Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011 | Permalink
Το πρόσωπό σου αύριο
Ομολογώ ότι με τον αγαπημένο μου Javier Marias έπαιξα ένα παιχνίδι αναμονής. Έχοντας αγοράσει εδώ και 2 χρόνια το βιβλίο του «ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ ΑΥΡΙΟ 1.Πυρετός και Λόγχη», (Εκδ. Σέλας, μετάφρ. Β.Φωτοπούλου, σελ.475), το οποίο αποτελεί το πρώτο μέρος της τριλογίας του (και είναι το μόνο από τα τρία που είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά), περίμενα ή καθυστερούσα την ανάγνωση του, ήθελα να βρω το κατάλληλο timing για να «μπω» ξανά στον κόσμο, στη σκέψη αυτού του ιδιοφυούς Ισπανού, ενός εκ των σημαντικότερων σύγχρονων ευρωπαίων συγγραφέων, ο οποίος συνεχίζει την μεγάλη παράδοση του «φιλοσοφικού μυθιστορήματος» των Huxley, Bernhard, Greene και άλλων.

Τα μυθιστορήματα του Μαρίας, δεν είναι απλά και δεν στηρίζονται στην πλοκή ή στην εξέλιξη της ιστορίας αν και υπάρχει πάντα κάποιο γοητευτικό θέμα που κυριαρχεί. Αυτό συμβαίνει και με το «Πρόσωπό σου αύριο…» όπου ο αφηγητής είναι ο Χάιμε Ντέθα, ο οποίος βρίσκεται σε διάσταση με την σύζυγο του που ζει στην Μαδρίτη με τα δύο τους παιδιά. Ο Ντέθα είναι μεταφραστής και εργάζεται στο BBC στο Λονδίνο, μια πρόσκληση όμως για δείπνο στο σπίτι ενός γηραιού του φίλου και μέντορά του στην Οξφόρδη στην οποία σπούδασε, του Πήτερ Γουίλερ, τον φέρνει αντιμέτωπο με μια επαγγελματική πρόκληση την οποία δεν μπορεί να αρνηθεί. Να εργασθεί για μια μυστική βρετανική υπηρεσία, κάτι σαν Γραφείο Αντικατασκοπίας. Ο Γουίλερ και οι συνεργάτες του διείδαν στον Ντέθα ένα εξαιρετικό χάρισμα: «να βλέπει στους ανθρώπους αυτό που ούτε οι ίδιοι είναι ικανοί να δουν στον εαυτό τους, ή δεν το συνηθίζουν. Ή, αν το δουν ή το διακρίνουν αμυδρά, αυτόματα αρνούνται να το δουν: η έκλαμψη τους αφήνει μονόφθαλμους και μετά βλέπουν τον εαυτό τους μόνο με το τυφλό τους μάτι. Αυτό είναι ένα χάρισμα σπανιότατο σήμερα, όλο και πιο δυσεύρετο, το να βλέπεις τους ανθρώπους μέσα από τους ίδιους και άμεσα, χωρίς μεσολαβήσεις ούτε φραγμούς, χωρίς αγαθή προαίρεση αλλά ούτε και κακή, χωρίς να καταβάλλεις προσπάθεια, πώς να το πω, χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς υπερευαισθησίες.»

Το δείπνο αποτελεί για τον Ντέθα ένα τεστ, το οποίο περνάει επιτυχώς αλλά μερικές κουβέντες του Γουίλερ και κάποιες νύξεις περί ενδεχόμενης συμμετοχής του στον Ισπανικό Εμφύλιο δίνουν την αφορμή στον Ντέθα ο οποίος φιλοξενείται εκείνο το βράδυ στην έπαυλη του μέντορά του να ψάξει παλιά αρχεία στη βιβλιοθήκη, και να θυμηθεί τις περιπέτειες του πατέρα του ο οποίος παρ’ολίγον να εκτελεστεί λόγω μιας αδικαιολόγητης ρουφιανιάς κάποιου συνεργάτη του. Ο Γουίλερ, εξίσου σημαντικό πρόσωπο, στην ανέλιξη του μυθιστορήματος, όσο ο αφηγητής Ντέθα θα συνομιλήσει την επομένη και θα ξεκαθαρίσει εν μέρει στοιχεία από το αινιγματικό και ομιχλώδες παρελθόν του. Το ένα θέμα θα φέρει το άλλο και η κουβέντα περί του τι αποκαλύπτει ο κάθε άνθρωπος και ποια είναι τα όρια του, μετατρέπεται σε έναν φιλοσοφικό διάλογο περί σιωπής ηθελημένης ή επιβεβλημένης από τις Αρχές σε περιόδους κρίσης, για την ικανότητα να «βλέπεις» αντί του να «κοιτάζεις», να παρατηρείς τους άλλους αλλά την ίδια στιγμή να είσαι ανίκανος (ή να δυσκολεύεσαι, ή, να αποδιώχνεις) να παρατηρήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό, τις ίδιες σου τις πράξεις. Ο Ντέθα τα σκέπτεται αυτά λίγο καιρό αργότερα, όσο εξειδικεύεται όλο και περισσότερο στην δουλειά του «Παρατηρητή» πίσω από ένα «ανακριτικό τζάμι» προσπαθώντας να κατανοήσει τι (και αν) κρύβεται πίσω από κινήσεις, ομιλίες, ενέργειες διαφόρων ανθρώπων που περνάνε από τα γραφεία της υπηρεσίας που εργάζεται.

Το μυθιστόρημα αφήνει τον αναγνώστη με την απορία τι θα γίνει παρακάτω, το πρώτο μέρος της τριλογίας κλείνει με τον αφηγητή να παρακολουθείται (ή μήπως είναι απλώς ιδέα του;), ενώ πολλά στοιχεία για την εργασία που κάνει μένουν στον αέρα. Η πάντα ενήμερη γύρω από την ισπανόφωνη λογοτεχνία, Ε.Γιαννοπούλου, στην κριτική της για το βιβλίο, αναφέρει ότι το συνολικό έργο (οι τρεις τόμοι της τριλογίας) είναι λίγο-πολύ, 1600 σελίδες, οπότε υποθέτω ότι πολλές απορίες θα λυθούν (;) στη συνέχεια. Λίγη σημασία έχει όμως αυτό, εξάλλου η πλοκή είναι πάντα το πρόσχημα στα μυθιστορήματα του Μαρίας για να «ξεφύγει» η αφήγηση που είναι πάντα χαλαρή, σε θέματα που θα προκύψουν από σκέψεις, συνομιλίες, εικόνες και θα «απλωθούν» ή θα «μείνουν ακίνητα» με έναν υπνωτιστικό τρόπο, πλέκοντας έναν ιδιότυπο και μοναδικό ιστό της αράχνης. Μια τεχνική παρόμοια με αυτή που ακολουθούσε ο W.G.Sebald στα βιβλία του – εξάλλου και ο ίδιος ο καταπληκτικός Γερμανός συγγραφέας χαρακτήριζε τον Javier Marias ως (λογοτεχνικά) «δίδυμο αδελφό» του.

«…Γιατί στο τέλος κάθε ζωής λίγο ή πολύ μεγάλης, όσο μονότονη κι αν υπήρξε, και ασήμαντη, και γκρίζα, και χωρίς ανατροπές, θα υπάρχουν πάντοτε υπερβολικά πολλές αναμνήσεις και υπερβολικά πολλές αντιφάσεις, υπερβολικά πολλές απαρνήσεις και παραλείψεις και αλλαγές, πολλή οπισθοχώρηση, πολλή υποστολή σημαίας, και επίσης υπερβολικά πολλές προδοσίες, αυτό είναι βέβαιο. Και δεν είναι εύκολο να τα τακτοποιήσει κανείς όλα αυτά, ούτε καν για να τα πει στον εαυτό του. Υπερβολική συσσώρευση. Υπερβολικά πολύ υλικό, ομιχλώδες και στοιβαγμένο και συνάμα πολύ διάσπαρτο, υπερβολικό για μια αφήγηση, ακόμα και διατυπωμένη μόνο στη σκέψη. Και να μη μιλήσουμε για τα άπειρα πράγματα που πέφτουν στο τυφλό σημείο του ματιού, κάθε ζωή είναι γεμάτη από επεισόδια κυριολεκτικά αόρατα, αγνοεί κανείς τι συνέβη επειδή απλώς δεν το είδε, δεν είχε τη δυνατότητα να το δει, ένα μεγάλο μέρος των όσων μας επηρεάζουν και μας καθορίζουν είναι κρυμμένο ή, πώς να το πω, δεν προσφέρθηκε στη θέα, αφαιρέθηκε, παρέμεινε έξω από το οπτικό μας πεδίο. Η ζωή δεν είναι αφηγήσιμη, και μοιάζει εκπληκτικό το γεγονός ότι οι άνθρωποι ανάλωσαν τόσους αιώνες, τουλάχιστον τους αιώνες για τους οποίους έχουμε στοιχεία, κάνοντας ακριβώς αυτό, επιμένοντας να αφηγούνται αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, σε διάφορες μορφές, σε μύθους, επικά ποιήματα, ιστορικά αφηγήματα, χρονικά, πρακτικά, θρύλους ή μεσαιωνικά έπη, ρομάντζες ή μπαλάντες, σε ευαγγέλια, βίους αγίων, στην ιστορία, σε βιογραφίες, μυθιστορήματα ή επικήδειους, σε ταινίες, εξομολογήσεις, απομνημονεύματα, σε ρεπορτάζ, το ίδιο κάνει. Είναι ένα εγχείρημα καταδικασμένο, αποτυχημένο, και που ίσως μας κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Σκέφτομαι καμιά φορά ότι θα ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψουμε αυτή τη συνήθεια και να αφήνουμε τα πράγματα απλώς να συμβαίνουν. Και μετά να μη τα πειράζουμε πιά.»

Πόσο καλά θέλουμε να γνωρίζουμε τους άλλους ή τον εαυτό μας. Ένα πανάρχαιο φιλοσοφικό ερώτημα που έχει δεχτεί χιλιάδες αναλύσεις. Ο Μαρίας παρασύρει τον αναγνώστη του σε ένα ταξίδι – πάντα με αφορμή μια ανάμνηση (κυρίως του Γουίλερ που ουσιαστικά κατευθύνει τη συζήτηση αλλά και την σκέψη του Ντέθα), όπου το βασικό θέμα είναι η «εξαπάτηση», πως κρυβόμαστε πίσω από χειρονομίες, όμορφα λόγια, ωραίες ιστορίες και πως ο άλλος δέχεται χωρίς πρόβλημα να «εξαπατηθεί» και να μείνει με την ψευδαίσθηση, είτε αυτό αφορά κάποιον «επώνυμο» ή «διάσημο», είτε έναν «άνθρωπο της διπλανής πόρτας». Όπως λέει και ο Γουίλερ σε κάποια αποστροφή του λόγου του, «οι άνθρωποι δεν θέλουν να δουν παραπέρα, δεν θέλουν να είναι πραγματικά ενήμεροι…να σκέφτονται σε βάθος…οι περιορισμοί τους, προέρχονται από την έλλειψη επιμονής, από τη νωθρότητά τους ή τον εύκολο εφησυχασμό, και επίσης από τον φόβο τους. Σχεδόν όλοι κάνουν μια μικρή διαδρομή και φρενάρουν, σταματούν γρήγορα και κάθονται και συνέρχονται από την τρομάρα ή αποκοιμιούνται, και τότε υπολείπονται…δεν αντέχεται η διαρκής διερεύνηση ούτε η εμμονή, το να σταθεί κανείς πραγματικά σε κάτι, ώστε να μάθει αυτό το κάτι.»

Αλήθειες, ψέμματα, καλά κρυμμένα μυστικά, αδυναμία επικοινωνίας. Το μυθιστόρημα του Μαρίας είναι γεμάτο από σελίδες όπου η προπαγάνδα έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο, τον Ισπανικό Εμφύλιο και την δράση του Αντρές Νιν και του POUM, τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, την εποχή του Ψυχρού πολέμου. Το ύφος εναλάσσεται από λυρικό, όταν αναφέρεται στον Σαίξπηρ (ο Μαρίας δίδαξε στην Οξφόρδη για αρκετό καιρό) σε κοφτό και ρεπορταζιακό όταν αναφέρεται στον Ίαν Φλέμινγκ και τις περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ. Το συγκλονιστικότερο κομμάτι του βιβλίου είναι σίγουρα η περιπέτεια του πατέρα του ήρωα/αφηγητή, ο οποίος προδώθηκε από τον καλύτερό του φίλο μη θέλοντας ή ανήμπορος να δει τι κρυβόταν πίσω από τα λόγια και τις πράξεις εκείνου και ο γιός πλέον σε ένα γύρισμα της τύχης καταλήγει να κάνει αυτήν ακριβώς τη δουλειά, να ανακαλύπτει αυτό ακριβώς, τι κρύβεται πίσω από τα λόγια και τις αυθόρμητες ή μη χειρονομίες ανθρώπων άγνωστων σε αυτόν.

«Πως γίνεται να μη βλέπουμε μέσα σε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα ότι θα μας καταστρέψει εκείνος που θα καταλήξει και κατέληξε να μας καταστρέψει; Να μη διαισθανθούμε ούτε να μαντέψουμε τη σκευωρία του, τις μηχανορραφίες του και τον κυκλικό χορό του, να μη μυρίσουμε τη μοχθηρία του ή να ανασάνουμε τη χυδαιότητά του, να μη παρατηρήσουμε την παγίδα που στήνει σιγά σιγά και την πολύ αργή και φθίνουσα αναμονή του, και την επακόλουθη ανυπομονησία που ποιος ξέρει πόσα χρόνια ήταν αναγκασμένος να συγκρατεί; Πως γίνεται να μη γνωρίζω σήμερα το πρόσωπό σου αύριο, αυτό που ήδη υπάρχει ή σφυρηλατείται κάτω από τη μορφή που δείχνεις ή κάτω από τη μάσκα που φοράς, και που σίγουρα θα μου το δείξεις μόνο τότε που δεν θα το περιμένω;»

Δεν μπορώ να ξέρω αν η τριλογία «Το πρόσωπό σου αύριο» θα φτάσει στο ύψος των αριστουργημάτων του συγγραφέα «Καρδιά τόσο άσπρη» ή (κυρίως του) «Όλες οι ψυχές», σίγουρα το πρώτο μέρος μας αφήνει με την προσμονή για ακόμα καλύτερη και πιο μεστή συνέχεια – εξάλλου κάποιες κριτικές στον ξένο τύπο το συγκρίνουν με την «Αναζήτηση του χαμένου χρόνου» του Μ.Προυστ. Ο Javier Marias, είναι μια περίπτωση συγγραφέα που δεν ξέρεις που μπορεί να σε πάει, απλά περιμένει να αφεθείς στην μαγεία της αφήγησής του. Ένα από τα προσεχή Νόμπελ Λογοτεχνίας; Εγώ θα πόνταρα με σιγουριά.

«Το να αφηγείσαι είναι σχεδόν πάντα δώρο, ακόμα κι όταν περιέχει και σταλάζει δηλητήριο η αφήγηση, είναι επίσης δεσμός και δόσιμο εμπιστοσύνης, και είναι σπάνια η εμπιστοσύνη που αργά η γρήγορα δεν θα προδοθεί, σπάνιος ο δεσμός που δεν γίνεται κουβάρι ή κόμπος, και καταλήγει έτσι να σφίγγει τόσο που χρειάζεται μαχαίρι ή σπαθί για να κοπεί.»


____________________________________________________________

Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα

____________________________________________________________




Hosted by kiwi6.com music upload.
Download mp3 - Upload music.





Cirque du soleil - Querer
 



2 Comments:


At 28/1/18 00:30, Anonymous Ανώνυμος

Μα γιατί δεν έχουν μεταφραστεί τα άλλα 2 της τριλογίας; Από το να μεταφράζουνε οι εκδοτικοί οίκοι κακής ποιότητας best seller του κιλού είναι κρίμα που ένα τόσο μεγάλο έργο δεν έχει αποδοθεί εξ ολοκλήρου στην ελληνική γλώσσα. Ο Χαβιέρ Μαρίας δεν είναι κάποιος τυχαίος, όλα του τα βιβλία είναι, αν όχι αριστουργήματα, παρά πολύ καλά.


Απόστολος

 

At 26/4/18 16:37, Blogger spiretos72

Δεν νομίζω να εκδοθούν ποτέ υα άλλα δύο. Ήδη η Πολιτεία το δίνει με 60% έκπτωση.

 

Δημοσίευση σχολίου

~ back home