Τετάρτη, Απριλίου 22, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Απριλίου 22, 2020 | Permalink
Περί υπολήψεων
«Η
μνήμη έχει τη θαυμαστή ικανότητα ν’ αναθυμάται τη λήθη, την ύπαρξή της, την
καραδοκία της, κι έτσι μας επιτρέπει να είμαστε σ’ εγρήγορση όταν δεν θέλουμε
να ξεχάσουμε, και να ξεχνάμε όποτε θέλουμε.»
Τρείς
λέξεις στο παραπάνω απόσπασμα, η μνήμη, η λήθη, η ύπαρξη, συνοψίζουν την ουσία,
της νουβέλας «ΥΠΟΛΗΨΕΙΣ» («Reputaciones»), του έξοχου
Κολομβιανού συγγραφέα Juan Gabriel Vasquez (Μπογκοτά, 1973) –
(εκδ. Ίκαρος, (ωραία) μετάφρ. Αχ. Κυριακίδης, σελ. 190), ενός εξαιρετικού
βιβλίου που εντυπωσιάζει με την πυκνότητα, την στοχαστικότητα και τους
προβληματισμούς που θέτει.
Ο
Χαβιέρ Μαγιαρίνο είναι ο πιο διάσημος πολιτικός γελοιογράφος της Κολομβίας.
Είναι πλέον 65 ετών και πρόκειται να τιμηθεί (σε ένα γύρισμα της μοίρας), από
μια κυβέρνηση που έχει κριτικάρει πολλές φορές σε μια επίσημη τελετή, μάλιστα
δε, είναι η πρώτη φορά που απονέμεται τέτοιου είδους βραβείο σε γελοιογράφο,
απόδειξη της φήμης που τον συνοδεύει και της γενικότερης εκτίμησης που
απολαμβάνει από φίλους και εχθρούς. Στον δρόμο για την εκδήλωση, νομίζει ότι
είδε ένα φάντασμα, τον θρυλικό γελοιογράφο Ρικάρδο Ρεντόν, που πάνω στη δόξα
του, είχε αυτοκτονήσει για άγνωστη αιτία την δεκαετία του ’30,
αυτοπυροβολούμενος σε ένα μπαρ. Ο Ρεντόν ανέκαθεν αποτελούσε πρότυπο για τον
Μαγιαρίνο, τώρα βέβαια κανείς πλέον δεν τον θυμάται και για τους περισσότερους
είναι ένα όνομα τελείως άγνωστο, γεγονός που δίνει την αφορμή στον τιμώμενο
γελοιογράφο να σκεφτεί ότι η φήμη και η υπόληψη ενός ανθρώπου, είναι κάτι
παροδικό.
«Υπάρχουν
γυναίκες που δε διατηρούν, στο χάρτη του προσώπου τους, κανένα ίχνος του
κοριτσιού που υπήρξαν κάποτε, ίσως επειδή έχουν κάνει μεγάλες προσπάθειες ν’
αφήσουν πίσω τους την κοριτσίστικη ηλικία – τις ντροπές της, τα τραύματά της,
τις απανωτές απογοητεύσεις της -, ίσως επειδή κάτι έχει συμβεί στο μεταξύ, ένας
απ’ αυτούς τους προσωπικούς κατακλυσμούς που δε διαπλάθουν έναν άνθρωπο αλλά
τον ισοπεδώνουν, σαν κτίριο, και τον αναγκάζουν ν’ ανοικοδομηθεί εκ θεμελίων.»
Ο
Μαγιαρίνο είναι ένας άνθρωπος μονήρης και ιδιόρρυθμος, που ζει στην εξοχή,
χωρισμένος εδώ και χρόνια και με μια κόρη που βλέπει σπάνια πια, ο οποίος
θεωρεί ότι, δεν έκανε ποτέ συμβιβασμούς στη δουλειά του, συνεχώς απειλούμενος
από όσους ενοχλούσε με τα σκίτσα του, κάποια στιγμή δε, η δύναμή του ήταν τόση,
ώστε μπορούσε να καταστρέψει τη ζωή ενός ανθρώπου, μόνο με ένα σκίτσο του. Μετά
την τελετή, κατά την διάρκεια της δεξίωσης, τον πλησιάζει μια νέα γυναίκα που
του συστήνεται ως δημοσιογράφος και του ζητάει συνέντευξη. Το όνομα της είναι
Σαμάντα Λεάλ και κανονίζουν να περάσει από το σπίτι του, το οποίο εκείνη επιμένει
να επισκεφτεί, για να μιλήσουν. Κατά την διάρκεια της επίσκεψης της γυναίκας
σπίτι του, ο Μαγιαρίνο αντιλαμβάνεται ότι οι ερωτήσεις είναι σχηματικές και δεν
οδηγούν πουθενά, όταν όμως η Σαμάντα του ζητάει να της δείξει τα δωμάτια και σ’
ένα από αυτά στέκεται μπροστά από έναν πίνακα, ένα σκίτσο του Ντομιέ, του
ομολογεί την αλήθεια.
Ο
λόγος της επίσκεψής της, είναι για να συζητήσει μαζί του και να διευκρινίσει
εντός της, ένα γεγονός που συνέβη πριν 28 χρόνια σε ένα πάρτι στο ίδιο σπίτι,
μια σεξουαλική παρενόχληση που μπορεί και να μην έγινε ποτέ, δυο επτάχρονα
κοριτσάκια που μέθυσαν πίνοντας ότι υπόλοιπα έβρισκαν στα ποτήρια κατά τη
διάρκεια του πάρτι, το κρεβάτι που μοιράστηκαν έχοντας απολέσει τις αισθήσεις
τους, ένας συντηρητικός γερουσιαστής που είχε πάει στο σπίτι του Μαγιαρίνο
εκείνη τη μέρα να διαμαρτυρηθεί και τον είδαν να βγαίνει από το δωμάτιο χωρίς
να μπορεί να δικαιολογήσει τι γύρευε εκεί. Γεγονότα συγκεχυμένα, που η μνήμη
του διάσημου γελοιογράφου είχε απωθήσει, γεγονότα που στάθηκαν καθοριστικά για
να αμαυρωθεί η υπόληψη ενός ανθρώπου που αργότερα οδηγήθηκε στην αυτοκτονία,
γεγονότα που συνέβαλαν στην δημιουργία μιας διάσημης γελοιογραφίας που στάθηκε
μοιραία.
Η
νουβέλα του Βάσκεζ χωρίζεται σε δύο μέρη, όπου στο πρώτο, ο ευφυέστατος
συγγραφέας περιγράφει τις στιγμές του θριάμβου του διάσημου γελοιογράφου, την υπεροψία
αλλά και την κούραση του, την ικανοποίησή του για μια πορεία που του προέκυψε
σχεδόν τυχαία αφού το όνειρό του ήταν να γίνει ζωγράφος. Στο δεύτερο
(εκπληκτικό) μέρος, ο Μαγιαρίνο βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Θυμάται
πως ενήργησε 28 χρόνια πριν, πως δίκασε χωρίς να έχει αποδείξεις, πως ο
εγωισμός του και η μεγαλομανία του, τον εμπόδισαν να δει κάποια πράγματα. Τα
ηθικά διλήμματα που προκύπτουν, τον οδηγούν στην αναθεώρηση των πραγμάτων και
στην επανεκτίμησή τους. Θυμάται αυτά που του είχε πει η σύζυγός του τότε, πριν
τον εγκαταλείψει, και για πρώτη φορά παραδέχεται τα λάθη του και την
σχετικότητα της αλήθειας που νόμιζε ότι αντιπροσωπεύει.
«…και
τώρα χώριζαν, φθαρμένοι κι αυτοί απ’ τις διάφορες στρατηγικές που διαθέτει η
ζωή για να φθείρει τους ερωτευμένους, απ’ τα υπερβολικά ταξίδια ή την
υπερβολική παρουσία, απ’ το συσσωρευμένο βάρος των ψεμάτων ή των ανοησιών ή των
προσβολών ή των λαθών, των πραγμάτων που λέγονται τη λάθος στιγμή και με άμετρα
ή ακατάλληλα λόγια, ή αυτά που, μη βρίσκοντας ίσως κατάλληλα ή μετρημένα λόγια,
δεν ειπώθηκαν ποτέ, ή, επίσης, φθαρμένοι από μια κακή μνήμη, ναι, απ’ την
ανικανότητα να θυμηθούν το ουσιώδες και να ζήσουν μέσα σ’ αυτό (να θυμηθούν τι
ήταν αυτό που κάποτε έκανε τον άλλο ευτυχισμένο: πόσοι και πόσοι εραστές δεν
είχαν υποκύψει σ’ αυτή τη ληθη), αλλά κι απ’ την ανικανότητα να προσπεράσουν
όλη αυτή τη φθορά και την επιδείνωση, να προσπεράσουν τα ψέματα, τις ανοησίες,
τις προσβολές, τα λάθη, τα πράγματα που δεν έπρεπε να ειπωθούν και τις σιωπές
που έπρεπε ν’ αποφευχθούν: να το δουν όλο αυτό, να το δουν να’ ρχεται απ’ το
βάθος, να το δουν να’ ρχεται και να κάνουν στην άκρη και να το νιώσουν να
περνάει σφαίρα από δίπλα τους σαν μετεωρίτης σύρριζα στον πλανήτη. Να το δουν
να’ ρχεται, σκέφτηκε ο Μαγιαρίνο, και να κάνουν στην άκρη. Για μια φυλή ιθαγενών
στην Παραγουάη (ή στην Βολιβία), το παρελθόν είναι αυτό που βρίσκεται μπροστά
μας, γιατί μπορούμε να το βλέπουμε και το γνωρίζουμε, ενώ αντίθετα το μέλλον
είναι αυτό που βρίσκεται πίσω μας: αυτό που δεν βλέπουμε και δεν μπορούμε να το
γνωρίζουμε. Ο μετεωρίτης έρχεται πάντα από πίσω, δεν τον βλέπουμε, δεν μπορούμε
να τον δούμε. Πρέπει να τον δούμε, να τον δούμε να’ ρχεται, και να κάνουμε στην
άκρη. Πρέπει ν’ αντικρύσουμε το μέλλον. Είναι πολύ φτωχή η μνήμη που δουλεύει
μόνο προς τα πίσω.»
Το
παρελθόν δεν είναι ακίνητο, αλλά μπορεί να μεταβληθεί λέει ο συγγραφέας σε μια
συνέντευξή του. Η ρευστότητα της μνήμης και η λήθη που τα επικαλύπτει όλα
(σύνηθες μοτίβο στα μυθιστορήματα του Βάσκεζ), η επιρροή του Τύπου και η
εξουσία του, οι υπερβολές του στην αποθέωση και στην καταστροφή ανθρώπων, οι
φήμες που μπορούν να πάρουν διαστάσεις χιονοστιβάδας, το φαίνεσθαι που
κυριαρχεί με την δύναμη της εξωτερικής εικόνας, η διαστρεβλωμένη εικόνα που
έχουμε για τον εαυτό μας, για τις πράξεις μας. Ο Μαγιαρίνο συνειδητοποιεί όπως
αναπτύσσεται η ιστορία, ότι ένα σκίτσο του, μια γραμμή από εδώ, μια γραμμή από
εκεί ήταν ικανά να κάνουν έναν άνθρωπο να πηδήξει από ένα παράθυρο.
Συνειδητοποιεί για πρώτη φορά στη ζωή του, ότι υπήρξε ένας άνθρωπος
επικίνδυνος.
Υπέροχη
και πολύ καίρια νουβέλα «Οι Υπολήψεις», μπορεί να μην έχουν έντονο το στοιχείο
της δράσης, αλλά είναι ίσως το στοχαστικότερο βιβλίο του Βάσκεζ. Είναι ένα
φιλοσοφικό μυθιστόρημα ιδεών, το οποίο αναπτύσσεται έξοχα μέσα από το
ευδιάκριτο αφηγηματικό ύφος, του Κολομβιανού δημιουργού και θέτει συνεχώς ερωτήματα,
οδηγεί σε σκέψεις, φέρνοντας διαρκώς τον αναγνώστη αντιμέτωπο με τον εαυτό του.
Βαθμολογία
82 / 100
Δημοσίευση σχολίου