Πέμπτη, Φεβρουαρίου 27, 2020
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 27, 2020 | Permalink
Η κυρία Όσμοντ
Το
«Πορτρέτο μιας κυρίας» είναι από τα αγαπημένα μου βιβλία του σπουδαίου Henry James. Ένα μυθιστόρημα
πυκνό και σαγηνευτικό (κάποιοι βέβαια, το βρίσκουν αφόρητο), που μέσα από την
ιστορία της Ίζαμπελ Άρτσερ (μετέπειτα Όσμοντ), καταπιάνεται με μερικά από τα
μόνιμα θέματα, με τα οποία ασχολήθηκε ο μεγάλος συγγραφέας: τους Αμερικανούς
στην Ευρώπη, την αφέλειά τους και τον θαυμασμό τους για την γηραιά ήπειρο, την
αριστοκρατία της Βρετανίας και πως υποδέχεται τους «χωριάτες Αμερικανούς», το
«νέο χρήμα» σε αντίθεση με το «παλιό χρήμα», την πλεονεξία και τα παιχνίδια
πίσω από την πλάτη. Το να αναλάβει ένας συγγραφέας, να γράψει την συνέχεια του
μοναδικού αυτού μυθιστορήματος, είναι όχι μόνο μια πράξη θάρρους αλλά και μια
μοναδική περίπτωση σεβασμού και υπόκλισης στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα, αλλά
και δείγμα συγγραφικής αυτοπεποίθησης και φιλοδοξίας. Ο εξαίρετος Ιρλανδός John Banville (Wexford,1945), το τόλμησε, γράφοντας το sequel του φημισμένου μυθιστορήματος του Henry James, με τίτλο «Η ΚΥΡΙΑ
ΟΣΜΟΝΤ» («Mrs Osmond») – (εκδ.
Καστανιώτη, (μετάφρ. Τ. Κοβαλένκο σελ. 410), και τα κατάφερε με θαυμάσιο τρόπο,
ολοκληρώνοντας την ιστορία της Ίζαμπελ Άρτσερ-Όσμοντ, με τρόπο που θα έκανε
υπερήφανο τον δημιουργό της.
Στο
«Πορτρέτο μιας κυρίας», μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα, και που έγινε περισσότερο γνωστό στο ευρύ κοινό από την αμφιλεγόμενη
κινηματογραφική του μεταφορά από την καλή σκηνοθέτιδα Jane
Campion το 1996, η μορφωμένη και με ανεξάρτητη
προσωπικότητα, Αμερικανίδα από το Όλμπανι της Ν.Υόρκης, Ίζαμπελ Άρτσερ,
φιλοξενείται από την θεία της, κα Τάτσετ στην εξοχική της κατοικία στην Αγγλία.
Ο πατέρας της Ίζαμπελ έχει πεθάνει, η Ίζαμπελ σκέπτεται πλέον την Ευρώπη σοβαρά
για μόνιμη εγκατάσταση, υπό την αιγίδα των συγγενών της. Ο εξάδελφός της Ραλφ Τάτσετ,
ένας φιλάσθενος νέος, την συμπαθεί ιδιαίτερα και πείθει τον πατέρα του να της
αφήσει την μισή περιουσία του, μετά τον θάνατό του, ώστε να διατηρήσει την
ανεξαρτησία της. Η Ίζαμπελ έχει θαυμαστές και ένας, ο Αμρικανός Κάσπαρ
Γκούντγουντ, γιος ενός βιομηχάνου, την ερωτεύεται σφόδρα, αλλά προς μεγάλη
έκπληξη όλων, εκείνη τον απορρίπτει, προτιμώντας την ανεξαρτησία της. Ο λόρδος
Γουόρμπερτον, οικογενειακός φίλος των Τάτσετ, τρώει κι εκείνος τα μούτρα του.
Ότι
όμως δεν κατάφεραν οι αριστοκράτες ή πάμπλουτο Αμερικανοί και Βρετανοί τζέντλμεν,
το επιτυγχάνει ο Γκίλμπερτ Όσμοντ, ένας χαρισματικός Αμερικανός, που ζει μεταξύ
Ρώμης και Φλωρεντίας, χήρος και με μία κόρη, την Πάνσι που της τον γνωρίζει η
μαντάμ Μερλ, μια ωραία γυναίκα η οποία γίνεται σύντομα κολλητή της φίλη. Η
Ίζαμπελ ερωτεύεται τον φιλότεχνο Όσμοντ που δεν έχει δεκάρα, αλλά έχει έντονη
προσωπικότητα, και γνωρίζει πώς να σαγηνεύσει μια κοπέλα που νομίζει ότι είναι
εξυπνότερη και πιο δυναμική, από ότι πραγματικά είναι. Ο γάμος γίνεται παρά τις
αντιρρήσεις των Τάτσετ και την απογοήτευση του εξάδελφού της, ο οποίος την
προειδοποιεί για τα χειρότερα. Σύντομα, η ζωή της Ίζαμπελ μετατρέπεται σε
κόλαση, κυρίως αφού πεθαίνει το αγοράκι το οποίο φέρνει στον κόσμο, έξι μήνες
μετά τη γέννησή του. Ο Όσμοντ αποδεικνύεται, ένας μοχθηρός και αλαζόνας εγωιστής,
που δείχνει ανοιχτά την περιφρόνησή του, προς την σύζυγό του, που την θεωρεί
χαζή και ανώριμη. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν, όταν η Ίζαμπελ υποψιάζεται και
αργότερα πληροφορείται ότι ο Όσμοντ και η (ουσιαστικά προξενήτρα) κολλητή της
μαντάμ Μερλ ήταν εραστές και η Πάνσι, είναι κόρη της φίλης της κι όχι της
πρώτης κυρίας Όσμοντ. Εκείνο τον καιρό, ο Ραλφ Τάτσετ, ο αγαπημένος της
εξάδερφος βαδίζει προς τον θάνατο, σοβαρά άρρωστος και η Ίζαμπελ πηγαίνει να
τον επισκεφτεί παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του συζύγου της. Μετά τον θάνατο
του Ραλφ, η Ίζαμπελ δεν ξέρει τι να κάνει, να γυρίσει ή όχι στον Όσμοντ; Το
βιβλίο κλείνει με την ένδειξη ότι η Ίζαμπελ δείχνει εγκλωβισμένη στον γάμο της,
ανίκανη να σπάσει τα δεσμά, γυρίζοντας κοντά του.
«Η
προσωπική ελευθερία ήταν γι' αυτήν
ανέκαθεν ζήτημα ύψιστης σημασίας: η κάθε ζωή δίνεται μόνο μια φορά, δίχως
πιθανότητα επανάληψης ή αναθεώρησης, και ο κάθε ηθοποιός, στον οποίο
προσφέρεται το ζωογόνο δώρο, οφείλει να παίξει, όσην ώρα του αναλογεί πάνω στη
σκηνή, με αδιάπτωτη πειστικότητα και πλήρη επίγνωση ότι υπάρχει μόνο αυτή η
πρεμιέρα, ότι δεν θα γίνουν άλλες παραστάσεις. Ποια δικαιολογία είχε λοιπόν ο
οποιοσδήποτε θεατής να σηκωθεί απ' το κάθισμά του, να ανέβει στη σκηνή και να
επιχειρήσει να αλλάξει την πλοκή του έργου;»
Ο
Μπάνβιλ συνεχίζει την ιστορία, ουσιαστικά από αυτό το σημείο. Όλα οι
πρωταγωνιστές του δράματος είναι εκεί. Η Ίζαμπελ είναι μπερδεμένη και πολύ
προβληματισμένη. Ουσιαστικά μέσα της, ο γάμος της με τον Όσμοντ, έχει
τελειώσει. Το θέμα είναι να βρει τον τρόπο και την δύναμη να φτάσει στο τέλος.
Καθυστερεί την επιστροφή της στην Ιταλία, προγραμματίζει τις κινήσεις της,
χωρίς να ενημερώνει τον Όσμοντ, κάτι που τον καθιστά έξαλλο μαζί της. Η Ίζαμπελ
έχει μέσα της θυμό - πολύ θυμό, αλλά και θλίψη. Γνωρίζει ότι θα πληρώνει αιώνια
τις συνέπειες της λανθασμένης της επιλογής και το μόνο που την ενδιαφέρει πλέον
είναι η ανεξαρτησία της. Σηκώνει ένα τεράστιο ποσό από την τράπεζα για να
κερδίσει την ελευθερία της, αλλά θα προκύψει μια συνάντηση που θα την
επηρεάσει. Θα συναντηθεί με μια ακτιβίστρια, την δεσποινίδα Τζέιμσον που
μάχεται για τα δικαιώματα των γυναικών, αλλά είναι βαριά άρρωστη. Εκεί θα
χαρίσει ένα μεγάλο μέρος από τα χρήματα της, γνωρίζοντας ότι το γεγονός αυτό,
θα οξύνει τις σχέσεις της με τον Όσμοντ. Θα πάει στο Παρίσι, όπου θα συναντηθεί
με την μαντάμ Μερλ και θα της κάνει μια περίεργη πρόταση ως μέρος του σχεδίου
της για να εκδικηθεί τον σύζυγό της. Πλέον, για πρώτη φορά στη ζωή της, ξέρει
τι θέλει και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τον Όσμοντ στην Ιταλία,
όπου ο δρόμος την οδηγεί. Η Ίζαμπελ είναι διατεθειμένη να πληρώσει ακριβά το
τίμημα της ελευθερίας της και ξέρει ότι ο Όσμοντ δεν θα είναι εύκολος
αντίπαλος. Είναι όμως αποφασισμένη για την τελική αναμέτρηση.
Περισσότερο
Henry James, παρά John Banville - όπως όμως και να
το δεις, το μυθιστόρημα, είναι υπέροχο. Ο Ιρλανδός συγγραφέας, ακολουθεί κατά
γράμμα το ύφος και την δομή του «Πορτρέτου μιας κυρίας», τονίζοντας και
εστιάζοντας όλη την «δράση» (πλεονασμός βέβαια η λέξη «δράση», στα βιβλία του Henry James και στο sequel του Μπάνβιλ, όπου όλα κυλάνε υπαινικτικά κι αργά) στο
πρόσωπο της Ίζαμπελ, μιας γυναίκας που οι καταστάσεις την ωριμάζουν. Υπαρξιακό
και στοχαστικό το βιβλίο, όπου η κάθε κίνηση και η κάθε ενέργεια της ηρωίδας,
περιγράφεται με λεπτομέρεια και συνοδεύεται από τις σκέψεις της, απαιτεί αναγνωστική
εγρήγορση όπως άλλωστε όλα τα βιβλία του Μπάνβιλ (αλλά και του Χ. Τζέιμς).
«Υπάρχει
μια οικουμενική αλήθεια, την οποία πολύ σπάνια συνειδητοποιούν οι νέοι, αλλά
και τότε ακόμη με μια αίσθηση βίαιου αιφνιδιασμού - η αλήθεια που λέει ότι όπως
είναι αυτοί τώρα, έτσι ακριβώς ήταν κάποτε και οι γέροι. Μπορούμε να το θέσουμε
διαφορετικά, προτείνοντας ότι κάθε γενιά θεωρεί πως είναι μοναδική κι ότι κάθε
φουρνιά φρέσκων ενηλίκων πιστεύει πως απολαμβάνει ή πως υπομένει εμπειρίες,
ανακαλύψεις, δυσκολίες που είναι όλες πρωτόφαντες, ξεχωριστές και που τις
μοιράζονται αποκλειστικά οι ίδιοι και οι συγκαιρινοί τους. Ο κόσμος των νέων
είναι πάντοτε ένας γενναίος καινούργιος κόσμος που κατοικείται από γενναίους
νεαρούς ανθρώπους όπως αυτοί. Είναι μεν πρόθυμοι να σκεφτούν την πιθανότητα ότι
μπορεί και οι γονείς τους κάποτε να έζησαν και να ερωτεύτηκαν, να χάρηκαν και
να πόνεσαν όπως αυτοί, αλλά φυσικά, σε μια πολύ κατώτερη, πιο αδύναμη κλίμακα,
ενώ στο μεταξύ θα έχουν σίγουρα λησμονήσει τα περισσότερα αν όχι όλα από αυτά
που υποτίθεται πως είχαν άλλοτε βιώσει· τα παιδιά αυτών των πασχόντων από
αμνησία, τους κοιτούν και χαμογελούν ή μορφάζουν, ανάλογα με τον βαθμό
τρυφερότητας που έχει απομείνει ύστερα από τις εντάσεις είκοσι τόσων χρόνων
οικογενειακής συμβίωσης, και, όπως οι ταξιθέτες στο διάλειμμα του έργου,
σπεύδουν να τους υποδείξουν κατά τα πού πέφτει η έξοδος.»
Φινέτσα
και πολύ στυλ, χιούμορ και υπέροχες σκηνές, κυρίως στους αστραφτερούς
διαλόγους, χαρακτηρίζουν το μυθιστόρημα του Τζον Μπάνβιλ, ενός συγγραφέα που
δεν διστάζει να ενδυθεί διαφορετικές περσόνες στην συγγραφική του πορεία. Να μη
λησμονούμε ότι έχει μερικά εξαιρετικά επιτυχημένα αστυνομικά μυθιστορήματα υπογράφοντάς τα, ως
Μπέντζαμιν Μπλακ, οπότε με συνέπεια και χωρίς να χάσει την προσωπικότητά του,
ακολουθεί το ύφος του τεράστιου Henry James στο βιβλίο, σε σημείο που ο αναγνώστης να μη ξεχωρίζει
ποιον διαβάζει. Ο Μπάνβιλ σέβεται το έργο του ειδώλου του, δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη
με τρικ ή περίεργα κόλπα. Σαν καταξιωμένος συγγραφέας που είναι και χωρίς
ανασφάλειες, υπηρετεί το πλάνο του με συνέπεια, γνωρίζοντας ότι εκείνος που
προβάλλεται ουσιαστικά είναι ο Τζέιμς με το πρωτότυπο έργο του.
«Η
ΚΥΡΙΑ ΟΣΜΟΝΤ» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, που σε κάνει να θέλεις να
ξαναδιαβάσεις το «Πορτρέτο μιας κυρίας», σε βυθίζει με το στυλ του στον κόσμο
της λογοτεχνικής ηρωίδας. Θα ρωτήσει κανείς, είναι απαραίτητο να γνωρίζεις το
δεύτερο για να διαβάσεις το πρώτο; Η απάντηση είναι ναι και όχι. Σίγουρα
βοηθάει πολύ το επίμετρο που βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου, που προσφέρει μια
ωραία σύνοψη του «Πορτρέτου... » (θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε στην αρχή του
βιβλίου), και έτσι μπορεί να παρακολουθήσει και να απολαύσει ο αναγνώστης το
βιβλίο που κρατάει στα χέρια του. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση, μετά θα κάνει
τα πάντα για να προμηθευτεί το (δυστυχώς εξαντλημένο στην αγορά) «Πορτρέτο μιας
κυρίας». Στην απόλαυση του μυθιστορήματος, συμβάλλει καθοριστικά η προσεγμένη
και έξοχη απόδοση της Τονιας Κοβαλένκο.
Βαθμολογία
83 / 100