Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2009
posted by Librofilo at Παρασκευή, Ιουλίου 24, 2009 | Permalink
Ρονκαλιόλο Χ 2
Δεν πάει πολύς καιρός που είχα ασχοληθεί με το έξοχο μυθιστόρημα του Περουβιανού συγγραφέα Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, «Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ». Σε σύντομο χρονικό διάστημα εκδόθηκαν και άλλα δύο βιβλία του συγγραφέα στην γλώσσα μας. Η πρώτη του νουβέλα με τον περιεκτικό τίτλο «ΝΤΡΟΠΗ» (Pudor) του 2004 και το πολύ καινούριο του μυθιστόρημα «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ» (Memorias de una dama), (και τα δύο από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφρ. Μ.Μπονάτσου). Και τα τρία βιβλία του Ρονκαλιόλο είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Από το πολιτικό θρίλερ του πολύ επιτυχημένου «Απρίλη», στην οικογενειακή τραγικοκωμωδία της «Ντροπής» γιά να φτάσουμε στο πολύ πιό απαιτητικό εγχείρημα συνδιασμού πολιτικής ιστορίας, αστυνομικού και κωμωδίας που είναι οι «Αναμνήσεις...».
Η «ΝΤΡΟΠΗ» (σελ.171), είναι μια νουβέλα που περιγράφει την ζωή μιάς δυσλειτουργικής μοντέρνας οικογένειας που ζει στην Λίμα του Περού. Με ανάλαφρο στυλ και γλώσσα ο συγγραφέας αναπαριστά την καθόλου ανιαρή καθημερινότητα των μελών της αστικής οικογένειας των Ράμος. Η ιστορία ξεκινάει με τον θάνατο της γιαγιάς στο νοσοκομείο και το σοκ που νιώθει ο μικρός Σέρχιο αντικρύζοντας το «ξερό και κρύο δέρμα» της νεκρής. Ο Σέρχιο ένας ευφάνταστος μπόμπιρας βλέπει συνεχώς φαντάσματα και τα βιώνει ως μέρος της καθημερινότητας του και της μοναξιάς του. Η έφηβη αδερφή του Μαριάνα κάνει την επανάστασή της πειραματιζόμενη με την σεξουαλικότητά της και αντιδρώντας σε όλα. Η μητέρα, η Λούσι, ο πιό ενδιαφέρων χαρακτήρας του βιβλίου, πουλάει καλλυντικά και προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους και συγχρόνως να «πολεμήσει» τον χρόνο που περνάει και αφήνει τα σημάδια του πάνω της. Βλέπει το σώμα της να μην είναι το ίδιο όπως παλιά, τον άνδρα της να αδιαφορεί γι’αυτήν, τα παιδιά της να την ταλαιπωρούν, τον γάτο τους να κάνει συνεχώς ζημιές, τον πατέρα της που ζει μαζί τους να ταλαιπωρείται από το αλτζχάιμερ. Ξαφνικά ανακαλύπτει ότι κάποιος της αφήνει ερωτικά σημειώματα στην τσάντα της...
«Την επομένη της κηδείας, η Λούσι ξύπνησε, όπως κάθε πρωί, μισή ώρα πριν από τον σύζυγο και τα παιδιά της. Άναψε τον βραστήρα, κοίταξε στον καθρέφτη το διπλοσάγονο και τις σακούλες κάτω από τα μάτια και τις πίεσε με τα δάχτυλα, σαν να μπορούσε να βάλει το λίπος στην αρχική του θέση. Έπειτα ετοίμασε καφέ, φρυγάνισε ψωμί, έκανε σάντουιτς με βραστά αυγά και τόνο γιά το κολατσιό των παιδιών, σιδέρωσε ένα μπλε πουκάμισο, θυμήθηκε ότι θα έπρεπε να γυαλίσει τα πλακάκια της κουζίνας, σήκωσε τον Σέρχιο από το κρεβάτι και ξύπνησε την Μαριάνα, χτύπησε την πόρτα του Παπάπα, ξανασήκωσε τον Σέρχιο από το κρεβάτι, έλεγξε αν υπήρχαν πετσέτες στο λουτρό, άκουσε τον Αλφρέδο να γκρινιάζει επειδή ήθελε το άσπρο πουκάμισο, σιδέρωσε ένα άσπρο πουκάμισο σε τριάντα δευτερόλεπτα, βοήθησε τον Σέρχιο να πλύνει τα δόντια του, έβαλε τα χάπια του Παπάπα στη σειρά άκουσε την γκρίνια της Μαριάνα, επειδή τα σάντουιτς με τόνο και αυγά βρομάνε στο καλαθάκι με το κολατσιό, χτύπησε την πόρτα του μπάνιου για να βγει ο Αλφρέδο, έδωσε στον Παπάπα τα χάπια και ένα ποτήρι νερό, βρήκε το χαρτοφύλακα που ο Αλφρέδο είχε αφήσει στο πλυντήριο, είπε στον Παπάπα ότι καλύτερα να πλυθεί μετά τον πρωινό περίπατό του, υπενθύμισε στον Αλφρέδο το ραντεβού με τον γιατρό, έβγαλε τον βραστήρα από την μπρίζα, τους αποχαιρέτησε όλους με διπλά φιλιά και σάντουιτς, κλειδώθηκε στο μπάνιο και άρχισε να κλαίει. Δεν πίστευε ότι ήταν ικανή να κλάψει τόσο πολύ. Είχε καιρό να κλάψει και νόμιζε ότι είχε ξεχάσει πως γίνεται.
Αφού ηρέμησε, έκανε ένα μπάνιο και άφησε το νερό να πάρει λίγο από το άγχος της στην αποχέτευση. Της άρεσε να πέφτουν οι σταγόνες στον αυχένα της και να κυλάνε στους ώμους και στην πλάτη της. Δεν έκλεισε τη βρύση όταν το νερό άρχισε να παγώνει. Αν και έξω έκανε κρύο, ήθελε να αναζωογονηθεί. Βγαίνοντας από το ντους ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πρόσεξε ότι το στήθος της είχε κρεμάσει – ή μάλλον ότι είχε ξεκρεμαστεί – όπως και οι σακούλες κάτω από τα μάτια. Ανακάτωσε την τσάντα της ψάχνοντας μιά καφετιά γυαλιστερή σκιά. Έτσι, όχι μόνο θα τονίζονταν τα μάτια της, αλλά και λίγη σκιά κατάλληλα βαλμένη ανάμεσα στα στήθη έδινε την εντύπωση ότι είναι πιο στητά και σφιχτά.
Μέσα στην τσάντα της βρήκε ένα σημείωμα που δεν θυμόταν να είχε βάλει εκεί. Ίσως ήταν μια υπενθύμιση για κάτι που έπρεπε να κάνει μέσα στη μέρα, ή η λίστα με τα ψώνια, ή οι διευθύνσεις στις οποίες έπρεπε να πάει για να πουλήσει τα προϊόντα ομορφιάς. Συνήθως δεν σημείωνε τις υποχρεώσεις της, αλλά ούτε βασιζόταν ιδιαίτερα στη μνήμη της. Ξετύλιξε το σημείωμα και διάβασε:
Θέλω να σε γλείψω απ΄την κορφή ως τα νύχια.
Θέλω να γίνεις η πουτάνα μου.
Θα είμαι στην αγορά στις 11.30π.μ. Σε περιμένω.»
Ο σύζυγος, ο Αλφρέδο έχει σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Ο γιατρός του, του ανακοινώνει ότι δεν έχει πάνω από έξι μήνες ζωής ακόμα. Αποφασίζει να μη πει τίποτα σε κανέναν, ούτε στη δουλειά του (είναι μεγαλοστέλεχος σε μιά εταιρεία), ούτε στην οικογένεια. Πνίγει τον πόνο του στο ποτό και προσπαθεί να βρει λίγη τρυφερότητα είτε στην σιτεμένη γραμματέα του, είτε στην Λούσι που με τα σημειώματα και τα περίεργα ραντεβού που ορίζει ο περίεργος άγνωστος θαυμαστής της, έχει ανεβάσει την λίμπιντό της. Στην νουβέλα παρακολουθούμε και τις σκέψεις και τις αντιδράσεις του «αναρχοαυτόνομου» γάτου της οικογένειας που στο διάβα του παρασέρνει τα πάντα και αρνείται πεισματικά την στείρωση.
Στον αέρα υπάρχει μιά μυρωδιά σήψης και θανάτου. Το φάντασμα της γιαγιάς (που μόνο ο Σέρχιο βλέπει και ο γάτος οσμίζεται) κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι, ο Αλφρέδο ξέρει ότι θα πεθάνει σε λίγο καιρό, η Μαριάνα θέλει να αυτοκτονήσει, ο παππούς γνωρίζει ότι οι μέρες του είναι μετρημένες. Όλα αυτά ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό μιάς τραγωδίας, είναι δοσμένα από τον πανέξυπνο και ικανότατο Ρονκαλιόλο με την μορφή ενός sitcom, μιάς ανάλαφρης και καθημερινής ιστορίας.
Τα οικογενειακά «μυστικά και ψέμματα» μένουν ανομολόγητα και καλυμένα πίσω από την καθημερινότητα. Ο καθένας ζει με τους φόβους του, τις κρυμμένες επιθυμίες του, τα «θέλω και τα πρέπει» του. Τελειώνει με θάνατο έτσι όπως άρχισε, ο Σέρχιο ανακαλύπτει και άλλο πτώμα, βλέπει και άλλον νεκρό – η πικρή γεύση που σου μένει συνδιάζεται με χαμόγελο.
Ωραία νουβέλα, έξοχο υλικό γιά μιά ωραία ταινία. Γυρίστηκε εξάλλου γιά το σινεμά το 2007, οι κριτικές μέτριες, ίσως θα έπρεπε να ασχοληθεί ο Αλμοδόβαρ, είναι ακριβώς το είδος που του ταιριάζει.
Οι «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΣ», (σελ.311), είναι πολύ πιό φιλόδοξο μυθιστόρημα. Με ένα ελκυστικότατο θέμα λογοτεχνικά αφού προσπαθεί να συνδιάσει το πολιτικοιστορικό μυθιστόρημα με την σκληρή καθημερινότητα ενός επίδοξου συγγραφέα, ο Ρονκαλιόλο ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ των δύο ετεροβαρών ιστοριών και εκεί που νομίζεις ότι έχει «χάσει την μπάλλα» καταφέρνει να κερδίσει τον αναγνώστη.
Η Ντιάνα Μινέτι είναι μιά γηραιά κυρία πολυεκατομμυριούχος που ζει σε ένα μέγαρο στο Παρίσι. Γεννημένη στον Άγιο Δομήνικο στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θέλει προτού πεθάνει να γράψει τα απομνημονεύματά της. Προσλαμβάνει λοιπόν έναν νεαρό επίδοξο συγγραφέα, Περουβιανό που ζει στην Ισπανία χωρίς άδεια παραμονής και δεν έχει γράψει ακόμα τίποτα στη ζωή του. Αυτοί οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι είναι οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του Ρονκαλιόλο.
Η Μινέτι έχει στο μυαλό της ένα βιβλίο γεμάτο κοσμικά γεγονότα, φορέματα, κοσμήματα, πάρτυς, ωραίους ανθρώπους, λαμπερή ζωή. Περιγράφοντάς τα όμως στον νεαρό βιογράφο της, εκείνος διαπιστώνει ότι πολλά ουσιώδη πράγματα μένουν απέξω. Του λέει κατ’αρχήν ότι τα δύο της παιδιά που ζουν στην Καραϊβική την έχουν πετάξει έξω από την διαθήκη του πατέρα της και του αδερφού της – μιά περιουσία κοντά στα 400 εκατομμύρια δολλάρια δηλαδή. Ο συγγραφέας προσπαθεί να ανακαλύψει γιατί και αρχίζει να κάνει ερωτήσεις. Βλέπει ότι το ζουμί της υπόθεσης,βρίσκεται στον Άγιο Δομήνικο όπου άρχισε η ιστορία της οικογένειας Μινέτι και στην Κούβα όπου συνεχίστηκε η ζωή τους. Αρχίζει λοιπόν να γράφει ένα διαφορετικό βιβλίο από αυτό που οραματίστηκε η Ντιάνα. Ταξιδεύει στις χώρες αυτές και μαθαίνει την ιστορία του Τζόρτζιο Μινέτι, του πατέρα της Ντιάνα, ενός ικανότατου κομπιναδόρου Ιταλού, που ενεπλάκη σε συνομωσίες κατά του δικτάτορα Τρουχίλιο στον Άγιο Δομήνικο, εξεδιώχθη και κατέφυγε με την οικογένεια του στην Κούβα του Μπατίστα, όπου έγινε μέλος της τοπικής μαφίας με τα καζίνα και το εμπόριο ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ.
Η Ντιάνα μετά το αρχικό σοκ, πείθεται να μιλήσει γιά τα πραγματικά γεγονότα και η βιογραφία της παίρνει άλλη τροπή αποκαλύπτοντας μιά συναρπαστική ιστορία διαφθοράς, οικογενειακών δραμάτων, κατασκοπίας και τεράστιας διακίνησης χρήματος. Μιλάει γιά την όχι και τόσο ρόδινη ζωή της, την γεμάτη καταπίεση, τρόμο και συμβιβασμούς που οι γυναίκες της οικογένειας, δηλαδή εκείνη και η μητέρα της ήταν αναγκασμένες να κάνουν, προσποιούμενες ότι δεν βλέπουν και ασχολούμενες μόνο με τα κοσμικά.
Εκ παραλλήλου παρακολουθούμε και την ιστορία του Περουβιανού συγγραφέα στην προσπάθειά του να επιβιώσει στην αφιλόξενη Μαδρίτη, να μπορέσει να εκδώσει κάποιο βιβλίο που γράφει παράλληλα με την βιογραφία της Μινέτι. Τις αδιέξοδες συζητήσεις με τον εκδότη του, την σχέση του με την Βραζιλιάνα φίλη του. Μέσα από την αφήγηση ο Ρονκαλιόλο βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει συμπεριφορές συγγραφέων και εκδοτών με αιχμηρό τρόπο (ακόμα και του ίδιου του εαυτού, που τον παρουσιάζει ως αλαζόνα και εγωιστή).
Το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς του βιογράφου είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που αρχικά ήθελε η Ντιάνα αλλά και πάλι οι αμφιβολίες υπάρχουν αφού καθώς προχωράει η έρευνα πολλά από τα γεγονότα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς. Οι ερωτικές σχέσεις της Ντιάνας, η ιστορία με την περιουσία του πατέρα της και το πως εκείνη και η μητέρα της ήρθαν αντιμέτωπες με τον «αδίστακτο» αδερφό της είναι καθοριστικά γεγονότα που μπορεί και να μην έγιναν όπως τα αφηγείται η βιογραφούμενη.
«...Ένιωθα άσχημα απέναντί της. Αν ήξερα τι συνέβαινε, όλη η ιστορία μας θα ήταν διαφορετική. Εκείνη ήθελε μόνο μια φωτογραφία της ζωής της σαν κι αυτές του μπαμπά και της μαμάς της στο κομοδίνο. Ευχάριστη, φωτισμένη με έναν τρόπο που θα λείαινε τις πιό σκληρές γωνίες, κομψή. Εγώ της είχα διηγηθεί, τις περισσότερες φορές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με έναν αφηγητή που δεν αναγνώριζε. Ποια είναι η αληθινή ιστορία μιας ζωής; Ποιός πρέπει να αποφασίσει ποια γεγονότα ταιριάζουν και ποια δεν ταιριάζουν σε μια ζωή; Όποιος κι αν ήταν αυτός, πάντως δεν ήμουν εγώ.»
Ο Ρονκαλιόλο ακολουθεί έναν πολύ έξυπνο δρόμο στο βιβλίο του εκμεταλλευόμενος ακόμα και τις αδυναμίες του. Γνωρίζει καλά ότι το μυθιστόρημα του συμπατριώτη του,Μάριο Βάργκας Λιόσα «Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ» (Εκδ.Εξάντας-αριστούργημα), είναι αξεπέραστο όσον αφορά την περίπτωση του παρανοϊκού δικτάτορα Τρουχίλιο του Αγίου Δομήνικου. Δεν στέκεται λοιπόν εκεί αλλά επικεντρώνει στην διεφθαρμένη και ελκυστική Κούβα του Μπατίστα όπου η Μαφία είχε βρει το δικό της Ελντοράντο κάνοντας τρελλές μπίζνες. Οι σελίδες της ζωής της οικογένειας Μινέτι στην Αβάνα είναι συναρπαστικές, με ιλιγγιώδη ρυθμό και αγωνία, όπως και μετά οι περιπέτειες της οικογένειας στο Μαϊάμι και στον Άγιο Δομήνικο όπου επέστρεψαν μετά την πτώση του Τρουχίλιο και της οικογένειάς του.
Από την άλλη γνωρίζει επίσης οτι οι σελίδες που αφορούν την διαβίωση και τις προσπάθειες του νεαρού βιογράφου στην Ισπανία θα είναι αδύναμες σε σχέση με το υπόλοιπο βιβλίο. Η αφήγηση του εκεί είναι χαλαρή με πολύ χιούμορ (ορισμένες φορές δηλητηριώδες) και ρεαλισμό όσον αφορά τον κόσμο των εκδοτών και των Νοτιοαμερικανών συγγραφέων που σίγουρα υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί που βιώνει ο επίδοξος συγγραφέας, ο αγώνας του γιά μερικά ευρώ που θα του εξασφαλίσουν τροφή και στέγη απέχουν λίγο από το να κυλήσουν προς το γκροτέσκο αλλά μπορεί και να είναι αληθινές.
Το πρόβλημα (για τον αναγνώστη που δεν τον ενδιαφέρουν οι τεχνικές και οι μέθοδοι του συγγραφέα αλλά το αποτέλεσμα),είναι ότι υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ των δύο ιστοριών. Από την εκπληκτική και μυστηριώδη ζωή του Τζόρτζιο Μινέτι (του πατέρα της Ντιάνας) στην ξεφτίλα του Περουβιανού συγγραφέα που βγάζει γέλιο – δεν ξέρω, μάλλον ο Θέρκας στα υπέροχα βιβλία του το κάνει καλύτερα αυτό, αλλά η γραφή του Ρονκαλιόλο έχει γοητεία που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Πρέπει να επισημάνω την απουσία επιμέλειας στην έκδοση του βιβλίου με αποτέλεσμα τα πολλά συντακτικά και ορθογραφικά λάθη που κάποια στιγμή καταντούν ενοχλητικά.
Η προσωπική μου άποψη λοιπόν είναι ότι Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ παραμένει το καλύτερο βιβλίο του νέου (γεν.το 1975) συγγραφέα και μάλλον θα αποτελέσει ορόσημο γιά ολόκληρη την καριέρα του. Η «ΝΤΡΟΠΗ» και οι «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ» έχουν πολλά θετικά στοιχεία, συναρπαστική αφήγηση, χιούμορ και τραγωδία, αλλά νιώθεις ότι κάτι λείπει για να απογειώσει τα μυθιστορήματα αυτά. Ο Ρονκαλιόλο είναι πολύ έξυπνος, χειρίζεται καλά το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων - - δεν είναι τυχαίο ότι έχουν εκδοθεί σχεδόν όλα του τα βιβλία στα Ελληνικά, ενώ παραμένουν σχετικά άγνωστοι και χωρίς εκδότη κολοσσοί της ΛατινοΑμερικάνικης λογοτεχνίας...Σίγουρα ένας συγγραφέας (δεδομένης της ηλικίας του) που θα μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον.
Η «ΝΤΡΟΠΗ» (σελ.171), είναι μια νουβέλα που περιγράφει την ζωή μιάς δυσλειτουργικής μοντέρνας οικογένειας που ζει στην Λίμα του Περού. Με ανάλαφρο στυλ και γλώσσα ο συγγραφέας αναπαριστά την καθόλου ανιαρή καθημερινότητα των μελών της αστικής οικογένειας των Ράμος. Η ιστορία ξεκινάει με τον θάνατο της γιαγιάς στο νοσοκομείο και το σοκ που νιώθει ο μικρός Σέρχιο αντικρύζοντας το «ξερό και κρύο δέρμα» της νεκρής. Ο Σέρχιο ένας ευφάνταστος μπόμπιρας βλέπει συνεχώς φαντάσματα και τα βιώνει ως μέρος της καθημερινότητας του και της μοναξιάς του. Η έφηβη αδερφή του Μαριάνα κάνει την επανάστασή της πειραματιζόμενη με την σεξουαλικότητά της και αντιδρώντας σε όλα. Η μητέρα, η Λούσι, ο πιό ενδιαφέρων χαρακτήρας του βιβλίου, πουλάει καλλυντικά και προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους και συγχρόνως να «πολεμήσει» τον χρόνο που περνάει και αφήνει τα σημάδια του πάνω της. Βλέπει το σώμα της να μην είναι το ίδιο όπως παλιά, τον άνδρα της να αδιαφορεί γι’αυτήν, τα παιδιά της να την ταλαιπωρούν, τον γάτο τους να κάνει συνεχώς ζημιές, τον πατέρα της που ζει μαζί τους να ταλαιπωρείται από το αλτζχάιμερ. Ξαφνικά ανακαλύπτει ότι κάποιος της αφήνει ερωτικά σημειώματα στην τσάντα της...
«Την επομένη της κηδείας, η Λούσι ξύπνησε, όπως κάθε πρωί, μισή ώρα πριν από τον σύζυγο και τα παιδιά της. Άναψε τον βραστήρα, κοίταξε στον καθρέφτη το διπλοσάγονο και τις σακούλες κάτω από τα μάτια και τις πίεσε με τα δάχτυλα, σαν να μπορούσε να βάλει το λίπος στην αρχική του θέση. Έπειτα ετοίμασε καφέ, φρυγάνισε ψωμί, έκανε σάντουιτς με βραστά αυγά και τόνο γιά το κολατσιό των παιδιών, σιδέρωσε ένα μπλε πουκάμισο, θυμήθηκε ότι θα έπρεπε να γυαλίσει τα πλακάκια της κουζίνας, σήκωσε τον Σέρχιο από το κρεβάτι και ξύπνησε την Μαριάνα, χτύπησε την πόρτα του Παπάπα, ξανασήκωσε τον Σέρχιο από το κρεβάτι, έλεγξε αν υπήρχαν πετσέτες στο λουτρό, άκουσε τον Αλφρέδο να γκρινιάζει επειδή ήθελε το άσπρο πουκάμισο, σιδέρωσε ένα άσπρο πουκάμισο σε τριάντα δευτερόλεπτα, βοήθησε τον Σέρχιο να πλύνει τα δόντια του, έβαλε τα χάπια του Παπάπα στη σειρά άκουσε την γκρίνια της Μαριάνα, επειδή τα σάντουιτς με τόνο και αυγά βρομάνε στο καλαθάκι με το κολατσιό, χτύπησε την πόρτα του μπάνιου για να βγει ο Αλφρέδο, έδωσε στον Παπάπα τα χάπια και ένα ποτήρι νερό, βρήκε το χαρτοφύλακα που ο Αλφρέδο είχε αφήσει στο πλυντήριο, είπε στον Παπάπα ότι καλύτερα να πλυθεί μετά τον πρωινό περίπατό του, υπενθύμισε στον Αλφρέδο το ραντεβού με τον γιατρό, έβγαλε τον βραστήρα από την μπρίζα, τους αποχαιρέτησε όλους με διπλά φιλιά και σάντουιτς, κλειδώθηκε στο μπάνιο και άρχισε να κλαίει. Δεν πίστευε ότι ήταν ικανή να κλάψει τόσο πολύ. Είχε καιρό να κλάψει και νόμιζε ότι είχε ξεχάσει πως γίνεται.
Αφού ηρέμησε, έκανε ένα μπάνιο και άφησε το νερό να πάρει λίγο από το άγχος της στην αποχέτευση. Της άρεσε να πέφτουν οι σταγόνες στον αυχένα της και να κυλάνε στους ώμους και στην πλάτη της. Δεν έκλεισε τη βρύση όταν το νερό άρχισε να παγώνει. Αν και έξω έκανε κρύο, ήθελε να αναζωογονηθεί. Βγαίνοντας από το ντους ξανακοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πρόσεξε ότι το στήθος της είχε κρεμάσει – ή μάλλον ότι είχε ξεκρεμαστεί – όπως και οι σακούλες κάτω από τα μάτια. Ανακάτωσε την τσάντα της ψάχνοντας μιά καφετιά γυαλιστερή σκιά. Έτσι, όχι μόνο θα τονίζονταν τα μάτια της, αλλά και λίγη σκιά κατάλληλα βαλμένη ανάμεσα στα στήθη έδινε την εντύπωση ότι είναι πιο στητά και σφιχτά.
Μέσα στην τσάντα της βρήκε ένα σημείωμα που δεν θυμόταν να είχε βάλει εκεί. Ίσως ήταν μια υπενθύμιση για κάτι που έπρεπε να κάνει μέσα στη μέρα, ή η λίστα με τα ψώνια, ή οι διευθύνσεις στις οποίες έπρεπε να πάει για να πουλήσει τα προϊόντα ομορφιάς. Συνήθως δεν σημείωνε τις υποχρεώσεις της, αλλά ούτε βασιζόταν ιδιαίτερα στη μνήμη της. Ξετύλιξε το σημείωμα και διάβασε:
Θέλω να σε γλείψω απ΄την κορφή ως τα νύχια.
Θέλω να γίνεις η πουτάνα μου.
Θα είμαι στην αγορά στις 11.30π.μ. Σε περιμένω.»
Ο σύζυγος, ο Αλφρέδο έχει σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Ο γιατρός του, του ανακοινώνει ότι δεν έχει πάνω από έξι μήνες ζωής ακόμα. Αποφασίζει να μη πει τίποτα σε κανέναν, ούτε στη δουλειά του (είναι μεγαλοστέλεχος σε μιά εταιρεία), ούτε στην οικογένεια. Πνίγει τον πόνο του στο ποτό και προσπαθεί να βρει λίγη τρυφερότητα είτε στην σιτεμένη γραμματέα του, είτε στην Λούσι που με τα σημειώματα και τα περίεργα ραντεβού που ορίζει ο περίεργος άγνωστος θαυμαστής της, έχει ανεβάσει την λίμπιντό της. Στην νουβέλα παρακολουθούμε και τις σκέψεις και τις αντιδράσεις του «αναρχοαυτόνομου» γάτου της οικογένειας που στο διάβα του παρασέρνει τα πάντα και αρνείται πεισματικά την στείρωση.
Στον αέρα υπάρχει μιά μυρωδιά σήψης και θανάτου. Το φάντασμα της γιαγιάς (που μόνο ο Σέρχιο βλέπει και ο γάτος οσμίζεται) κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι, ο Αλφρέδο ξέρει ότι θα πεθάνει σε λίγο καιρό, η Μαριάνα θέλει να αυτοκτονήσει, ο παππούς γνωρίζει ότι οι μέρες του είναι μετρημένες. Όλα αυτά ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό μιάς τραγωδίας, είναι δοσμένα από τον πανέξυπνο και ικανότατο Ρονκαλιόλο με την μορφή ενός sitcom, μιάς ανάλαφρης και καθημερινής ιστορίας.
Τα οικογενειακά «μυστικά και ψέμματα» μένουν ανομολόγητα και καλυμένα πίσω από την καθημερινότητα. Ο καθένας ζει με τους φόβους του, τις κρυμμένες επιθυμίες του, τα «θέλω και τα πρέπει» του. Τελειώνει με θάνατο έτσι όπως άρχισε, ο Σέρχιο ανακαλύπτει και άλλο πτώμα, βλέπει και άλλον νεκρό – η πικρή γεύση που σου μένει συνδιάζεται με χαμόγελο.
Ωραία νουβέλα, έξοχο υλικό γιά μιά ωραία ταινία. Γυρίστηκε εξάλλου γιά το σινεμά το 2007, οι κριτικές μέτριες, ίσως θα έπρεπε να ασχοληθεί ο Αλμοδόβαρ, είναι ακριβώς το είδος που του ταιριάζει.
Οι «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑ ΚΥΡΙΑΣ», (σελ.311), είναι πολύ πιό φιλόδοξο μυθιστόρημα. Με ένα ελκυστικότατο θέμα λογοτεχνικά αφού προσπαθεί να συνδιάσει το πολιτικοιστορικό μυθιστόρημα με την σκληρή καθημερινότητα ενός επίδοξου συγγραφέα, ο Ρονκαλιόλο ισορροπεί θαυμάσια μεταξύ των δύο ετεροβαρών ιστοριών και εκεί που νομίζεις ότι έχει «χάσει την μπάλλα» καταφέρνει να κερδίσει τον αναγνώστη.
Η Ντιάνα Μινέτι είναι μιά γηραιά κυρία πολυεκατομμυριούχος που ζει σε ένα μέγαρο στο Παρίσι. Γεννημένη στον Άγιο Δομήνικο στις αρχές της δεκαετίας του ’30 θέλει προτού πεθάνει να γράψει τα απομνημονεύματά της. Προσλαμβάνει λοιπόν έναν νεαρό επίδοξο συγγραφέα, Περουβιανό που ζει στην Ισπανία χωρίς άδεια παραμονής και δεν έχει γράψει ακόμα τίποτα στη ζωή του. Αυτοί οι δύο εκ διαμέτρου αντίθετοι άνθρωποι είναι οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του Ρονκαλιόλο.
Η Μινέτι έχει στο μυαλό της ένα βιβλίο γεμάτο κοσμικά γεγονότα, φορέματα, κοσμήματα, πάρτυς, ωραίους ανθρώπους, λαμπερή ζωή. Περιγράφοντάς τα όμως στον νεαρό βιογράφο της, εκείνος διαπιστώνει ότι πολλά ουσιώδη πράγματα μένουν απέξω. Του λέει κατ’αρχήν ότι τα δύο της παιδιά που ζουν στην Καραϊβική την έχουν πετάξει έξω από την διαθήκη του πατέρα της και του αδερφού της – μιά περιουσία κοντά στα 400 εκατομμύρια δολλάρια δηλαδή. Ο συγγραφέας προσπαθεί να ανακαλύψει γιατί και αρχίζει να κάνει ερωτήσεις. Βλέπει ότι το ζουμί της υπόθεσης,βρίσκεται στον Άγιο Δομήνικο όπου άρχισε η ιστορία της οικογένειας Μινέτι και στην Κούβα όπου συνεχίστηκε η ζωή τους. Αρχίζει λοιπόν να γράφει ένα διαφορετικό βιβλίο από αυτό που οραματίστηκε η Ντιάνα. Ταξιδεύει στις χώρες αυτές και μαθαίνει την ιστορία του Τζόρτζιο Μινέτι, του πατέρα της Ντιάνα, ενός ικανότατου κομπιναδόρου Ιταλού, που ενεπλάκη σε συνομωσίες κατά του δικτάτορα Τρουχίλιο στον Άγιο Δομήνικο, εξεδιώχθη και κατέφυγε με την οικογένεια του στην Κούβα του Μπατίστα, όπου έγινε μέλος της τοπικής μαφίας με τα καζίνα και το εμπόριο ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ.
Η Ντιάνα μετά το αρχικό σοκ, πείθεται να μιλήσει γιά τα πραγματικά γεγονότα και η βιογραφία της παίρνει άλλη τροπή αποκαλύπτοντας μιά συναρπαστική ιστορία διαφθοράς, οικογενειακών δραμάτων, κατασκοπίας και τεράστιας διακίνησης χρήματος. Μιλάει γιά την όχι και τόσο ρόδινη ζωή της, την γεμάτη καταπίεση, τρόμο και συμβιβασμούς που οι γυναίκες της οικογένειας, δηλαδή εκείνη και η μητέρα της ήταν αναγκασμένες να κάνουν, προσποιούμενες ότι δεν βλέπουν και ασχολούμενες μόνο με τα κοσμικά.
Εκ παραλλήλου παρακολουθούμε και την ιστορία του Περουβιανού συγγραφέα στην προσπάθειά του να επιβιώσει στην αφιλόξενη Μαδρίτη, να μπορέσει να εκδώσει κάποιο βιβλίο που γράφει παράλληλα με την βιογραφία της Μινέτι. Τις αδιέξοδες συζητήσεις με τον εκδότη του, την σχέση του με την Βραζιλιάνα φίλη του. Μέσα από την αφήγηση ο Ρονκαλιόλο βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει συμπεριφορές συγγραφέων και εκδοτών με αιχμηρό τρόπο (ακόμα και του ίδιου του εαυτού, που τον παρουσιάζει ως αλαζόνα και εγωιστή).
Το τελικό αποτέλεσμα της δουλειάς του βιογράφου είναι κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που αρχικά ήθελε η Ντιάνα αλλά και πάλι οι αμφιβολίες υπάρχουν αφού καθώς προχωράει η έρευνα πολλά από τα γεγονότα θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς. Οι ερωτικές σχέσεις της Ντιάνας, η ιστορία με την περιουσία του πατέρα της και το πως εκείνη και η μητέρα της ήρθαν αντιμέτωπες με τον «αδίστακτο» αδερφό της είναι καθοριστικά γεγονότα που μπορεί και να μην έγιναν όπως τα αφηγείται η βιογραφούμενη.
«...Ένιωθα άσχημα απέναντί της. Αν ήξερα τι συνέβαινε, όλη η ιστορία μας θα ήταν διαφορετική. Εκείνη ήθελε μόνο μια φωτογραφία της ζωής της σαν κι αυτές του μπαμπά και της μαμάς της στο κομοδίνο. Ευχάριστη, φωτισμένη με έναν τρόπο που θα λείαινε τις πιό σκληρές γωνίες, κομψή. Εγώ της είχα διηγηθεί, τις περισσότερες φορές ένα αστυνομικό μυθιστόρημα με έναν αφηγητή που δεν αναγνώριζε. Ποια είναι η αληθινή ιστορία μιας ζωής; Ποιός πρέπει να αποφασίσει ποια γεγονότα ταιριάζουν και ποια δεν ταιριάζουν σε μια ζωή; Όποιος κι αν ήταν αυτός, πάντως δεν ήμουν εγώ.»
Ο Ρονκαλιόλο ακολουθεί έναν πολύ έξυπνο δρόμο στο βιβλίο του εκμεταλλευόμενος ακόμα και τις αδυναμίες του. Γνωρίζει καλά ότι το μυθιστόρημα του συμπατριώτη του,Μάριο Βάργκας Λιόσα «Η ΓΙΟΡΤΗ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ» (Εκδ.Εξάντας-αριστούργημα), είναι αξεπέραστο όσον αφορά την περίπτωση του παρανοϊκού δικτάτορα Τρουχίλιο του Αγίου Δομήνικου. Δεν στέκεται λοιπόν εκεί αλλά επικεντρώνει στην διεφθαρμένη και ελκυστική Κούβα του Μπατίστα όπου η Μαφία είχε βρει το δικό της Ελντοράντο κάνοντας τρελλές μπίζνες. Οι σελίδες της ζωής της οικογένειας Μινέτι στην Αβάνα είναι συναρπαστικές, με ιλιγγιώδη ρυθμό και αγωνία, όπως και μετά οι περιπέτειες της οικογένειας στο Μαϊάμι και στον Άγιο Δομήνικο όπου επέστρεψαν μετά την πτώση του Τρουχίλιο και της οικογένειάς του.
Από την άλλη γνωρίζει επίσης οτι οι σελίδες που αφορούν την διαβίωση και τις προσπάθειες του νεαρού βιογράφου στην Ισπανία θα είναι αδύναμες σε σχέση με το υπόλοιπο βιβλίο. Η αφήγηση του εκεί είναι χαλαρή με πολύ χιούμορ (ορισμένες φορές δηλητηριώδες) και ρεαλισμό όσον αφορά τον κόσμο των εκδοτών και των Νοτιοαμερικανών συγγραφέων που σίγουρα υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Οι ταπεινώσεις και οι εξευτελισμοί που βιώνει ο επίδοξος συγγραφέας, ο αγώνας του γιά μερικά ευρώ που θα του εξασφαλίσουν τροφή και στέγη απέχουν λίγο από το να κυλήσουν προς το γκροτέσκο αλλά μπορεί και να είναι αληθινές.
Το πρόβλημα (για τον αναγνώστη που δεν τον ενδιαφέρουν οι τεχνικές και οι μέθοδοι του συγγραφέα αλλά το αποτέλεσμα),είναι ότι υπάρχει τεράστιο χάσμα μεταξύ των δύο ιστοριών. Από την εκπληκτική και μυστηριώδη ζωή του Τζόρτζιο Μινέτι (του πατέρα της Ντιάνας) στην ξεφτίλα του Περουβιανού συγγραφέα που βγάζει γέλιο – δεν ξέρω, μάλλον ο Θέρκας στα υπέροχα βιβλία του το κάνει καλύτερα αυτό, αλλά η γραφή του Ρονκαλιόλο έχει γοητεία που δεν μπορείς να της αντισταθείς. Πρέπει να επισημάνω την απουσία επιμέλειας στην έκδοση του βιβλίου με αποτέλεσμα τα πολλά συντακτικά και ορθογραφικά λάθη που κάποια στιγμή καταντούν ενοχλητικά.
Η προσωπική μου άποψη λοιπόν είναι ότι Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΑΠΡΙΛΗΣ παραμένει το καλύτερο βιβλίο του νέου (γεν.το 1975) συγγραφέα και μάλλον θα αποτελέσει ορόσημο γιά ολόκληρη την καριέρα του. Η «ΝΤΡΟΠΗ» και οι «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ» έχουν πολλά θετικά στοιχεία, συναρπαστική αφήγηση, χιούμορ και τραγωδία, αλλά νιώθεις ότι κάτι λείπει για να απογειώσει τα μυθιστορήματα αυτά. Ο Ρονκαλιόλο είναι πολύ έξυπνος, χειρίζεται καλά το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων - - δεν είναι τυχαίο ότι έχουν εκδοθεί σχεδόν όλα του τα βιβλία στα Ελληνικά, ενώ παραμένουν σχετικά άγνωστοι και χωρίς εκδότη κολοσσοί της ΛατινοΑμερικάνικης λογοτεχνίας...Σίγουρα ένας συγγραφέας (δεδομένης της ηλικίας του) που θα μας απασχολήσει αρκετά στο μέλλον.
Δημοσίευση σχολίου