Τετάρτη, Μαΐου 27, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 27, 2020 | Permalink
Πέντε προπόσεις ("Όταν όλα έχουν ειπωθεί")

Το γιατί, κάποια σημαντικά λογοτεχνικά έργα περνάνε απαρατήρητα όταν εκδίδονται στη χώρα μας, είναι ένα άλυτο μυστήριο. Συνήθως πέφτουν θύματα μη προώθησης από τον εκδοτικό τους οίκο ή κάποιων συγκυριών (π.χ. το πλούσιο εκδοτικό πρόγραμμα της συγκεκριμένης εποχής που συντελεί στο να μη προσέχουμε όπως τους αξίζει διάφορους τίτλους). Με το έξοχο «ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΕΧΟΥΝ ΕΙΠΩΘΕΙ» («When all is said»), πρώτο μυθιστόρημα της Ιρλανδής συγγραφέως Anne Griffin (Δουβλίνο, 1969) – (εκδ. Μίνωας, μετάφρ. Αργ. Μαντόγλου, σελ. 351), έχουμε μια τέτοια περίπτωση, ενός βιβλίου με το οποίο δεν ασχολήθηκε κανένας λογοτεχνικός κριτικός (απ’ όσο γνωρίζω), παρότι είναι ένα μυθιστόρημα καθαρά Ιρλανδικού ύφους που συνήθως εκτιμάται από το ελληνικό κοινό.


«Βρίσκομαι εδώ για να θυμηθώ - όλα όσα ήμουν και όλα όσα δεν θα είμαι ποτέ ξανά.»

Ο μυθιστορηματικός χρόνος του βιβλίου είναι μια μακριά νύχτα. Είναι η τελευταία νύχτα της ζωής του Μόρις Χάνιγκαν, του 84χρονου (ογδοντατετράχρονου) πάμπλουτου και γερο-παράξενου Ιρλανδού που επιλέγει να την περάσει στο μπαρ ενός ξενοδοχείου που του ανήκει κατά το ήμισυ. Ο Χάνιγκαν πίνει στην υγειά πέντε ανθρώπων από το στενό του οικογενειακό περιβάλλον, που κανείς από αυτούς δεν είναι παρών να τον συνοδεύσουν στο μεθύσι του. Το πλάνο του είναι να αποσυρθεί αργότερα στη νυφική σουίτα του ξενοδοχείου που έχει κλείσει δίνοντας ψεύτικα στοιχεία. Οι άνθρωποι στους οποίους κάνει τις προπόσεις, είναι οι περισσότεροι πεθαμένοι, εκτός από τον γιό του τον Κέβιν, επιτυχημένο πλέον δημοσιογράφο στην Αμερική που δεν μπόρεσε ποτέ του να τον καταλάβει - έτσι κι αλλιώς άσχετα αν μιλάει για άλλους, στον Κέβιν, τον απόντα (αλλά ουσιαστικά παρόντα), διαρκώς απευθύνεται.

Μέσα από αυτές τις πέντε αυτές προπόσεις, ξεδιπλώνεται η πολυτάραχη ζωή του Χάλιγκαν με έναν θεατρικής υφής μονόλογο που συγκινεί και σε ορισμένες περιπτώσεις συναρπάζει. Πέντε προπόσεις, πέντε κεφάλαια, πέντε ποτά (δύο μαύρες μπίρες, δύο ποτήρια εκλεκτών malt ουίσκι, ένα ποτήρι μπέρμπον), συνοδεύουν τον Χάνιγκαν σε αυτόν τον μαραθώνιο αναμνήσεων και αναδρομών στις κυριότερες στιγμές της ζωής του.

Ξεκινώντας την αφήγησή του από τα παιδικά του χρόνια και τον χαμό του πολυαγαπημένου μεγαλύτερού του αδερφού, του Τόνι, από φυματίωση, γεγονός που σημάδεψε την πορεία του στη ζωή, ο Χάνιγκαν περιγράφει την τραυματική του εμπειρία, δουλεύοντας από δέκα ετών έως την εφηβεία του στο αρχοντικό της περιοχής που ανήκε στην ισχυρή οικογένεια Ντόλαρντ. Εξιστορεί την καθημερινή κακοποίηση που υφίστατο όχι μόνο από τον αρχηγό αυτής της οικογένειας Χιού Ντόλαρντ αλλά κυρίως από τον γιό του Τόμας (ένα κακότροπο αγόρι λίγο μεγαλύτερο από τον αφηγητή του βιβλίου), ο οποίος τον είχε βάλει στόχο. Μια συλλεκτική χρυσή λίρα ανυπολόγιστης αξίας που θα περιέλθει τυχαία στην κατοχή του Χάνιγκαν, θα αποτελέσει την αφορμή για την ρήξη των σχέσεων πατέρα και γιού Ντόλαρντ, αλλά και την αρχή της εκδίκησης του αφηγητή, απέναντι σε αυτή την οικογένεια που παρήκμασε με τα χρόνια πουλώντας τα κτήματα στην περιοχή που πλαισίωναν το επιβλητικό τους σπίτι. Ποιός τα αγόραζε; καταρχάς ο ανερχόμενος πατέρας του Χάνιγκαν και μετά ο ίδιος, που με μελετημένες κινήσεις κατάφερε να κυριαρχήσει οικονομικά σε όλη την περιοχή. Γύρω από αυτή τη χρυσή λίρα κρύβεται το μεγάλο μυστικό της ζωής του Χάνιγκαν που θα κρύψει καλά μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Χάνιγκαν θυμάται και περιγράφει, την Μόλι, την πρόωρα χαμένη (μόλις δεκαπέντε μηνών) κόρη του αλλά και την Νορίν την καθυστερημένη αδερφή της συζύγου του Σάντι. Θα αναπληρώσει την Μόλι, μετά την γνωριμία του με την δυναμική Έμιλι, την απόγονο των Ντόλαρντ που της έτυχε να διευθύνει το πρώην αρχοντικό και νυν ξενοδοχείο της περιοχής μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της. Ο Χάνιγκαν θα σώσει το ξενοδοχείο, επενδύοντας σε αυτό και συνεργαζόμενος με την Έμιλι σε μια πατρική σχέση που ξεπερνά την παλιά οικογενειακή διαμάχη αλλά και με όλα τα μυστικά και ψέματα που επιμελώς κρύβει ο ένας από τον άλλον.

Η τέταρτη και η πέμπτη πρόποση είναι για τον Κέβιν και την Σάντι τους δύο πιο αγαπημένους του ανθρώπους. Ο απών γιος αλλά διαρκώς παρών στην ιστορία του βιβλίου όπου περιγράφεται η σχέση τους, το μεγάλωμά του, η αδυναμία αλληλοκατανόησης των δύο αντρών, το σπάσιμο της οικογενειακής παράδοσης, καθώς είναι ο πρώτος Χάνιγκαν που δεν θα ασχοληθεί με την γη και θα ακολουθήσει τον δικό του αυτόνομο δρόμο, καταφέρνοντας να γίνει ένας διάσημος δημοσιογράφος στις Η.Π.Α. Ο Χάνιγκαν δεν μπορεί να μη πιει το τελευταίο ποτήρι στην θύμηση της Σάντι, της γυναίκας του που έφυγε από τη ζωή λίγο καιρό πριν, διαλύοντάς τον κυριολεκτικά.


«Ότι σημαντικό έχει απομείνει το κουβαλάω πάνω μου. Στην εσωτερική τσέπη στο στήθος μου υπάρχει το πορτοφόλι μου, ένα στιλό και λίγο χαρτί για τις σημειώσεις μου, λόγω της αμνησίας μου που όλο και αυξάνεται. Στις εξωτερικές, έχω το κλειδί από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, βαρύ και στέρεο, την καφέ και μαύρη πίπα του πατέρα μου, που ποτέ δεν κάπνισα, αν και την έφθειρα κάνοντάς τη γυαλιστερή και απαλή με το επίμονο τρίψιμο του αντίχειρά μου, κάνα δυο φωτογραφίες, ένα μάτσο αποδείξεις, τα γυαλιά μου, το πορτοφολάκι όπου η μητέρα σου έβαζε τις φουρκέτες της, το τηλέφωνό μου και κάνα δυο λαστιχάκια, συνδετήρες και παραμάνες - λοιπόν, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα τα χρειαστείς. Και φυσικά, υπάρχει και το ουίσκι σου, αθέατο, τυλιγμένο στη σακούλα των καταστημάτων Dunnes, στα πόδια μου.»

Μελαγχολικό και πολύ συναισθηματικό το πολυπρόσωπο μυθιστόρημα της Γκρίφιν, έχει μια υπέροχη ιστορία κι έναν χαρακτήρα (αυτόν του αφηγητή Χάνιγκαν) larger than life, ο οποίος δεσπόζει και κυριαρχεί στο βιβλίο. Ωραίος αφηγηματικός ρυθμός και εξαιρετική δομή για ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται όλο κατά την διάρκεια μιας νύχτας, εντυπωσιάζει με τις εναλλαγές χιούμορ και δράματος, την ζωντάνιά και τον δυναμισμό του.

Οι έννοιες της συμπόνιας και της απώλειας, των ενοχών και των λαθών,  της εκδίκησης και της συγχώρεσης, των μοιραίων στιγμών που καθόρισαν τις ζωές πολλών ανθρώπων κυριαρχούν στην ιστορία που αφηγείται ο οξύθυμος και ιδιόρρυθμος ήρωας του βιβλίου της Γκρίφιν. Οικογενειακή saga αλλά και κοινωνικό σχόλιο στο μυθιστόρημα αυτό, όπου μέσα από την άνοδο μιας οικογένειας και την παρακμή μιας άλλης, παρατηρούμε την πορεία μιας χώρας που από αγροτική έγινε τόπος παροχής υπηρεσιών και γρήγορου πλουτισμού, και τις αλλαγές στην ψυχοσύνθεση των κατοίκων της. Το «Όταν όλα έχουν ειπωθεί» (ωραίος τίτλος), είναι ένα υπέροχο και γεμάτο συναίσθημα (ευδιάκριτα Ιρλανδικό)  βιβλίο (με ρέουσα μετάφραση από την Α. Μαντόγλου), που ξετυλίγει την τραγική ουσιαστικά ιστορία του συγκροτημένα και χωρίς εντάσεις, καταφέρνοντας να καθηλώσει τον αναγνώστη.

"As I walk this land with broken dreams
I have visions of many things
But happiness is just an illusion
Filled with sadness and confusion
What becomes of the broken-hearted
Who had love that's now departed?
I know I've got to find
Some kind of peace of mind
Maybe


The roots of love grow all around
But for me they come a-tumblin' down
Every day heartaches grow a little stronger
I can't stand this pain much longer
I walk in shadowsm searching for light
Cold and alone, no comfort in sight
Hoping and praying for someone to care
Always moving and goin' nowhere
What becomes of the broken-hearted
Who had love that's now departed?
I know I've got to find
Some kind of peace of mind

Help me"



Βαθμολογία 83 / 100





 
Τετάρτη, Μαΐου 20, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 20, 2020 | Permalink
Η τριλογία της Rachel Cusk ("Περίγραμμα", "Μετάβαση", "Κύδος")

Όσοι παρακολουθούν το blog μου προσεκτικά, θα έχουν αντιληφθεί ότι δεν γράφω κείμενα για βιβλία που δεν μου άρεσαν ή δεν τα βρήκα ενδιαφέροντα. Αυτό δεν αποκλείει όμως να γράψω μέτρια λόγια για ένα βιβλίο που μπορεί να μην είναι του γούστου μου, αλλά βρίσκω σ' αυτό ενδιαφέροντα στοιχεία και μια δυναμική που απλά δεν με αγγίζει προσωπικά.
Σε αυτήν ακριβώς την κατηγορία κατατάσσεται το κείμενο που ακολουθεί. Αφιερώνω πάνω από 2000 λέξεις για τρία βιβλία (μια τριλογία), η οποία δεν μου άρεσε, μάλλον με απώθησε και η ολοκλήρωσή της, ήταν μια σχετικά βασανιστική διαδικασία, η οποία συνέβη περισσότερο από πείσμα - για να δω που θα βγάλει όλη αυτή η φλυαρία που υπέστην -, ίσως κι από τον συνήθη μαζοχισμό που κατατρέχει όλους τους φανατικούς βιβλιόφιλους, κι όχι για κάποιον άλλο λόγο.

Ο (μακρύς και ίσως καθόλου αναγκαίος) πρόλογος, είναι για τα τρία βιβλία, που απαρτίζουν την τριλογία της Καναδής συγγραφέως Rachel Cusk (Saskatoon Canada, 1967), με τους τίτλους "ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ" ("Outline") - (σελ.247), "ΜΕΤΑΒΑΣΗ" ("Transit") - (σελ. 252) και "ΚΥΔΟΣ" ("Kudos") - (σελ. 245) που εκδόθηκαν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Gutenberg, στην σειρά Aldina, σε (ωραία) μετάφραση της Αθ. Δημητριάδου, ενώ στον πρώτο τόμο ("Περίγραμμα") υπάρχει και ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα του ρέκτη της λογοτεχνίας Κώστα Καλτσά.

Τι πραγματεύεται λοιπόν, αυτή η τριλογία, που έχει αποσπάσει ύμνους από τους λογοτεχνικούς κριτικούς του Δυτικού κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και της πλειοψηφίας των δικών μας κριτικών λογοτεχνίας, τουλάχιστον για τον πρώτο τόμο, το "Περίγραμμα"; (διότι όπως θα παρατηρήσει κανείς στην σελίδα της Biblionet, το ενδιαφέρον για την συγγραφέα και τα τρία βιβλία της ατονεί μετά τον πρώτο τόμο - κι ο κριτικός άνθρωπος είναι, πόσο θ' αντέξει!). Λογοτεχνικά μιλώντας, τα τρία αυτά βιβλία, ανήκουν στο είδος (ή υποείδος) της auto-fiction, της "αυτομυθοπλασίας", που γνωρίζει μεγάλη προβολή τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά την παγκόσμια επιτυχία του εξάτομου "Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΟΥ" του Νορβηγού Karl Ove Knausgard, που το μεγαλύτερο μέρος του έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (εκδ. Καστανιώτη), ενός συγγραφέα με τον οποίο η Κασκ συγκρίνεται υφολογικά.

«…ό’τι κι αν πιστεύουμε για τον εαυτό μας, δεν είμαστε παρά το αποτέλεσμα τού πώς μάς έχουν φερθεί οι άλλοι.» («Μετάβαση»)

Στα τρία βιβλία παρακολουθούμε την αφήγηση μιας γυναίκας συγγραφέως που έχει πατήσει τα σαράντα, στο πρώτο βιβλίο έχει μόλις χωρίσει, στο δεύτερο συνέρχεται κάπως και στο τρίτο μόλις έχει παντρευτεί ξανά, κι έχει δύο παιδιά. Το όνομά της είναι Φαίη αλλά αυτό δεν προβάλλεται καθόλου, καθώς το συναντάμε ελάχιστες φορές, παραμένοντας ανώνυμη καθ' όλη τη διάρκειά των βιβλίων. Η αφηγήτρια και στους τρείς τόμους, κάνει μεγάλες συζητήσεις με διάφορους συνομιλητές, οι οποίοι δεν έχουν πρόβλημα να της ανοιχθούν, να της εξομολογηθούν στιγμιότυπα της ζωής τους. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν στον λογοτεχνικό χώρο, εξάλλου στο πρώτο βιβλίο η Φαίη είναι καλεσμένη στην Αθήνα να διδάξει σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, στο δεύτερο βιβλίο ένα μεγάλο μέρος του αφορά την συμμετοχή της σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ κάπου στην Αγγλία, ενώ στο τρίτο βιβλίο η αφηγήτρια είναι προσκεκλημένη σε ένα λογοτεχνικό συνέδριο, σε μια πόλη της Νότιας Ευρώπης. Όλοι μιλούν για τον εαυτό τους και τα προβλήματά τους, ενώ τα μόνιμα μοτίβα που επανέρχονται στις περισσότερες από αυτές τις συζητήσεις, είναι οι ανθρώπινες σχέσεις (ερωτικές, οικογενειακές), οι γυναίκες και η θέση τους στην οικογένεια, στην κοινωνία, στις σχέσεις όχι από φεμινιστική σκοπιά αλλά περισσότερο από ψυχολογική, τα παιδιά και η ανατροφή τους, τα αδιέξοδα προσωπικά κι επαγγελματικά, η μοναξιά και η απογοήτευση για τη ζωή.

Στο «Περίγραμμα», το βιβλίο που ανοίγει την τριλογία, και ίσως είναι το πιο αδύναμο αυτής, η Φαίη, μια συγγραφέας μάλλον σε δημιουργική κρίση και σχετικά πρόσφατα διαζευγμένη, ταξιδεύει από το Λονδίνο στην Αθήνα για να διδάξει σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Στην πτήση κάθεται δίπλα σε έναν μεσήλικα επιχειρηματία που οικονομικά είχε περάσει καλύτερες μέρες απ’ ότι δηλώνει, που δεν αργεί να της πιάσει την ψιλοκουβέντα. Της μιλάει για την προβληματική παιδική του ηλικία και όταν μαθαίνει ότι η συνομιλήτριά του είναι χωρισμένη, της μιλάει για τους αποτυχημένους γάμους του, περιγράφοντας λεπτομέρειες. Είναι η πρώτη από τις πολλές συζητήσεις που θα έχει η αφηγήτρια κατά την διάρκεια της παραμονής της στην Αθήνα και που οι περισσότερες περιστρέφονται γύρω από τις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, γάμους και διαζύγια, τα προβλήματα και τις δυσκολίες του να είσαι γονιός, και του τι σημαίνει να είσαι γυναίκα.


«…οι αποτυχίες σου επιστρέφουν πάντα σ’ εσένα, ενώ τις επιτυχίες σου πρέπει διαρκώς να τις επιβεβαιώνεις.» («Περίγραμμα»)

Η Φαίη (που το όνομά της αναφέρεται μόνο μια φορά στο βιβλίο) τριγυρίζει στην Αθήνα, συναντιέται με φίλους, γνωρίζει μια επιτυχημένη ελληνίδα συγγραφέα (βάζοντας τον αναγνώστη στη διαδικασία αναζήτησης ποια μπορεί να είναι αυτή), η οποία αμέσως της μιλάει με οικειότητα, κάτι που κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους θα συνομιλήσει. Εκείνη δεν παίρνει θέση, είναι καλή ακροάτρια, παρατηρεί τα πάντα με ενσυναίσθηση, προβληματίζεται για τα παιδιά της που είναι στην Αγγλία, αποκρούει με άνεση το φλερτ του συνεπιβάτη της στην πτήση, που την πηγαίνει για θαλάσσιο μπάνιο με το σκάφος του. Η Φαίη είναι παρούσα / απούσα σε όλα αυτά, ενώ όλα περιστρέφονται γύρω της, και συμμετέχει με αμεσότητα στις κουβέντες, δείχνει απόμακρη και χαμένη στα προσωπικά της προβλήματα που την περιμένουν στην επιστροφή της στην Αγγλία. Μέσα από τις εξομολογήσεις των άλλων, διαμορφώνεται το περίγραμμα της προσωπικότητας της "ηρωίδας" που χάνεται στις σκέψεις της, καθώς πιάνεται από κουβέντες ή φράσεις που αντανακλούν την δικιά της ζωή.

Η «Μετάβαση», δεύτερο (και μάλλον καλύτερο) βιβλίο της τριλογίας, ανοίγει κάπως αναπάντεχα με ένα mail που λαμβάνει η Φαίη (και σ' αυτό το μέρος, το όνομά της αναφέρεται μόνο μια φορά) από μια αστρολόγο - που μάλλον είναι ένας αλγόριθμος, ο οποίος την ενημερώνει ότι αναμένεται μια σημαντική μετάβαση στη ζωή της.
Το Λονδίνο και κάποιες άλλες περιοχές της Αγγλίας είναι ο τόπος που πραγματοποιούνται οι συναντήσεις με διάφορους ανθρώπους που επηρεάζουν άμεσα ή έμμεσα τη ζωή της αφηγήτριας. Όπως και στο «Περίγραμμα», οι άλλοι μιλάνε πολύ και η Φαίη κυρίως ακούει και καμιά φορά σχολιάζει ή συμμετέχει χαλαρά στη κουβέντα, μόνο που η διαφορά σ' αυτό το μέρος είναι ότι η αφηγήτρια αποκτάει μορφή, είναι δηλαδή πιο ανθρώπινη η παρουσία της ίσως γιατί αναφέρεται σε γεγονότα που την αφορούν άμεσα.


Η Φαίη μόλις έχει μετακομίσει στο Λονδίνο με τα δύο της παιδιά και αγοράζει ένα ετοιμόρροπο σπίτι σε μια καλή περιοχή της πόλης. Γνωρίζει έκ των προτέρων την ταλαιπωρία που θα υποστεί, με τους μαστόρους νυχθημερόν να προσπαθούν να φτιάξουν πατώματα κλπ, αλλά θα το συνειδητοποιήσει μόλις βρεθεί μπροστά σε όλα αυτά. Συν τοις άλλοις, έχει και τους γείτονες που μένουν για δεκαετίες στον κάτω όροφο να διαμαρτύρονται συνεχώς. Θα στερηθεί ξανά τα παιδιά της, στέλνοντάς τα στον πατέρα τους γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στο γιαπί, θα δει έναν παλιό της έρωτα που μένει απαράλλαχτος (κάτι που την σοκάρει), θα συμμετάσχει σε μια συζήτηση στα πλαίσια ενός φεστιβάλ βιβλίου σε μια πόλη, όπου θα εμφανιστεί βρεγμένη ως το κόκκαλο καθώς δεν είχε σκεφτεί να πάρει ομπρέλα - εκεί δε, θα δεχτεί με ικανοποίηση το έντονο φλερτ του υπεύθυνου του φεστιβάλ, δείγμα ότι κάτι αλλάζει μέσα της, θα επισκεφτεί έναν ξάδερφό της στην εξοχή, θα βάψει στο κομμωτήριο τα γκρίζα μαλλιά που έχουν αρχίσει να φαίνονται, θα έχει πολυσέλιδες συζητήσεις με τον εργολάβο που έχει αναλάβει το σπίτι της και με τον Αλβανό μάστορα που προΐσταται των εργασιών.

«Αυτό που έμαθε τελικά απ’ όλα εκείνα τα διαβάσματα ήταν κάτι άλλο, κάτι που πραγματικά δεν το περίμενε, πώς η ιστορία της μοναξιάς είναι πολύ πιο παλιά ακόμη κι από την ιστορία της ίδιας της ζωής. (…) Μοναξιά είναι όταν δεν σού κάθεται τίποτα, όταν δεν ανθίζει γύρω σου τίποτα, όταν αρχίζεις να νιώθεις ότι σκοτώνεις το καθετί απλά και μόνο με την παρουσία σου.» («Μετάβαση»)

Και πάλι οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τις ερωτικές σχέσεις, τα προβλήματα του γάμου, την μοναξιά, το κυνήγι της καθημερινότητας. Η Φαίη δείχνει έτοιμη για την «μετάβαση» στη ζωή της. Ξεπερνάει σιγά σιγά τις συνέπειες του διαζυγίου, αντιμετωπίζει τα πράγματα πιο υπεύθυνα, δεν φοβάται να τσακωθεί με τον γιο της, και η αφήγηση της Κασκ δείχνει πιο στιβαρή και με πολύ χιούμορ που προετοιμάζει τον αναγνώστη για μια καλύτερη συνέχεια που όμως δεν έρχεται στο τρίτο μέρος της τριλογίας.

Το τρίτο βιβλίο, που ολοκληρώνει την τριλογία, έχει τον τίτλο «Κύδος» (δόξα, τιμή) και βρίσκουμε την Φαίη να ταξιδεύει πάλι με το αεροπλάνο και να συζητάει με τον διπλανό της, ο οποίος για να καταπολεμήσει τη νύστα του, της αφηγείται μια πολύ προσωπική ιστορία. Η Φαίη, πηγαίνει σε μια πόλη της Νότιας Ευρώπης (μάλλον την Λισαβόνα) για να συμμετάσχει σε ένα λογοτεχνικό φεστιβάλ. Αναγνωρισμένη πλέον συγγραφέας με κύρος, ενώ σ' αυτά τα δύο χρόνια που έχουν περάσει από τις «τελευταίες της περιπέτειες» (χα), έχει παντρευτεί (παρότι δεν μας λέει τίποτα γι' αυτό το γεγονός), η ζωή της έχει αλλάξει.


Υπό την σκιά του Brexit, διεξάγονται οι συζητήσεις της αφηγήτριας με συγγραφείς, εκδότες, δημοσιογράφους κατά την διάρκεια της παραμονής της στο απρόσωπο, χαοτικό και απομακρυσμένο ξενοδοχείο στην άκρη της πόλης. Ο εκδότης της, έχει κανονίσει μια σειρά συνεντεύξεων στο κέντρο της πόλης και πάλι η Φαίη περισσότερο ακούει τους ναρκισσευόμενους δημοσιογράφους που της παίρνουν συνέντευξη,  παρά απαντάει ενώ και με τους συναδέλφους της λογοτέχνες κατά την διάρκεια του φεστιβάλ τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, καθώς όπως δείχνουν οι εξομολογήσεις / κουβέντες τους όλοι αναζητούν ταυτότητα και λόγο λογοτεχνικής και όχι μόνο ύπαρξης. Και πάλι έχουμε τα μόνιμα θέματα της τριλογίας να επανέρχονται. Γονείς, παιδιά, σχέσεις, διαλυμένοι γάμοι, αποτυχημένες καριέρες, εγκλωβισμοί σε αδιέξοδα σε ένα κλίμα που γίνεται όσο πάει και ζοφερότερο.

«Κάπου κάπου, συνέχισε, διασκέδαζε σαρώνοντας τα απύθμενα βάθη του ίντερνετ, εκεί όπου οι αναγνώστες κατέθεταν τις απόψεις τους για τις λογοτεχνικές αγορές τους, πάνω κάτω όπως θα βαθμολογούσαν την απόδοση ενός απορρυπαντικού. Εκείνο που είχε αποκομίσει μελετώντας αυτές τις απόψεις ήταν ότι ο σεβασμός προς τη λογοτεχνία ήταν εντελώς επιδερμικός και ότι το κοινό δεν απείχε και πολύ από το να την υποτιμά και να την απορρίπτει. Από μια άποψη τον διασκέδαζε να βλέπει να παίρνει ο Δάντης ένα αστέρι στα πέντε για τη «Θεία Κωμωδία» και να χαρακτηρίζεται το έργο σαν «σκέτη μαλακία», αν και, εννοείται, ένας ευαίσθητος άνθρωπος θα έβρισκε μια τέτοια άποψη θλιβερή. Μέχρι, βέβαια, να συνειδητοποιήσουμε ότι ο Δάντης – όπως και οι περισσότεροι μεγάλοι συγγραφείς – λάξευσε το όραμά του μέσα από τη βαθύτατη κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και ήταν σε θέση να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Κατά τη γνώμη του, μου είπε, είναι έλλειψη σθένους να αντιμετωπίζουμε τη λογοτεχνία σαν κάτι εύθραυστο που χρειάζεται να το υπερασπίζεσαι, όπως έκαναν πολλοί συνάδελφοί του και σύγχρονοι αναγνώστες. Ομοίως, δεν υπολόγιζε και πολύ τις ηθικά ωφέλιμες ιδιότητές της, πέρα από τη δυνατότητά της να βελτιώνει την απόδοση του παιχνιδιού – όπως είχε ήδη αναφέρει – κάποιου αντίστοιχα ελαφρώς κατώτερου.» («Κύδος»)

Γύρω στις 20 ιστορίες διαβάζουμε στους τρεις τόμους. Μονολόγους διαφορετικών ανθρώπων ουσιαστικά, καθώς η αφηγήτρια επιλέγει τον ρόλο του παθητικού ακροατή λειτουργώντας ως καθρέφτης, παρεμβαίνοντας κάποιες φορές, άλλες για να διευκολύνει την συζήτηση, άλλες για να σχολιάσει. Οι εξομολογήσεις περιέχουν κοινοτοπίες, φιλοσοφικά ερωτήματα, προσωπικά προβλήματα. Όλοι μιλούν για τον εαυτό τους και για γεγονότα που τους συμβαίνουν γράφοντας ο καθένας την δική του ιστορία. Η θέση της γυναίκας, τα προβλήματα των σχέσεων, τα παιδιά, τα διαζύγια, η μοναξιά, οι επαγγελματικές σχέσεις, τα οικονομικά προβλήματα, η αποξένωση των ανθρώπων, είναι μερικά από τα θέματα που επανέρχονται συνεχώς στις συζητήσεις ενώ κεντρικό ρόλο «διαδραματίζουν» πιο ιδιαίτερα λογοτεχνικά προβλήματα περί συγγραφής κλπ. Θα μπορούσαμε λοιπόν, να πούμε ότι, έχουμε συλλογές ιστοριών ή διηγημάτων με ένα κοινό ύφος, οι οποίες δεν συναντιούνται ποτέ, βαδίζοντας παράλληλα, που απαρτίζουν το σώμα ενός ιδιότυπου (ή και υβριδικού) μυθιστορήματος.


Η τριλογία όμως δεν είναι ένα βιβλίο ψυχοθεραπείας σε στυλ Γιάλομ ή ένα βιβλίο αυτοβοήθειας και εδώ έγκειται το ενδιαφέρον του εγχειρήματος. Η Cusk σε κάποιες συνεντεύξεις της, με αυταρέσκεια που περισσεύει, έχει δηλώσει ότι θεωρεί πως η αφηγηματική λογοτεχνία έχει πεθάνει, ότι η μυθοπλασία είναι ψεύτικη και ότι τα μυθιστορήματα χαρακτήρων όπως τα γνωρίσαμε από την Βικτωριανή λογοτεχνία και μετά, δεν βγάζουν νόημα πλέον, καθώς οι άνθρωποι δεν ζουν πια έτσι καθώς οι χαρακτήρες έχουν ομογενοποιηθεί. Η συγγραφέας (και στην περίπτωση των βιβλίων που ασχολούμαστε, η αφηγήτρια) επιλέγει να είναι μη ορατή (όχι αόρατη) και να «περιγράφει» μέσω της φωνής των άλλων αλλά και της κίνησης κατά την διάρκεια των βιβλίων, μια ζωή που μπορεί να είναι δική της αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να μην είναι. Αυτό συνεπάγεται ότι ξεχνάμε την πλοκή, τους ισχυρούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες, τις ίντριγκες, τις κορυφώσεις ή τα (τεχνητά κατά την Cusk) δράματα.

Αναμφίβολα τα καταφέρνει υφολογικά στο εγχείρημά της αυτό. Εξάλλου δεν είναι κάτι καινοτόμο, το έχει κάνει ο Προυστ (όπως αναφέρει κι ο Κ.Καλτσάς στην εισαγωγή του πρώτου τόμου), στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» στις αρχές του 20 αιώνα με μοναδικά αποτελέσματα, ενώ ο Κνάουσγκαρντ στο «Ο αγώνας μου» σαγηνεύει και «υπνωτίζει» τον αναγνώστη με τη δύναμη της αφήγησής του. Η Cusk όμως κι εδώ είναι το σημείο καμπής, επιτυγχάνει το αντίθετο, τον κάνει να πλήξει και δοκιμάζει τις αντοχές του σε κάποια σημεία. Η επιλογή του ενιαίου ύφους, όπου όλοι οι συνομιλητές της μιλάνε λες και είναι στοχαστές και άνθρωποι διαβασμένοι και σκεπτόμενοι – να το καταλάβω όταν τις συζητήσεις μονοπωλούν οι άνθρωποι που κινούνται στον λογοτεχνικό χώρο, αλλά και ο εργολάβος, ο επιχειρηματίας κλπ, να εκφράζονται έτσι, δείχνει πιο φλύαρο από οποιοδήποτε «παραδοσιακό» λογοτεχνικό έργο, πιο ψεύτικο κι από μια μηχανική κατασκευή απομίμησης της λογοτεχνίας.

Πολλές φορές μου ζητάνε να πω την άποψή μου για το βιβλίο/α που διάβασα. Η μοναδική λέξη που μου έρχεται αυτόματα στο στόμα μετά την ανάγνωση της τριλογίας είναι «ανούσιο/α». Ενδιαφέρον ως εγχείρημα αλλά ένιωσα ότι δεν με αφορά - ίσως βέβαια, και το auto-fiction να μη μου πηγαίνει αναγνωστικά, ενώ ειλικρινά,  έχω την περιέργεια να δω, εάν μετά την κριτική αποθέωση και τους παιάνες προς τιμή της, η Cusk θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο, εάν θα βρει αναγνώστες είναι βέβαια άλλο θέμα.

Βαθμολογία: «Περίγραμμα» 65
                     «Μετάβαση» 70
                     «Κύδος» 66




 
Τετάρτη, Μαΐου 13, 2020
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 13, 2020 | Permalink
"Δεσμοί στοργής"

Η ιστορία μιας πραγματικής και όχι τόσο συνηθισμένης οικογένειας, περιγράφεται με θαυμάσια οικονομία λόγου και υπέροχο λογοτεχνικό ύφος, στη νουβέλα του Βολιβιανού (Παλαιστινιακής καταγωγής) συγγραφέα, σεναριογράφου και μουσικού Rodrigo Hasbun (Κοτσαμπάμπα, 1981), με τίτλο «ΔΕΣΜΟΙ ΣΤΟΡΓΗΣ» («Los Affectos») - (εκδ. Πατάκη, μετάφρ. Γ. Ζακοπούλου, σελ.156).


Σε αυτό το σύντομο και περιεκτικό μυθιστόρημα, που στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, ο Ασμπούν διατρέχει τρεις δεκαετίες της Βολιβιανής ιστορίας (μιας χώρας για την οποία γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα), μέσα από μια πολυφωνική αφήγηση (κατόρθωμα για τόσο μικρό σε μέγεθος λογοτεχνικό έργο). Μια ιστορία όπου οι (πέντε) αφηγητές αλλάζουν σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο, προβάλλοντας διαφορετικές οπτικές γωνίες μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας ιστορίας, που αφηγούνται μέσα από τις μεταβολές στη ζωή των ηρώων της.

«Ήταν τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου και μοναδική μου παρηγοριά ήταν να λέω στον εαυτό μου ότι κάπου μακριά θα μπορούσα να ξαναρχίσω. Τα χρόνια εκείνα ήταν ζοφερά και η αντίδρασή μου, όπου και να βρισκόμουν, ήταν να υποχρεώνω τον εαυτό μου ξανά και ξανά να σκέφτεται έτσι.
Ύστερα παραιτήθηκα.
Δεν είναι αλήθεια ότι η μνήμη είναι ένας τόπος ασφαλής. Κι εκεί τα πράγματα παραμορφώνονται και χάνονται. Κι εκεί στο τέλος απομακρυνόμαστε από τους πιο αγαπημένους μας ανθρώπους.»

Η οικογένεια Ερτλ είχε μεταναστεύσει στην Βολιβία μετά τον πόλεμο. Ο Χανς Ερτλ, γνωστός εικονολήπτης στη Γερμανία, συνεργάτης της περίφημης (και διαβόητης) σκηνοθέτιδας Λένι Ρίφενσταλ, πήρε την οικογένειά του, την σύζυγό του και τις τρείς κόρες τους, προς αναζήτηση καλύτερης τύχης, μακριά από την κατεστραμμένη πλέον πατρίδα του. Ιδιαίτερα διακεκριμένος στον χώρο του κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής κυριαρχίας, στρέφεται στην Βολιβία, στον χώρο των εξερευνήσεων με όνειρο να βρει μια χαμένη πόλη των Ίνκας, που θρύλοι λένε ότι βρίσκεται στην ζούγκλα του Αμαζονίου. Ο σκοπός του είναι να κινηματογραφήσει ένα ντοκιμαντέρ για την χαμένη πόλη. Μετά από κάποιες προσπάθειες αποτυχημένες, ξεκινάει για την μεγάλη αποστολή παίρνοντας μαζί του, τις δύο μεγαλύτερες κόρες του.

Η Μόνικα, η Χάιντι και η Τρίξι είναι οι τρεις κόρες της οικογένειας, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Η Μόνικα, η μεγαλύτερη θα είναι το δεξί χέρι του πατέρα της στις προσπάθειές του να επιτύχει τον σκοπό του. Η Χάιντι φεύγει για πρώτη φορά από το σπίτι και όλα της φαίνονται μαγικά, τα δάση, οι ιθαγενείς, τα ζώα, ο βοηθός του πατέρα της. Η μόλις 11χρονη Τρίξι, θα μείνει στην Λα Παζ με την μητέρα της, την Αουρέλια, με την οποία θα κάνουν ατελείωτες συζητήσεις. Η αποτυχία της αποστολής θα επηρεάσει καταλυτικά τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια, με την κάθε κόρη (και την σύζυγο) να αντιδράει με τον δικό της τρόπο.

Οι ζωές τους εκτυλίσσονται διαφορετικά μέσα στα χρόνια. Η Μόνικα - ο πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας του βιβλίου -, θα εξεγερθεί κατά πάντων, του πατέρα της (από τον οποίο κληρονόμησε την περιπετειώδη φύση), της οικογένειάς της, του παρελθόντος, της Βολιβιανής κοινωνίας. Η αντίδρασή της θα φτάσει μέχρι τα βουνά της χώρας όπου θα στρατολογηθεί στο αντάρτικο που μάχεται την κυβέρνηση, ενώ θα προσπαθήσει να εκδικηθεί τον θάνατο του Τσε Γκεβάρα, προσπαθώντας να σκοτώσει τον εκτελεστή του. Η Χάιντι θα στραφεί στην δημιουργία οικογένειας, επιλέγοντας έναν πιο ασφαλή δρόμο, ενώ η Τρίξι θα αναλωθεί στην επιβίωση της καθημερινότητας, παρατηρώντας εκ του μακρόθεν τα γεγονότα μοιάζοντας περισσότερο με την μητέρα της.


«Είσαι η νοικοκυρά χωρίς νοικοκυριό, η αναίσθητη σύζυγος, η γυναίκα που αφιερώνεται στις αγαθοεργίες με μια φίλη από το σχολείο για να αποφύγει την ενοχή και την πλήξη και τα συχνά ταξίδια του άντρα της (να πηγαίνει άραγε απευθείας στα ορυχεία ή μήπως έχει μυστική ζωή, μια ζωή που θα εξηγούσε την ανικανότητά του και την αβουλία του;). Είσαι το κοριτσάκι που οι επιχειρηματίες θέλουν διαρκώς να ξελογιάσουν, η άνετη γυναίκα που βλέπει τη μια της αδελφή αραιά και πού και έχει χάσει την επαφή της με την άλλη, με την οποία στ' αλήθεια ποτέ δεν τα πήγαινε καλά. Είσαι η κόρη δίχως μάνα, αυτή που δεν μπορεί να πάψει να σκέφτεται τον πατέρα της, με βαθύ μίσος τις μισές φορές και τις άλλες μισές με θαυμασμό και αδιάλειπτη αγάπη, χωρίς όρους. Είσαι εκείνη που μιλάει με τους άπορους που έρχονται στη στέγη, ου ενδιαφέρεται να μάθει όσα έχουν να πουν, που συγκλονίζεται από τις ιστορίες τους, αν και συνήθως είναι μάλλον σιωπηλοί, γυναίκες και άντρες ου εξαφανίζονται μυστηριωδώς, όπως ήρθαν. Είσαι εκείνη που παραμένει άγνωστη ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό. Η πρώην καταθλιπτική, η σχεδόν Βολιβιανή. Όπως και να το δει κανείς, το σύνολο αποδεικνύεται αξιοθρήνητο.»


Με τους αφηγητές να εναλλάσσονται ανά κεφάλαιο, ο Ασμπούν στο πολυφωνικό του μυθιστόρημα, συνδυάζει την μυθοπλασία με ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Βολιβιανή κοινωνία. Οικογενειακές σχέσεις γεμάτες ένταση, διαφωνίες αλλά και αφοσίωση, χαρακτήρες διαφορετικοί που συγκρούονται αλλά μένουν δεμένοι και μια ταλαιπωρημένη και φτωχή χώρα που αλλάζει με τα χρόνια όπως και οι ήρωες του βιβλίου. Ο συγγραφέας τονίζει τις λεπτομέρειες, την πορεία στη ζούγκλα, τις κουβέντες μεταξύ των αδερφών, την μελαγχολία της μητέρας, τα χαμένα όνειρα που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

Με επίκεντρο της ιστορίας που αφηγείται, τον Χανς Ερτλ αυτόν τον αινιγματικό και ριψοκίνδυνο κινηματογραφιστή, με το σκοτεινό παρελθόν και την Μόνικα (που αναφορές στη δράση της υπάρχουν στις ιστορίες για το αντάρτικο στην Βολιβία, στο «Τσε» του Τάιμπο και αλλού), την τολμηρή και ατίθαση γυναίκα που θα ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, ο συγγραφέας στηρίζεται μεν στην πραγματική τους ιστορία αλλά με την ικανότητά του, σκιαγραφεί δύο αλησμόνητους λογοτεχνικούς ήρωες. Δύο άνθρωποι που είναι χαμένοι στο χιμαιρικό τους όνειρο, που θα πληγωθούν και θα ταλαιπωρηθούν στην διαδρομή, οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που οι επιλογές τους θα τους καθορίσουν για πάντα, χαρίζουν στον αναγνώστη έναν εξαίσιο λογοτεχνικό διάλογο, ένα ιδεολογικό και οικογενειακό μπρα-ντε-φερ στο καλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου.


Οι «Δεσμοί στοργής» σαγηνεύουν και εντυπωσιάζουν τον αναγνώστη με τον ρυθμό και το ύφος τους – μικρά κεφάλαια σαν βινιέτες, κινηματογραφικό στυλ με συνεχή fade-outs, και χαρακτήρες γεμάτοι ζωντάνια και δύναμη, χαρίζουν δυο-τρεις ώρες (δεν χρειάζεσαι παραπάνω για να ολοκληρώσεις την ανάγνωση αυτού του υπέροχου βιβλίου), λογοτεχνικής απόλαυσης.
Δεν καινοτομεί με το βιβλίο του ο Ασμπούν, καθώς υπάρχουν πολλά μυθιστορήματα που συνδυάζουν πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο με προσωπικές διαδρομές, αλλά καταφέρνει κάτι πολύ δύσκολο, να γράψει ένα πυκνό μυθιστόρημα ισορροπώντας άψογα την πολιτική με την αισθητική και να χειριστεί έξοχα το συναίσθημα που αναβλύζει αλλά δεν πνίγει τον αναγνώστη.

Βαθμολογία 83 / 100










 
Παρασκευή, Μαΐου 08, 2020
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 08, 2020 | Permalink
"Ο Κατάσκοπος και ο Προδότης"
Τι χρειάζεται μια ιστορία κατασκοπίας για να είναι σαγηνευτική και ελκυστική; Έναν χαρισματικό αφηγητή, δυνατές δόσεις παραπλάνησης, έναν ήρωα / πρωταγωνιστή που να γίνεται συμπαθής (και κάποιες φορές να ταυτίζεσαι μαζί του), προδοσία και ίντριγκα σε υπερθετικό βαθμό, αληθοφανή γεγονότα, τα μέτρα προφύλαξης να είναι τόσο ισχυρά που δύσκολα σπάνε, τα προσωπικά θέματα / προβλήματα να είναι αρκετά αλλά όχι τόσο ώστε να υπερκαλύπτουν τα δρώμενα, ενώ θεωρούμε εκ των ων ουκ άνευ, ότι πρωταγωνιστούν σ’ αυτή την ιστορία άνθρωποι ευφυείς που εντοπίζουν τις ρωγμές στα συστήματα ασφαλείας και δρούν αναλόγως. Δύσκολα βρίσκουμε όλα τα ανωτέρω μαζεμένα σ’ αυτές τις ιστορίες, και παρ’ όλα αυτά μας αρέσει να τις διαβάζουμε ή να τις παρακολουθούμε στο σινεμά ή ως τηλεοπτική σειρά. Όταν όμως όλα τα στοιχεία που ανέφερα υπάρχουν, τότε η ιστορία γίνεται ακαταμάχητη. Εάν δε, η ιστορία αυτή είναι αληθινή, τότε προκύπτουν διάφορα φιλοσοφικά ή μη ερωτήματα, για το εάν η ζωή αντιγράφει την λογοτεχνία και αντίστροφα.

Με το έξοχο βιβλίο «Ο ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΔΟΤΗΣ» The Spy and the Traitor»), του Βρετανού δημοσιογράφου και συγγραφέα Ben Macintyre (Οξφόρδη, 1956) – (εκδ. Κλειδάριθμος, μετάφρ. Π. Ισμυρίδου, σελ.581), βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύ ευτυχή συγκυρία, να υπάρχουν όλα τα παραπάνω στοιχεία σε μια αληθινή ιστορία που δείχνει κυριολεκτικά απίθανη να συμβεί! Κι όμως στην ιστορία του συνταγματάρχη της Κα-Γκε-Μπε, Όλεγκ Αντόνιοβιτς Γκορντιέφσκι, τα γεγονότα συνέβησαν πραγματικά, όσο απίθανα και τραβηγμένα από τα μαλλιά, κι αν φαίνονται ορισμένα από αυτά κατά την διάρκεια της πλοκής.


«Γιατί γίνεται κατάσκοπος κάποιος; Γιατί να θυσιάσει την ασφάλεια της οικογένειας, των φίλων του και μιας κανονικής δουλειάς, και να ασχοληθεί με τον υποφωτισμένο κόσμο των μυστικών; Γιατί, ειδικά, να ενταχθεί κάποιος σε μια μυστική υπηρεσία πληροφοριών και στη συνέχεια να περάσει στην αντίπαλη πλευρά;»

Το βιβλίο του Macintyre, περιγράφει τη ζωή του Γκορντιέφσκι από την γέννησή του μέχρι την φυγή του στην Αγγλία. Περιγράφει τα έργα και τις ημέρες ενός ανθρώπου, ο οποίος, ήταν ο πιο πολύτιμος κατάσκοπος του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα που στρατολογήθηκε από την βρετανική MI6, ενός ανθρώπου που κατάφερε να αλλάξει την πορεία του Ψυχρού πολέμου με τις πληροφορίες που παρείχε, που μετέφερε μοναδικά στους συνεργάτες του από την άλλη πλευρά, τον τρόπο σκέψης και τις μεθόδους των Σοβιετικών και που την διπλή ζωή που ζούσε δεν ήξερε ούτε η οικογένειά του. Περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου που έζησε επί έντεκα χρόνια, από το 1974 έως το 1985, σε μια ισορροπία τρόμου για τη ζωή του, και που στο τέλος έγινε ένα από τα πιο μισητά πρόσωπα στην πατρίδα του την Ρωσία, αφού κατάφερε να την γελοιοποιήσει, ξεγλιστρώντας και ξεφτιλίζοντας όλα τα συστήματα ασφαλείας της.


Ο Όλεγκ Γκορντιέφσκι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο περιβάλλον της Κα-Γκε-Μπε. Ο πατέρας του (γιος σιδηροδρομικού εργάτη) υπηρέτησε εκεί, ο μεγαλύτερος αδερφός του το ίδιο - ήταν σχεδόν μονόδρομος για τον νεαρό Όλεγκ να ενταχθεί στους κόλπους της. Το Κόμμα ήταν ο απόλυτος Θεός στο σπίτι που μεγάλωσε, η οικονομική τους κατάσταση επί Στάλιν ήταν άνετη. Ο Όλεγκ γεννήθηκε το 1938 και είχε (εκτός από τον μεγαλύτερο αδερφό) και μια μικρότερη αδερφή. Η μητέρα του δεν εντάχθηκε ποτέ στο Κόμμα, κρατώντας πάντα μια κριτική στάση απέναντι στα τεκταινόμενα, κάτι που ίσως επηρέασε τον νεαρό γιο της, ο οποίος έπαθε ένα μικρό σοκ όταν είδε τα Σοβιετικά τανκς να εισβάλλουν στην Βουδαπέστη το 1956. Δεινός αθλητής με καλές επιδόσεις στους δρόμους αντοχής, ο Γκορντιέφσκι ήταν ένας γυμνασμένος και όμορφος νέος με ευχέρεια στις ξένες γλώσσες και με μεγάλο ενδιαφέρον στην λογοτεχνία της Δύσης. Το 1962 εντάχθηκε στους κόλπους της Κα-Γκε-Μπε, στον τομέα εξωτερικού, παρά τις αντιδράσεις της μητέρας του, εκείνος όμως το είδε ως ευκαιρία για μια διπλωματική καριέρα. Στην εκπαίδευση του ως πράκτορας, διακρίθηκε ιδιαίτερα, αποσπώντας επαίνους, παντρεύτηκε και περίμενε την πρώτη του μετάθεση. Η Κοπεγχάγη της Δανίας ήταν το πρώτο πόστο που ανέλαβε με πολύ καλές προοπτικές, και προσαρμόστηκε αμέσως στη ζωή της ωραίας πόλης. Με την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ο δεσμός του με το Σοβιετικό σύστημα έσπασε. Ήταν η τρίτη φορά που ντρεπόταν που υπηρετούσε αυτό το κράτος, η πρώτη με τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 56, η δεύτερη με την ανέγερση του Βερολινέζικου Τείχους και η τρίτη τώρα. Από το 1968 έως το 1974 προσπαθούσε να βρει τρόπους επικοινωνίας με την Δύση, στην αρχή με τους Δανούς, αργότερα με τους Βρετανούς, με τους οποίους καλλιέργησε σιγά σιγά σχέσεις εμπιστοσύνης με κρυφές συναντήσεις. Από το 1974 στρατολογήθηκε στην MI6 και πλέον ζούσε δύο παράλληλες ζωές, η μια του διακεκριμένου μεγαλοστελέχους της Κα-Γκε-Μπε, ένα μέλος της κρεμ ντε λα κρεμ της Σοβιετικής ολιγαρχίας, από την άλλη ένας κατάσκοπος που ριψοκινδύνευε καθημερινά τη ζωή του.

Ο λόγος που έγινε κατάσκοπος ο Γκορντιέφσκι δεν ήταν οικονομικός, ούτε ερωτικός ήταν καθαρά ιδεολογικός και πολιτιστικός. Οι ενέργειες της πατρίδας του τον είχαν αποξενώσει, ένιωθε αποστροφή για την πολιτική ηγεσία της χώρας του, για την προπαγάνδα και τα διαρκή ψέματα, την λογοκρισία και την καταπίεση. Ήταν όμως κι ένας άνθρωπος με περιπετειώδη και επαναστατική φύση. Υπήρχε το στοιχείο της εξέγερσης κατά του πατέρα, η θλίψη από τον πρόωρο θάνατο του αδερφού του που υπηρέτησε πιστά την Κα-Γκε-Μπε κι αυτός, αλλά κι η απογοήτευση από το γενικότερο περιβάλλον της υπηρεσίας, από τους αστοιχείωτους και μονολιθικούς συναδέλφους. Οι σχέσεις με την γυναίκα του είχαν ψυχρανθεί και το διαζύγιο ήρθε σχεδόν φυσιολογικά μετά τον έρωτά του για μια όμορφη συμπατριώτισά του, την Λέιλα μουσουλμανικής καταγωγής, που υπηρετούσε κι εκείνη στην Δανία.

«Όλοι οι κατάσκοποι έχουν την ανάγκην να νιώθουν ότι τους αγαπούν. Μια από τις πιο ισχυρές δυνάμεις στην κατασκοπεία και στη συλλογή απόρρητων πληροφοριών (και ένας από τους πιο κεντρικούς μύθους τους) είναι ο συναισθηματικός δεσμός μεταξύ του κατασκόπου και του επόπτη του, του πράκτορα και του καθοδηγητή του. Οι κατάσκοποι νιώθουν την ανάγκη να ξέρουν ότι οι άλλοι τούς χρειάζονται, ότι αποτελούν κομμάτι μιας μυστικής κοινότητας. Θέλουν να ανταμείβονται, θέλουν να τούς εμπιστεύονται οι άλλοι και να τούς αγαπούν.(…) Η εκμετάλλευση και η χειραγώγηση αυτής της δίψας για στοργή και επιβεβαίωση είναι από τα πιο σημαντικά προσόντα ενός καθοδηγητή. Όλοι οι πετυχημένοι κατάσκοποι πιστεύουν ότι η σύνδεση με τον καθοδηγητή τους υπήρξε βαθύτερη από έναν γάμο με γνώμονα το συμφέρον, τα πολιτικά οφέλη ή το κέρδος: μια αληθινή, μακροχρόνια επικοινωνία μέσα σ’ ένα σύμπαν ψεύδους και εξαπάτησης.»

Από την στρατολόγησή του και μετά, τα γεγονότα στη ζωή του Γκορντιέφσκι εξελίσσονται με τρόπο ιλιγγιώδη. Από την Κοπεγχάγη και την Δανία, θα γυρίσει στην Μόσχα, όπου από τα αρχεία της Κα-Γκε-Μπε θα διοχετεύσει πληροφορίες στην MI6 ανεκτίμητης αξίας. Με την Λέιλα θα κάνουν δύο κόρες και μετά έρχεται και η πολυπόθητη μετάθεση στο Λονδίνο, όπου πλέον τα αποτελέσματα είναι θεαματικά, ενώ ανεβαίνει και στην ιεραρχία της Σοβιετικής Πρεσβείας. Ο Ψυχρός Πόλεμος είναι στα φόρτε του και λίγο πριν την σύγκρουση που φαινόταν αναπόφευκτη, είναι οι πληροφορίες του Γκορντιέφσκι που θα αποτρέψουν τα χειρότερα και η καθοδήγηση στην Θάτσερ για τον τρόπο που πρέπει να προσεγγίσει την κατάσταση.
Οι Σοβιετικοί όμως θα υποπτευτούν πλέον σοβαρά τον επικεφαλής του σταθμού του Λονδίνου και με μια αφορμή θα τον καλέσουν στην Μόσχα δήθεν για συζητήσεις, αλλά περισσότερο για ανάκριση και ομολογία καθώς τα στοιχεία που έχουν μαζέψει, μετά από τις πληροφορίες ενός Αμερικανού διπλού κατασκόπου, είναι μεν πολλά χωρίς όμως φανερές αποδείξεις. Μετά από λίγο χρονικό διάστημα, θα κληθούν να επιστρέψουν στην Μόσχα και η σύζυγός του με τις δύο τους κόρες, ένδειξη ότι τα πράγματα σοβαρεύουν. Η ώρα για την επιχείρηση διαφυγής, που έχει σχεδιάσει από χρόνια η MI6 για την σωτηρία του πιο πολύτιμου συνεργάτη της και που της έχει δοθεί το κωδικό όνομα "Πίμλικο" έχει έρθει. Η συνέχεια είναι τόσο συναρπαστική που μόνο σε κατασκοπικές ταινίες έχουμε δει.

Το βιβλίο θυμίζει έντονα τα μυθιστορήματα του (σπουδαίου) John Le Carre, με την συνεχή ισορροπία μεταξύ καλού και κακού κι εκείνες τις γοητευτικές λεπτομέρειες που έχουν οι ωραίες κατασκοπικές ιστορίες. Συναντήσεις σε ξενοδοχεία, σε δωμάτια καλά φυλαγμένα – συναντήσεις στο σκοτάδι, σε σοκάκια υποφωτισμένα, μικρόφωνα κρυμμένα, παρακολουθήσεις, συνωμοσίες, βοηθοί πανέξυπνες που δίνουν τη λύση όπως στις ταινίες του Τζέιμς Μποντ, προδοσίες και εξαπάτηση.
Ο Μακιντάιρ σκιαγραφεί εξαιρετικά την προσωπικότητα του Γκορντιέφσκι με έμφαση στα παιδικά του χρόνια και την νεανική του ηλικία, στην ψυχοσύνθεσή του και στην αγάπη του για τον πολιτισμό και την λογοτεχνία, στο όραμά του για παγκόσμια ειρήνη και στην απέχθειά του για το Σοβιετικό σύστημα σε συνδυασμό με την πίστη του στις δημοκρατικές κοινωνίες. Εστιάζει στα συνεχή διλήμματά του και στις επιλογές του, στην σχέση του με την Λέιλα που θα καταστραφεί ανεπανόρθωτα λόγω της επιλογής του, να μη μιλήσει μαζί της, να μη της πει ποτέ ότι ήταν πράκτορας της MI6.

Το αφηγηματικό ύφος του Μακιντάιρ είναι τόσο γλαφυρό και σαγηνευτικό που παρασύρει τον αναγνώστη, βυθίζοντάς τον στην ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα των δεκαετιών ’70 και ’80. Οι σχέσεις CIA και MI6, συμμαχικές αλλά και ταυτόχρονα ανταγωνιστικές περιγράφονται με ένταση αλλά και χιούμορ, πρόσωπα που διαδραμάτισαν κεντρικότατο ρόλο στην διεθνή πολιτική σκηνή παρελαύνουν από τις σελίδες του (Θάτσερ, Ρέιγκαν, Αντρόποφ, Γκορμπατσόφ, Φίλμπι, και άλλοι), στοιχεία και αποκαλύψεις από τα αρχεία της Κα-Γκε-Μπε για ανθρώπους (συνδικαλιστές, πολιτικούς και άλλους) που στρατολογήθηκαν από τους Σοβιετικούς στα 60’s και 70’s, ισορροπίες τρόμου στην διεθνή πολιτική σκηνή, γενικότερα ένας πλούτος πληροφοριών που θα αξιοποιηθούν από τους ιστορικούς του μέλλοντος.


Το βιβλίο έχει θαυμάσιο αφηγηματικό ρυθμό, η δε ιστορία «απογειώνεται» μετά τα 2/3 της, όταν περιγράφεται η απόδραση ακολουθώντας το παράτολμο και ελαφρώς απίθανο να υλοποιηθεί σχέδιο «Πίμλικο», τα δύο αυτοκίνητα των Άγγλων διπλωματών που θα χρησιμοποιηθούν και που ξεκινάνε με τις οικογένειές τους μέσα (σαν κάλυψη), σαν να πηγαίνουν εκδρομή με τον εμβληματικό δίσκο «Brothers in Arms» να συνοδεύει το πρώτο μέρος του ταξιδιού τους, η φυγή του Γκορντιέφσκι από την Μόσχα, μέσω Α.Πετρούπολης και Φινλανδίας, μ’ εκείνον να είναι κρυμμένος σε ένα πορτμπαγκάζ αυτοκινήτου για ένα μεγάλο μέρος του ταξιδιού και να ακούει από το κασετόφωνο του αυτοκινήτου το «Greatest Hits» των Doctor Hook – τραγούδια που όπως δήλωσε αργότερα σιχάθηκε (κυρίως το "Sylvia's mother") και δεν ξανάκουσε στη ζωή του. Σελίδες με αγωνία (παρότι γνωρίζουμε την κατάληξη της ιστορίας) και θριλερίστικη ατμόσφαιρα που καθηλώνουν τον αναγνώστη.

Αξιοποιώντας με τον καλύτερο τρόπο το πλούσιο υλικό του, ο Μακιντάιρ έγραψε ένα αξιοθαύμαστο βιβλίο, αφηγώντας την περιπέτεια μιας ζωής σαν μυθιστόρημα. Ηθικά διλήμματα που συνοδεύουν κάθε καλή κατασκοπική ιστορία, οι προδοσίες και το ψυχολογικό βάρος, οι σχέσεις εμπιστοσύνης που μπορεί να προκύψουν μέσα από την εξαπάτηση, περιγράφονται με δυναμισμό και ζωντάνια αλλά και πολύ φλεγματικό χιούμορ που τσακίζει. Έξοχο και πολύ αποκαλυπτικό, είναι μια αληθινή αναγνωστική (αλλά και εκδοτική) έκπληξη «Ο κατάσκοπος και ο προδότης» που σε κάνει να αναρωτιέσαι εάν υπάρχουν πλέον, διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας.

Βαθμολογία 85 / 100


 
Παρασκευή, Μαΐου 01, 2020
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 01, 2020 | Permalink
Με τον τρόπο του Sebald ("Λεωφόρος ΝΑΤΟ")

«Εσείς, οι εραστές του εφήμερου, κερδίζετε μόνον προσωρινά.»

Στην «λογοτεχνία περιπλάνησης» θα μπορούσε να ενταχθεί το υβριδικό νέο βιβλίο του συγγραφέα και καθηγητή Φιλοσοφίας, Νικήτα Σινιόσογλου (Αθήνα, 1976), με τον τίτλο «ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΝΑΤΟ» (εκδ. Κίχλη, σελ. 97 + 30 εικόνες/φωτογραφίες). Όπως όμως και στα προηγούμενα βιβλία του, ο πολυγραφότατος συγγραφέας κινείται σε δυσδιάκριτα όρια, μεταξύ δοκιμίου και φιλοσοφίας, διηγήματος (ή ακόμα και νουβέλας, αν θεωρήσουμε ότι το βιβλίο αυτό, θα μπορούσε να αποτελεί ένα αυθεντικό auto-fiction) και ταξιδιωτικού οδοιπορικού ή ακόμα (με μια ευρεία έννοια) ενός πεζοποιήματος.

«Ίσως ότι ονομάζουμε «δημόσια σφαίρα» δεν είναι παρά ένα θεωρητικό desideradum για πολιτικούς και στοχαστές▪ ή πάντως σαθρή κατασκευή που δεν ριζώνει ποτέ βαθιά στις πόλεις τις ίδιες παρά ξηλώνεται ακατάπαυστα σε χιλιάδες δρόμους του κέντρου ή των προαστίων, κι οπωσδήποτε τώρα δα στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ. Μόνον κάποιος κυνικότερος εμού θα τολμούσε να αντιπαρατηρήσει πως τούτη η εμπειρία, η ανυδρία της Λεωφόρου ΝΑΤΟ ως δημόσιου χώρου, είναι μάλλον ένδειξη της ολοκληρωτικής κατίσχυσης του κράτους παρά της ελλειμματικής – τάχα – λειτουργίας του.»

Η λεωφόρος ΝΑΤΟ είναι ένας δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, που διασχίζει ένα υποβαθμισμένο κομμάτι της Αττικής, περνάει από τον Ασπρόπυργο και καταλήγει στην Ελευσίνα. Είναι ουσιαστικά μια «βιομηχανική ζώνη», χωρίς κανένα τουριστικό ή (πολύ περισσότερο) πολιτιστικό ενδιαφέρον γεμάτη τσιμέντο και άδειες εκτάσεις (χωράφια), κτίρια εργοστασίων που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί, φορτηγά και νταλίκες. Θα μπορούσε να την δει κανείς και ως σκηνικό εγκατάλειψης και παρακμής, σαν εικόνα ταινίας δρόμου που δεν οδηγεί πουθενά.


Ο Σινιόσογλου αφήνει το αυτοκίνητό του στην άκρη και περπατάει κατά μήκος αυτού του δρόμου, παρατηρεί και στοχάζεται, φωτογραφίζει και περιπλανιέται χωρίς σκοπό. Οι σκέψεις του τον συνοδεύουν, τον οδηγούν σε στοχασμούς φιλοσοφικούς, ποιητικούς, ερωτικούς, βαθιά προσωπικούς. Απεικονίζοντας εικόνες κιτς και παρακμής, περιγράφει ουσιαστικά το πρόσωπο μιας Ελλάδας που συνήθως μας κάνει να αποστρέψουμε το βλέμμα από πάνω της – ή και ίσως αυτής ακριβώς της Ελλάδας που βρισκόμαστε.

«Η άκρη της Λεωφόρου ΝΑΤΟ πού βρίσκεται ακριβώς, μήπως στα μισά της, όπως η άκρη του βίου, που ασφαλώς δεν είναι η ημερομηνία γέννησης ή θανάτου, αλλά η εμπειρία εκείνη που μάς όρισε καταμεσής του βίου;»

Ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται και δεν ήταν στις προθέσεις του, να κάνει ένα δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Τον ενδιαφέρει να καταγράψει τα ερεθίσματα που του προκαλούν αυτά που βλέπει, αυτά που φωτογραφίζει ▪ αντικείμενα άνευ σημασίας, σκουπίδια, βοσκοτόπια, λάστιχα, παράξενες και μερικές αρκετά ευφάνταστες κατασκευές, τους άδειους δρόμους, σηματοδότες που δεν αφορούν κανέναν γιατί κανείς δεν περνάει από εκεί, καφέ μπαρ με συνθετικό χλοοτάπητα (!), νεκροταφεία αυτοκινήτων και τροχόσπιτων, μάντρες κλπ.

«Μπορούν ποτέ οι άνθρωποι να γίνουν φορείς μιάς παράδοσης ή έτσι τους μαθαίνουν να νομίζουν; Παιδιόθεν μάς καταδυναστεύει η ανάγκη μιας σχέσης με ένα παρελθόν ένδοξο ή βασανισμένο, με μία ιστορία ή με πολλές, ας την πούμε τάχα «ελληνική». Μόνον περιφρονώντας την ανάγκη αυτή δημιουργείται κάποτε η ψυχική άπωση που μας βγάζει παραπέρα, έστω μόνους.»


Η περιπλάνηση του «φλανέρ» Σινιόσογλου, τον οδηγεί σε ένα ταξίδι ουσιαστικά «προς εαυτόν». Πρόσωπα από το παρελθόν αναδύονται στη σκέψη του, στιγμές προσωπικές, το μυαλό του αφήνεται να «φύγει» δημιουργικά, αναλαμπές λέξεων τυχαίων που έρχονται υποσυνείδητα στο μυαλό, περισπασμοί και νοητικά παιχνίδια συνοδεύουν την διαδρομή του.

«Ανηδονία. Πάνω από το κρεβάτι μου έχω για ντεκόρ ένα ραφάκι με βιβλία μικρού σχήματος, Γκόγκολ και άλλους κλασσικούς. Το πρόσωπό της έλαμψε πασπατεύοντας τις ράχες, για μια στιγμή έγινε πιο φωτεινό απ’ όσο ήταν ότι χάιδευε τη δική μου. Κρατούσα μήπως στην αγκαλιά μου ένα κορίτσι που πασχίζει να γεμίσει κενά συναισθηματικά με τρόπους διανοητικούς, κουρασμένο τόσο από τη σάρκα, ώστε δεν την πολυθέλει άλλο; Αυτός ο κόσμος ανήγαγε την ηδονή σε υπέρτατη αξία και γι’ αυτό κατέληξε ανηδονικός▪ μάς σιγοτρώει με λεπτές εκφράσεις στα πρόσωπα των άλλων, αμήχανες και απαξιωτικές, που μας διατρέχουν σαν ρίγη. Κινήσεις τέτοιες τις ξαναζούμε άκαιρα κι ανάκατες με υπολογισμούς και συνειρμούς ασύνδετους, ακόμη και μέρες ή εβδομάδες μετά, όμως οι περισσότερες μένουν αναντίληπτες και χάνονται για πάντα – τόσο καλά την κάνουν τη δουλειά τους οι επιδρομείς αυτοί.»


Οδηγώντας ή περπατώντας μοναχικά, η σκέψη σου ταξιδεύει και αν αφεθείς το πράγμα γίνεται όλο και καλύτερο. Αυτό ακριβώς κάνει ο Σινιόσογλου και ο λυρισμός που σε πολλά κομμάτια του ιδιόμορφου αυτού βιβλίου ξεχειλίζει, αποτελεί ίσως και τις πιο σαγηνευτικές του στιγμές. Κείμενα μικρά και αποσπασματικά που όμως δημιουργούν ένα συμπαγές σύνολο, λόγος πυκνός και στοχαστικός, λέξεις σπάνιες που προκαλούν τον αναγνώστη να σκεφτεί και να ψάξει, προτάσεις ή παράγραφοι που σε κάνουν να διακόψεις τις ανάγνωση και να σκεφτείς, σελίδες που τις ξαναδιαβάζεις γιατί νιώθεις ότι κάτι σου διέφυγε.

«Η εμμονή μου για σένα σαπίζει πιο περήφανη από ικρίωμα▪ θα την τελειώσεις βεβαίως κι αυτήν, καμιά αμφιβολία, μα θα έχει περπατήσει όσο της έπρεπε κι ωραία.»

Όπως έγραφε ο τεράστιος W.G.Sebald, «το όλο ζήτημα της μνήμης αποτελεί την ηθική ραχοκοκαλιά της λογοτεχνίας» και ο Σινιόσογλου – μια μοναδική και sui generis συγγραφική περίπτωση - ακολουθώντας τα βήματα του μεγάλου δασκάλου της μελαγχολικής περιπλάνησης, παραδίδει ένα αξιοθαύμαστο και στιβαρό παρά την «ρευστότητά του» βιβλίο, ένα απολαυστικό βιβλίο έργο υψηλής ποιότητας που δύσκολα συναντάται στην εγχώρια λογοτεχνική σκηνή.

«Τα αντικείμενα, οι πόλεις γερνάνε οργανικά▪ η αποσάθρωσή τους είναι εμφανής κι έντιμη, όχι σαν των ανθρώπων, όπου ποτέ δεν γνωρίζεις ποιος πράγματι τσακίζεται και πώς.»

Βαθμολογία: 84 / 100