστώνεις ότι ο Ρονκαλιόλο προτιμάει να μένει στην επιφάνεια και να μη διεισδύει ουσιαστικά στα γεγονότα. Ο Γκουζμάν παραμένει ίσως περισσότερο από πριν αινιγματικός και η ενδιαφέρουσα αλλά ελλειπής κουβέντα του συγγραφέα με την (δεύτερη και τελευταία) σύντροφό του , την τόσο φανατική Ελένα Ιπαραγίρε δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό σ’αυτά που ήδη γνωρίζουμε. Ο μυστηριώδης θάνατος της Αουγκούστα Λα Τόρε, της πρώτης του συζύγου από «καρδιακή προσβολή», το πώς αυτός ο παρανοϊκός τύπος κατάφερε να επιβάλλει μια θρησκευτική λατρεία και αφοσίωση στους οπαδούς του, παραμένουν ανεξιχνίαστα και σκοτεινά – ενώ δεν δικαιολογείται από τα μέλη του Μονοπατιού η τόση πολλή βία, οι τόσοι αναίτιοι φόνοι απλών αγροτών, αμάχων γυναικών και παιδιών.
Με το έξοχο μυθιστόρημα του, «Ο κόκκινος Απρίλης» (το οποίο παρουσίασα πριν από σχεδόν 3 χρόνια), ο συγγραφέας δείχνει να κινείται με μεγαλύτερη άνεση και να περιγράφει καλύτερα την ταραγμένη περίοδο στη ζωή της πατρίδας του. Όσον αφορά την σκοτεινή προσωπικότητα του Γκουζμάν, αξεπέραστο παραμένει το υπέροχο «Ο χορευτής του επάνω πατώματος» του Ν.Σαίξπηρ, ένα εμβληματικό μυθιστόρημα (το οποίο έγινε μια μετριότατη ταινία) στο οποίο έχω αναφερθεί αρκετές φορές.
Gotan Project - Queremos paz