Τρίτη, Ιανουαρίου 27, 2015
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 27, 2015 | Permalink
Η ακριβή ζωή της Alice Munro
Με
την Alice Munro, έχω ασχοληθεί αρκετές
φορές στο παρελθόν, αφού αποτελεί μία από τις αγαπημένες μου συγγραφείς. Είναι
ιδιαίτερα ενθαρρυντικό που αρκετός κόσμος πλέον την γνωρίζει και την έχει
αγαπήσει στη χώρα μας, μετά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2013, και
αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής που από αυτό εδώ το blog (που πάντα είχα την
εντύπωση ότι απευθύνεται σε πολύ λίγους), αρκετοί άνθρωποι ήρθαν σε επαφή με το
έργο της (το post μου της ημέρας απονομής του βραβείου, είναι το
δημοφιλέστερο απ'όσα έχω γράψει μέχρι τώρα στα σχεδόν 9 χρόνια λειτουργίας του blog).
Η καινούργια συλλογή διηγημάτων της "ΑΚΡΙΒΗ ΜΟΥ ΖΩΗ" ("Dear
life"), (Εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφρ. Σ.Σκουλικάρη,
σελ.324), αποτελείται κι αυτή (όπως οι προηγούμενες) από μια σειρά εξαιρετικών
διηγημάτων στο γνώριμο χαμηλότονο ύφος της μεγάλης αυτής συγγραφέως, οπότε
είναι βέβαιο ότι θα ενθουσιάσει τους θαυμαστές της.
14
διηγήματα απαρτίζουν τη συλλογή αυτή. 10 ιστορίες μυθοπλασίας και 4
αυτοβιογραφικά διηγήματα, που, αποτελούν
ένα ξεχωριστό κεφάλαιο (έχει τίτλο δε "Φινάλε" σαν ένα είδος μικρού
απολογισμού συγγραφικής ζωής). Οι περισσότερες ιστορίες λαμβάνουν χώρα, στην
επαρχία του Οντάριο του Καναδά, τόπο γέννησης της Munro και οι ολοζώντανες
περιγραφές του τοπίου βυθίζουν τον αναγνώστη μέσα στην αγροτική ατμόσφαιρά
τους.
Τα
τρένα, οι εκκλησίες, το τραπέζι του σπιτιού στρωμένο με φαγητά, οι απέραντες
εκτάσεις των αγροτικών περιοχών του Καναδά, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στις
ιστορίες της Μανρό. Στην πρώτη ιστορία «Να φτάσει στην Ιαπωνία», το αίσθημα
φυγής είναι έντονο στη νεαρή μητέρα, η οποία ταξιδεύοντας με το τρένο, θα κάνει
έρωτα με έναν νεαρό μέσα στο τρένο αφήνοντας την μικρή της κόρη να την
περιμένει στο διπλανό κουπέ, ενώ στο υπέροχο «Αμούδσεν» (ένα από τα καλύτερα
διηγήματα της συλλογής), μια ρομαντική κοπέλα προσλαμβάνεται ως δασκάλα σε ένα
σανατόριο μιας απομονωμένης και απομακρυσμένης μικρής πόλης, και εκεί μέσα σε
ένα περιβάλλον νοσοκομειακό, όπου οι απουσίες μακροχρόνιες ή μη των μικρών
μαθητών, δεν προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση, ερωτεύεται τον γιατρό του ιδρύματος
και βλέπει τα όνειρά της να τσακίζονται.
Στο
εξόχως υπαινικτικό «Αφήνοντας το Μάβερλι», οι ήρωες είναι αιχμάλωτοι των
κοινωνικών συνθηκών και της επαρχιακής νοοτροπίας. Ο άντρας που φροντίζει την
ασθενή σύζυγό του μέχρι το τέλος της ζωής της, παρακολουθεί την πορεία προς την
ωρίμανση μιας καταπιεσμένης κοπέλας που κάνει την επανάστασή της και
συντρίβεται, και, στο δραματικό «Χαλίκι» έχουμε την ανάμνηση ενός τραγικού
οικογενειακού ατυχήματος που συνέβη σε ένα αμμωρυχείο.Στην «Περηφάνεια»
διαβάζουμε την ιστορία δύο μοναχικών ανθρώπων, διαφορετικών αλλά και όμοιων,
που η εποχή τους, τους προσπερνάει, και στην υπέροχη «Κόρι» την ιστορία μιας
ευκατάστατης κληρονόμου που υποκύπτει σε έναν εκβιασμό λόγω της σχέσης της με
έναν παντρεμένο – μόνο που τα πράγματα δεν ήταν όπως ακριβώς φαίνονταν.
Το
καλύτερο διήγημα της συλλογής είναι το συγκλονιστικό «Τρένο», μια ιστορία ενός
ανθρώπου που όλο έφευγε μακριά, από δεσμεύσεις, από προβλήματα – ενός ανθρώπου
που προσπαθεί να ζήσει αόρατος από τους άλλους αλλά και από τον ίδιο του τον
εαυτό. Ένα υπαινικτικό αριστούργημα, ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα 40 σελίδων,
απόλυτα κινηματογραφικό στη δομή του, πρόκληση για στοχασμό και συγκίνηση.
«Το
σάλτο από το τρένο ήταν να γίνει η ματαίωση. Ξεσήκωσες το σώμα, ετοίμασες τα
γόνατα, για να μπεις σε ένα άλλο συμπαγές κομμάτι αέρα. Ατένισες με λαχτάρα το
κενό. Κι αντί γι’αυτό τι πήρες; Ένα σμήνος νέων συνθηκών, που ζητούσαν ευθύς
αμέσως την προσοχή σου όπως δεν έκαναν ποτέ όταν καθόσουν στο τρένο κι απλώς
κοιτούσες έξω από το παράθυρο. Τι κάνεις εδώ; Πού πας; Μια αίσθηση ότι σε
παρακολουθούν πράγματα που δεν γνώριζες. Ότι είσαι μπελάς. Ότι η ζωή ολόγυρα
βγάζει για σένα συμπεράσματα από οπτικές γωνίες που δεν θα μπορούσες να τις δεις»
Το
«Με θέα στη λίμνη» έχει ηρωίδα μια γυναίκα που πάσχει από αλτσχάιμερ – ένα θέμα
που απασχολεί ιδιαίτερα την συγγραφέα και αποτέλεσε υλικό για ένα από τα
καλύτερα της διηγήματα, αριστουργηματικό "Πέρασε η αρκούδα το βουνό"
(που περιλαμβάνεται στην παλαιότερη συλλογή "Μ'αγαπάει δεν
μ'αγαπάει" και στην συλλογή διηγημάτων του J.Eugenides, "Της αγάπης μου ο σπουργίτης πέταξε"), ενώ στο «Ντόλι» έχουμε την ιστορία ενός γηραιού ζευγαριού που
προγραμματίζει την αυτοκτονία του, αλλά η άφιξη μιας νεανικής αγάπης του
συζύγου ανατρέπει τη ζωή τους αναβάλλοντας τα σχέδια για τα καλά.
Το
βιβλίο κλείνει με 4 αυτοβιογραφικά διηγήματα της συγγραφέως, «Το μάτι», η
«Νύχτα», οι «Φωνές» και το «Ακριβή μου ζωή», όπως γράφει η Munro,
«αποτελούν ξεχωριστή ενότητα, καθώς δίνουν την αίσθηση αυτοβιογραφίας, παρότι
στην πραγματικότητα δεν είναι πάντα ακριβώς αυτό. Πιστεύω ότι είναι τα πρώτα
και τελευταία – και τα κοντινότερα – πράγματα που έχω να πω για τη δική μου
ζωή.»
Στα
διηγήματα αυτά έχουμε στιγμιότυπα από την παιδική και εφηβική ηλικία της
συγγραφέως στην αγροτική περιοχή όπου ζούσε. Τις αυπνίες της όταν ήταν έφηβη,
το σοκ με τη γέννηση του μικρού της αδερφού και μετέπειτα της μικρότερης της
αδερφής, η ανάμνηση της από μια κηδεία, από έναν χορό, περιστατικά με τους
ανθρώπους της περιοχής, η κοινωνική υποκρισία, οι στρατιώτες που βρίσκονται με
άδεια στο χωριό, το σπίτι που μεγάλωσε και η ιστορία του, οι γείτονες, η μητέρα
της - εμβληματική μορφή που καθορίζει το έργο της, ο πατέρας με τα άγχη και τις
αγωνίες του.
"Στις
μέρες μας , αν έχεις ζήσει πολύ καιρό με την ιδιότητα του γονιού, ανακαλύπτεις
ότι μαζί με τα λάθη που ξέρεις πάρα πολύ καλά έκανες κι άλλα που δεν μπήκες
στον κόπο να τα μάθεις. Νιώθεις κατά κάποιον τρόπο ταπεινωμένος στο βάθος,
καμιά φορά αηδιασμένος με τον εαυτό σου. Δεν νομίζω πως ένιωθε τίποτα τέτοιο ο
πατέρας μου. Ξέρω όμως πως, αν τον είχα ποτέ κατηγορήσει που χρησιμοποιούσε
πάνω μου τον ιμάντα που ακονίζουμε τα ξυράφια ή το ζωνάρι του, θα μου έλεγε, αν
δεν σ' αρέσει, κάνε παράπονο. Τα χτυπήματα με το λουρί μπορεί να τα θυμόταν, αν
τα θυμόταν κιόλας, σαν τίποτα παραπάνω από το απαραίτητο και αποδεκτό εργαλείο
συγκράτησης της φαντασίωσης ενός αυθάδικου παιδιού πως είναι τ'αφεντικό.
"Νόμιζες
ότι παραήσουν έξυπνη" ήταν αυτό που μπορεί να είχε επικαλεστεί ως
επιχείρημα για τις τιμωρίες, και μάλιστα το άκουγες συχνά εκείνες τις εποχές,
με την εξυπνάδα να φιγουράρει σαν ένα αποκρουστικό ζιζάνιο που έπρεπε να του
κόψεις το θράσος. Αλλιώς υπήρχε κίνδυνος να μεγαλώσει πιστεύοντας πως είναι
έξυπνος. Ή έξυπνη, στην προκειμένη περίπτωση."
Η
αυτοβιογραφική ματιά είναι γεγονός, ότι, διαπερνάει όλο το συγγραφικό έργο της
θαυμάσιας αυτής συγγραφέως οπότε δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο αυτές οι 4
τελευταίες ιστορίες (παρά την αδιαμφισβήτητη αξία τους), που αντί να
"φωτίζουν" περισσότερο τα του βίου της, προσθέτουν ένα είδος
μυστηρίου και γκρίζου χρώματος. Αντίθετα τα 10 διηγήματα της συλλογής, είναι
όλα ένα κι ένα, πραγματικά εξαιρετικά. Έχεις την αίσθηση ότι διαβάζεις
μυθιστόρημα ή νουβέλα και όμως το μεγαλύτερο από αυτά είναι μόλις 40 σελίδες.
Το χαρακτηριστικό ύφος που καθιέρωσε την Μάνρο στην συνείδηση του αναγνωστικού
κοινού, είναι κι εδώ παρόν και ευδιάκριτο. Χαμηλοί τόνοι, ύψιστη
υπαινικτικότητα, λυρισμός και στοχασμός, μοναδικές εικόνες της φύσης και της
αγροτικής ζωής, η μοναξιά και η λήθη, η συγχώρεση, ο βουβός πόνος και η
δυσκολία κατανόησης.
Διηγήματα
όπως το "Τρένο", το "Αμούδσεν", η "Κόρι" με το
ανατρεπτικό φινάλε, το "Αφήνοντας το Μάβερλι" αποτελούν λογοτεχνικά
διαμάντια που αφήνουν τον αναγνώστη άφωνο με την κομψότητα του στυλ, και την
άφθαστη οικονομία του λόγου, όπου τίποτα (κυριολεκτικά) δεν είναι περιττό. Στις
ιστορίες της, η συγγραφέας δεν προειδοποιεί για το φινάλε, όλα έρχονται ήρεμα -
σε σημείο να διαβάζεις ένα συγκλονιστικό γεγονός και να μη το συνειδητοποιείς
αμέσως. "Η ακριβή μου ζωή" είναι μια υπέροχη συλλογή διηγημάτων που
προσθέτει ακόμα έναν πολύτιμο λίθο στην βιβλιογραφία της Alice
Munro.