Κυριακή, Ιανουαρίου 12, 2020
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιανουαρίου 12, 2020 | Permalink
Ο παππούς του πολάρ χτυπάει αλύπητα ("Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ " και "Εθνική 86")


Ο Jean Bernard Pouy (Παρίσι, 1946), είναι ένας συγγραφέας που είχα πρωτοδιαβάσει στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν είχε μεταφραστεί στα ελληνικά, το (ίσως καλύτερο) μυθιστόρημά του, «Το αγόρι με το φαγωμένο αυτί», έκτοτε ότι δικό του, κυκλοφορεί στη γλώσσα μας (δεν είναι πολλά δυστυχώς), κυριολεκτικά το ρουφάω. Μια ευτυχής συγκυρία συνετέλεσε ώστε να εκδοθούν τα δύο προηγούμενα χρόνια, δύο έξοχα βιβλία του από διαφορετικές περιόδους, που κινούνται σε ένα τελείως διαφορετικό κλίμα το ένα από το άλλο, κάτι που δείχνει απεριόριστο εύρος των δυνατοτήτων του «παππού του πολάρ» (όπως αυτοαποκαλείται). Σε αυτό το κείμενο λοιπόν, θα μιλήσουμε για το πρώτο μυθιστόρημα του Pouy, με το οποίο έκανε δυναμική (πιο δυναμική δεν έχει) είσοδο στην Γαλλική λογοτεχνική σκηνή, το «Ο ΣΠΙΝΟΖΑ ΓΑΜΑΕΙ ΤΟΝ ΧΕΓΚΕΛ» («Spinoza encule Hegel») του 1983, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Oposito, σε μετάφραση του Ζ.Δ.Αϊναλή (σελ. 131)και το μεταγενέστερο «ΕΘΝΙΚΗ 86» ("RN 86"), που κυκλοφόρησε από τις  εκδόσεις Άγρα, σε (ωραία) μετάφραση Σπ. Γιανναρά και πρόλογο του Caryl Ferey (σελ. 252).

Ποιος είναι όμως, ο ιδιόρρυθμος αυτός συγγραφέας με το δυσκολοπρόφερτο όνομα; Ο Jean Bernard Pouy είναι ένα «παιδί του Μάη του ‘68», στοιχείο που φαίνεται καθαρά στο αναρχικό ύφος του πρώτου του μυθιστορήματος, «Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ». Είναι ένας συγγραφέας της noir λογοτεχνίας, και πιο συγκεκριμένα του υποείδους που αποκαλείται "πολάρ", και έχει γράψει πάνω από 50 αστυνομικά μυθιστορήματα, έχει διευθύνει αστυνομικές λογοτεχνικές σειρές και είναι οπαδός της σχολής Ουλίπο , δηλαδή του συγγραφικού κινήματος για μια παιγνιώδη γραφή υπό περιορισμούς (λογοπαίγνια, ασκήσεις ύφους, αυτοπεριοριστικά τεχνάσματα) που κυριότεροι εκπρόσωποι του είναι το «Ζωή οδηγίες χρήσεως» του Περέκ και το «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» του Καλβίνο. Ο Πουύ είναι φανατικός οπαδός της λαϊκής λογοτεχνίας, αντισυμβατικός και ιδιαίτερα κυνικός, αιωνίως αναρχικός και μηδέποτε υποταγμένος, παρότι αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να παίξει το παιχνίδι της αγοράς.

Η εμφάνισή του το 1983 με τη δυστοπική νουβέλα "Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ" (στην ακρίβεια "Ο Σπινόζα σοδομεί τον Χέγκελ"), ήρθε να ταράξει τα νερά της αστυνομικής γαλλικής λογοτεχνικής σκηνής, με ένα βιβλίο αιρετικό και τελείως αναρχικό, όπου βεβαίως δεν συναντάμε κανέναν μεγάλο φιλόσοφο στις σελίδες του, απεναντίας θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε, ένα ευρωπαϊκό Μαντ Μαξ, με τρομερό χιούμορ και τέτοιο δυναμισμό και ζωντάνια στο στυλ, που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμά του.

Σε μια Γαλλία που έχει κυριολεκτικά διαλυθεί, όπου τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο και στις πόλεις κυριαρχούν οι συμμορίες, ο Ζουλιούς που έχει χάσει την οικογένειά του στις ταραχές που κατέστρεψαν το Παρίσι δυόμισι χρόνια πριν, έχει επιβιώσει με χίλια ζόρια και πλέον έχει μείνει άνεργος χάνοντας τη δουλειά στη ραδιοφωνία καθώς όλα πλέον ελέγχονται από τη λογοκρισία και την αυστηρότητα ενός καθεστώτος που προσπαθεί να βάλει τάξη στα πράγματα. Ο Ζουλιούς πήρε τα όπλα και βγήκε στους δρόμους, γιατί πιστεύει στην πλήρη ανατροπή των πάντων - φωτιά και τσεκούρι παντού. Ηγείται μιας ομάδας ενόπλων και έχει το παρατσούκλι "Σπινόζα", φοράει μια εσάρπα και μπότες από μωβ φιδοτόμαρο.

«Δεν είμαστε πια παρά έντεκα, διότι προκειμένου να είναι κανείς Σπινοζικός είναι απαραίτητο πέρα από κάθε τι άλλο να έχει διαβάσει τον Βιργιλίου θάνατο του Χέρμαν Μπροχ, τη Γνώση του πόνου του Κάρλο Γκάντα, το Κάτω απ’ το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ, τη Μικρή αδερφή του Τσάντλερ και φυσικά Σπινόζα. Γιατί Σπινόζα; Είχα αποφασίσει ότι μου άρεσε πραγματικά ο σπασίκλας που έκρυβε μέσα του. Είναι εντελώς ηλίθιο.»



Οι "Σπινοζικοί" ψάχνουν για βενζίνη και χώρο, αντίπαλοί τους διάφορες ομάδες περιθωριακών που ακούνε στα ονόματα, "Κεφάλαιο Κινγκ-Κονγκ", "Κόκκινος Τορέ", "Κρας 69", "Κόκκινος Φουριέ", "Μπουρδέλο Μπορντίγκα", "Κάρλο Πόντι", "Ζντάνωφ", "Σταχάνωφ forever" και άλλα τέτοια παρανοϊκά! Όμως ο μεγάλος αντίπαλος είναι οι "Νέοι Χεγκελιανοί", μια ομάδα που ο Σπινόζα και οι δικοί του κυνηγάνε με λύσσα.

Αυτό όμως το «πανηγύρι» σύντομα θα πάρει τέλος. Το κράτος οργανώνεται, και γίνεται όλο και πιο αυταρχικό. Δεν παίζουν πλέον μόνες τους οι συμμορίες, βρίσκουν απέναντί τους δυνάμεις της Τάξης και του Νόμου. Η "Ένοπλη Σπινοζική Φράξια" θα συγκρουστεί μέχρι τελικής πτώσεως με τους "ΝεοΧεγκελιανούς" σε μια μάχη της "Ηθικής" με την "Αισθητική" (!) υπό τους ήχους του ραδιοφώνου της "Πέμπτης Διεθνούς" και του Sympathy for the Devil.

«…Οι ομάδες τελείωσαν. Θα τις ξεκάνουν μία-μία κι εκείνες δεν θα καταφέρουν καν να συσπειρωθούν για να φτιάξουν κοινό μέτωπο για μια τελευταία φορά. Δεν θα παραστώ σ’ αυτήν την αργή παρακμή, σ’ αυτή την απελπιστική απόρριψη. Δεν θα επιστρέψω στο Παρίσι για να καταστώ συνένοχος της επικείμενης επανάληψης. Δεν θέλω παι να πρέπει να ψάχνω να βρω κουβέρτα, δουλειά ή απασχόληση. Δεν θέλω πια να ζητιανεύω, δεν θέλω πια να περιμένω τις ευχαριστίες στο τέλος του μήνα, στο τέλος της καριέρας, στο τέλος της ζωής. Να είμαι μαλάκας τριακόσιες εξήντα τόσες μέρες τον χρόνο και στο τέλος να με ευχαριστούν που υπήρξα καλός μαλάκας. Δεν θα ξαναψάξω να βρω φίλους κι από μέσα μου να τους χλευάζω, δεν θα ψάξω να γοητεύσω μια σύντροφο για να νιώσω το δέρμα της και να αγκαλιάσω το κορμί της, για να της εξομολογηθώ τις στεναχώριες που δεν έχω πια και τις ελπίδες που δεν μπορώ να έχω.
Δεν μπορώ πια να νιώσω ούτε αγάπη, ούτε μίσος, ούτε συμπόνια, ούτε μεταμέλεια.»

Εν συντομία, βιβλιάρα από τις λίγες, που με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης, λες του εαυτού σου, «πάμε, άλλη μια φορά»! Σπιντάτο και ασεβές, βαθιά αλληγορικό και μηδενιστικό, το τελείως πανκ μυθιστόρημα του Πουύ, διαβάζεται μέσα σε μια-δυο ώρες και δεν αφήνει τίποτα όρθιο στα διάβα του. Ονόματα λογοτεχνών και φιλοσόφων πετάγονται δεξιά κι αριστερά σε ένα ανηλεές name-dropping, γεμάτο χιούμορ και αναρχία. Οι γυναίκες είναι σκεύη ηδονής, μέχρι που ο "υπεργαμάτος" Σπινόζα θα βρει τον μάστορά του από αυτές - ο μοναχικός καουμπόι με την σούπερ μηχανή, θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και αυτό δεν θα του αρέσει καθόλου. Ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, που υπό το πρόσχημα της ξέφρενης δράσης και του αίματος που πετάγεται δεξιά κι αριστερά, φανερώνει ένα σκηνικό κόλασης, ένα σύμπαν με ματαιωμένα όνειρα και ελπίδες.

Βαθμολογία 84 / 100



Σε τελείως διαφορετικό κλίμα, είναι το "Εθνική 86", ένα ελεγειακό και μελαγχολικό νουάρ, όπου ο Πουύ ξεκινά με μια μπανάλ ιστορία για να την απογειώσει στη συνέχεια, σε ένα μυθιστορηματικό ταξίδι του ήρωά του προς την αυτογνωσία, αλλά και την απελπισία στην οποία συνεχώς βουλιάζει.

Ο Λεονάρ μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου με την Λουσί, διαπιστώνει ότι κάτι δεν πάει καλά στη σχέση τους. Είναι δυο άνθρωποι που κοντεύουν την μέση ηλικία και έχουν ζήσει μια ήρεμη σχέση. Όμως μετά από ένα σεμινάριο στην επαρχία, η Λουσί, δεν γυρίζει σπίτι αμέσως, παρά μετά από ένα μήνα, ενώ το σεμινάριο διαρκούσε μια εβδομάδα. Στην επιστροφή της στο σπίτι, είναι απόμακρη αλλά ευγενική, το βλέμμα της όμως είναι άδειο, κενό. Δεν θέλει ερωτήσεις, δεν δίνει καμία εξήγηση γιατί της πήρε τόσο χρόνο να επιστρέψει και τι συνέβη εκεί που πήγε, και ο Λεονάρ αμήχανος αλλά τουλάχιστον ικανοποιημένος που ξαναγύρισε η γυναίκα του, δεν ρίχνει λάδι στη φωτιά, όμως μια μέρα που η Λουσί έλειπε, έψαξε την τσάντα της και το μόνο που βρήκε είναι η καρτ ποστάλ μιας γέφυρας κοντά στη Νιμ.

Και μια ωραία ημέρα, το τηλεφώνημα από την αστυνομία. Η Λουσί είναι νεκρή, μετά από μετωπική με ένα φορτηγό. Το δυστύχημα είναι τόσο περίεργο, σαν το αυτοκίνητο που οδηγούσε η Λουσί να έπεσε επίτηδες πάνω στο μεγάλο όχημα. Όλα δείχνουν αυτοκτονία. Ο Λεονάρ διαλύεται, περνάει τρεις μήνες σε πλήρη κατάθλιψη και μετά αποφασίζει να μεταβεί στον τόπο του δυστυχήματος, αρνούμενος να παραδεχτεί το προφανές, ότι η Λουσί αυτοκτόνησε. Θα βρεθεί στα μέρη που έγινε το καθοριστικό, όπως φαίνεται, σεμινάριο. Στα χωριά γύρω από τη Νιμ και την Αβινιόν, στην Προβηγκία, με τα ειδυλλιακά τοπία και τα μέρη σαν ζωγραφιές, θα ακολουθήσει τα βήματα της αγαπημένης του, θα ανασυνθέσει τις τελευταίες ημέρες της ζωής της. Και θα ανακαλύψει δυσάρεστα πράγματα, για έναν άνθρωπο που είχε δίπλα του τόσα χρόνια και δεν γνώριζε σχεδόν τίποτα γι' αυτόν. Η Λουσί που θα ανακαλύψει θα είναι μια άλλη γυναίκα, γεμάτη αισθησιασμό και ζωντάνια, φαντασιώσεις και όνειρα που τα είχε θάψει. Μέσα από τις συζητήσεις με τους ντόπιους θα σχηματίσει μια εικόνα των καταστάσεων αλλά και πάλι κάτι θα του διαφεύγει.

«Έχουμε τις μαντλέν που μας αξίζουν»



Ο Πουύ παραθέτει το πορτρέτο ενός ανθρώπου κατεστραμμένου, που δεν θα ηρεμήσει αν δεν ανακαλύψει την αλήθεια. Μέσα από τους αργούς ρυθμούς της ζωής στην επαρχία, την ηρεμία των μικρών πόλεων και την βαβούρα της εθνικής οδού 86, που διασχίζει τις πόλεις αυτές, ο Λεονάρ ανασυνθέτει με επιμονή τις ημέρες και βυθίζεται όλο και περισσότερο στα μυστήρια και στις αντιφάσεις όχι μόνο της ζωής της Λουσί αλλά και της δικής του, στα λάθη του και στις παραλείψεις, στα πράγματα που αρνείτο να δει. Η απελπισία και οι παγίδες της ζωής αναπαρίστανται με εξαιρετικό στυλ, ενώ η δυσάρεστη και επώδυνη αλήθεια ξετυλίγεται αργά αργά.

Ψυχολογικό θρίλερ με πολλή εσωτερικότητα, η «Εθνική 86, εξερευνά τα μυστήρια της ανθρώπινης φύσης, τις εμμονές και τις ερωτικές φαντασιώσεις. Εκπληκτική ατμόσφαιρα, σελίδες γεμάτες οδύνη και σπαραγμό σε μια ιστορία που την σκέφτεσαι για αρκετό καιρό αφότου έχεις ολοκληρώσει την ανάγνωση του βιβλίου.

Βαθμολογία 82 /100



 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home