Name: Librofilo (Books'aficionado) From: Athens, Greece About me: Αυτό το ιστολόγιο, υπάρχει από τον Μάιο του 2006 και ασχολείται κυρίως με κριτικές βιβλίων (ως επί το πλείστον λογοτεχνίας αλλά και μερικά δοκίμια ή πολιτικά και ιστορικά κείμενα). Τα τελευταία χρόνια αποφάσισα να μην ασχολούμαι με βιβλία που διάβασα για τα οποία δεν έχω τίποτα να πω (άσχετα με την αξία τους) ή με βιβλία τα οποία δεν μου άρεσαν καθόλου (και πιστέψτε με είναι αρκετά). Ο σκοπός του blog αυτού δεν είναι να αναπαράγει δελτία τύπου αλλά να γίνεται κατανοητό το βιβλίο που παρουσιάζεται και ο αρθρογράφος να καταφέρει να δώσει στον αναγνώστη του, μια (όσο γίνεται περισσότερο) πληρέστερη εικόνα της ιστορίας και της τεχνικής του συγγραφέα. Πάνω απ' όλα βέβαια αυτό που χαρακτηρίζει αυτό το blog είναι η απεριόριστη αγάπη για το καλό μυθιστόρημα, την καλή λογοτεχνία (χωρίς εισαγωγικά) και γι' αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει όσο εκδίδεται τέτοια.
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 25, 2017 | Permalink
Απ' τον αέρα πιο ελαφριά
Δράμα
δωματίου, είναι το σαγηνευτικό μυθιστόρημα του Αργεντίνου συγγραφέα Federico
Jeanmaire(Βαραδέρο,
1957), με τίτλο “ΑΠ' ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΠΙΟ ΕΛΑΦΡΙΑ” (“Mas liviano
que el aire”) - (εκδ. Opera, μετάφρ. Αχ. Κυριακίδης, σελ. 243),
ένα βιβλίο στιλάτο και πολυεπίπεδο, που παίρνει τη μορφή του θρίλερ,
καθηλώνοντας τον αναγνώστη, μέσα από την αφήγηση-μονόλογο μιας γηραιάς
γυναίκας.
Ένας
14άχρονος αποπειράται να ληστέψει μια 93άχρονη γυναίκα έξω από το σπίτι της. Με
την απειλή μαχαιριού, την υποχρεώνει να του ανοίξει την πόρτα και να τον βάλει
στο ρετιρέ διαμέρισμά της. Εκείνη, εκμεταλλεύεται την νεανική του αφέλεια, τον
πείθει ότι τα χρήματά της είναι στο μπάνιο και καταφέρνει να τον κλειδώσει
μέσα. Το μπάνιο δεν έχει παράθυρο, η πόρτα του είναι μασίφ και δεν σπάει, ενώ
και το διαμέρισμα από κάτω είναι κενό, οπότε οι φωνές του νεαρού δεν ακούγονται
από κανέναν. Είναι Πέμπτη 29 Νοεμβρίου και η ομηρεία του νεαρού Σαντιάγο θα
κρατήσει 4 ημέρες, μέχρι την Κυριακή 2 Δεκεμβρίου.
Η υπέργηρη
Ραφαέλα αντί να ειδοποιήσει την Αστυνομία, κάθεται έξω από την πόρτα και μιλάει
στον Σαντιάγο (ή Σάντι όπως τον αποκαλεί χαϊδευτικά). Δεν προτίθεται να τον απελευθερώσει αν δεν του πει την τραγική
ιστορία της μητέρας της, που πέθανε όταν εκείνη ήταν 2 ετών, ενώ κι ο πατέρας
της αυτοκτόνησε, μην αντέχοντας την ντροπή που προκάλεσε ο θάνατος της συζύγου
του και τις φήμες που κυκλοφόρησαν. Το σκάνδαλο που ξέσπασε, παρά την κάλυψη
της υπόθεσης από την αστυνομία ήταν μεγάλο. Η Ραφαέλα έζησε με τις θείες της,
λοιδορούμενη στο σχολείο και με τις ψιθύρους για την μητέρα της να την
ακολουθούν σε όλη της τη μοναχική ζωή. Δεν είχε ποτέ κανέναν να μιλήσει, οπότε
ο έγκλειστος νεαρός αποτελεί τον (όχι και τόσο ιδανικό) ακροατή που ακούσει την
ιστορία της ζωής της και των εμμονών της.
"...ανέκαθεν
θαύμαζα την αποφασιστικότητα της μητέρας μου, το θάρρος της. Και δε μιλάω γι'
αυτό το θάρρος που επέδειξε στο τέλος, αυτό ήταν η λογική κατάληξη μιας
αλληλουχίας γεγονότων που το κατέστησαν αναγκαίο· αυτό που ανέκαθεν θαύμαζα στη
μητέρα μου είναι η τόλμη της, που είχε ένα όνειρο, ένα στόχο να επιτελέσει. Το
αν κανείς το πραγματώσει ή όχι το όνειρό του δε μου φαίνεται τόσο σημαντικό όσο
το να περάσει τη ζωή του κυνηγώντας το. Δε μου φαίνεται. Μετά, το αν
πραγματωθεί ή όχι το όνειρό σου, εξαρτάται από την τύχη σου. Άλλοτε σου
βγαίνει, άλλοτε όχι. Αυτό που μετράει, είναι να γαντζωθείς στο ίδιο όνειρο όσο
ζήσεις. Με μένα δεν συνέβη αυτό. Εγώ δεν ονειρεύτηκα ποτέ τίποτα. Δεν ήμουν
ποτέ θαρραλέα, δε χρειάστηκε ποτέ να πάρω καμιά κεφαλαιώδη απόφαση. Απλώς,
έζησα. Ή, μάλλον επέζησα. Νομίζω πως, απ' όσο θυμάμαι, η μόνη επιθυμία που
γυρόφερε στο νου μου ήταν να πεθάνω. Η μόνη. Να πεθάνω μια και καλή. Αλλά
φοβάμαι πως ο θάνατος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί προσωπικό
όνειρο. Άσε που ούτε αυτό κατάφερα να το πραγματώσω. Ούτε εδώ στάθηκα τυχερή.
Κοίτα πόσων χρονών είμαι. Είμαι πολύ μεγαλύτερη απ' όλους τους ανθρώπους που δε
θέλησαν ή δε διανοήθηκαν ποτέ να πεθάνουν. Παράξενο ε;"
Μια γυναίκα
μεγαλοαστή στο τέλος του βίου της και ένα νεαρό χαμίνι στην αρχή της ζωής του,
βρίσκονται λοιπόν, κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες. Εκείνη θέλει να μιλήσει,
εκείνος είναι εγκλωβισμένος. Του δίνει μπισκότα και του μαγειρεύει σνίτσελ τα
οποία περνάει κάτω από το χάσμα της πόρτας. Είναι μια ιδιότυπη εξομολόγηση,
όπου τα συναισθήματα και των δύο εναλλάσσονται συνεχώς όπως και οι ρόλοι τους,
καθώς η γυναίκα όσο περνάει ο χρόνος, νιώθει όλο και πιο δεμένη με τον
αιχμάλωτό της, νιώθει να οικοδομεί μια σχέση έστω κι έτσι με κάποιον που την
ακούει (έστω κι αναγκασμένος) για πρώτη φορά στη ζωή της.
Σε ένα άλλο
επίπεδο όμως, είναι και μια σχέση που αντιπροσωπεύει την ρήξη στην Αργεντίνικη
κοινωνία. Η Ραφαέλα είναι μια μεγαλοαστή που ζει μόνη της σε ένα περιποιημένο διαμέρισμα
μιας καλής συνοικίας του Μπουένος Άιρες. Ο Σαντιάγο είναι ένα χαμίνι του
δρόμου, που ζει σε ένα δωμάτιο με όλη την οικογένειά του. Ο Ζανμέρ υιοθετεί την
πιο ακραία των περιπτώσεων για να δώσει έμφαση στο δράμα που χτίζει. Εκείνη στο τέλος της ζωής της, εκείνος στην αρχή -
δεμένοι σε ένα μοιραίο ταξίδι.
Ο μονόλογός
της είναι το μόνο που υπάρχει στο βιβλίο, την φωνή του νεαρού δεν την ακούμε,
μαθαίνουμε ότι την βρίζει, ότι φωνάζει, ότι παρακαλάει για απελευθέρωση και
φαγητό, ότι κάποιες φορές την καλοπιάνει μπας και την γλυτώσει. Δεν υπάρχει
διάλογος γιατί αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους που δεν επικοινωνούν
ποτέ. Στα μάτια της Ραφαέλας εκείνη αντιπροσωπεύει τον πολιτισμό και την
ευγένεια, εκείνος την βαρβαρότητα.
Η υπέργηρη
γυναίκα έχει τη δύναμη, έχει τα κλειδιά της πόρτας. Θεωρεί τον εαυτό της
ανώτερο και προσπαθεί να γαλουχήσει τον νεαρό. Μέσα από τον μονόλογό της
περνάει η σύγχρονη Αργεντίνικη πραγματικότητα. Οι γκάουτσος που θεωρούνται
τεμπέληδες και ο ρέμπελος τρόπος ζωής τους έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρο το
κοινωνικό σύνολο (όπως θεωρεί η μεγαλοαστή Ραφαέλα), η οικονομική κρίση, ο
φόβος για την κοινωνική αναταραχή, οι διακρίσεις στην κοινωνία.
Ο
συγγραφέας τονίζει όμως μέσα από τον μονόλογο της Ραφαέλας, το θέμα της
αφόρητης μοναξιάς στη ζωή της, της απομόνωσής της, της καταπίεσης που ένιωσε,
το συναισθηματικό κενό που βίωσε. Δεν γνώρισε ποτέ τη μητέρα της, άκουσε τα
χειρότερα γι' αυτήν, αλλά στα μάτια της αποτελεί ένα είδωλο, μια γυναίκα που
κυνήγησε το όνειρό της, με τον δικό της τρόπο, μια γυναίκα που προσπάθησε να
ξεφύγει από τις συμβάσεις και τα δεσμά της μεγαλοαστικής της ζωής. Μια γυναίκα
που κανείς δεν κατάλαβε ποτέ, γιατί “η επιθυμία κάθε γυναίκας είναι απ' τον
αέρα πιο ελαφριά”.
Ο Ζανμέρ,
τον οποίον αγνοούσα δυστυχώς (αλλά είναι τόσοι πολλοί οι καλοί Αργεντίνοι
συγγραφείς...), αποδεικνύεται μεγάλος μάστορας της αφήγησης, καθώς καταφέρνει να
απογειώσει και να δώσει φτερά σ' αυτό το φαινομενικά στατικό μυθιστόρημα που
εκτυλίσσεται μέσα σε τέσσερις τοίχους και να καθηλώσει τον αναγνώστη με το
έξοχο στυλ και τον ωραίο ρυθμό του “υποχρεώνοντας” σε να το διαβάσεις απνευστί.
Το βιβλίο που είναι ιδανικό για θεατρικό έργο, τιμήθηκε με το σημαντικό
Αργεντίνικο βραβείο Clarinγια το 2009 και
μεταφέρθηκε στη σκηνή πριν μερικά χρόνια με μεγάλη επιτυχία.
posted by Librofilo at Πέμπτη, Οκτωβρίου 19, 2017 | Permalink
Ο Στόουνερ
Εάν προσπαθήσεις να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν ξέρει τίποτα για το
μυθιστόρημα του JohnWilliams(Η.Π.Α.,
1922-1994), “Ο ΣΤΟΟΥΝΕΡ”, την ιστορία/την υπόθεση του βιβλίου, αποκλείεται να
συνειδητοποιήσει το πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι, η περιγραφή της ζωής
ενός βοηθού καθηγητή σε ένα περιφερειακό (επαρχιακό) πανεπιστήμιο των Η.Π.Α., ο
οποίος μάλιστα όλα τα χρόνια της ζωής του δεν απομακρύνθηκε παρά ελάχιστες
φορές από το πανεπιστημιακό κάμπους.
Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου (εκδ. Gutenberg, μετάφρ. Αθ. Δημητριάδου, σελ. 409),
περιγράφονται λίγο-πολύ όλα:
“Ο Γουίλιαμ Στόουνερ γράφτηκε στο πρώτο έτος του
Πανεπιστημίου του Μιζούρι το 1910, σε ηλικία δεκαεννέα ετών. Οκτώ χρόνια
αργότερα, ότον ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος βρισκόταν στην κορύφωσή του, έπαιρνε το
διδακτορικό του δίπλωμα και γινόταν μέλος του διδακτικού προσωπικού στο ίδιο
πανεπιστήμιο, όπου δίδαξε μέχρι τον θάνατό του, το 1956. Δεν έφτασε πιο πάνω
από τον βαθμό του επίκουρου καθηγητή και ελάχιστοι φοιτητές, απ' αυτούς που
είχαν παρακολουθήσει τα μαθήματά του, διατηρούσαν σαφή εικόνα του...
Αν τύχει και κάποιος φοιτητής συναντήσει το όνομα Γουίλιαμ Στόουνερ,
ενδέχεται να αναρωτηθεί γενικά και αόριστα ποιός να ήταν αυτός· η περιέργειά
του πάντως σπάνια θα ξεπεράσει το επίπεδο της απλής ερώτησης. Οι συνάδελφοι τού
Στόουνερ, οι οποίοι δεν του είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση όσο ζούσε, τώρα πια τον
αναφέρουν σπανίως· στους μεγαλύτερους το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση του
αναπόφευκτου για όλους τέλους, για τους νεότερους είναι απλώς ένας ήχος που δεν
ανακαλεί τίποτε από το παρελθόν ούτε τους θυμίζει κάποιον που είχε σχέση με
τους ίδιους ή την σταδιοδρομία τους.”
Τι είναι λοιπόν, το “Στόουνερ”, το βιβλίο που έχει γοητεύσει όσους το
διάβασαν; Μυθιστόρημα μαθητείας και campusnovelαλλά και υπαρξιακό μυθιστόρημα, όπου και να το κατατάξεις, δεν πέφτεις
έξω. Ο Τζον Γουίλιαμς, τον οποίον δυστυχώς αγνοούσα, κατορθώνει κάτι που
(τουλάχιστον στα δικά μου μάτια) δείχνει ακατόρθωτο: να καθηλώσει τον αναγνώστη
με μια (φαινομενικά) απλή αφήγηση, δίχως γλωσσικές πρωτοτυπίες και
μοντερνισμούς, περιγράφοντας τη ζωή ενός ανθρώπου που ουσιαστικά περνάει
απαρατήρητος, με ένα επάγγελμα που ο περισσότερος κόσμος θεωρεί βαρετό, και με
μια οικογενειακή ζωή θλιβερή και χωρίς συναίσθημα. Κι όμως η ανάγνωση αυτού του
βιβλίου μετατρέπεται χάρη στην ικανότητα του συγγραφέα σε μια μοναδική εμπειρία
λογοτεχνικής απόλαυσης, απλά εξιστορώντας την τραγικότητα της ύπαρξης ενός
ανθρώπου που πορεύτηκε σύμφωνα με το όραμά του – όποιο κι αν ήταν αυτό.
Ο Γουίλιαμ Στόουνερ, μοναχοπαίδι αγροτών, μεγαλώνει δουλεύοντας στην
οικογενειακή φάρμα, χωρίς να έχει ιδιαίτερες βλέψεις για κάτι διαφορετικό. Ο
πατέρας του τον στέλνει να σπουδάσει στη Γεωπονική σχολή του πανεπιστημίου της
Κολόμπια Μιζούρι, όπου ο νεαρός φιλοξενείται σε μια φιλική οικογένεια, δουλεύοντας
για εκείνους (ουσιαστικά τον εκμεταλλεύονταν), και ταυτόχρονα σπουδάζοντας.
Ψηλός, ξανθός και άγαρμπος, ντυμένος με τα ίδια ρούχα συνεχώς, ο Γουίλιαμ, μια
αδιάφορη και απλά συμπαθητική φιγούρα στη σχολή του, απλά περνούσε τα μαθήματα
χωρίς ιδιαίτερη έφεση.
Όμως στο δεύτερο έτος, όλα άλλαξαν, με έναν μοιραίο τρόπο. Στο μάθημα
επιλογής “Επισκόπηση της Αγγλικής λογοτεχνίας”, η διδασκαλία ενός γηραιού
καθηγητή πάνω σε ένα σονέτο του Σέξπιρ, του αλλάζει τη ζωή. Ένα σονέτο που
μιλάει για την χαμένη νιότη, για την φθορά “καθένας αγαπά διπλά ό,τι γοργά θα
χάσει”, κάνει τον Γουίλιαμ να μη θέλει να ασχοληθεί με τίποτα άλλο στη ζωή του
αφιερώνοντας στη λογοτεχνία το υπόλοιπο της ζωής του. Τάχιστα, εγκαταλείπει την
Γεωπονική, για να σπουδάσει Φιλολογία, μελετώντας συνεχώς λογοτεχνικά κείμενα,
κυρίως την ιστορικότητά τους, τις πηγές της Αγγλικής λογοτεχνίας στη μεσαιωνική
και αρχαία γραμματεία.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του, θα κάνει παρέα (όχι κολλητή, αλλά
για τα μέτρα του λίγο απρόσιτου Γουίλιαμ, έτσι δείχνει), με δύο συμφοιτητές
του, τον Μάστερς και τον Φιντς. Σε μια κουβέντα μάλιστα, πάνω από μερικές
μπίρες, ο Μάστερς θα προβεί σε μια ξαφνική ψυχογραφία του Στόουνερ, απόλυτα
ακριβή και καίρια. Οι δύο φίλοι του θα καταταχθούν, καθώς οι ΗΠΑ, μπαίνουν στον
Α Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ ο ήρωάς μας, θα αποφασίσει να μη πάει αφοσιωμένος στις
σπουδές του. Ο Μάστερς θα σκοτωθεί σχεδόν αμέσως, ο Φιντς θα επιστρέψει και θα
είναι πάντα δίπλα στον Στόουνερ, στηρίζοντας τον.
"Ποιος είσαι εσύ; Ένα απλό παιδί της γης όπως προσποιείσαι στον
εαυτό σου; Α μπα. Είσαι κι εσύ από τους ανάπηρους - εσύ είσαι ο ονειροπόλος, ο
τρελός σ' έναν πιο τρελό κόσμο, ο δικός μας, ο μεσοδυτικός Δον Κιχώτης χωρίς
τον Σάντσο του, που διασκεδάζει κάτω από τον γαλανό ουρανό. Είσαι αρκετά
έξυπνος - οπωσδήποτε πιο έξυπνος από τον κοινό μας φίλο. Έχεις όμως το μίασμα,
την παλιά αναπηρία. Εσύ νομίζεις ότι εδώ υπάρχει κάτι, κάτι που, αν ψάξεις, θα
το βρεις. Τέλος πάντων, μέσα στον κόσμο θα το μάθαινες γρήγορα το μάθημά σου.
Κι εσύ είσαι φτιαγμένος για να αποτύχεις, όχι πως εσύ θα κονταροχτυπηθείς με
τον κόσμο. Θα τον αφήσεις να σε μασήσει και να σε φτύσει και θ'απομείνεις να
σκέφτεσαι τι πήγε στραβά. Γιατί πάντα θα πιστεύεις ότι ο κόσμος ήταν κάτι που
δεν ήταν, κάτι που δεν είχε καμιά επιθυμία να είναι. Το σκαθάρι στο μπαμπάκι, η
κάμπια στη φασολιά, το σκουλήκι στο καλαμπόκι. Ούτε να τα αντιμετωπίσεις ούτε
να αναμετρηθείς μαζί τους θα μπορέσεις· γιατί είσαι πολύ αδύνμαος, αλλά
ταυτόχρονα πολύ δυνατός. Και δεν έχεις που να πας μέσα στον κόσμο."
Τελειώνοντας τις σπουδές, ο καθηγητής του, τού προσφέρει μια θέση
βοηθού στο πανεπιστήμιο κι εκείνος δέχεται. Έχει αποφασίσει ότι εκεί ανήκει,
και η επιθυμία του να γίνει καλός δάσκαλος, βαραίνει πάνω απ' όλα. Άπειρος
καθώς είναι στα ερωτικά θέματα, ερωτεύεται μια νεαρή κοπέλα καλής οικογένειας,
με το που την βλέπει σε μια εκδήλωση. Η Ίντιθ θα δεχτεί να γίνει σύζυγός του,
χωρίς κι εκείνη, να έχει συνειδητοποιήσει τι σημαίνει αυτό. Η κοινή τους ζωή θα
είναι μια κόλαση για τον Γουίλιαμ, καθώς η Ίντιθ είναι μια γυναίκα που ζει μαζί
του σαν να θέλει να τον εκδικηθεί για κάτι που της στέρησε. Ακόμα και η
εγκυμοσύνη της (μετά από την σφοδρή επιθυμία της να αποκτήσουν παιδί), δεν θα
την αλλάξει, μάλλον θα κάνει χειρότερα τα πράγματα. Θα γεννηθεί ένα κοριτσάκι,
η Γκρέις, στο οποίο ο Γουίλιαμ θα εκδηλώσει όλη την καταπιεσμένη τρυφερότητά
του, αλλά μετά τον θάνατό του πατέρα της Ίντιθ, εκείνη θα ρίξει όλο της το
βάρος στην ανατροφή της κόρης της, θεωρώντας ότι είναι υπέρ το δέον μελαγχολική,
απομονώνοντάς τον από το πλάσμα που λάτρευε περισσότερο από όλους. Ο ακήρυχτος
πόλεμος εντός της οικογενειακής εστίας θα συνεχιστεί, και η απομόνωση του
Γουίλιαμ θα γίνει εντονότερη, καθώς η Ίντιθ θα τον περιορίσει σε ένα παγωμένο
δωμάτιο, καταλαμβάνοντας ακόμα και το γραφείο του.
Ο Στόουνερ θα δεχτεί μοιρολατρικά την κατάστασή του, μη κάνοντας κάτι
για να την αλλάξει. Θα παλέψει όμως σκληρά για το τμήμα του, και την επιστήμη
του, καθώς έρχεται σε διάσταση με τον Λόμαξ, τον νέο πρόεδρο του τμήματος της
Αγγλικής Φιλολογίας, έναν σκοτεινό άνθρωπο (ίσως τον πιο πολύπλοκο χαρακτήρα
του βιβλίου), πολύ κοντό και με σώμα παραμορφωμένο αλλά με γοητευτικό πρόσωπο.
Οι δυο τους θα συγκρουστούν για πολλά θέματα, αφορμή δε για την βαθύτερη
διάστασή τους, θα αποτελέσει, η απόρριψη από τον Στόουνερ ενός φοιτητή με
κινητικά προβλήματα, ο οποίος ήταν υπό την προστασία του Λόμαξ. Η ερωτική του σχέση
με την Κάθριν, μια νεαρή φοιτήτρια, θα έχει ένταση και πάθος πρωτόγνωρο για
εκείνον, αλλά και πίκρα και απογοήτευση. Ο Στόουνερ θα περάσει το υπόλοιπο της
ζωής του διδάσκοντας, ερχόμενος διαρκώς σε σύγκρουση με τον Λόμαξ.
“Είχε φτάσει πια σ'αυτή την ηλικία που άρχιζε να τον απασχολεί, όλο
και πιο έντονα, ένα ερώτημα τόσο συνταρακτικά απλό, ώστε δεν είχε τον τρόπο να
το αντιμετωπίσει. Έπιανε τον εαυτό του να αναρωτιέται αν άξιζε η ζωή που ζούσε·
όχι μόνο τώρα, αλλά και στο παρελθόν. Είχε την υποψία ότι το ερώτημα αυτό το
αντιμετώπιζαν όλοι οι άντρες σε κάποια φάση της ζωής τους· η απορία του ήταν αν
ερχόταν σε όλους με την ίδια απρόσωπη βία που είχε έρθει σ'εκείνον. Το
ερώτημα κουβαλούσε μια θλίψη, ήταν όμως
μια γενικευμένη θλίψη, η οποία (κατά τη γνώμη του) ελάχιστη σχέση είχε με τον
ίδιο ή με τη συγκεκριμένη, τη δική του τη μοίρα· δεν ήταν καν βέβαιος αν το
ερώτημα είχε προκύψει από τις πιο άμεσες και εμφανείς αιτίες, από το πως είχε
εξελιχτεί η ζωή του. Είχε προέλθει, πίστευε, από τη συσσώρευση των χρόνων πάνω
του, από τη μάζα τού απρόβλεπτου και των περιστάσεων και από τα όσα είχε
συναγάγει με τον καιρό απ' όλα αυτά. Το ενδεχόμενο ότι οι λίγες γνώσεις που
είχε καταφέρει να αποκτήσει τον είχαν οδηγήσει σ'αυτή τη γνώση, του προκαλούσε
μια ευχαρίστηση άγρια, γεμάτη σαρκασμό: ότι, μακροπρόθεσμα, τα πάντα, ακόμη και
οι γνώσεις που του το είχαν διδάξει αυτό, ήταν μάταια και κενά, και τελικά
εκμηδενίζονταν σε μια ανυπαρξία, την οποία διόλου δεν επηρέαζαν.”
Την ζωή μας την καθορίζουν οι επιλογές μας. Επιλογές που πολλές φορές
γίνονται σε χρόνο μηδέν, χωρίς να σκεφτούμε τις συνέπειες, επιλογές που την
δεδομένη χρονική στιγμή, μας φαίνονται σωστές και παρά τις όποιες δεύτερες
σκέψεις αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε. Η καθοριστική στιγμή στη ζωή του
Στόουνερ ήταν, όταν αποφάσισε να αλλάξει τις σπουδές του και να ασχοληθεί με
την Φιλολογία ερχόμενος σε ρήξη με τη μοίρα του – ας μη το λησμονούμε, ήταν
αγρότης (και προορισμένος γι'αυτό) από τη μέρα που γεννήθηκε. Υπήρξαν και άλλες
κρίσιμες επιλογές, άλλες αποδείχθηκαν επιτυχημένες, άλλες απέτυχαν παταγωδώς. Η
επιλογή του να μη πάει στον πόλεμο, η επιλογή της Ίντιθ που σημάδεψε τη ζωή
του, η επιλογή του να πάει κόντρα στον Λόμαξ και να μη φερθεί διπλωματικά,
επηρεάζοντας την καριέρα του, η επιλογή του, να αφήσει την κόρη του που
λάτρευε, στα χέρια της συζύγου του, γνωρίζοντας ότι την χάνει για πάντα, η
επιλογή του να τερματίσει την ερωτική του σχέση, αποδεχόμενος την ήττα του.
Μπορεί κανείς να συζητάει για ώρες, για αυτές τις αποφάσεις – ο συγγραφέας απλά
παραθέτει τα γεγονότα, δεν παίρνει θέση, μένει ουδέτερος, αφήνοντας τον ήρωά
του, να τον κρίνει ο αναγνώστης.
Τίποτα δεν είναι αφημένο στην τύχη από τον Γουίλιαμς - όλα με ακρίβεια
μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Γραμμένο σε γλώσσα φαινομενικά απλή αλλά
ουσιαστικά ιδιαίτερα δουλεμένη και σύνθετη, το έξοχο αυτό μυθιστόρημα σε πρώτο
επίπεδο, δείχνει κάτι άλλο από αυτό που είναι. Όλοι και όλα παρουσιάζονται
στερεοτυπικά αλλά πολύ απέχουν από το να είναι τέτοια. Ο Στόουνερ, όπως
υποδηλώνει και η καθόλου τυχαία επιλογή του ονόματός του (stone=πέτρα), είναι ένας μονολιθικός άνθρωπος, που θα
παραμείνει πιστός στα θέλω του, και στις επιλογές του, παρουσιαζόμενος ως ήπιος
και ενδοτικός, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένας μαχητής των ιδεών, που έχει
επιλέξει να ακολουθήσει. Η σχέση του με την Ίντιθ, θα φανεί ως μια συνεχής
υποχώρηση, είναι όμως τέτοια ή είναι η επιλογή μιας τακτικής, η οποία στο τέλος
(στο βαθύ τέλος) θα τον φέρει νικητή; Ο Στόουνερ φαίνεται σαν να αφήνει τους
άλλους να τον θεωρούν ως υποψήφιο θύμα, ως έναν άκακο και εύκολο
αντίπαλο/ανταγωνιστή, και τότε, εκεί που οι άλλοι δεν το περιμένουν,
παρουσιάζεται εμπρός τους με όλα του τα όπλα.
Οι χαρακτήρες του βιβλίου, όλοι ιδιαίτερα ενδιαφέροντες, προκαλούν σε αντιπαραθέσεις
και φιλολογικούς διχασμούς. Η Ίντιθ, μια γυναίκα μοχθηρή, που δεν μεγάλωσε
ποτέ, παρέμεινε πάντα το κακομαθημένο κορίτσι που δεν απέκτησε αυτά που είχε
ονειρευτεί ή περίμενε από τη ζωή. Μεγαλωμένη για να παντρευτεί, έγινε μια
απαράδεκτη σύζυγος και μια οικτρά αποτυχημένη μητέρα. Ο Λόμαξ, ο “κακός” του βιβλίου,
μια αινιγματική και πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, ο οποίος αντιλαμβάνεται
την αξία του Στόουνερ, αλλά επιλέγει να αγωνιστεί εναντίον του, καθηλώνοντάς
τον στον βαθμό του επίκουρου καθηγητή για όλη του τη ζωή, επιδιδόμενος σε ένα
μπρα-ντε-φερ που θα φθείρει και τους δύο. Ο Γουίλιαμς πηγαίνοντας κόντρα σε ότι
αποκαλείται “πολιτική ορθότητα” επιλέγει ως τα πιο αντιπαθητικά πρόσωπα του
έργου του, μια γυναίκα και έναν ανάπηρο προκαλώντας αντιδράσεις και διχασμούς.
Το βιβλίο (με το εκπληκτικό και απόλυτα ταιριαστό εξώφυλλο, στην
εξαιρετική έκδοση της σειράς Aldina, των
εκδόσεων Gutenberg), έχει
σελίδες λογοτεχνικής μαγείας και σκηνές άφθαστες. Οι αντιδράσεις των δύο γονιών
του, των σκληροτράχηλων αγροτών, όταν μαθαίνουν (πολύ αργά βέβαια) την αλλαγή
πορείας στις σπουδές του, ή, κατά την διάρκεια της γαμήλιας τελετής είναι
εκπληκτικές. Οι σκηνές στο κάμπους κατά τη διάρκεια της εξέτασης του
απορριφθέντα από τον Στόουνερ φοιτητή, παρουσιάζουν την αγωνία ενός ψυχολογικού
θρίλερ. Οι σκηνές του έρωτα του Στόουνερ με την Κάθριν είναι τόσο ρομαντικές
και ειλικρινείς που συγκινούν τους πάντες, ενώ δεν μπορεί να μείνει κανείς
ανεπηρέαστος από τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, τον θάνατο του Στόουνερ,
τις σκέψεις και τα οράματά του, το ανικανοποίητο της ύπαρξης μέχρι το τέλος,
την ανασφάλεια του αν είχε γίνει ένας καλός δάσκαλος. Σελίδες ανθολογίας που
κλείνουν το μυθιστόρημα με τον καλύτερο τρόπο.
Είναι ένα μυθιστόρημα, όπου η συγκίνηση έρχεται υποδόρια και αργά,
εισχωρεί μέσα σου με έναν ύπουλο τρόπο αφοπλίζοντας τις αντιστάσεις σου, την
άνεσή σου. Κλείνοντας το βιβλίο, μια γλυκόπικρη γεύση σού μένει στο στόμα. Σε
έχει συναρπάσει κάτι, που υπό άλλες προϋποθέσεις, μπορεί να θεωρούσες
κουραστικό ή αδιάφορο, και στο τέλος υποκλίνεσαι στην ικανότητα (στην “μαγκιά”)
του Γουίλιαμς, ο οποίος από κάτι τόσο κοινότοπο έβγαλε ένα λογοτεχνικό
αριστούργημα.
Την περίεργη διαδρομή του βιβλίου από το 1965 που πρωτοεκδόθηκε μέχρι
τις μέρες μας, μπορείτε να την διαβάσετε, στο αντίστοιχο άρθρο της Wikipedia. Πέρασε απαρατήρητο στις ΗΠΑ όταν εκδόθηκε, το
“ανακάλυψε” η Ευρώπη και τότε ασχολήθηκαν μαζί του οι Αμερικανοί κριτικοί και
το κοινό. Θεωρείται πλέον ως cultαριστούργημα και θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο, με τον βραβευμένο CaseyAffleckστον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενώ θα συμμετέχει (ίσως στον ρόλο του
πατέρα;) ο TommyLeeJones.
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 11, 2017 | Permalink
Γκαλβέιας και Συνέδριο Λογοτεχνίας
Με δύο
εξαιρετικά και πολύ ιδιαίτερα βιβλία, γραμμένα από συγγραφείς οι οποίοι είναι
πολύ ψηλά στην εκτίμησή μου, θα ασχοληθεί σήμερα το blog. Το πρώτο βιβλίο, είναι το
μυθιστόρημα του υπέροχου Πορτογάλου JoseLuisPeixoto(Γκαλβέιας, 1974), με τίτλο “ΓΚΑΛΒΕΪΑΣ”
(“Galveias”),
(εκδ. Κέδρος, μετάφρ. Αθ. Ψυλλιά, σελ.303), και το δεύτερο , είναι η νουβέλα
του σπουδαίου Αργεντίνου CesarAira(Κορονέλ Πρίνγκλες,1949), με τίτλο
“ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ” (“Elcongresodeliteratura”), (εκδ. Angelusnovus, μετάφρ. Κρ. Ηλιόπουλος, σελ. 99).
Κατ' αρχήν,
το “Γκαλβέιας”, ένα μυθιστόρημα που ξεκινάει με έναν μεταφυσικό τρόπο, αλλά
συνεχίζεται με το γνώριμο νεορεαλιστικό ύφος του Πεϊσότου, που κατακλύζεται από
χιούμορ και τρυφερότητα.
Μια
παγωμένη νύχτα του 1984, κοντά στο χωριό Γκαλβέιας (γενέθλιο τόπο του
συγγραφέα), πέφτει ένα αντικείμενο, κάτι σαν μετεωρίτης. Οι ήχοι των εκρήξεων
που ακολουθούν και η γη που τρέμει, είναι γεγονότα που φέρνουν τρόμο στους
κατοίκους, οι οποίοι θα πεταχθούν έξω στους δρόμους όπως-όπως. Όταν τελειώνει ο
θόρυβος, θα έρθει η βροχή και αργότερα πολύ κρύο. Εκείνο όμως που μένει στην
ατμόσφαιρα είναι η έντονη μυρωδιά του θειαφιού, η οποία κατακλύζει τα πάντα και
θα συντροφεύει τους κατοίκους από δω και πέρα.
“Ο αέρας
είχε καλυφθεί απο μια συμπαγή μυρωδιά θείου. Η νύχτα η ίδια έμοιαζε να παίρνει
σύσταση από το θειάφι, και το χρώμα της από αυτή την άγρια μυρωδιά. Μέσα σ'
αυτό το δηλητήριο οι χωρικοί δεν μπόρεσαν να γεμίσουν τα πνευμόνια τους, αλλά
με τα νυχτικά ή τις ρόμπες, μισοντυμένοι, απολάμβαναν το κρύο, που είχε ωραία
αίσθηση στο δέρμα τους. Είχαν επιβιώσει.”
Ο Πεϊσότου,
όμως δεν ασχολείται καθόλου με το αντικείμενο. Διατηρεί την ατμόσφαιρα της
απειλής, της ανησυχίας, του φόβου που αιωρείται και εστιάζει την αφήγησή του,
στις ζωές των κατοίκων. Σαν να κρατάει μια πανοραμική κάμερα και να κάνει ζουμ
μέσα στα σπίτια, παρακολουθεί τις οικογένειες στην καθημερινότητά τους,διότι,
μέσα σ'αυτό το πλαίσιο που έχει αλλάξει τις ζωές τους, γίνονται ακόμα
βιαιότεροι, ακόμα πιο σκληροτράχηλοι. Οι χωρικοί του Γκαλβέιας είναι άνθρωποι
που γίνονται ένα με τη γη τους, βαθιά συντηρητικοί, ορισμένοι δε νομίζεις ότι
ζουν σε κάποια ακατάληπτα βάθη του χρόνου.
Ο
συγγραφέας με κεφάλαια που περικλείουν μικρές ιστορίες, σαν αυτόνομα διηγήματα,
περιγράφει καταστάσεις πίσω από τις κλειστές πόρτες, μικρές οικογενειακές
τραγωδίες, ενώ κάποια πρόσωπα μπαινοβγαίνουν και σε άλλες ιστορίες καθώς το
χωριό είναι μικρό. Φόνοι, αντιζηλίες, αντιδικίες, ρατσισμός και σεξισμός,
παιδική κακοποίηση, πατέρες-κτήνη, πόρνες που είναι και φουρνάρισες με το ψωμί
να μυρίζει θειάφι, προκαταλήψεις και απατεωνιές.
Ο
συγγραφέας διαπλέκει τις ιστορίες έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα μυθιστόρημα.
Παρά το αισιόδοξο φινάλε του με τη γέννηση ενός μωρού (το οποίο δεν μυρίζει
θειάφι, αλλά “μωρό”), η κοινωνία του χωριού δεν παίρνει το μάθημά της, θα
συνεχίσει να ζει μέσα στην βία και την αυτοαπομόνωσή της.
Ελεγειακό και
νοσταλγικό, με εξαίσιες λογοτεχνικές στιγμές, το “Γκαλβέιας”, μεταφέρει με
δυνατό και ολοζώντανο τρόπο, την ζωή των ανθρώπων της υπαίθρου, αυτών των
σκληροτράχηλων χωρικών που μαζί τους μεγάλωσε μέχρι τα 18 του ο Πεϊσότου. Το
βιβλίο μπορεί να μη φτάνει στο ύψος των προηγούμενωνμυθιστορημάτων του πολύ
ελπιδοφόρου Πορτογάλου συγγραφέα, αλλά είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, βαθιά
συμβολικό και με το μοναδικό ύφος που διακρίνει τη γραφή του, εξόχως
σαγηνευτικό.
“Το
Γκαλβέιας καταλαβαίνει τους δικούς του. Τους προσφέρει τον κόσμο, δρόμους για
ν' απλώσουν τις ηλικίες τους. Μια μέρα τους μαζεύει μέσα του. Είναι σαν παιδιά
που επιστρέφουν στην κοιλιά της μάνας τους. Το Γκαλβέιας προστατεύει τους δικούς
του για πάντα.”
Με την
νουβέλα του έξοχου Αργεντίνου συγγραφέα Σέζαρ Άιρα “ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ”,
μεταφερόμαστε σε έναν διαφορετικό κόσμο, αυτόν της λογοτεχνίας του Αλλόκοτου
και του Φανταστικού. Ο Άιρα είναι ένας συγγραφέας ελαφρώς άγνωστος στη χώρα
μας, τον οποίο πρωτογνωρίσαμε πριν μερικά χρόνια με την θαυμάσια νουβέλα
"Οι νύχτες στο Φλόρες", και που είναι από τα ισχυρότερα ονόματα από
τη Λατινική Αμερική κάθε χρόνο για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο οποίος μέσω
της παραδοξότητας των βιβλίων του, σχολιάζει πρόσωπα και πράγματα. Σ΄αυτήν την
μικρή αλλά πολύ ουσιαστική νουβέλα είναι ευδιάκριτο το ύφος που τον
χαρακτηρίζει.
“...βγαίνοντας
από τα συνηθισμένα η αντίληψή σου αφυπνίζεται, βλέπεις και ακούς περισσότερα.
Ονειρεύεσαι περισσότερα, επίσης.”
Το βιβλίο
που χωρίζεται σε δύο μέρη, περιγράφει την ιστορία ενός παρανοϊκού λογοτέχνη,
μεταφραστή και επιστήμονα, του Σέσαρ. Ο Σέσαρ πειραματίζεται με την
κλωνοποίηση, έχει αναπτύξει μια φόρμουλα που την θεωρεί ιδανική, οπότε εκείνο
που τον ενδιαφέρει είναι να κυριαρχήσει πάνω στον πλανήτη δημιουργώντας ένα
στρατό από ιδιοφυίες, κλωνοποιημένα όντα τόσο τέλεια που θα καλυτερεύσουν το
ανθρώπινο είδος. Και ποια κύτταρα επιλέγει να υποκλέψει για να κατασκευάσει τον
τέλειο κλώνο; Του Κάρλος Φουέντες!
Ο Σέσαρ
αφού γίνεται πάμπλουτος, χάρη στην επίλυση ενός ναυτικού γρίφου που κρατάει
αιώνες σε μια ακτή της Βενεζουέλας, συμμετέχει σε ένα συνέδριο λογοτεχνίας κάπου
στις Άνδεις. Παρά την παρουσία του ως ομιλητού, εκείνος ένα πράγμα έχει κατά
νου. Να πάρει κύτταρο από τον μέγιστο συγγραφέα και είδωλό του, Κάρλος
Φουέντες, ο οποίος βρίσκεται εκεί μαζί με την σύζυγό του, έτσι ώστε να
κατασκευάσει τους κλώνους του. Η κλωνοποιημένη σφίγγα που έχει στείλει πάνω
στον Φουέντες, κάνει τη δουλειά, οπότε την αποθέτει κάπου στο βουνό για να
αρχίσει η διαδικασία επώασης. Κάτι όμως έχει πάει στραβά και αντί να κατέβουν
από το βουνό χαρωποί και ευθυτενείς Φουέντες, γιγάντια σκουλήκια πολιορκούν την
πόλη δημιουργώντας σκηνές χάους και φρίκης.
Ενδιάμεσα
παρακολουθούμε τον Σέσαρ, να ερωτοτροπεί, να φιλοσοφεί, να προσπαθεί να
απαλλαχθεί από τον μεγάλο έρωτα που είχε ζήσει σ' αυτήν ακριβώς την πόλη κάποια
χρόνια πριν. Ο “μύθος” γράφει “δανείζεται τη λογική του από έναν προηγούμενο
Μύθο, σε ένα διαφορετικό επίπεδο λόγου, με τον ίδιο τρόπο που, από την άλλη
πλευρά, η ιστορία χρησιμεύει ως εσωτερική λογική μιας άλλης ιστορίας, και πάει
λέγοντας, επ' άπειρον.”
Παράλογο
και θεότρελο το μικρό αυτό πολύτιμο βιβλιαράκι (που θα λάτρευε ο Μπόρχες), χαρίζει
μερικές ώρες, λογοτεχνικής απόλαυσης. Όπως έγραψε ένας ξένος κριτικός: “με το
βιβλίο αυτό, βρίσκεσαι σε έναν κατηφορικό διάδρομο στον οποίο δεν σταματάς να
τρέχεις”. Ο Άιρα, ο οποίος με ξερό και
αποστασιοποιημένο ύφος, και με λόγο ουδέτερο, περιγράφει τις πιο εξωφρενικές
καταστάσεις, που καθώς η αφήγηση προχωράει θυμίζουν B-moviesτου Αμερικάνικου κινηματογράφου των
δεκαετιών 50 και 60. Πρωτότυπο και διαυγές, γεμάτο δηλητηριώδες χιούμορ και
ωραίο ρυθμό, το “Συνέδριο Λογοτεχνίας”, είναι ένα στιλάτο βιβλίο που δεν ξεχνάς
εύκολα.
“Αυτό που
ρουφάω από τους άλλους στους οποίους κολλάω δεν είναι χρήμα, ούτε ασφάλεια,
ούτε θαυμασμός, ούτε – για να πάμε στον επαγγελματικό τομέα – θέματα ή
ιστορίες. Αυτό που ρουφάω είναι στιλ. Έχω ανακαλύψει ότι κάθε άνθρωπος, κάθε
ζωντανό πλάσμα για την ακρίβεια, εκτός από όλα αυτά που μπορεί να παρoυσιάσει ως υλικές και πνευματικές
κτήσεις, έχει ένα στιλ με το οποίο διαχειρίζεται αυτές τις κτήσεις. Και έμαθα
να το ανιχνεύω και να το ιδιοποιούμαι. "
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 06, 2017 | Permalink
Εκουατόρια - η ιστορία μιας ουτοπίας
“Ένα πάντως είναι κοινό σε όλες αυτές τις αφηγήσεις: οι συγγραφείς –
και εξερευνητές – έχουν μεν ανοίξει τον δρόμο όπως πολύ φοβάμαι, στην κατάκτηση
της Αφρικής από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά έχουν με τη σειρά τους κατακτηθεί,
τρόπος του λέγειν, από την Μαύρη Ήπειρο. Γι' αυτό οι πατρίδες τους – η Αγγλία,
το Βέλγιο, η Γαλλία -, ακόμα και τα καλοπληρωμένα προξενικά πόστα στα πέρατα
της Αυτοκρατορίας, δεν τους κρατάνε για πολύ, και με κάθε αφορμή επιδιώκουν να
επιστρέψουν στην Μαύρη Ήπειρο. Οι τιμές και τα χρήματα δεν τους αρκούν. Τι να
τους ελκύει άραγε πίσω στην Αφρική μετά από τόσους κινδύνους και ταλαιπωρίες;
έχω διερωτηθεί συχνά. Οι αχανείς ερημιές, η απουσία του ανθρώπινου στοιχείου, ή
έστω η διακριτική παρουσία του, η αίσθηση ότι από δω ξεκίνησε η ανθρώπινη
περιπέτεια, η πεποίθηση ότι κάνεις ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, τα ανέγγιχτα
τοπία που προκαλούν ίλιγγο, ή ακόμα το αίσθημα ότι είσαι ο πρώτος που η ματιά
του ξεπαρθενεύει την αγριότητα; Μήπως πάλι πρόκειται για την γητειά που ασκεί η
εσώτερη αντίσταση των γηγενών στον εκπολιτισμό που τους υποσχόμαστε, η λατρεία
των προγόνων, η πίστη τους στα πνεύματα του δάσους, της πέτρας, της λίμνης, ή
ακόμα η απόδοση ψυχής στα άψυχα πράγματα του κόσμου τούτου; Μήπως έχουμε μέσα
μας γερά φυτεμένη μια ρουσσωικού τύπου νοσταλγία για την φυσική απλότητα, ενώ ο
πολιτισμός κάνει τη ζωή μας όλο και πιο πολύπλοκη;”
Η “ΕΚΟΥΑΤΟΡΙΑ”, το εξαιρετικό καινούργιο μυθιστόρημα του πολύ καλού
και ιδιαίτερα ενδιαφέροντος συγγραφέα, Μιχάλη Μοδινού (Αθήνα,1950) – (εκδ.
Καστανιώτη, σελ.394), είναι ένα βιβλίο, το οποίο, δύσκολα κατατάσσεται σε
κάποιο είδος, θυμίζοντας περισσότερο τα φιλοσοφικά μυθιστορήματα του 19ου
αιώνα, περιέχοντας δε στοιχεία που θα μπορούσαν να το εντάξουν στην κατηγορία
του ιστορικού μυθιστορήματος, ενώ κάποιοι θα μπορούσαν να το κατανοήσουν
καλύτερα ως πολιτικό μυθιστόρημα, αλλά και ως υπαρξιακό βιβλίο για την αναζήτηση εαυτού και νοήματος στη ζωή. Πάνω απ' όλα όμως, έχει όλα τα χαρακτηριστικά
ενός κοσμοπολίτικου (όπως συνηθίζουμε να αποκαλούμε τα βιβλία που ξεφεύγουν από
την στενή ελληνική πραγματικότητα της ηθογραφίας και της ενδοσκόπησης) μυθιστορήματος,
με συναρπαστική πλοκή και καθηλωτικό ρυθμό, σε μια ιδιαίτερα φροντισμένη έκδοση
με πολλές φωτογραφίες και εικόνες.
Τα καλά βιβλία έχουν πάντα ωραίες εναρκτήριες προτάσεις και η "ΕΚΟΥΑΤΟΡΙΑ"
ξεκινάει με την φράση : “Χθες το βράδυ ονειρεύτηκα την Αφρική”, παραπέμποντας
ευθέως στην εμβληματική έναρξη της ΡΕΒΕΚΑΣ της Δάφνης ντι Μωριέ “LastnightIdreamtIwenttoManderleyagain”, και το ξεδίπλωμα της ιστορίας που αφηγείται ο
συγγραφέας ξετυλίγεται ήρεμα και με έναν πανοραμικό τρόπο, εισάγοντάς μας με
χαλαρό ρυθμό (στην αρχή, ο οποίος αργότερα γίνεται καταιγιστικός), στην
κατανόηση των γεγονότων που αφηγείται.
“Η ροπή του ανθρώπου προς την περιπέτεια είναι ακατανίκητη, η
αποστροφή προς την επαναληπτικότητα και την συνεπαγόμενη ανία άλλο
τόσο...ειδικά δε αφ' ότου ο πολιτισμός ελαχιστοποίησε τους φυσικούς
κινδύνους...αναζητούμε το ρίγος της ανασφάλειας σε στενοσόκακα και παράνομους
έρωτες, στην ανοιχτή σαβάνα με τα μεγάλα ζώα και τις άγριες φυλές ή στην
επίλυση μυστηρίων όπως η αναζήτηση των πηγών του Νείλου. Βρίσκουμε, κυρίως οι
άντρες, αλλά πρόσφατα και πολλές γυναίκες της ανώτερης τουλάχιστον τάξης,
διάφορα προσχήματα – τον πλούτο, την δόξα, τον ζωτικό χώρο, τις κατασκευασμένες
έξωθεν απειλές, το ιεραποστολικό ή κοινωνικό έργο -, για να αφήσουμε πίσω την
ανυπόφορα τακτοποιημένη ζωή μας. Αν όχι όλοι, πάντως κάποιοι από μας, που έτσι
κι αλλιώς δίνουν τον τόνο.”
Ο Μοδινός, περιγράφει την ιστορία μιας ουτοπίας, ενός κοινωνικού
πειράματος που πήρε σάρκα και οστά για δύο δεκαετίες στα βάθη της Αφρικής,
κάπου στο Νότιο Σουδάν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Εδώ μιλάμε για μια
έκταση όση περίπου η μισή Ευρώπη και που κατοικούνταν από διάφορες φυλές.
Επρόκειτο για ένα σταυροδρόμι όπου συναντιούνταν Άραβες δουλέμποροι (πανίσχυροι
που είχαν δικές τους εκτάσεις που ισοδυναμούσαν με ευρωπαϊκά κράτη σε μέγεθος),
εξερευνητές που έψαχναν τις πηγές του Νείλου, ιεραπόστολοι, ενώ άρχισε να
γίνεται έντονο το Ευρωπαϊκό – αποικιοκρατικό ενδιαφέρον.
Με αφορμή την πάταξη του δουλεμπορίου από την Αιγυπτιακή κυβέρνηση, ο
Γερμανοεβραίος γιατρός Έντουαρντ Σνίτσερ, ο οποίος, είχε ασπασθεί το Ισλάμ και
έγινε ευρύτερα γνωστός με το όνομα Εμίν Πασάς, δημιουργεί ένα ιδιότυπο
κυβερνητικό πείραμα συνύπαρξης διαφορετικών μεταξύ τους φυλών, ενσωματώνοντας
θρησκείες και πολιτισμούς σε μια (αναλόγως των συνθηκών) αρμονική συνύπαρξη. Σε
αυτό συντελεί βέβαια η απομόνωση της Εκουατόρια μετά την προέλαση των
Τζιχαντιστών και την κατάληψη του Χαρτούμ μετά από πολιορκία.
Η Εκουατόρια απομονώνεται και δημιουργείται ένα αυτόνομο ουσιαστικά
κράτος, που για δύο περίπου δεκαετίες θα αποτελέσει πρότυπο. Δίπλα στον Εμίν
πασά, ο συγγραφέας θα τοποθετήσει τον κεντρικό χαρακτήρα του βιβλίου, τον
Μιχαήλ Μοδινό του Όθωνος, έναν Αιγυπτιώτη επιχειρηματία, ο οποίος ως γνήσιος
λάτρης της περιπέτειας θα μαγευτεί από την προοπτική μιας νέας αρχής στα 50
του, και μιας νέας εμπειρίας ζωής και θα παρατήσει τις επιχειρήσεις του στην
Ζανζιβάρη, όπως και την Αγγλίδα σύζυγό του για να ζήσει αυτό το εγχείρημα από
κοντά.
Η Εκουατόρια σύντομα θα διεκδικηθεί από διάφορες ευρωπαϊκές δυνάμεις
και με το πρόσχημα της διάσωσης των Ευρωπαίων χριστιανών που κινδυνεύουν από
τους τζιχαντιστές, αφημένοι στη μοίρα τους, μια αποστολή υπό τον περίφημο
εξερευνητή Στάνλευ θα οργανωθεί, με αποτέλεσμα την διάλυση μετά από λίγο
χρονικό διάστημα της ουτοπίας που είχε δημιουργηθεί.
Η αναζήτηση των πηγών του Νείλου που απασχολεί (γενικότερα), την
εργογραφία του Μοδινού, είναι κι εδώ σε πρώτο πλάνο. Ουσιαστικά το μανιώδες
κυνήγι για το ποιος θα λύσει το μυστήριο του μεγάλου ποταμού (σιωπηλού και
μεγάλου πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος ουσιαστικά), προκαλεί την δημιουργία
της Εκουατόρια αλλά και πολλών άλλων συγκλονιστικών περιστατικών στην ιστορία
της Αφρικής. Ο Μοδινός όπως είχε κάνει στον “ΜΕΓΆΛΟ ΑΜΠΑΪ”, το γραμμένο πριν
από μια δεκαετία περίπου μυθιστόρημα του, που συνδέεται άμεσα με την
“ΕΚΟΥΑΤΟΡΙΑ”, - μαζί δε με την προγενέστερη “ΧΡΥΣΗ ΑΚΤΗ” αποτελούν μια άτυπη
τριλογία -, εισάγει κι εδώ στην πλοκή μεταξύ ιστορικών προσώπων, έναν Έλληνα.
Εκεί είχαμε τον εκ Μήλου καταγόμενο, τυχοδιώκτη Στρατή Ταταράκη, εδώ έχουμε τον
μεγαλοαστό έμπορο Μιχαήλ Μοδινό. Και αν ο Ταταράκης στον "Μεγάλο Αμπάι",
ήταν μια χλωμή φιγούρα και σχετικά απρόσωπος, εδώ ο Μιχαήλ Μοδινός
σκιαγραφείται εξαιρετικά και είναι ο απαραίτητος συνδετικός κρίκος στην εξέλιξη
της ιστορίας.
Με το πνεύμα του Τζόζεφ Κόνραντ να διαπερνάει το βιβλίο απ' άκρη, σ'
άκρη (παρ'ότι ο Κόνραντ ασχολήθηκε με τον ποταμό Κονγκό), η ιστορία - μετά την
χαλαρή και κάπως υποτονική της εισαγωγή, που ασχολείται με την εμπορική και
οικογενειακή δραστηριότητα του κεντρικού χαρακτήρα με πολλές (μάλλον ανούσιες)
ερωτικές σκηνές -, έχει συναρπαστικό ρυθμό ενώ οι σελίδες της δράσης
εναλλάσσονται αρμονικά με σελίδες φιλοσοφικών συζητήσεων και προβληματισμού.
Σημαντικό στοιχείο του μυθιστορήματος είναι το κοινωνικό σχόλιο. Η
παγκοσμιοποίηση και τα παιχνίδια εξουσίας και πολιτικής που διαδραματίζονται παραπέμπουν
ευθέως σε ανάλογες καταστάσεις μέχρι τις μέρες μας. Ο συγγραφέας τονίζει
συνεχώς τις παρεμβατικές (και παραβατικές) συμπεριφορές των Μεγάλων Δυνάμεων σε
μια εποχή ανακατατάξεων όπου η Αφρική αποτελούσε το νέο “παιχνίδι” εξάπλωσης
και ενδιαφέροντος.
Η “Εκουατόρια”, ένα μυθιστόρημα στα πρότυπα των φιλοσοφικών
μυθιστορημάτων και των μεγάλων αφηγήσεων του 19ου αιώνα, είναι ένα βιβλίο που
προτρέπει τον αναγνώστη να ψάχνει, να προβληματίζεται, να αναρωτιέται. Οι
ιστορικές αναφορές και τα πρόσωπα-πρωταγωνιστές της (μάλλον άγνωστης στους
περισσότερους από εμάς) ιστορίας, σε προκαλούν να σκαλίσεις τα πολλά θέματα σε
διαδίκτυο, σε αναφορές, σε άλλα βιβλία.
Έργο συγγραφικής ωριμότητας, η υπέροχη “Εκουατόρια”, όπου η δεδομένη
αφηγηματική ικανότητα του Μοδινού όταν αναμιγνύει ιστορικά γεγονότα με
μυθοπλασία, όπως έχει κάνει στα περισσότερα βιβλία του, φτάνει σε εξαιρετικά
επίπεδα, χαρίζοντας μας ένα από τα καλύτερα μυθιστορήματα της χρονιάς.
“Ήξερα από την αρχή ότι οι ουτοπίες καταρρέουν κάποια στιγμή, ότι δεν
είναι παντοτινές. Ότι απλώς μας βοηθούν να συνεχίζουμε. Γιατί ο κόσμος που
φτιάξαμε με τον Εμίν είχε εξαρχής τις ατέλειές του, αν και μπορώ να πω ότι ήταν
αυτές ακριβώς οι ατέλειες που τον ομόρφαιναν, παρακάμπτοντας την ακινησία, τον
θάνατο από πλήξη, την τρομακτική κανονικότητα νοητικών συλλήψεων που άρχισαν
από την Πολιτεία του Πλάτωνα και βρήκαν το αποκορύφωμά τους στην Ουτοπία του
Τόμας Μουρ, για να μην καταφύγω σε πλέον σύγχρονα παραδείγματα. Όχι, δεν ήθελα
την τελειότητα – αυτή θα με σκότωνε. Θεωρούσα την ακινησία του Παραδείσου
χειρότερη από τα μαρτύρια της Κόλασης. Δεν πίστεψα ποτέ στο απόλυτο καλό ούτε
στο τέλος της ιστορίας. Δεν πίστεψα στον σχεδιασμό – οι κοινωνίες δεν είναι
πόλεις. Πίστεψα όμως στην νίκη του Καλού επί του Κακού, στην κυριαρχία του μέσα
στον ισολογισμό και στην σοφή ισορροπία της φύσης. Λίγο παραπάνω καλό από κακό
κάνει τον κόσμο να γυρίζει – την ζωή να νικά τον θάνατο. Και αυτό ακριβώς
είχαμε πετύχει στην Εκουατόρια. Το καινοτόμο δημιούργημά μας ήταν βέβαια σ' έναν
βαθμό προϊόν της τύχης αλλά όχι μόνο. Η βούλησή μας έπαιξε τον κύριο ρόλο.
Επιπλέον, στο δικό μουηη τουλάχιστον μυαλό, η Εκουατόρια δεν θα ιδρυόταν ποτέ
αν δεν είχε υπάρξει ο πυρετώδης ανταγωνισμός για την ανακάλυψη των πηγών του
Νείλου. Πιστεύαμε, μαζί με τον Εμίν, πως το πείραμά μας μπορούσε να προσφέρει
ένα πρότυπο στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, ή έστω σ' ένα μέρος της. Ηττηθήκαμε στο
τέλος, και η γεύση της ήττας που ηδονικά γλείφω σαν πληγή θα με συνοδεύει ως
τον θάνατό μου. Γιατί ο έξω κόσμος μάς έσωσε και ταυτόχρονα εξαφάνισε την
Εκουατόρια. Ακολούθησε ο τεμαχισμός της Αφρικής και η αποικιοκρατία."