Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2017
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2017 | Permalink
Ο Γιος
“Ο ΓΙΟΣ” (“The Son”) - (Εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ.
Ι.Διονυσοπούλου, σελ.686), αυτό το συγκλονιστικό έπος του Αμερικανού Philipp Meyer (Νέα Υόρκη,1974), είναι ένα ογκώδες και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, το οποίο δεν μπορείς να το αφήσεις από
τα χέρια σου. Εκτός από το προφανές, μια οικογενειακή σάγκα· είναι και μια
προσπάθεια περιγραφής της πλούσιας και μπερδεμένης ιστορίας του Τέξας και σε
ένα δεύτερο επίπεδο για το πως χτίζεται μια χώρα, πως ακμάζει και τα παιχνίδια
εξουσίας που παίζονται.
Η δομή του
μυθιστορήματος διασχίζει 6 γενιές της οικογένειας αλλά οικοδομείται, γύρω από
τρεις ανθρώπους, τρία μέλη της οικογένειας ΜακΚάλα. Τον εμβληματικό (και
ουσιαστικά κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου) Ίλαϊ ΜακΚάλα που γεννήθηκε το 1836
και πέθανε 100 χρόνια αργότερα, τον γιο του Πίτερ (την ντροπή της οικογένειας),
που γεννήθηκε το 1870 και την εγγονή του Πίτερ (και δισέγγονη του Ίλαϊ) Τζίνι
ΜακΚάλα που γεννήθηκε το 1926.
Ο Συνταγματάρχης
Ίλαϊ γόνος μιας οικογένειας πιονέρων αποίκων του Τέξας, βλέπει την μάνα του και
την αδερφή του να σφαγιάζονται από τους Κομάντσι, οι οποίοι απαγάγουν εκείνον
και τον μεγαλύτερο αδερφό του Μάρτιν, ο οποίος ήταν άνθρωπος των βιβλίων, και
δεν αντέχει πεθαίνοντας γρήγορα σε αντίθεση με τον δεκατριάχρονο Ίλαϊ που δείχνει να του
ταιριάζει απόλυτα η νομαδική ζωή των Ινδιάνων. Ο Ίλαϊ θα μείνει τρία χρόνια με
τους Κομάντσι και θα ενσωματωθεί πλήρως στον τρόπο ζωής τους, μαθαίνοντας με
απόλυτη επιτυχία πως να κυνηγάει, να πολεμάει, να χειρίζεται το τόξο, να
παίρνει σκαλπ φτιάχνοντας την δική του συλλογή. Όταν όμως η φυλή χτυπημένη από
τις αρρώστιες και τις συνεχείς μετακινήσεις, θα παρακμάσει, εκείνος θα διαφύγει
στον “πολιτισμό”, όπου θα αντιμετωπίσει στην αρχή μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής,
αλλά θα το ξεπεράσει,όταν κατατάσσεται (ουσιαστικά δια της βίας) στους
Ρέιντζερς (την Τεξανή πολιτοφυλακή). Από εκεί και πέρα, η πορεία του Ίλαϊ θα
είναι ανοδική, εκμεταλλευόμενος τον Εμφύλιο με διάφορους τρόπους και
αγοράζοντας έρημες εκτάσεις θα βρεθεί μετά από αρκετά χρόνια πετρελαιοπαραγωγός
και μεγαλοτσιφλικάς μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει ακόμα και τις βιαιότερες
μεθόδους για να το επιτύχει.
Ο Πίτερ, ο
δευτερότοκος γιος του Ίλαϊ, είναι το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Φτιαγμένος από το ίδιο καλούπι με τον πρόωρα
χαμένο θείο του Μάρτιν, είναι ένας άνθρωπος που ζει σε λάθος μέρος την λάθος
εποχή, χαμένος στις σκέψεις και τα βιβλία του. Η απάνθρωπη επίθεση και σφαγή
των παλαιότερων γειτόνων των ΜακΚάλα, των Μεξικανοαμερικανών Γκαρσία (μιας
παλιάς και κάποτε ακμάζουσας οικογένειας με το παλαιότερο σπίτι στην περιοχή),
από τους ανθρώπους του Ίλαϊ και τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού, με
αφορμή, μια αμφισβητούμενη κλοπή των αλόγων των ΜακΚάλα, θα τον συγκλονίσει. Θα
γίνει μάρτυρας αδιανόητων αγριοτήτων από μέλη της ίδιας του της οικογένειας
αλλά και από ανθρώπους που κάποτε εκτιμούσε, ενώ θα υποχρεωθεί να συμμετάσχει
στην πολιορκία του σπιτιού των Γκαρσία, κάτι που θα τον γεμίσει με ενοχές αλλά
και κατάθλιψη, για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Μετά από χρόνια ένα πρόσωπο από το
παρελθόν θα ανατρέψει τη ζωή του και θα διαρρήξει οριστικά τις σχέσεις του με
τον πατριαρχικό Ίλαϊ, κάτι που θα συντελέσει στην απομόνωσή του από όλους.
“Κάτω από
έναν καναπέ πρόσεξα κάτι: ένα μικρό κορίτσι με μπλε φόρεμα. Ακριβώς δίπλα ένα
αγόρι , έξι με εφτά, νεκρό κι αυτό. Και τότε πια ένα φράγμα χώρισε τα μάτια μου
απ' το μυαλό μου· τους κοιτούσα με επιστημονικό ενδιαφέρον· ιδού το αίμα, ιδού
οι τρύπες. Ιδού οι επιπρόσθετες λεπτομέρειες: λιμνούλες ζωηρού βαθυκόκκινου
χρώματος, αποτυπώματα από χέρια και μπότες, μακρουλοί λεκέδες στα σημεία όπου
οι πληγωμένοι σύρθηκαν, ματωμένες πιτσιλιές στους τοίχους που μαρτυρούσαν
ύστατες στιγμές, ιστορίες που δεν θα ακούγονταν ποτέ. Ένας νεαρός άντρας
μπρούμυτα, η λευκή του ραχοκοκαλιά εκτεθειμένη, ένας άλλος σωριασμένος σαν
μεθυσμένος με τα μυαλά του χυμένα στο πουκάμισό του. Είδα κι άλλους να κοιτούν
με το ίδιο ψυχρό ενδιαφέρον. Όταν το αίμα δεν ανήκει σε δικό σου άνθρωπο, είναι
σαν κρασί, σαν νερό.”
Μέσα από
την αφήγηση της Τζίνι ΜακΚάλα, της δισέγγονης του Ίλαϊ, θα παρακολουθήσουμε την
πορεία της οικογένειας προς τον ξέφρενο πλουτισμό. Ο συγγραφέας πιάνει το νήμα
από το 2012 καθώς η ζωή της γηραιάς Τζίνι φεύγει σιγά σιγά κι εκείνη σωριασμένη
στο πάτωμα του μεγάρου της, είναι χαμένη μέσα στις αποσπασματικές της
αναμνήσεις. Η οικονομική απογείωση της ήδη πάμπλουτης βέβαια, αλλά
παρακμάζουσας περιουσίας του Ιλάϊ μέσα από τις έξυπνες κινήσεις της Τζίνι θα
γίνει πραγματικότητα, εκείνη δε, θα κατορθώσει να καθιερωθεί ως αυτάρκης
προσωπικότητα μέσα στο σεξιστικό ανδροκρατικό περιβάλλον του Τέξας.
Ο Μάγιερ
χρησιμοποιεί πρωτοπρόσωπη αφήγηση στους δύο άντρες ήρωές του, στον δε Πίτερ η
αφήγηση είναι όλη ημερολογιακή καλύπτοντας μια περίοδο δύο χρόνων (Αύγουστος
1915 – Σεπτέμβριος 1917). Το κομμάτι της Τζίνι (που σε ορισμένα κεφάλαια
επιγράφεται ως “Τζέι Αν”) είναι μικτό, στο μεγαλύτερο τμήμα του χρησιμοποιείται
τριτοπρόσωπη αφήγηση, σε μικρότερο τμήμα πρωτοπρόσωπη. Δεν υπάρχει μια γραμμική
σειρά στο αφηγηματικό πλαίσιο, καθώς οι τρείς αφηγητές/ήρωες του βιβλίου, δρουν
σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αυτό όμως ουδόλως μπερδεύει τον αναγνώστη
διότι ο συγγραφέας δένει αρμονικά τις ιστορίες που έτσι κι αλλιώς αλληλοδιαπλέκονται.
Σ' αυτό το
εξαιρετικό και ιδιαίτερα χορταστικό μυθιστόρημα βλέπουμε την μυθολογία των
“συνόρων” και την βία που χρησιμοποιήθηκε για την χάραξή τους. Η δύναμη των
περιγραφών αλλά και των εικόνων που κατασκευάζει η πένα του Μάγιερ, είναι τέτοια,
που ο αναγνώστης νιώθει την σκόνη, την σφαίρα, το μαχαίρι, την αλληλοσφαγή, τη
μυρωδιά του αίματος, την γεύση στο στόμα του πετρελαίου που χύνεται στα
χωράφια. Χωρίς να υποκύπτει σε “πολιτικές ορθότητες”, η ιστορία του Τέξας, μια
ιστορία απίστευτης βίας αλλά και σκληρών αγώνων, περνάει μέσα από την αφήγηση
του Ίλαϊ και παρά τους κάποιους πλατιασμούς στην “ινδιάνικη” περίοδο της ζωής
του, ο ρυθμός του βιβλίου είναι καταιγιστικός.
Είναι μια
λογοτεχνική δημιουργία που σε παίρνει από το χέρι και δεν σε αφήνει·
κυριολεκτικά σε δονεί. Ο Μάγιερ περιγράφει με απόλυτα λογοτεχνικό τρόπο και
έξοχο ύφος, πως φτιάχνεται αλλά και πως μπορεί να καταρρεύσει μια αυτοκρατορία.
Επικό και ταυτόχρονα ελεγειακό αυτό το έξοχο μυθιστόρημα, είναι επίσης, ένα
βιβλίο για το πάθος για την εξουσία και το χρήμα, αλλά και για τη συγχώρεση, την λύτρωση και
τις ενοχές, την ταυτότητα και το οικογενειακό αίμα, τον ρατσισμό και το
έγκλημα, την κληρονομιά και την διαφορετικότητα.
“Ο Γιος”
έχει όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα αποκαλούμενα “μεγάλα αμερικανικά
μυθιστορήματα” (από αυτά που έγραφαν ο Ντος Πάσος, ο Faulkner, ο Hemingway, ο Steinbeck), είναι δε, ένα βιβλίο που θα
μπορούσε να έχει γραφτεί από τον Κόρμακ ΜακΚάρθυ (ο συγγραφέας είναι σίγουρα
επηρεασμένος από αυτόν τον σπουδαίο λογοτέχνη), αν και ο κεντρικός χαρακτήρας
φέρνει πολύ από τον Μπάνι, τον ήρωα του “Πετρέλαιο” του εμβληματικού βιβλίου
του Upton
Sinclair
που τόσο ωραία
ενσαρκώθηκε από τον Ντάνι Ντέϊ Λιούις στην κινηματογραφική του μεταφορά.
Εξάλλου και “ο Γιος” ήδη μεταφέρθηκε στην τηλεόραση ως σειρά 10 επεισοδίων, η
οποία θα αρχίσει να προβάλλεται στις 8/4 με τον γοητευτικό Pierce Brosnan στον ρόλο του Συνταγματάρχη Ίλαϊ.
“Όσο για
τον Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, διόλου δεν ξαφνιάστηκε. Τη χρονιά που πέθανε υπήρχαν
ακόμα στη ζωή Τεξανοί που είχαν δει τους γονείς τους να χάνουν το σκαλπ τους
από Ινδιάνους. Η γη διψούσε. Έκρυβε ακόμα κάτι πρωτόγονο μέσα της. Στο ράντσο
είχαν βρει αιχμές παλαιοϊνδιανικής περιόδου, τύπου Κλόβις αλλά και Φόλσομ, και
ενώ ο Ιησούς ανέβαινε τον Γολγοθά, οι Μόγκολον αλληλοσπαράζονταν με πέτρινα
τσεκούρια. Όταν έφτασαν οι Ισπανοί, υπήρχαν οι Σούμα, οι Χουμάνο, οι Μάνσο, οι
Λα Χούντα, οι Κόντσο, οι Τσίζος και οι Τομπόσο, οι Οκάνα και οι Κακαξτλ, οι
Κοαουιλτέκαν, οι Κομεκρούντο...όμως κανείς δεν ξέρει αν όλοι αυτοί αφάνισαν
τους Μόγκολον ή αν προέρχονταν από αυτούς. Όλοι αφανίστηκαν από τους Απάτσι.
Που αφανίστηκαν με τη σειρά τους, στο Τέξας τουλάχιστον, από τους Κομάντσι. Που
τελικά αφανίστηκαν από τους Αμερικάνους.
Ένας
άνθρωπος, μια ζωή, τι αξία είχε; Σχεδόν καμία. Οι Βησιγότθοι κατέστρεψαν τους
Ρωμαίους· και οι ίδιοι καταστράφηκαν από τους μουσουλμάνους. Που καταστράφηκαν
από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους. Δεν χρειαζόταν καν ο Χίτλερ για να
φανεί η ασχήμια της όλης ιστορίας. Ωστόσο...ιδού αυτή. Ανάσαινε, σκεφτόταν. Το
αίμα που κυλάει στις φλέβες της Ιστορίας γεμίζει ποτάμια και ωκεανούς, μα παρά
τις τόσες σφαγές...ιδού εσύ.”