Σάββατο, Ιουλίου 11, 2020
posted by Librofilo at Σάββατο, Ιουλίου 11, 2020 | Permalink
Λούσυ Μπάρτον, ένα στοχαστικό autofiction

Πως ορίζουμε το παρελθόν μας; Οι περισσότεροι, θεωρώ, ως ένα μάλλον ατελές και ίσως επινοημένο σύμπαν, που αφορά κάποιον άλλον και όχι εμάς. Έχουμε άλλωστε, αλλάξει τόσο πολύ από τότε. Ο Hartley το προσδιόρισε πολύ ωραία σε μια από τις πιο εμβληματικές προτάσεις στην ιστορία της Λογοτεχνίας: «The Past is a foreign country. They do things differently there…». Από την άλλη, το παρελθόν μας, μάς συνοδεύει πάντα – είναι συνεχώς δίπλα μας, μας καθορίζει.
Σε αυτά τα διλήμματα μπαίνει η ομώνυμη ηρωίδα του μυθιστορήματος της Αμερικανίδας Elizabeth Strout (1956, Portland Maine), «ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΛΟΥΣΥ ΜΠΑΡΤΟΝ» («My name is Lucy Barton») – (εκδ. Άγρα, μετάφρ. Μ. Ζαχαριάδου, σελ. 182), ένα ωραίο και χαμηλότονο βιβλίο που ανήκει στην κατηγορία του autofiction («αυτομυθοπλασία»), φαινομενικά απλό αλλά ουσιαστικά πολύπλοκο, στοχαστικό και διεισδυτικό.


Η συγγραφέας Λούσυ Μπάρτον περνάει μια μεγάλη περίοδο - γύρω στις εννιά εβδομάδες, στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου της Νέας Υόρκης. Μια απλή επέμβαση σκωληκοειδίτιδας, οδήγησε σε έναν συνεχή πυρετό που δεν έλεγε να υποχωρήσει εξασθενώντας και απελπίζοντας την ηρωίδα που βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση αναμονής, μακριά από τον σύζυγο και τις δυο της κόρες. Μια μέρα μετά από μερικές εβδομάδες νοσηλείας, η Λούσι ξυπνάει και βλέπει την μητέρα της με την οποία είχε απομακρυνθεί (χωρίς να ειδωθούν) για πολλά χρόνια, να κάθεται σε μια καρέκλα στην άκρη του κρεβατιού. Την είχε καλέσει ο σύζυγός της, πληρώνοντας όλα τα έξοδα για πέντε ημέρες, τις οποίες η ηλικιωμένη γυναίκα περνάει σε μια καρέκλα αρνούμενη να φύγει από το δωμάτιο έστω και για λίγες ώρες.

"...Κι εκείνος τότε με κοίταξε, με αληθινή καλοσύνη στο πρόσωπό, και τώρα καταλαβαίνω ότι διέκρινε αυτό που δεν διέκρινα εγώ: ότι παρά την πληρότητα της ζωής μου ήμουν μόνη. Η μοναξιά ήταν η πρώτη γεύση που γεύτηκα στη ζωή μου, και ήταν πάντα εκεί, κρυμμένη μέσα στο στόμα μου, στις πτυχώσεις του σαν υπενθύμιση."

Οι δύο γυναίκες, θα βρεθούν αναγκαστικά η μια απέναντι στην άλλη και την αρχική αμηχανία, θα διαδεχθούν συζητήσεις ανώδυνες στην αρχή, ουσιαστικές στη συνέχεια. Τα παιδικά χρόνια της ηρωίδας σε ένα απομονωμένο χωριό του Ιλινόις, την φτώχεια και την κακοποίηση, τις σιωπές και την μοναξιά, ξεδιπλώνονται καθώς ο διάλογος "βαθαίνει" και τις ιστορίες για κοινούς γνωστούς διαδέχονται πιο προσωπικά πράγματα. Χρόνια γεμάτα στερήσεις για την Λούσυ Μπάρτον και τα δύο αδέλφια της που ζούσαν σε ένα γκαράζ χωρίς θέρμανση, που η ηρωίδα είχε απωθήσει στις βαθύτερες αναμνήσεις, καθώς πλέον ζει μια αστική ζωή στη Ν.Υόρκη που δεν θυμίζει σε τίποτα το οικογενειακό της παρελθόν, με το πολύ κρύο και την αφόρητη ζέστη, την πείνα και τις σκηνές έντασης, τους συνεχείς εξευτελισμούς και το ξύλο, που ήταν μια καθημερινότητα. Αυτή η "ταξική διαφορά" δημιούργησε το χάσμα μεταξύ της Λούσι Μπάρτον και της οικογένειάς της, που η ηρωίδα προσπαθεί πλέον να γεφυρώσει, αποζητώντας (όπως παλιά) την αγάπη και την αποδοχή της μητέρας της.

Την ιστορία την αφηγείται η ηρωίδα αρκετά χρόνια αφότου συνέβη. Η παρουσία της μητέρας της στο νοσοκομείο, ωθεί την Λούσυ Μπάρτον, να κάνει μια αποτίμηση της ζωής της. Να ξανασκεφτεί τις επιλογές της, που αρκετές ήταν αποτυχημένες, την σχέση της με έναν καλλιτέχνη στο κολλέγιο όταν σπούδαζε που πήγε στραβά, την φιλία της με τον ομοφυλόφιλο ευγενέστατο γείτονά της, τις σχέσεις της με τον σύζυγό της - τον οποίον μετά από κάποια χρόνια θα χωρίσει, τις κόρες της. Μετά από χρόνια μεταφέρει αυτό τα ταξίδι στο παρελθόν σε μια ιστορία για ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής, για να ακούσει από την (αναγνωρισμένη συγγραφέα) δασκάλα της, ότι ουσιαστικά περιγράφει μια ιστορία αγάπης.

"...Με ενδιαφέρει πώς βρίσκουμε τρόπους να νιώθουμε ανώτεροι από έναν άλλον άνθρωπο, από μια ομάδα ανθρώπων. Συμβαίνει παντού και συνεχώς. Όπως κι αν το ονομάζουμε, νομίζω πώς πρόκειται για το πιο ποταπό κομμάτι αυτού που είμαστε - αυτή η ανάγκη να βρίσκουμε κάποιον να τον μειώνουμε."


Σε αυτό το στοχαστικό και χαμηλόφωνο μυθιστόρημα, η Λούσυ Μπάρτον θα συγχωρέσει και θα κρατήσει τις καλές στιγμές μιας βασανισμένης παιδικής ηλικίας, θα συμφιλιωθεί με τους γονείς της και με τον εαυτό της. Μετά το νοσοκομείο, όταν η ηρωίδα θα στείλει μια κάρτα στη μητέρα της, εκείνη θα της απαντήσει με μια κάρτα που απεικονίζει το εμβληματικό κτίριο Κράισλερ - ένα φωτεινό σημείο ορατό από όλους που θα μάχεται αιώνια τα σκοτάδια της ψυχής.

Πολυεπίπεδο βιβλίο το "Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον", μιλάει για την συγχώρεση και την συμπόνοια, την μοναξιά και την αγάπη, την οικογενειακή βία, την επιβίωση και την δύναμη της θέλησης. Είναι ένα καθαρά "γυναικείο μυθιστόρημα" (υπό την έννοια ότι θα μπορούσε να γραφτεί μόνο από γυναίκα συγγραφέα), που ότι χάνει σε ένταση, το κερδίζει στις περιγραφές των μικρών προσωπικών στιγμών, που η Στράουτ χειρίζεται με μεγάλη ικανότητα στην αφήγηση και με υπαινικτικό ύφος, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς (που δεν θα ήταν περίεργο να υπήρχαν) και στηριζόμενη περισσότερο σε αυτά που δεν αναφέρονται αλλά υπονοούνται. Ωραίο μυθιστόρημα, που παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον από ψυχαναλυτικής πλευράς - το ότι με κράτησε και το σκεφτόμουν μετά, ενώ δεν με αφορούσε καθόλου, το λες και απόδειξη της αξίας του.

"Αυτόν τον καιρό, θυμάμαι κατά διαστήματα πώς έδυε ο ήλιος στα χωράφια γύρω από το μικρό μας σπίτι το φθινόπωρο.
Τη θέα του ορίζοντα, ολόκληρο τον κύκλο, που αν γυρίσεις κι ο ήλιος δύει πίσω σου, ο ουρανός μπροστά γίνεται ροζ και απαλός, μετά πάλι κάπως γαλάζιος, λες και δεν μπορεί να βάλει φρένο στην ομορφιά του, μετά η γη κοντά στον ήλιο που βασιλεύει σκοτεινιάζει, γίνεται σχεδόν μαύρη κόντρα στο πορτοκαλί της γραμμής του ορίζοντα, αλλά αν γυρίσεις πάλι από την άλλη, η γη είναι ακόμα διαθέσιμη στο μάτι, τόσο απαλή, τα λιγοστά δέντρα, τα σιωπηλά χωράφια με τα σπαρτά για τη χλωρή λίπανση ήδη οργωμένα, κι ο ουρανός, κι αυτός για λίγο ακόμα, κι ακόμα λίγο, ώσπου τελικά να σκοτεινιάσει. Θαρρείς πως εκείνες τις στιγμές μπορεί η ψυχή να είναι ήσυχη.
Ό,τι είναι ζωή μου φαίνεται εκπληκτικό."

Βαθμολογία 81 / 100

Υ.Γ. Το βιβλίο της Στράουτ μεταφέρθηκε την σεζόν που μας πέρασε, με μεγάλη κριτική και εμπορική επιτυχία στο θέατρο, με ερμηνεύτρια την (πάντα εξαιρετική) Laura Linney σε σκηνοθεσία Richard Eyre. Περισσότερες λεπτομέρειες εδώ.









 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home