Τρίτη, Νοεμβρίου 26, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 26, 2019 | Permalink
"Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών"

Η φήμη που συνοδεύει το "ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΡΟΛΟΓΙΩΝ" ("Saatleri Ayarlama Enstitusu"), ένα από τα εμβληματικότερα μυθιστορήματα της σύγχρονης Τουρκικής λογοτεχνίας είναι μεγάλη, ο δε συγγραφέας του βιβλίου, Ahmet Hamdi Tanpinar (Κων/λη 1901 - 1962), θεωρείται ένας από τους μέγιστους Τούρκους λογοτέχνες. Το "Ινστιτούτο..." που κυκλοφόρησε το 1962, και είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες σε μια εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης, στα μέσα της δεκαετίας του '50, επιτέλους εκδόθηκε και στην Ελλάδα μέσα στη χρονιά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση της Στέλλας Χρηστίδου (σελ. 510), αφού τα προηγούμενα χρόνια είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στον Δυτικό κόσμο.


Τι κάνει, λοιπόν, αυτό το ογκώδες μυθιστόρημα, τόσο ξεχωριστό και διάσημο; Και τι ακριβώς σημαίνει αυτός ο περίεργος τίτλος που λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά για τον μέσο αναγνώστη; Καταρχάς πρέπει να αναφέρω, ότι το μυθιστόρημα του Τανπινάρ, είναι ένα μοντερνιστικό λογοτεχνικό έργο, μια αλληγορία για την μετάβαση της Τουρκίας από ένα Οθωμανικό κράτος σε μια Δυτική χώρα. Βαθειά συμβολιστικό και Καφκικό στη δομή του, ακολουθεί μια μη γραμμική αφήγηση, ξεφεύγοντας από τον ρεαλισμό που επικρατούσε ως τάση στην Τουρκική λογοτεχνία μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα.

«Το να είσαι ρεαλιστής δεν σημαίνει πως βλέπεις την πραγματικότητα όπως είναι. Μπορεί να σημαίνει ότι καθορίζεις την πιο χρήσιμη σχέση μαζί της. Και σάμπως τι βγαίνει άμα βλέπεις την πραγματικότητα όπως είναι; Σε τι άλλο σου χρησιμεύει εκτός από τον μηδενισμό και την απαξίωση των πάντων; Μήπως αλλάζεις κάτι; Αντίθετα σε κάνει να λοξοδρομείς. Σε κάνει απαισιόδοξο, σε ακινητοποιεί, σε συνθλίβει … Να βλέπεις την πραγματικότητα όπως είναι … Να είσαι ηττοπαθής δηλαδή … Απ’ αυτό γεννιέται η ηττοπάθεια….»

Αφηγητής (όχι και πολύ αξιόπιστος, όπως αποδεικνύεται από την ροή της ιστορίας), είναι ο Χαϊρί Ιρντάλ - κατά δήλωσή του "λάτρης της ειλικρίνειας", ο οποίος εξηντάχρονος πλέον περιγράφει τις περιπέτειες της ζωής του, και την οικονομική και κοινωνική του άνοδο, από απλός βοηθός ωρολογοποιού σε υποδιευθυντή ενός κρατικοδίαιτου Ινστιτούτου, που αποστολή του είχε να ρυθμίζει τα ρολόγια δημόσια αλλά και ιδιωτικά σύμφωνα με την "Δυτική ώρα". Ο Ιρντάλ περιγράφει την ζωή του, πριν γνωρίσει τον Χαλίτ Αγιαρτζί, μια γνωριμία που θα άλλαζε τη μοίρα όχι μόνο τη δική του, αλλά και της (ευρύτερης) οικογένειάς του και θα τον μετέτρεπε από έναν αποτυχημένο και μεροκαματιάρη τύπο που περίμενε να κληρονομήσει μια στριφνή και κακορίζικη θεία, σε πάμπλουτο και πανίσχυρο παράγοντα της ζωής της Πόλης.

Ο Ιρντάλ περιγράφει το πως ο πατέρας του, έχασε όλη του την περιουσία του, το "κόλλημα" που είχε ο ίδιος, από μικρός με τα ρολόγια, τον μηχανισμό τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, τη μίζερη ζωή που ζούσε, τους διάφορους χαρακτήρες που συναναστρεφόταν, την καταπίεση των συγγενών, την γνωριμία και τον γάμο με την πρώτη του γυναίκα που του χάρισε δύο παιδιά, τον θάνατό της και τον γάμο του με την δεύτερη γυναίκα του που του κουβάλησε σπίτι τις μουρλές αδερφές της. Όλη του η ζωή όμως ουσιαστικά δεν υπάρχει, σβήνεται, μόλις γνωρίζει τον Χαλίτ Αγιαρτζί, ο οποίος διακρίνει στον Ιρντάλ την μανία αλλά και την ικανότητα στα ρολόγια και του προτείνει να εργασθεί μαζί του στην δημιουργία ενός φορέα, ενός “Ινστιτούτου Ρύθμισης Ρολογιών”. Ο Χαλίτ Αγιαρτζί, είναι ένας bigger than life τύπος, κλασσικός Λεβαντίνος, γοητευτικός και καταφερτζής, ευέλικτος και αδίστακτος, που είναι ευχάριστος με όλους, κοινωνικός και πληθωρικός. Η δημιουργία του Ινστιτούτου, ενός φορέα που αναλαμβάνει να συγχρονίζει τα δημόσια ρολόγια είναι μια “απαίτηση των καιρών” και του νέου μοντέρνου κράτους που οραματίστηκε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Δεν θα ασχοληθεί όμως αυτό το Ινστιτούτο, μόνο με τα δημόσια ρολόγια, αλλά και με τα ιδιωτικά ρολόγια χειρός όπως και αυτά που υπάρχουν στις οικίες. Το πιο δημοφιλές μέτρο του δε, είναι να εισάγει πρόστιμα για τα ρολόγια που έχουν λανθασμένη ώρα και οι κάτοχοι αρνούνται να τα “εκμοντερνίσουν” ακολουθώντας την Δυτική ώρα.

«Φίλε μου, οι δουλειές εμφανίστηκαν σ’ αυτόν τον κόσμο μετά από μας. Οι δουλειές επινοούνται από τους ανθρώπους που θα απασχοληθούν μ’ αυτές. Έτσι κι εμείς, επινοήσαμε τη δική μας δουλειά. Πιστεύετε πως την κάνει λιγότερο χειροπιαστή το γεγονός ότι δεν τη σκέφτηκε κανείς άλλος πριν από μας ή το ότι τη σκέφτηκε με διαφορετικό τρόπο; Εμείς κάνουμε μια δουλειά, μια πολύ σημαντική δουλειά μάλιστα. Εργάζομαι σημαίνει ορίζω τον χρόνο μου και ξέρω να τον διαχειρίζομαι. Θα προσφέρουμε στην κοινωνία μας την αντίληψη του χρόνου. Θα παραγάγουμε και θα προβάλουμε ένα σωρό καινούριες ιδέες. Θα πούμε, για παράδειγμα, ο άνθρωπος είναι προπάντων εργασία, και η εργασία είναι χρόνος. Δεν είναι αυτή μια χειροπιαστή ενέργεια;»

Μέσα σε αυτό το κλίμα του παραλογισμού, το κράτος επιδοτεί, το Ινστιτούτο ακμάζει. Βολεύονται όλοι οι συγγενείς του Χαλίτ Αγιαρτζί, αλλά και αρκετοί του Ιρντάλ σε μια Βαλκανικού τύπου λειτουργία του ιδρύματος. Όλοι οι γνωστοί και φίλοι χωράνε, μέσα στα γραφεία “βαράνε μύγες”, ενώ ο Ιρντάλ από εκεί που ήτανε του κλώτσου και του μπάτσου, ένας άνθρωπος που βρίσκεται σε διαρκή σύγχυση, γίνεται πλέον σεβαστός απ’ όλους. Το Ινστιτούτο θα του φέρει χρήμα, θα του φέρει όμως την ευτυχία και που ακριβώς βρίσκεται αυτή;


Γραμμένο σε μοντερνιστικό ύφος, το σατυρικό κατά βάση, μυθιστόρημα του Τανπινάρ, εμπνέεται από τον «Τρίστραμ Σάντι» του Λ. Στερν και τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ»του Τζόναθαν Σουίφτ, συνδυάζοντας το παράλογο με το λογικό, την ειρωνεία και τις προσωπικές καταστάσεις με την πολιτική και κοινωνική σάτιρα. Ο διχασμός και η “βίαιη” προσαρμογή της Τουρκικής κοινωνίας στον “εκσυγχρονισμό” που οραματίστηκε και ουσιαστικά επέβαλλε ο Ατατούρκ περιγράφονται εμμέσως πλην σαφώς στο έξοχο αυτό μυθιστόρημα. Το 1926, ο Ατατούρκ με ένα διάταγμα επέβαλε την Δυτική ώρα ακολουθώντας το Γρηγοριανό ημερολόγιο. Οι Τούρκοι μέχρι τότε στις επαρχίες και στις αγροτικές περιοχές, είχαν προσαρμόσει το ωρολόγιο πρόγραμμά τους, ανάλογα με τη φωνή του Μουεζίνη που καλούσε σε προσευχή ή ακολουθώντας την πορεία του ήλιου, αίφνης έπρεπε, να συμβουλεύονται τα δημόσια ρολόγια που υψώνονταν στις πλατείες των πόλεων με την “σωστή” ώρα. Τα ρολόγια αποτελούσαν μέρος της νέας αρχιτεκτονικής δομής και του νέου σχεδιασμού των αστικών κέντρων με τα μεγάλα μοντέρνα κτίρια που χτίστηκαν, τους νόμους για το νέο λατινογενές αλφάβητο, τους νόμους για την εκπαίδευση, μέσα στο πλαίσιο “εκσυγχρονισμού” του Τουρκικού κράτους.

Η σύγκρουση του παλιού κόσμου με τον καινούργιο, που επιβάλλεται εκ των άνωθεν, χωρίς ο μέσος πολίτης να είναι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο. Ο Τανπινάρ στο βιβλίο του, περιγράφει τον διχασμό του απλού ανθρώπου, που στο σπίτι του και στην προσωπική του ζωή, οι ρυθμοί του είναι διαφορετικοί. Ο πολλές φορές αφελής, πάντα επιπόλαιος και συνήθως στον κόσμο του, Ιρντάλ, θεωρεί ότι η ευτυχία υπάρχει στην αναπόληση, στο αραλίκι, στο χαζολόγημα, στις ατέλειωτες ώρες στον καφενέ, στο χουζούρι. Προσαρμόζεται στις καταστάσεις και στις νέες συνθήκες, αλλά αντιλαμβάνεται ότι δεν ταιριάζει σε αυτές, παρότι αντιλαμβάνεται ότι είναι αναγκαίες. Από την άλλη ο μέντοράς του, Χαλίτ Αγιαρτζί είναι ο “άνθρωπος για όλες τις εποχές”, αυτός που θα γραπώσει τις ευκαιρίες, θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες, τις γνωριμίες κάθε είδους χωρίς δισταγμό.

Πλημμυρισμένο από αλησμόνητους χαρακτήρες, τους οποίους περιγράφει άλλοτε γκροτέσκα, άλλοτε υπαινικτικά, το μυθιστόρημα διαβάζεται εύκολα και ρέει με εκπληκτικό ρυθμό. Ο Τανπινάρ σατιρίζει την ψυχανάλυση, τον πνευματισμό, την παραδοσιακή Τουρκική κοινωνία με τα ήθη και τα έθιμά της, την ξαφνική προσαρμογή της στους Δυτικούς κανόνες με τα νέα ντυσίματα και τους νέους τρόπους. Με πικρία και προβληματισμό που διαφαίνεται μέσα από τη σάτιρα, ο συγγραφέας περιγράφει την πλήρη σύγχυση του μέσου Τούρκου στις συνθήκες της γραφειοκρατίας που επιβλήθηκαν από το καθεστώς, από τον παραλογισμό των νέων νόμων.

Το «Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών», όπως όλα τα μεγάλα σατιρικά μυθιστορήματα, έχει απολαυστικές σελίδες (καλά σχεδιασμένης) ελαφρότητας και γέλιου, αλλά και στοχαστικές σελίδες που σταματάς και γυρνάς πίσω για να τις ξαναδιαβάσεις. Έχει εκπληκτικές περιγραφές της μεσοπολεμικής καθημερινότητας στην Κωνσταντινούπολη, έξοχους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και συμβολισμούς που τους διακρίνει εύκολα ο αναγνώστης, χωρίς ο συγγραφέας να υποκύπτει σε ευκολίες. Είναι ένα σπουδαίο βιβλίο που επιτέλους βρίσκει την θέση του, στην ελληνική βιβλιογραφία.

Βαθμολογία 86 / 100



 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 20, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 20, 2019 | Permalink
"Επιχείρηση Σφαγή"

Από τις σπάνιες φορές που βρίσκεσαι μπροστά σε ένα συγκλονιστικό κείμενο, μια αφήγηση που σε συνεπαίρνει, είναι η περίπτωση του "non-fiction novel" ("μη μυθοπλαστική πεζογραφία") "ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΦΑΓΗ" ("Operacion Masacre"), του βιβλίου του Αργεντίνου δημοσιογράφου και συγγραφέα Rodolfo Walsh (Lamarque 1927 - Buenos Aires 1977), που κυκλοφόρησε επιτέλους στα ελληνικά, σε ωραία μετάφραση του Κρίτ. Ηλιόπουλου (με επίμετρο του Οσβάλντο Μπάγιερ), από τον εκδοτικό οίκο "Ακυβέρνητες πολιτείες" (σελ. 255).

Η σύλληψη 12 ατόμων, σε ένα σπίτι σε ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες, καταλήγει σε μια μαζική εκτέλεση σε μια αλάνα. Ένα αποτυχημένο πραξικόπημα που λαμβάνει χώρα μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από το σπίτι που συλλαμβάνονται οι άνθρωποι αυτοί, που οι περισσότεροι είναι παντελώς άσχετοι με τα πολιτικά. Μια είδηση που φτάνει στον Ροντόλφο Ουόλς, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος - ερευνητής. Μια έρευνα που ξεκινάει τυχαία και ολοκληρώνεται με μια αποκάλυψη που τραντάζει το σύστημα.

Προτού όμως δούμε το γεγονός, πρέπει να καταλάβουμε ορισμένα ιστορικά στοιχεία.
Το 1955, ο λαϊκιστής ηγέτης Χουάν Περόν, ανατρέπεται από τον στρατηγό Αραμπούρου μετά από ένα πραξικόπημα. Οι οπαδοί του Περόν (αποκαλούμενοι "Περονιστές"), καταδιώκονται και υπάρχει συνεχής επιφυλακή για τυχόν αντιδράσεις τους. Τον Ιούνιο του 1956, εκδηλώνεται ένα αποτυχημένο πραξικόπημα (περισσότερο ως εξέγερση μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε) υπό τον Περονιστή στρατηγό Βάγε. Γίνονται μικροσυμπλοκές στους δρόμους, αρκετοί από τους εξεγερμένους πέφτουν νεκροί, όπως και οι αξιωματικοί πρωτεργάτες του πραξικοπήματος, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού τους στρατηγού Βάγε.

Οι εφημερίδες εκείνου του Ιουνίου, γράφουν για μια εκτέλεση 18 άοπλων πολιτών σε ένα προάστιο του Μπουένος Άιρες. Μερικούς μήνες μετά, εντελώς τυχαία, ο Ουόλς, πέφτει πάνω σε έναν τύπο, που του λέει, ότι ένας από τους εκτελεσμένους ζει. Ο Ουόλς σαν καλός δημοσιογράφος οσμίζεται ότι έχει μπροστά του, κάτι μοναδικό! Όπως προχωράει την έρευνα, διαπιστώνει ότι δεν είναι μόνο ένας επιζών, υπάρχει κι άλλος. Και μετά από λίγες ημέρες βρίσκει κι άλλον, και μετά και άλλον...Τι έγινε ακριβώς εκείνη τη νύχτα και πόσοι είναι τελικά οι νεκροί; Και πόσοι οι ζωντανοί; Και που βρίσκονται όλοι αυτοί;


Η έρευνά του, θα αποκαλύψει μια τεράστια πλάνη(;), που οδηγεί σε ένα φρικιαστικό έγκλημα. 12 ή ίσως και παραπάνω άντρες μαζεύτηκαν σε ένα σπίτι αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τις εξελίξεις, από τα επεισόδια που διαδραματίζονταν από δω κι από εκεί στην πόλη. Μαζεύτηκαν, για να ακούσουν έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή για χάρη της παρέας. Ο ένας έφερνε τον άλλον, και έτσι συγκεντρώνονται, κάποιοι ήδη γνωστοί, άλλοι άγνωστοι μεταξύ τους, μερικοί από αυτούς γνωστοί Περονιστές.

Ένας αστυνομικός διευθυντής έχει μια πληροφορία ότι σε ένα σπίτι της περιοχής υπάρχουν συμμετέχοντες στο πραξικόπημα. Μπουκάρουν μέσα και τους συλλαμβάνουν όλους – οι περισσότεροι νομίζουν ότι τους πιάσανε ως ύποπτους για τζόγο. Είναι αργά το βράδυ, τους πάνε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, τους αφήνουν όλο το βράδυ μέσα στην αβεβαιότητα, κηρύσσεται ο στρατιωτικός νόμος, και λίγο πριν το ξημέρωμα, τους μεταφέρουνε σε μια αλάνα για εκτέλεση, χωρίς ούτε μια στιγμή να τους πούνε, όχι απλώς που τους πηγαίνουν, αλλά και χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κατηγορία για οτιδήποτε. Η εκτέλεση είναι σχεδόν στα τυφλά, κάποιοι γλυτώνουν και θα αποτελέσουν τους μάρτυρες για την αποκάλυψη που έφερε στο φως ο Ουόλς.

"Ο κύριος Οράσιο καταλαβαίνει, σε μια αναλαμπή του νου. Η χαριστική βολή. Πηγαίνουν από πτώμα σε πτώμα και πυροβολούν όσους δείχνουν σημάδια ζωής. Και τώρα...
Ναι, τώρα είναι η σειρά του. Το φορτηγάκι πλησιάζει. Το έδαφος κάτω από τα γυαλιά του κυρίου Οράσιο εξαφανίζεται, βλέπει πυρωμένες πέτρες. Τον φωτίζουν, τον σημαδεύουν. Δεν τους βλέπει, όμως ξέρει ότι τον σημαδεύουν στο κεφάλι.
Περιμένουν μια κίνηση. Ίσως ούτε αυτό. Ίσως του ρίξουν έτσι κι αλλιώς. Ίσως τους παραξενεύει ακριβώς επειδή δεν κινείται. Ίσως ανακαλύψουν το προφανές, ότι δεν έχει τραυματιστεί, ότι πουθενά δεν αιμορραγεί. Μια ναυτία αναβλύζει από το στομάχι του. Καταφέρνει να την πνίξει στα χείλη. Θέλει να ουρλιάξει. Ένα μέρος του σώματός του - οι καρποί στηριγμένοι σαν μοχλοί στο έδαφος, τα γόνατα, τα ακροδάχτυλα των ποδιών του - νιώθουν μια τρελή επιθυμία φυγής. Ένα άλλο μέρος - το κεφάλι, ο σβέρκος - επαναλαμβάνει: μη κουνι΄σεια, μην ανασαίνεις.
Άραγε πως τα καταφέρνει να μείνει ακίνητος, να κρατήσει την ανάσα του, να μη βήξει, να μην ουρλιάξει από φόβο;
Πάντως δεν κουνιέται. Ούτε και ο προβολέας. Τον επιτηρεί, τον παρακολουθεί, σαν ένα παιχνίδι υπομονής. Κανένας δεν μιλάει στο ημικύκλιο τουφεκιών που τον κυκλώνουν. Αλλά κανένας δεν ρίχνει. Κι έτσι περνούν δευτερόλεπτα, λεπτά, χρόνια...
Και η σφαίρα δεν έρχεται.
Όταν ακούει ξανά τον κινητήρα, όταν εξαφανίζεται το φως, όταν καταλαβαίνει ότι απομακρύνονται, ο κύριος Οράσιο αρχίζει να ανασαίνει αργά, πολύ αργά, σαν να μαθαίνει να ανασαίνει για πρώτη φορά στη ζωή του."

Η αφήγηση είναι συγκλονιστική και η ιστορία απίστευτη! Μέσα σε ένα Καφκικό πλαίσιο, ξετυλίγεται το δράμα αλλά και ταυτόχρονα η φάρσα, που θα πάρει τραγικές διαστάσεις. Ο συγγραφέας, ακολουθώντας την δομή αλλά και τις προδιαγραφές ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, ξετυλίγει την ιστορία, επικεντρώνοντας στα πρόσωπα, στους πρωταγωνιστές της μοιραίας νύχτας, περιγράφοντας τις οικογένειές τους, τις ανέμελες στιγμές που προηγήθηκαν της βόλτας που άλλαξε τις ζωές τους, και για κάποιους έμελλε να είναι η τελευταία φορά που μίλησαν στα παιδιά και στις γυναίκες τους.
Οι διασωθέντες εμφανίζονται ένας, ένας, κάποιοι κρυμμένοι σε σπίτια, κάποιοι έχουν διαφύγει σε γειτονικές χώρες ζητώντας άσυλο, ενός έχει καταστραφεί το πρόσωπο («κοιτάζω ετούτο το πρόσωπο, την τρύπα στο μάγουλο, την ακόμα μεγαλύτερη τρύπα στο λαρύγγι, το σπασμένο στόμα και τα θολά μάτια μέσα στα οποία επιπλέει ακόμα η σκιά του θανάτου»).


Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και σαν αστυνομική ιστορία μυστηρίου. Ο Ουόλς δεν περιγράφει μόνο τα γεγονότα αλλά και αυτά που ακολούθησαν, την αποκάλυψη της «Επιχείρησης σφαγής», τον πόλεμο που δέχτηκε από τις Αρχές που αρνούντο να παραδεχθούν το τι έγινε, τις κατηγορίες εναντίον του, την κάλυψη της υπόθεσης όταν πλέον τα στοιχεία ήταν ακλόνητα και συντριπτικά. Ντοκουμέντο αλλά και Λογοτεχνία (με Λ κεφαλαίο), σε μια αφήγηση που (τύφλα να έχει το «Εν Ψυχρώ» του Τρ. Καπότε), βγάζει τον αναγνώστη από την άνεσή του, τον δονεί, με μια γραφή παθιασμένη και ολοζώντανη ακόμα, πάνω από 60 χρόνια μετά την δημοσίευση της ιστορίας.

Όπως αναφέρει στο σημείωμα που παραθέτει στην αρχή του βιβλίου, ο μεταφραστής του, Κρίτων Ηλιόπουλος, η ιστορία αυτή, άλλαξε και τον ίδιο τον συγγραφέα της. Ο Ροντόλφο Ουόλς από εκεί που αδιαφορούσε για την πολιτική, μέσα από την έρευνά του για την «Επιχείρηση Σφαγή», στρατεύεται στον αγώνα κατά της Χούντας, γίνεται αριστερός και υποστηρίζει τους Περονιστές αντάρτες «Μοντενέρος». Θα βρει τον θάνατο κατά την διάρκεια της δικτατορίας του Βιντέλα, το 1977, όπου λίγο πριν σκοτωθεί, θα έχει χάσει την μία του κόρη (δολοφονημένη κι αυτή). Μια μέρα πριν τον θάνατό του, θα στείλει μια επιστολή προς τους δικτάτορες (η οποία παρατίθεται στην έκδοση, στο τέλος του βιβλίου). Θα πέσει νεκρός την επομένη, στο φως της ημέρας, περικυκλωμένος από στρατιώτες.

Βαθμολογία 88 / 100




 
Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2019
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 15, 2019 | Permalink
"Days are where we live" ("Εκεί που ζούμε" - Χρίστος Κυθρεώτης)

“What are days for?
Days are where we live.   
They come, they wake us   
Time and time over.
They are to be happy in:   
Where can we live but days?

Ah, solving that question
Brings the priest and the doctor   
In their long coats
Running over the fields.”

(Philip Larkin – “Days”)

Η μετάβαση του περισσότερου γνωστού ως διηγηματογράφου (αφού η πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια έγινε με την συλλογή διηγημάτων "Μια χαρά" πριν από μερικά χρόνια), Χρίστου Κυθρεώτη (Λευκωσία, 1979) στον χώρο του μυθιστορήματος, έγινε με εντυπωσιακό και αρκετά φιλόδοξο τρόπο, καθώς το "ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ" (εκδ. Πατάκης, σελ. 440), δεν είναι (ευτυχώς), ένα ακόμα ελληνικό μυθιστόρημα που ξεχνάς λίγες ημέρες μετά την ανάγνωσή του. Είναι ένα βιβλίο, συγκροτημένο και γραμμένο με ωραίο ύφος, που χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή είναι ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, παρουσιάζει μεγάλες αφηγηματικές αρετές, είναι ευφυέστατο και πολυεπίπεδο.


Από τον "Οδυσσέα" του Τζόις και την "Κα Νταλογουέι" της Β.Γουλφ, στο "Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς" του Σολζενίτσιν και στο "Σάββατο" του ΜακΓιούαν, τα ("Κιρκάδια" όπως αποκαλούνται) μυθιστορήματα που περιγράφουν ένα 24ωρο από τη ζωή ενός ανθρώπου είναι πολλά. Μπορεί ο ήρωάς τους να είναι ένας ιδιωτικός ντέτεκτιβ (στο "Φως της ημέρας" του Γκρ. Σουίφτ), ένας σύζυγος σε αδιέξοδο (στο "Οικείες απιστίες" του Κουρέισι) ή μια κυρία της υψηλής κοινωνίας (στη "Κα Νταλογουέι) της Β.Γουλφ, χρειάζεται όμως, το ιδιαίτερο ταλέντο του δημιουργού τους για να καταφέρουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

"Όσο είμαστε μικροί ονειρευόμαστε την ενηλικίωση ως ένα είδος οριστικής απόδρασης από τα προβλήματα των γονιών μας. Δεν σκοπεύουμε να αποφύγουμε τα προβλήματα γενικώς, κάθε άλλο - σκοπεύουμε απλώς να σταματήσουμε να εξαρτώμαστε από τα δικά τους και να δημιουργήσουμε άλλα, εντελώς δικά μας προβλήματα, μόνο που στην πορεία ανακαλύπτουμε πως δεν είναι και τόσο εύκολο."

Στο "Εκεί που ζούμε", παρακολουθούμε το 24ωρο του ήρωα του βιβλίου, του 35άρη δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη, μια ζεστή ημέρα του Ιουνίου στην Αθήνα. Ολόκληρη την μέρα του, όχι μόνο τις συναντήσεις του επαγγελματικές ή μη, με ανθρώπους, αλλά και τις σκέψεις του, την παραμικρή του κίνηση. Ο Σπετσιώτης ζει στα Εξάρχεια, δουλεύει σε ένα δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της πόλης και μόλις πρόσφατα έγινε δεκτός μετά από εξετάσεις, να εργαστεί στο Λουξεμβούργο, ως "Lawyer Linguist", κάτι τελείως διαφορετικό από την δικηγορία που ασκεί. Ο Σπετσιώτης δεν έχει ακόμα συνηθίσει στην ιδέα της φυγής του, δεν το έχει πει σε κανέναν, δεν ξέρει καλά καλά, ούτε γιατί προχώρησε σε αυτή την κίνηση που θα του αλλάξει την επαγγελματική (και όχι μόνο) ζωή του.

Το πρόγραμμα της ημέρας του, προμηνύεται βαρύ. Καταρχάς θα πρέπει να πάει στο δικαστήριο, όπου έχει αναλάβει την υπεράσπιση μιας 60άχρονης κυρίας που εξαπατήθηκε από ένα Ινστιτούτο Αισθητικής, αγοράζοντας προϊόντα και υπηρεσίες που ποτέ δεν χρησιμοποίησε και υπογράφοντας δανειακές συμβάσεις με τράπεζες εν αγνοία της, καταλήγοντας να χρωστάει αρκετές δεκάδες χιλιάδες ευρώ, κινδυνεύοντας να χάσει το σπίτι της. Αργότερα το απόγευμα, θα πρέπει να πάει στο Χαλκούτσι Ωρωπού, για να βοηθήσει τον πατέρα του, που ζει μόνος του, μετά από το διαζύγιο με την μητέρα του ήρωα, να παραδώσει ένα γεωτρύπανο αργά τη νύχτα στον Ορχομενό, υπό περίεργες συνθήκες, μια αποστολή που αγχώνει τον Σπετσιώτη περισσότερο από οτιδήποτε άλλο σκοπεύει να κάνει μέσα στη μέρα.

"Δεν είναι μόνο η στιγμή του θανάτου μας - σχεδόν κάθε στιγμή όλη η ζωή περνάει μπροστά από τα μάτια μας, αφού μάλλον δεν υπάρχει ούτε μια μέρα στη διάρκεια της οποίας να μη σκεφτόμαστε, έστω στιγμιαία, όλα τα πράγματα που έχουμε κάνει ή όλους τους ανθρώπους που έχουμε γνωρίσει - όσους έχουν χαθεί για πάντα και όσους με κάποιον τρόπο μπλέκονται ακόμα στα πόδια μας. Κάθε μέρα περιέχει ολόκληρο το παρελθόν κι αυτό είναι τελικά το μεγαλύτερο εμπόδιο που δεν μας αφήνει να πούμε την ιστορία, και κυρίως να την πούμε ειλικρινά: το γεγονός πως αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς δεν υπάρχουν ιστορίες - υπάρχει μόνο ο χρόνος."


Ενδιάμεσα, έχει προγραμματίσει να συναντήσει την Στέλλα, την πρώτη του σοβαρή σχέση όταν ήταν φοιτητής, με την οποία έχει χωρίσει πολλά χρόνια τώρα, αλλά που συναντιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα σε μια συγκεκριμένη καφετέρια, μιλώντας για τη ζωή τους και διατηρώντας μια σχέση φιλική μεν, πολύ ιδιαίτερη δε, με στοιχεία λανθάνοντος ερωτισμού και αληθινού νοιάξιμου μεταξύ τους. Η Στέλλα αυτή τη φορά, του έχει στείλει μήνυμα ότι θέλει να του μιλήσει για κάτι πολύ σημαντικό και ο ήρωας αναρωτιέται τι μπορεί να συμβαίνει. Ο Σπετσιώτης θέλει να κλείσει τη μέρα του, γυρίζοντας από τον Ορχομενό, μια λογική ώρα, για να προλάβει να πάει στο πάρτι που οργανώνει η Άννα, η γυναίκα με την οποία συνδέθηκε περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο στη ζωή του και ο έρωτάς του γι' αυτήν δεν έχει σβήσει ακόμα, παρότι η σχέση τους έχει τερματισθεί αρκετό καιρό πριν.

Τα απρόβλεπτα όμως γεγονότα που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της μέρας, δεν αφήνουν τον Σπετσιώτη να πάρει ανάσα. Η δίκη που καθυστερεί, οι συζητήσεις με τον γιό της, έναν νεαρό με ψυχολογικά προβλήματα, για τον οποίον υπήρχαν μεγάλες προσδοκίες στην οικογένεια και απέτυχε σε όλα, και ο οποίος, στο μόνο που είναι καλός είναι στο σκάκι, η απελπισία της πελάτισσας που τον επηρεάζει ψυχολογικά, η Στέλλα που περιμένει από αυτόν μια κίνηση, ένα χέρι βοηθείας μέσα στα αδιέξοδα του γάμου της που διαλύεται, η μεταφορά του γεωτρύπανου που κρατάει μια αιωνιότητα, δίνοντας όμως την ευκαιρία σε πατέρα και γιο, να συζητήσουν λίγο παραπάνω αλλά και να βιώσουν μια λούμπεν πραγματικότητα, ενώ ακόμα και το περίφημο πάρτι της Άννας, είναι απογοητευτικό στην έκβασή του, το δε ατελείωτο 24ωρο, θα ολοκληρωθεί με τον χειρότερο τρόπο, σε ένα νοσοκομείο, καθώς η ζωή δεν υπακούει σε προγράμματα και κανόνες.

Ο Κυθρεώτης χειρίζεται το υλικό του συγκροτημένα και με πλήρη έλεγχο. Το ύφος του (όπως και οι διαθέσεις του ήρωά του) αλλάζει από ιστορία σε ιστορία - θα μπορούσαν οι τέσσερις ιστορίες που δείχνουν εγκιβωτισμένες, αφού δεν συνδέονται μεταξύ τους, να αποτελούν υλικό για διαφορετικά βιβλία, εδώ όμως ενώνονται αρμονικά, υπνωτίζοντας (κατά κάποιον τρόπο) τον αναγνώστη. Τα υπαρξιακά άγχη της καθημερινότητας και οι συζητήσεις μαζί με κάποια γεγονότα, δημιουργούν μια αίσθηση παράνοιας και ασφυξίας. Ο συγγραφέας κατασκευάζει ωραίες εικόνες, ιδιαίτερα ζωντανές που ενισχύουν την απόλαυση του κειμένου. Ιδιαίτερα το επεισόδιο με την μεταφορά του γεωτρύπανου, στους σκοτεινούς επαρχιακούς δρόμους, θα μπορούσε να αποτελεί σκηνικό από το υπέροχο "Νεμπράσκα" του Αλεξάντερ Πέιν. Γενικότερα η αίσθηση που σου αφήνει το μυθιστόρημα του Κυθρεώτη είναι μια ωραία μίξη λογοτεχνίας και κινηματογράφου, αφού οι εικόνες του είναι τόσο δυνατές.

"Την ώρα που ντύνομαι, νιώθω πως η κούρασή μου έχει εξαφανιστεί, παρόλο που δεν πρέπει να κοιμήθηκα πάνω από δέκα λεπτά - ίσως όμως αυτό να είναι το μόνο που έχουμε ανάγκη και η κούρασή μας να μην είναι ποτέ σωματική αλλά να πηγάζει βασικά από το γεγονός πως είμαστε αυτοί που είμαστε: οπότε το να κόβουμε έστω και για λίγο το νήμα αρκεί για να μας αναζωογονήσει. Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν επιστημονικές έρευνες για τα πάντα (και για τα αντίθετά τους). Όπως και να' χει, η αλήθεια είναι πως νιώθω τονωμένος και έτοιμος να αντιμετωπίσω όσα μου επιφυλάσσει ακόμα η μέρα. Φοράω λοιπόν τα παπούτσια μου κι ύστερα, πριν φύγω, ρίχνω μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, λιγότερο για να τσεκάρω τις λεπτομέρειες της εμφάνισής μου και περισσότερο για να ικανοποιήσω την κενή, ανεξήγητη, αλλά υπαρκτή ανάγκη που νιώθουμε καμιά φορά όλοι μας να κοιτάζουμε απλώς αυτόν τον γνωστό άγνωστο, τον καρμίρη, το αβοήθητο παιδί, το πιο τρομακτικό απ' όλα τα πλάσματα - τον εαυτό μας."

Η σχέση πατέρα και γιού, τα λόγια που δεν λέγονται ποτέ, οι κινήσεις που σημαίνουν πολλές φορές πολλά, οι καταστάσεις που οδήγησαν τα πράγματα στην μελαγχολική πορεία προς το άγνωστο των δύο ανδρών, τόσο συγγενών αλλά και τόσο ξένων μεταξύ τους, αποτελούν την κορύφωση του βιβλίου. Ο Σπετσιώτης, άψογα ψυχογραφημένος, είναι ένας άνθρωπος αποπροσανατολισμένος και με φανερή την αμηχανία στην αντιμετώπιση της ζωής του, στη διαχείριση των ερωτικών του σχέσεων ή ακόμα και της καθημερινότητας, διαθέτει όμως ενσυναίσθηση και καλοσύνη, προσπαθεί να κατανοήσει τους ανθρώπους, χωρίς να έχει λύσεις και παρά τις απογοητεύσεις, πιστεύει σ' αυτούς. Ο Κυθρεώτης τονίζει την αδυναμία (και την έλλειψη) της επικοινωνίας, τον περίκλειστο κόσμο των ανθρώπων που εμποδίζει τις ανθρώπινες σχέσεις.

Τα γεγονότα του 24ώρου, συμβαίνουν μέσα σε μια Αθήνα θορυβώδη και χαοτική, με εκκωφαντικούς θορύβους καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας. Μέσα σε μια Αθήνα της κρίσης, που είναι εμφανής παντού και απασχολεί όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Από τον πατέρα που αντιμετωπίζει τα εργασιακά προβλήματα των μεσηλίκων, κάνοντας δουλειές του ποδαριού, την πελάτισσα που καταστρέφεται κυνηγώντας πρότυπα που καλλιεργούνται από τις τηλεοράσεις, έως τον γείτονα του Σπετσιώτη που ζει στον κόσμο του, δανειζόμενος απ' όλους ότι βρει, οι ήρωες του Κυθρεώτη είναι ολοζώντανοι και όχι χάρτινοι, οι διάλογοι αληθινοί.

Ωραία ατμόσφαιρα, καλός ρυθμός, καθημερινή γλώσσα χωρίς εξάρσεις και περιττούς λυρισμούς, το «Εκεί που ζούμε», κερδίζει το στοίχημα και αντικατοπτρίζει την αμηχανία των σημερινών 40άρηδων, των ανθρώπων που ζουν τα καλύτερά τους χρόνια εντός μιας παρατεταμένης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Εάν ήταν περισσότερο υπαινικτικό και με μεγαλύτερη οικονομία λόγου, θα μιλούσαμε για κάτι ακόμα σπουδαιότερο λογοτεχνικά, αλλά μπροστά στην γενικότερη αίσθηση δυναμισμού και ζωντάνιας, που σου αφήνει αυτό το μυθιστόρημα, αυτά είναι πταίσματα. Η ελληνική λογοτεχνία μπορεί να περιμένει πολλά από τον Χρ. Κυθρεώτη!

Βαθμολογία 81 / 100



 
Τρίτη, Νοεμβρίου 12, 2019
posted by Librofilo at Τρίτη, Νοεμβρίου 12, 2019 | Permalink
"Ο πόλεμος της ματαιοδοξίας"

Ως σκοτεινό ψυχολογικό θρίλερ, μπορεί να περιγράψει κανείς με δύο κουβέντες, το ωραίο μυθιστόρημα "Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΕ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑΣ" ("La guerre des vanites"), του Γάλλου συγγραφέα Marin Ledun (Ωμπενά, 1975) - (εκδ. 21ου, μετάφρ. Γ. Καυκιάς, σελ.420). Το βιβλίο όμως είναι πολλά περισσότερα από αυτό, και κυρίως το ενδιαφέρον του εστιάζεται, στο υπόστρωμα που ξεδιπλώνεται σε δεύτερο επίπεδο, υπό την έντονη πλοκή μιας συγκλονιστικής ιστορίας που εκτυλίσσεται στην Γαλλική επαρχία. Ένα μυθιστορηματικό τοπίο που άνετα θα μπορούσε να αποτελεί μέρος της ελληνικής επικράτειας, καθώς οι συνισταμένες είναι ίδιες και η φρίκη που αποκαλύπτεται δεν αποτελεί προνόμιο κανενός τόπου.


Μια μικρή επαρχιακή πόλη της Γαλλίας, η Τουρνόν που ο ποταμός Ροδανός την διατρέχει, καμιά δεκαριά χιλιάδες κάτοικοι, μια πόλη που συνήθως δεν συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο και που όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Σ’ αυτή την πόλη όμως συμβαίνει κάτι ιδιαίτερα δραματικό, μια σειρά από αυτοκτονίες εφήβων – μέσα σε διάστημα 24 ωρών, πέντε έφηβοι αυτοκτονούν, όλοι με διαφορετικό τρόπο, σε κάποιες δε των περιπτώσεων, η ενέργειά τους βιντεοσκοπείται. Από τις αρχές της πόλης καλείται ο ανθυπαστυνόμος Κορβίν, που υπηρετεί στην Βαλάνς, να βοηθήσει τις έρευνες. Ο Κορβίν έχει ζήσει ως νέος μερικά χρόνια στη μικρή πόλη, την ξέρει καλά, μισεί την νοοτροπία των κατοίκων της που τον έκανε να σηκωθεί να φύγει. Τώρα είναι ένας καταξιωμένος αστυνομικός, αλλά πολύ άρρωστος, στην τσέπη του κουβαλάει τα αποτελέσματα των ιατρικών του εξετάσεων, τα οποία αρνείται να ανοίξει, γιατί, ξέρει ότι δεν είναι καλά, είναι σίγουρος ότι πάσχει από καρκίνο.

Οι αυτοκτονίες δεν σταματούν όμως στις πρώτες πέντε, συνεχίζονται. Οι γονείς θρηνούν και δεν μπορούν να φανταστούν τι τις προκάλεσε. Ο Κορβίν βρίσκει σχεδόν αμέσως, ότι οι νέοι γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους, έκαναν παρέα, πήγαιναν σχολείο μαζί και κυρίως στην ίδια λέσχη ψυχαγωγίας. Αυτή η λέσχη και μια πολυτελής κλινική, που λειτουργούσε και διηύθυνε ένας γιατρός που ήταν μεγαλοπαράγων της πόλης και χρηματοδότης της ποδοσφαιρικής της ομάδας, ήταν οι μόνο συνδετικοί κρίκοι που ένωναν τα παιδιά-αυτόχειρες. Ο Κορβίν προσπαθεί να πιαστεί από το παραμικρό σημάδι, ενώ οι απόπειρες συνεχίζονται και τα ερωτήματα πληθαίνουν, χωρίς όμως να δίδονται απαντήσεις.

"Ο Κάιν σκοτώνει τον αδερφό του.(...)Το προπατορικό αμάρτημα. Από το οποίο απορρέουν όλα τ' άλλα.
Κανένας δεν σκοτώνει τυχαία."


Πολλά ερωτήματα, ελάχιστες απαντήσεις… Μια εβδομάδα του Φεβρουαρίου (αυτός είναι ο μυθιστορηματικός χρόνος – μόνο μια εβδομάδα), συμβαίνουν όλα αυτά, ένα χρονικό διάστημα που ο Κορβίν το ζει στα όριά του, βήχοντας και ασθμαίνοντας, τρέχοντας να προλάβει πιθανές αυτοκτονίες, βρίσκοντας πτώματα, χτυπώντας πόρτες, πέφτοντας σε αδιέξοδα, άυπνος και κουρασμένος, υπερβαίνοντας τα όριά του. Κανείς δεν τον γουστάρει, κι αυτός μισεί αυτή τη πόλη.

Τι ωθεί ένα νεαρό άτομο να αυτοκτονήσει; Συνέβη κάτι δραματικό στις ζωές τους για να τους ωθήσει σε τέτοιες πράξεις; Πως μπορεί ένα δεκάχρονο παιδί να πηδήξει στο κενό; Πως μπορεί μια μικρή κοπελίτσα να κόψει τον λαιμό της; Γιατί δεν μιλάνε οι γονείς; Ποιος βιντεοσκοπεί και φωτογραφίζει; Πως μπορεί και παρακολουθεί; Γιατί η πόλη δεν έχει ξεσηκωθεί; Ποια μυστικά και σκάνδαλα υπάρχουν πίσω από τις κλειστές πόρτες και τους στενούς δρόμους της απρόσωπης πόλης;

"Ο Αμίρ, ο Ζο, η Νταλιλά. Ο Αλεξάντρ.
Τα υπόλοιπα χωράνε σε μερικούς αριθμούς με δεκατρία ψηφία στους διοικητικούς φακέλους, βαθμοί στους ελέγχους προόδου, μια σειρά κριτηρίων μάρκετινγκ ποσοτικοποιημένων από μια χούφτα πολυεθνικές ειδικευμένες στα προϊόντα για ανηλίκους, έξι ζευγάρια αθλητικά παπούτσια Nike, άλλα τόσα τσιγάρα κρυμμένα κάτω από το στρώμα του, καμιά εικοσαριά κωδικοί πρόσβασης σε διάφορες υπηρεσίες του διαδικτύου κι ένας αριθμός με τρία μηδενικά στον τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο δεν θα έχει πρόσβαση παρά όταν ενηλικιωθεί, αν μέχρι τότε οι γονείς του δεν σπάσουν τον κουμπαρά του για ν' αγοράσουν καινούργιο αυτοκίνητο.
Και ώρες πολλές που περνούν κάνοντας ζάπινγκ ή σερφάροντας στο διαδίκτυο, από λινκ σε λινκ, από σελίδα σε σελίδα, κηπουρική, μουσική, μόδα, συλλογές γραμματοσήμων. Κλικ, κλικ. Χωρίς να ψάχνει τίποτα συγκεκριμένο, περνώντας την ώρα, σκοτώνοντας την ώρα. Ο ισραηλινός στρατός εξαπολύει νέο κύμα αεροπορικών βομβαρδισμών στη Λωρίδα της Γάζας...Κλικ, κλικ. Μεταβίβαση των εξουσιών από...Κλικ, κλικ. Πως να κάνετε τη διαλογή των απορριμάτων σας...Κλικ, κλικ. Heeey ya! Hey ya! κλικ, κλικ. Βίντεο, κλικ, κλικ. You Tube, κλικ, κλικ. MySpace, κλικ, κλικ. Dailymotion, Facebook, κλικ, κλικ. Η γενιά του Κορβίν τρελάθηκε, αλυσόδεσε τη ζωή των παιδιών σαν τον Αμίρ. Όπου και να πάνε, θα καταλήξουν με τον κώλο καθισμένο μπροστά σε μια τηλεόραση βλέποντας το σίριαλ Νοικοκυρές σε απόγνωση ή παίζοντας Τέτρις."

Αγχώδες και παροξυσμικό ύφος, όπου η μια σκηνή διαδέχεται την άλλη. Το μυθιστόρημα ρέει και τρέχει λαχανιάζοντας, μαζί κι ο αναγνώστης, που μετά τις πρώτες σελίδες, δεν μπορεί να το αφήσει από τα χέρια του. Είναι ένα βιβλίο που δεν ενδείκνυται σε αναγνώστες που συμπάσχουν με τους ήρωές τους, που παρασύρονται από την ιστορία, είναι δεδομένο ότι, θα χάσουν τον ύπνο τους.


Κοινωνικοπολιτικό σχόλιο για τον σημερινό κόσμο, αποτελεί αυτό το ιλιγγιώδες και συναρπαστικό θρίλερ. Ο Λεντέν σχολιάζει την διείσδυση του διαδικτύου στην καθημερινότητά μας, την αποθέωση του «ασήμαντου», το άγχος που κατακυριεύει τα νέα παιδιά με ευθύνη των γονιών τους, την κοινωνία που δημιουργήσαμε και η οποία μέσα στην ταχύτητα της, διαστρέφει το νόημα της ζωής. Ο συγγραφέας περιγράφει την βαρεμάρα, την έλλειψη κατανόησης, τον επαρχιακό μικροαστισμό στο «τι θα πει ο άλλος», ουσιαστικά ένα αδιέξοδο, μια καταθλιπτική κατάσταση, όπου το γέλιο και η ανεμελιά δεν υπάρχουν, κι όπου οι προσπάθειες για μια καλύτερη «ποιότητα» ζωής, έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα.

Οι απαντήσεις δεν δίδονται ή ίσως δεν αποκαλύπτεται πλήρως το μυστήριο, και αυτό είναι το μειονέκτημα που βρίσκω στο κατά τα λοιπά, πολύ ωραίο και δυναμικό μυθιστόρημα του Λεντέν. Ίσως βέβαια, περίμενα κάτι διαφορετικό στις τελευταίες 50 σελίδες, κι όχι το φινάλε που δίνει ο συγγραφέας, το οποίο με μπέρδεψε πολύ. “Ο πόλεμος της ματαιοδοξίας» όμως, είναι ένα βιβλίο που δεν μπορείς να λησμονήσεις εύκολα, ένα ψυχολογικό θρίλερ με όλη την σημασία της λέξης.

Βαθμολογία 79 / 100




 
Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2019
posted by Librofilo at Τετάρτη, Νοεμβρίου 06, 2019 | Permalink
"Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;" ("Οι Περαστικοί")

"Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;"

Το προσφυγικό/μεταναστευτικό, είναι ένα θέμα που θα απασχολήσει πολύ τη σύγχρονη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, τα επόμενα χρόνια, καθώς είναι αδύνατον οι συγγραφείς να μείνουν αδιάφοροι μπροστά σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της εποχής μας.
Η Γερμανίδα συγγραφέας Jenny Erpenbeck (Βερολίνο, 1967), στο μυθιστόρημά της, με τίτλο «ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ» («Gehen, ging, gegangen») – (εκδ. Καστανιώτη, μετάφρ. Α.Κυπριώτης, σελ.393), προσεγγίζει το θέμα του προσφυγικού (το οποίο έθιγε σε δεύτερο επίπεδο και στο προηγούμενο μυθιστόρημά της, την εκπληκτική «Συντέλεια του κόσμου», καθώς κι εκεί, οι ήρωές της αναζητούσαν διαρκώς μια καλύτερη ζωή σε άλλους τόπους), με ψυχραιμία, θέτοντας ερωτήματα και επισημαίνοντας κάποια καθόλου ευχάριστα πράγματα.


Η Έρπενμπεκ, γεννήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, και αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε, διαβάζοντας τα βιβλία της. Γνωρίζει και την απασχολεί, η ρευστότητα των συνόρων, η υποκρισία των Αρχών, η γραφειοκρατία, τα δυτικά στερεότυπα, η σχετικότητα του «πολιτισμένου κόσμου», το θέμα της ταυτότητας.

Ήρωας του μυθιστορήματος, είναι ο Ρίχαρντ, ένας γηραιός συνταξιούχος καθηγητής Φιλολογίας, που δίδαξε στο πανεπιστήμιο Χούμπολντ, γεννημένος στην Ανατολική Γερμανία, ο οποίος έχει χηρέψει πρόσφατα, ενώ και η ερωμένη του τον έχει εγκαταλείψει από χρόνια, έχει πλέον άπλετο χρόνο μέσα στη μέρα του, τον οποίο δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί. Περνάει χρόνο με τους φίλους του, τρώει λιτά και ακολουθεί ένα μονότονο καθημερινό πρόγραμμα χωρίς εκπλήξεις, ενώ νιώθει αφόρητη την μοναξιά που τον περιβάλλει. Τον απασχολεί ένα γεγονός που συνέβη σε μια λίμνη κοντά στο σπίτι του, όπου ένας άντρας πνίγηκε και το πτώμα του ακόμα δεν έχει βρεθεί.

"Ο πόλεμος τα καταστρέφει όλα, λέει ο Αβάντ. Την οικογένεια, τους φίλους, τον τόπο που ζεις, τη δουλειά, την καθημερινότητα. Όταν γίνεσαι ξένος, λέει ο Αβάντ, δεν έχεις επιλογή πια. Δεν ξέρεις πού να πας. Δεν ξέρεις τίποτα πια. Εγώ δεν μπορώ να δω πια τον εαυτό μου, το παιδί που ήμουν. Δεν έχω πια εικόνα του εαυτού μου."

Ένα ρεπορτάζ στην τηλεόραση, του υπενθυμίζει, κάτι που δεν είχε παρατηρήσει στο Βερολίνο, παρότι πέρναγε καθημερινά σχεδόν από το σημείο αυτό. Μια συγκέντρωση προσφύγων απεργών πείνας στην Αλεξάντερπλατς, οι οποίοι κρατάνε  πινακίδες που γράφουν "Γινόμαστε ορατοί" ("we become visible"), τον προβληματίζει. Γιατί δεν τους είχε δει τόσο καιρό; Πως γίνεται κάποιος "ορατός" από τον κόσμο - τι πρέπει να κάνει; Πηγαίνει σε μια πλατεία που έχει μετατραπεί σε καταυλισμό, βλέπει τους πρόσφυγες μαζεμένους να σκοτώνουν την ώρα τους.


Το θέμα τον απασχολεί όλο και περισσότερο, διαβάζει ότι άρθρο βρει, ενημερώνεται και θέλει να ασχοληθεί όσο γίνεται παραπάνω. Οι πρόσφυγες μεταφέρονται στις εγκαταστάσεις ενός παλιού γηροκομείου, και ο Ρίχαρντ έχοντας ετοιμάσει ένα ερωτηματολόγιο, βρίσκει την ευκαιρία να τους προσεγγίσει - λέει στις Αρχές ότι ετοιμάζει μια εργασία για το θέμα ως Πανεπιστημιακός - και να μάθει περισσότερα γι' αυτούς. Γρήγορα συνειδητοποιεί την σχεδόν ολοκληρωτική άγνοιά του για την Αφρική, τις χώρες, τις συνθήκες ζωής εκεί.
Οι άνθρωποι αυτοί, στην πλειονότητά τους Αφρικανοί, θα του διηγηθούν ιστορίες φρίκης και εξαθλίωσης, ταλαιπωρίας και επιβίωσης. Τώρα κάθονται όλη μέρα στα κρεβάτια τους και περιφέρονται άσκοπα στον χώρο, περιμένοντας μια άδεια παραμονής που ποτέ δεν έρχεται, ζητώντας απεγνωσμένα εργασία ή μια διέξοδο. Μέσα από τις αφηγήσεις των προσφύγων, ο Ρίχαρντ μαθαίνει για τον "δρόμο" που ακολούθησαν οι περισσότεροι από αυτούς, για τα στρατόπεδα στην Λιβύη, για το ταξίδι με βάρκες που βουλιάζανε με προορισμό την Ιταλία, για τις σφαγές στα μέρη τους, για τις οικογένειες που άφησαν πίσω.
Μέσα από τις συζητήσεις μαζί τους, βλέπει την άγνοιά τους για το ευρωπαϊκό ιστορικό πλαίσιο, τα δυτικά ήθη κι έθιμα (κάποιοι αγνοούν τι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα ή ακόμα και την ύπαρξη του Χίτλερ), τα σύνορα μεταξύ των χωρών, τα πολιτεύματά τους. Ο Ρίχαρντ καθώς περνάει ο καιρός αλλάζει, το κέντρο βάρους της καθημερινότητάς του μετατρέπεται, οι συναντήσεις με τους πρόσφυγες μονοπωλούν το ενδιαφέρον του και με μερικούς από αυτούς συνδέεται φιλικά, τους παίρνει σπίτι του, τους συστήνει σε φίλους του, προσπαθεί να βοηθήσει στο μάθημα Γερμανικών - γοητευμένος κι από την όμορφη (Αφρικανικής καταγωγής) δασκάλα, όλες όμως οι προσπάθειες καταλήγουν σε αδιέξοδο, αφού οι Αρχές πετάνε συνεχώς τη μπάλα στην εξέδρα, μη δίνοντας λύση στο πρόβλημα, και τα ατελείωτα γρανάζια της γραφειοκρατίας μπλοκάρουν την οποιαδήποτε λύση.

"Στην πραγματικότητα οι πρόσφυγες δεν θέλουνε από τη Γερουσία ούτε τετράκλινο δωμάτιο, ούτε ντους που να έχει καμπίνες που κλειδώνουνε, ούτε μικρή απόσταση με τα πόδια μεταξύ του καταλύματος που θα έχουν ως άσυλο και της στάσης του λεωφορείου. Στην πραγματικότητα δεν θέλουνε απολύτως τίποτα από τη Γερουσία. Στην πραγματικότητα θέλουνε να πάνε να βρουν δουλειά και να οργανώσουνε τη ζωή τους μόνοι τους, όπως κάθε ένας που που έχει τις δυνάμεις του και στέκει στα καλά του. Εκείνοι όμως που κατοικούν αυτό το έδαφος, που μόλις εδώ και 150 χρόνια περίπου ονομάζεται Γερμανία, υπερασπίζονται την περιοχή τους με παραγράφους, με το όπλο - θαύμα της εποχής χτυπάνε τους αφιχθέντες, τους βγάζουνε τα μάτια με ημέρες κι εβδομάδες, κυλάνε από πάνω τους τούς μήνες, κι όταν ακόμα και τότε δεν έχουνε ησυχάσει, τους δίνουνε, ίσως, τρία κατσαρόλια σε διάφορα μεγέθη, ένα σετ κλινοσκεπάσματα κι ένα χαρτί που γράφει Fiktionsbescheinigung.
Φυλετικές διαμάχες, θα μπορούσε επίσης να πει κανείς γι' αυτό."

Ο Ρίχαρντ είναι ένας στέρεος και ολοζώντανος μυθιστορηματικός ήρωας. Γύρω από αυτόν και το ιδιότυπο ταξίδι αυτογνωσίας του, στήνει το βιβλίο της η ευφυέστατη Έρπενμπεκ. Ο ίδιος είναι κι αυτός ένας διαφορετικός πρόσφυγας, που είδε τη ζωή του να αλλάζει πολλές φορές, ο χωρισμός των δύο Γερμανιών, το κομμουνιστικό καθεστώς στο οποίο μεγάλωσε, το τείχος και η πτώση του, η επανένωση της Γερμανίας διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του. Ο Ρίχαρντ βέβαια, ήταν από τους τυχερούς, ενσωματώθηκε χωρίς προβλήματα στον διδακτικό μηχανισμό του ενωμένου κράτους, έγινε ένας αξιοσέβαστος καθηγητής, αλλά η σύνταξή του είναι μικρότερη από των (πρώην Δυτικογερμανών) συναδέλφων του - στη συνείδηση της πολιτείας, παραμένει ένας πρόσφυγας που ενσωματώθηκε. Δεν του είναι δύσκολο να κατανοήσει τα προβλήματα των ανθρώπων που ζητάνε απεγνωσμένα, μια πατρίδα, ένα τόπο εργασίας, ένα σπίτι, μια οικογένεια, έναν έρωτα και βιώνουνε καθημερινά τον ρατσισμό. Η Γερμανία που ζει δεν έχει πλέον σχέση, με αυτή που περιγράφει ο Τάκιτος δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ως τόπο ονομαστό για την φιλοξενία των κατοίκων του.

Οι συγκλονιστικές περιγραφές των σκηνών φρίκης, από τα ναυάγια και τις σφαγές, εναλλάσσονται με την νοητική αλλαγή του Ρίχαρντ, οι προσωπικές του στιγμές με αυτές των Αφρικανών προσφύγων. Η Έρπενμπεκ με αποστασιοποιημένο ύφος, χωρίς συναισθηματισμούς αναπτύσσει την ιστορία της, ήρεμα και με μεθοδικότητα. Η γραφειοκρατία και η ακαμψία των Αρχών όπως και η αδυναμία κατανόησης του προβλήματος, η υποκρισία, αλλά και οι δύσκαμπτοι νόμοι που εμποδίζουν κάθε ευελιξία περιγράφονται στο μυθιστόρημα που δεν καταγγέλλει αλλά δεν αποφεύγει κιόλας, κάποιες αποχρώσεις διδακτισμού. Είναι όμως η εκπληκτική ικανότητα της Έρπενμπεκ να περιγράφει με αριστοτεχνικά θραύσματα, την αμηχανία των μεν και την απελπισία των δε, αλλά και εικόνες από μια πραγματικότητα που προβάλλει εφιαλτική.


"Ένας άντρας σκέφτεται τώρα πως τον φιλούσε πάντα στα μάτια η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πως χωρούσε τόσο καλά στην αγκαλιά του η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πως τον χάιδευε με το χέρι της στα μαλλιά η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πόσο ωραία μύριζε η ανάσα της όταν ήταν πολύ κοντά του.
Ένας άντρας σκέφτεται πως έχωνε τη γλώσσα της στ' αυτί του η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πώς γυάλιζε το σώμα της γυναίκας όταν ξάπλωνε δίπλα του.
Ένας άντρας σκέφτεται πώς ένιωθε τα χείλια της γυναίκας πάνω του.
Ένας άντρας σκέφτεται πως ήταν η γυναίκα όταν κοιμότανε.
Ένας άντρας σκέφτεται πως κρατούσε σφιχτά το χέρι του η γυναίκα.
Ένας άντρας σκέφτεται πώς χαμογελούσε καμιά φορά η γυναίκα.
Όλοι ανεξαιρέτως σκέφτονται για μια στιγμή γυναίκες που τις αγαπήσανε και που τους αγαπούσανε κάποτε κι εκείνες."

Το δύσκολο εγχείρημα της Έρπενμπεκ, να γράψει ένα μυθιστόρημα για την ανθρωπιστική κρίση, όπου θίγονται πολλά φιλοσοφικά και πολιτικά ερωτήματα, όπως η ξενοφοβία, τα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα, οι έννοιες της δημοκρατίας και της προόδου, της συντροφικότητας και της φιλοξενίας δικαιώνεται από το τελικό αποτέλεσμα. Γιατί, οι "περαστικοί" είναι ένα ένα δυναμικό και πολύ αληθινό (όχι με την έννοια του ρεαλισμού) λογοτεχνικό έργο που αποφεύγει τα πολλά κλισέ και τις ευκολίες και θέτει συνεχώς ερωτήματα, αφυπνίζει συνειδήσεις και ωθεί σε γόνιμο προβληματισμό.

Βαθμολογία 82 / 100