Τετάρτη, Μαΐου 26, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαΐου 26, 2021 | Permalink
E la nave va ("Το Πλοίο των Τρελών")
Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που ταλανίζουν όλους εμάς που διαβάζουμε φανατικά κλασσική λογοτεχνία, είναι το κατά πόσο το βιβλίο που επιλέγουμε, έχει αντέξει στον χρόνο ▪ με μία λέξη, αν «διαβάζεται» σήμερα, σε μια εποχή που μεταβάλλεται διαρκώς και πράγματα που δείχνανε ή φαινόντουσαν «μοντέρνα» πριν δέκα χρόνια, έχουν ήδη λησμονηθεί. Το ερώτημα στριφογύριζε στο μυαλό μου, διατρέχοντας τις σελίδες ενός από τα κλασσικά μυθιστορήματα του παρελθόντος (και τεράστιου best-seller στον καιρό του), που είναι το «ΠΛΟΙΟ ΤΩΝ ΤΡΕΛΩΝ» («Ship of Fools»), της σπουδαίας Αμερικανής διηγηματογράφου Katherine Anne Porter (1890 Τέξας – 1980 Μέριλαντ), που πρωτοκυκλοφόρησε το 1962, παρότι γραφόταν για περίπου είκοσι χρόνια. Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα της πολύ αναγνωρισμένης προπολεμικά συγγραφέως και ένα βιβλίο που δημιούργησε συζητήσεις και θόρυβο αμέσως μόλις εκδόθηκε. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε μόλις την προηγούμενη χρονιά, από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, σε (ωραία) μετάφραση της Έφης Τσιρώνη (σελ. 635).


 
Το ογκώδες magnum opus της Πόρτερ, δεν είναι ένα βιβλίο γραμμένο πριν από 100 ή 200 χρόνια – είναι ένα μυθιστόρημα σχετικά σύγχρονο, είναι όμως κι ένα βιβλίο που δείχνει (και με το παραπάνω) τα χρόνια του, ένα βιβλίο που αποπνέει «κάτι παλαιό» (όχι με την καλή έννοια) και δείχνει την ηλικία του. Το «Πλοίο των τρελών» περιγράφει ένα ταξίδι, και διαδραματίζεται σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο (καλοκαίρι του 1931), σε έναν δεδομένο χώρο (ένα πλοίο). Είναι μια πολυσέλιδη αλληγορική τοιχογραφία, με ρεαλιστική ατμόσφαιρα, ένα βιβλίο πολυπρόσωπο και πολυσύνθετο, εξαιρετικά ενδιαφέρον σε πολλά σημεία, παντελώς αδιάφορο σε άλλα τόσα.
 
Βρισκόμαστε τον Αύγουστο του 1931. Από το Μεξικάνικο λιμάνι Βερακρούζ, το επιβατηγό πλοίο «Βέρα» αποπλέει για το λιμάνι του Μπρέμερχάβεν στη Γερμανία, έχοντας στο πρόγραμμα και κάποιες στάσεις σε λιμάνια της Ευρώπης για να αποβιβάσει επιβάτες. Στο πλοίο επιβιβάζονται άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων, Γερμανοί, Ισπανοί, Αμερικανοί, Ελβετοί ενώ από το λιμάνι της Αβάνας στην Κούβα, που είναι ο δεύτερος επιβατικός σταθμός, μπαίνουν στο πλοίο Κουβανοί φοιτητές ή εκτοπισμένοι για πολιτικούς λόγους.
 
«Το πλήθος εξακολουθούσε να ανεβαίνει εξαντλημένο στο καράβι, όταν ο δόκτωρ Σούμαν έχασε το ενδιαφέρον του και απομακρύνθηκε, οι αξιωματικοί διασκορπίστηκαν και οι λιμενεργάτες που φόρτωναν τόση ώρα με το πάσο τους, άρχισαν να φωνάζουν και να τρέχουν πέρα δώθε. Υπήρχαν ακόμα αποσκευές, παιδιά και ενήλικες που δεν είχαν επιβιβαστεί, και όσοι είχαν, τριγύριζαν μπερδεμένοι εδώ κι εκεί με ύφος ανθρώπου που έχει αφήσει κάτι πολύ σημαντικό στη στεριά, μολονότι δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν. Σε αδέσποτες ομάδες, αμίλητοι, ασύνδετοι, επέστρεφαν στην αποβάθρα και έστεκαν άσκοπα εκεί, χαζεύοντας τους εργάτες να τραβούν τα σκοινιά των φορτωτικών γερανών. Άμορφοι δέματα και μπόγοι, κακοσυσκευασμένοι σομιέδες και στρώματα, φτηνιάρικοι καναπέδες και εστίες μαγειρικής, πιάνα σε φτενά κιβώτια και δερμάτινα μπαούλα πετιόντουσαν στο αμπάρι, μαζί με μια παλέτα πλακιδίου Pueblo και μερικές χιλιάδες ράβδους ασημιού με προορισμό την Αγγλία ▪ έναν τόνο ανεπεξέργαστο κόμμι, μπάλες κλωστικής κάνναβης και ζάχαρη για την Ευρώπη. Το πλοίο δεν ήταν απ’ αυτά τα εξειδικευμένα φορτηγά με τα σπάνια αγαθά, και πολύ λιγότερο ένα κομψό κρουαζιερόπλοιο που κατέβαινε από τη Νέα Υόρκη, φρεσκοβαμμένο απ’ έξω και διακοσμημένο με την τελευταία λέξη της μόδας μέσα, μεταφέροντας πλήθη ευκατάστατων, καλοντυμένων τουριστών με λεφτά στις τσέπες. Όχι, το Βέρα ήταν κάτι μεταξύ φορτηγού και επιβατηγού πλοίου, πολύ σταθερό και με φαρδύ κύτος, που παράδερνε σε διάφορα μακρινά λιμάνι, τον έναν χρόνο μετά τον άλλο, απρόσβλητο, αξιόπιστο και αφτιασίδωτο σαν Γερμανίδα νοικοκυρά.»
 
Το πλοίο και πιο συγκεκριμένα η πρώτη θέση, που εκεί εστιάζεται το ενδιαφέρον της συγγραφέως, αποτελείται από μια σειρά από νευρωτικούς και αρκετούς στα όρια της ψυχοπάθειας χαρακτήρες, κυρίως Γερμανούς που είναι και οι περισσότεροι επιβάτες στη συγκεκριμένη θέση και μοιράζονται το τραπέζι του πλοιάρχου. Οι χαρακτήρες είναι δεκάδες. Ένα ζευγάρι με το μονίμως ζαλισμένο από το κούνημα του πλοίου σκυλάκι του, μια νεαρή γυναίκα που συνοδεύεται από έναν ναζιστή και υπέρβαρο επιχειρηματία, ένας αλκοολικός και ένας φανατικός θρησκόληπτος, μια διαταραγμένη αριστοκρατική γυναίκα που εκδιώκεται από την Κούβα για πολιτικούς λόγους, ελαφρώς νυμφομανής και ναρκομανής, μια Γερμανίδα μεταφέρει το σώμα του νεκρού συζύγου της για να ταφεί στην πατρίδα, ένα ζευγάρι Αμερικανών ζωγράφων (από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου), που η σχέση τους περνάει κρίση, μια κομπανία ρομά Ισπανών «καλλιτεχνών» που ουσιαστικά είναι κλέφτες, με δύο μικρά παιδιά που η συμπεριφορά τους, υπερβαίνει τα όρια της σκανδαλιάς και αγγίζει τα όρια της εγκληματικότητας, ένας γιγαντόσωμος Σουηδός που ερωτεύεται μια από τις χορεύτριες, ένας ετοιμοθάνατος πάμπλουτος γέροντας που τον συνοδεύει ο κληρονόμος του, ένας ανεψιός του που τον απεχθάνεται, ένας Αμερικανός μπουρτζόβλαχος που όλα του φαίνονται παράξενα, ένας εβραίος έμπορος, ένας Γερμανός υψηλόβαθμος υπάλληλος εταιρείας που μεταβαίνει στη χώρα του για να επιστρέψει στο Μεξικό με την εβραία σύζυγό του, μια ομάδα φασαριόζων Κουβανών φοιτητών που μεταβαίνουν για σπουδές στην Ισπανία, μια Αμερικανίδα που πρόσφατα διαλύθηκε ο γάμος της, μια οικογένεια Ελβετών που επιστρέφει στη χώρα της για να αναλάβει ένα ξενοδοχείο και πολλοί άλλοι ακόμα χαρακτήρες που εισέρχονται και εξέρχονται από την «πλοκή» του βιβλίου.
 
Ο πλοίαρχος διοικεί το πλοίο του σαν ένας Φύρερ, άκαμπτος και χωρίς συναισθήματα, αντισημίτης και εθνικιστής, βλέπει τους ξένους με καχυποψία και εχθρότητα, ενώ δεν διστάζει να επιδείξει όλη την αυταρχική συμπεριφορά του, διατάσσοντας τους ναύτες του, να διαλύσουν βίαια μια διαμαρτυρία στο κατάστρωμα που στοιβάζονται οι περισσότεροι επιβάτες, αυτοί της τρίτης θέσης, όπου δεν λείπουν οι πολιτικές εντάσεις, αλλά και οι διαφωνίες για το παραμικρό. Στο προσωπικό του πλοίου, μαζί με ερωτύλους αξιωματικούς, που φλερτάρουν και χορεύουν με τις επιβάτιδες, βρίσκεται και ένας γιατρός (ο δόκτωρ Σούμαν), που πλησιάζει σε ηλικία σύνταξης, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει τις εντάσεις και να χαλιναγωγήσει το πάθος που αισθάνεται για την Κουβανή αριστοκράτισα.


 
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, το μίσος και η βία που είναι έτοιμη να ξεσπάσει κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα, οι Γερμανοί απεχθάνονται τον εβραίο έμπορο, ενώ διώχνουν από το τραπέζι τους τον φινετσάτο και καλοντυμένο συμπατριώτη τους, όταν ενημερώνονται ότι έχει εβραία σύζυγο και απόψεις διαφορετικές από τις δικές τους, ο ανεψιός που θα κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία, απεχθάνεται τον ετοιμοθάνατο θείο του που είναι καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, ο Αμερικανός χωριάτης που βγαίνει πρώτη φορά από την πατρίδα του, μισεί τους μαύρους, και το μόνο που τον νοιάζει είναι τα χρήματα, οι γυναίκες και πως θα πλουτίσει, η γλυκιά και προσηνής πρόσφατα διαζευγμένη κα Τρέντγουελ που η καλοσύνη διαγράφεται στο πρόσωπό της, δεν διστάζει να σαπίσει στο ξύλο, χτυπώντας με το τακούνι της, τον ναζιστή επιχειρηματία που μεθυσμένος χτυπούσε την πόρτα της καμπίνας της.
 
Ένας υπόγειος πόλεμος, διεξάγεται σε όλα τα επίπεδα σε αυτό το πλοίο που χωρίς βιασύνη διασχίζει τον Ατλαντικό, μεταφέροντας αντιπροσωπευτικά δείγματα του ανθρώπινου είδους. Οι δολοπλοκίες δίνουν και παίρνουν, οι Ισπανοί χορευτές της Θαρθουέλα κλέβουν τους πάντες χωρίς αιδώ, τα παιδιά τους, πετάνε το μικρό σκυλί στη θάλασσα και παραμονεύουν να πετάξουν και κάνα μεθυσμένο, οι χορεύτριες εκδίδονται στα ανοιχτά, οι μισοί κοιτάνε περίεργα τους άλλους μισούς. Είναι ένας κόσμος που οδεύει προς την καταστροφή, ένας προάγγελος του χαλασμού που θα έρθει σε λίγα χρόνια.
 
Η Πόρτερ με ωραίο αφηγηματικό ρυθμό, διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, όμως το πλήθος των χαρακτήρων δεν ευνοεί την εξέλιξη της πλοκής, που έτσι κι αλλιώς απουσιάζει. Στην προσπάθειά της να εμπλουτίσει την τοιχογραφία ενός κόσμου που οδεύει στον χαμό του, η συγγραφέας περιγράφει στερεοτυπικά και γκροτέσκα τους χαρακτήρες της. Οι κακοί και μοχθηροί Γερμανοί έμποροι, επιχειρηματίες, μικροαστοί που κάνανε περιουσία στο Μεξικό, είναι σίγουρα οι μελλοντικοί οπαδοί του Χίτλερ που τότε αρχίζει να ανεβαίνει στην «μητέρα πατρίδα», οι φτωχοί και αναξιοπαθούντες του κάτω καταστρώματος είναι αριστεροί, επαναστάτες που είναι έτοιμοι κάθε στιγμή να φέρουν τα πάνω-κάτω στο πλοίο, οι Αμερικανοί είναι μπερδεμένοι και αφελείς που τους ενδιαφέρουν κυρίως τα ερωτικά τους και εκπλήσσονται με το παραμικρό.
 
Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα εξαίσιο «μυθιστόρημα ιδεών» αλλά τίποτα δεν εξελίσσεται καθώς προχωράει η αφήγηση, μένοντας σε μια περιγραφή χαρακτήρων – ευδιάκριτων μεν (και αυτό είναι ένα μεγάλο πλεονέκτημα και αξιοθαύμαστο κατόρθωμα για την συγγραφέα που κατάφερε να μπορεί ο αναγνώστης να ξεχωρίζει τα χαρακτηριστικά του καθενός), αλλά χωρίς ανάπτυξη – και εδώ ακριβώς έρχεται ο παραλογισμός της σύγκρισης που αποπειράθηκαν να κάνουν κάποιοι από τους κριτικούς της εποχής με το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν.
 
Το βιβλίο έχει ωραία ατμόσφαιρα, πολύ και οξύ χιούμορ, μερικές έξοχες σελίδες όπου κάποιοι από τους χαρακτήρες ενδελεχώς ψυχογραφούνται, ενώ είναι εντυπωσιακό ως κατασκευή και με ωραία δομή. Όμως, το «Πλοίο των Τρελών», είναι ένα βιβλίο που μάλλον δεν θα πει τίποτα στον σημερινό αναγνώστη – αναρωτιέμαι δε αν θα ολοκληρώσει κιόλας την ανάγνωσή του.
 
Είναι ένα βιβλίο, πολύ ενδιαφέρον με το πλήθος των χαρακτήρων και την προφανή αλληγορία του, είναι όμως ιδιαίτερα φλύαρο και ατέρμονο, επαναλαμβανόμενο και με πλήρη απουσία (μετά από κάποιο διάστημα) πλοκής, που θα λειτουργούσε άψογα σε μια νουβέλα 200 σελίδων και όχι σε ένα πυκνογραμμένο μυθιστόρημα της τριπλάσιας έκτασης. Η εξαιρετική διηγηματογράφος Porter, έπεσε άραγε στην παγίδα της πολυετούς απασχόλησής της με αυτό, αφού το έγραφε επί είκοσι (!) χρόνια; Ή είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα μια λογοτεχνίας που δεν μπορεί να διαβαστεί πια;
 
Υ.Γ. «Το Πλοίο των Τρελών» σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1965 από τον σπουδαίο σκηνοθέτη Stanley Kramer, αποσπώντας Όσκαρ και πολλά άλλα βραβεία, και πρωταγωνιστές μια πλειάδα εξαίρετων ηθοποιών,  Βίβιαν Λι (στον τελευταίο της ρόλο),  Σιμόν Σινιορέ (Όσκαρ και Bafta ερμηνείας), Λι Μάρβιν, Χ. Φερέρ, Όσκαρ Βέρνερ (Όσκαρ και Bafta ερμηνείας) και άλλους.
 

Βαθμολογία 75 / 100



 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home