Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2021
posted by Librofilo at Τετάρτη, Ιουνίου 16, 2021 | Permalink
POP. 1280
Ένα από τα δικά μου (αναμφίβολα) κορυφαία βιβλία της χρονιάς, θα είναι στο τέλος της, το εκπληκτικό νουάρ γουέστερν του Αμερικανού συγγραφέα και σεναριογράφου, Jim Thompson (Οκλαχόμα, 1906 – Χόλιγουντ, Λος Άντζελες 1977), με τίτλο «POP. 1280». Ένα μυθιστόρημα, που (ευτυχώς) επανεκδόθηκε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Οξύ, σε μετάφραση της Κίκας Κραμβουσάνου (σελ. 278), και που, είχε εκδοθεί (και επανεκδοθεί) από τις εκδόσεις Γνώση, πρώτα το 1986 ως «Πληθυσμός 1280» και 27 χρόνια αργότερα ως «Χίλιες διακόσιες ογδόντα μαύρες ψυχές», περνώντας και τις δύο φορές ελαφρώς απαρατήρητο.


 
Κλασσικό δείγμα pulp λογοτεχνίας, αυτής που δύσκολα την παίρνουν στα σοβαρά, οι κριτικοί, σε όλα τα μέρη του κόσμου, το POP. 1280, είναι ένα απολαυστικό βιβλίο, από την πρώτη μέχρι την τελευταία του σελίδα, με μια ιστορία με αρχή, μέση και (ιδιαίτερα ανοιχτό) τέλος, με έναν λογοτεχνικό ήρωα, αφοπλιστικό μέσα στην απόλυτη κτηνωδία του και την γκροτέσκα περιγραφή ενός κόσμου που δεν υπάρχει καλός και κακός, έξυπνος και βλάκας, όλοι είναι όλα, όλοι τα περικλείουν όλα.
 
Στην μικρή πόλη Πότσβιλ των 1280 κατοίκων, σερίφης (όπως και όλης της κομητείας Ποτς) είναι ο Νικ Κόρεϊ. Ο Κόρεϊ θεωρείται απ’ όλους ο υπέρτατος βλαξ. Δεν κάνει τίποτα, περιφέρεται ασκόπως όταν δεν κοιμάται στο γραφείο ή στο σπίτι του, τρελαίνεται με τον ποδόγυρο και το μόνο του άγχος είναι να επανεκλεγεί Σερίφης στις επερχόμενες εκλογές, διότι αυτό μόνο ξέρει να κάνει στη ζωή του. Δηλαδή, τίποτα.
 
Το να είσαι Σερίφης της 47ης μεγαλύτερης κομητείας της Πολιτείας (χαμένης κάπου στα βάθη της Άγριας Δύσης), στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (που διαδραματίζεται η ιστορία), δεν προϋποθέτει ιδιαίτερες ικανότητες, απλά να «πηγαίνει με το ρεύμα» και να διατηρεί τις ισορροπίες, όπως και να θεωρούν όλοι ότι «είναι ο δικός τους άνθρωπος». Και ο Κόρεϊ, το παίζει πολύ καλά αυτό το παιχνίδι, γιατί στην πραγματικότητα είναι ο απόλυτα χειριστικός τύπος, πανούργος και παμπόνηρος, σατανικός και υπολογιστής, ικανός για το πιο ψυχρό έγκλημα αλλά ταυτόχρονα και για την μεγαλύτερη ηλιθιότητα. Ένας τύπος, που δεν μπορεί να αντισταθεί στην γυναικεία γοητεία, αλλά τον «έχει τυλίξει» μια πραγματική μέγαιρα, που είναι η σύζυγός του Μίρα, που εκμεταλλεύτηκε ένα μεθύσι του για να τον υποχρεώσει να την παντρευτεί, ενώ μαζί τους μένει ο πανηλίθιος και ματάκιας, αδελφός της Λένι, που ίσως δεν είναι και τόσο αδελφός της στην τελική.
 
«…Αυτό που αγαπούσα ήταν ο εαυτός μου και ήμουν διατεθειμένος να κάνω ό,τι ήταν απαραίτητο για να συνεχίσω να λέω ψέματα, να εξαπατώ, να μπεκροπίνω, να ξενοπηδάω και να πηγαίνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία με τους υπόλοιπους αξιοσέβαστους πολίτες.
«Και θα σου πω και κάτι ακόμα, μπαρμπα-Τζον», του είπα, «κάτι πολύ πιο λογικό απ’ όλα τα σκατά σε όλες τις αναθεματισμένες γραφές που έχω διαβάσει. Καλύτερα την έχει ο τυφλός, μπαρμπα-Τζον. Πολύ καλύτερος ο τυφλός που κατουράει απ’ το παράθυρο παρά ο χωρατατζής που τον οδήγησε ως εκεί. Και ξέρεις ποιος είναι ο χωρατατζής, μπαρμπα-Τζον; Ε, το λοιπόν, ο κόσμος όλος σχεδόν! Κάθε μαλάκας που κάνει τον κινέζο όταν τα σκατώνει ▪ κάθε ρουφιάνος που στον πούτσο του όλα, αυτό το χαβά του αραχτός με τον ένα αντίχειρα στον κώλο και τον άλλον του στο στόμα, να ελπίζει πως τίποτα κακό δεν θα συμβεί σ’ αυτόν ▪ κάθε πουτανόβιος που φαντάζεται ότι χύνει λεμονάδα ▪ κάθε μαμούχαλος που πιστεύει ότι είναι πλασμένος κατ’ εικόνα του Θεού, που αλίμονο μην πέσω πάνω σε τέτοια μούτρα καμιά νύχτα σκοτεινή. Μέχρι κι εσύ, ιδίως εσύ, μπαρμπα-Τζον, που είσαι από κείνους που περιφέρονται μες στα σκατά και αναπνέουν μ’ ανοιχτό το στόμα και σοκάρονται όταν κάποιος τους πετάξει μέσα σε μια κουράδα. Βέβαια δε φταις εσύ που είσαι αυτός που είσαι, ένας μαύρος φουκαράς. (…) Ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορείς να γίνεις φίλος με λευκούς. Με κανέναν απ’ αυτούς, ρε! Όφειλες, ρε, να το ξέρεις πια, να ξέρεις ότι δεν έχεις φίλους κι ούτε θα βρεις γιατί είσαι σκάρτος μπαρμπα-Τζον. Ένα ξερατό που πηγαίνει γυρεύοντας να τη φάει στον κώλο, και ποιος θέλει τέτοιους φίλους, μπαρμπα-Τζον;»
Και άδειασα και τις δυο κάννες της καραμπίνας πάνω του.
Σχεδόν τον έκοψα στα δύο, π’ ανάθεμά τον.»
 
Ο Κόρεϊ διατηρεί ερωτική σχέση με την Ρόζ, την καλύτερη φίλη της Μίρα, που ο άντρας της, την χτυπάει και την κακομεταχειρίζεται. Στην πραγματικότητα όμως εκείνη που συνεχίζει να τον συγκινεί περισσότερο, είναι η πρώην αρραβωνιαστικιά του, η Έιμι, που την παράτησε στα κρύα του λουτρού για να συρθεί στην εκκλησία από την Μίρα. Την Έιμι θέλει πραγματικά και θα φέρει τον κόσμο ανάποδα για να την αποκτήσει. Ο Κόρεϊ αφήνει τους άλλους να νομίζουν ότι μπορούν να τον κάνουν ότι θέλουν. Και τους αφήνει με αυτή την ψευδαίσθηση, για πολύ καιρό, σε σημείο να του λένε στα ίσια τι πιστεύουν γι’ αυτόν. Εκείνος όμως «χτίζει» σιγά, σιγά το σχέδιό του, όχι μόνο για επανεκλογή (με ένα τρικ σπίλωσης της φήμης του συνυποψήφιού του, απλό αλλά και τόσο αληθινό ταυτόχρονα), αλλά και για την απαλλαγή του από όλους εκείνους που τον θεωρούν του χεριού τους. Με δολοπλοκίες και «βυζαντινισμούς» θα καταφέρει να εκτελέσει το πολύπλοκο σχέδιό του, που (βέβαια) κανείς δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι θα μπορούσε να σκεφτεί ένας ηλίθιος σαν κι αυτόν.
 
Διατρέχοντας τις σελίδες αυτού του τόσο σαγηνευτικού βιβλίου, διαρκώς αναρωτιέσαι ποιος είναι ο πιο ηλίθιος ή ο πιο μοχθηρός, από τους χαρακτήρες της ιστορίας. Ο Τόμσον περιγράφει με πολύ έντονα χρώματα, μια κοινωνία όπου το Κακό κυριαρχεί, η δολοπλοκία είναι μέρος της καθημερινότητας, όπου η υποκρισία βασιλεύει, και οι ανθρώπινες σχέσεις βρίσκονται σε αποσύνθεση. Ο συγγραφέας φέρνει στην επιφάνεια τα βαθύτερα και πιο κτηνώδη ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, και επιλέγει την αλληγορία, μέσω μια ιστορίας θεωρητικά τραβηγμένης, για να τονίσει την τοξικότητα του περιβάλλοντος μιας μικρής πόλης, όπου ο ένας παρακολουθεί τον άλλον και εύχεται να «πεθάνει η κατσίκα του γείτονα», θίγοντας καταστάσεις που ενοχλούν τις «ευαίσθητες ψυχές», με έναν ρεαλισμό που είναι τόσο ζωντανός που αγγίζει το παράλογο.
 

«Όλα τα ανυπεράσπιστα κοριτσάκια που κλαίνε όταν οι μπαμπάδες τους φιδοσέρνονται στα κρεβατάκια τους και στα βρακάκια τους. Όλοι οι άντρακλες που ξυλοφορτώνουν τις γυναίκες τους που ουρλιάζουν ικετεύοντας τους να σταματήσουν. Όλα τα παιδάκια που βρέχουν το κρεβάτι τους από φόβο και αγωνία και οι μανάδες τους που τα τιμωρούν με κόκκινο πιπέρι. Όλα τα τσακισμένα πρόσωπα, κατάχλωμα και ρουφηγμένα, φαγωμένα από τα παράσιτα, ρημαγμένα από το σκορβούτο. Όλος ο υποσιτισμός, η υποτέλεια, οι υποχρεώσεις, τα χρέη. Όλη η αγωνία του πώς να φάμε, πώς να κοιμηθούμε, πώς να ντύσουμε τον παγωμένο φτωχό μας κώλο. Το είδος της αγωνίας που όταν το κάνεις σε πλήρη απασχόληση, όταν αγωνιάς διαρκώς και μόνο για το πώς θα συνεχίσεις να ζεις, τότε είναι προτιμότερο να πεθάνεις. Γιατί αυτό είναι το κενό της σκέψης, η διαδικασία της σκέψης έχει ακυρωθεί, είσαι ήδη νεκρός, το μόνο που κάνεις είναι να σκορπίζεις γύρω σου μπόχα και τρόμο, κλάμα και οδυρμό, το βάσανο, το λιμό, την ντροπή της νέκρας σου. Του κενού σου.»
 
Το εκπληκτικό μυθιστόρημα του Τόμσον, κινείται μεταξύ μαύρου χιούμορ, θεότρελης κωμωδίας και ιδιαίτερα βίαιης αφήγησης. Στην ίδια σελίδα, ο αναγνώστης μπορεί να πεθάνει από το γέλιο και λίγες σειρές αργότερα, να μείνει με το στόμα ανοιχτό από την υπέρμετρη και ανεξέλεγκτη βία. Όπως γράφει κι ένας ξένος κριτικός, η ιστορία μοιάζει με ένα παιχνίδι πόκερ, όπου ο αναγνώστης καλείται να μαντέψει τι φύλλο κρύβεται και ποια μπορεί να είναι η επόμενη κίνηση. Είναι ένα βιβλίο όπου πίσω από την καλοσύνη κρύβεται η κακία, πίσω από την μαλθακότητα η βία, και πίσω από την δύναμη η αδυναμία. Δηλαδή για να μη πλατειάζω, η ανθρώπινη φύση.
 
Το «POP. 1280», είναι ένα σπουδαίο νουάρ μυθιστόρημα που υπερβαίνει τα ψευδή όρια της κατηγοριοποίησης σε «pulp». Ιδιαίτερα δυναμικό και ζωντανό, κυνικό και ευφάνταστο, βίαιο και με "ασεβές" και αναρχικό χιούμορ, με χαρακτήρες που μπορεί να θυμίζουν comic strips αλλά δεν είναι "χάρτινοι" και μια αφοπλιστική πλοκή που σε παρασύρει, είναι ένα συναρπαστικό και χορταστικό βιβλίο που δεν μπορείς παρά να το λατρέψεις από τις πρώτες του σελίδες – φτάνει να έχεις «ανοιχτό μυαλό». Σημαντική στην απόλαυση του βιβλίου, η εξαιρετική δουλειά της μεταφράστριας Κίκας Κραμβουσάνου, που απέδωσε με δυναμισμό και φαντασία το κείμενο.
 
Ο Τζιμ Τόμσον μπορεί να έχει γίνει γνωστός από την πορεία του ως σεναριογράφος, αλλά να μη λησμονούμε, ότι τα σενάρια βασίστηκαν σε βιβλία που έχει γράψει, τα οποία μπορεί να ήταν πάρα πολλά, αλλά μερικά είναι εξαιρετικά – θεωρώ ότι ως συγγραφέας δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τους μεγάλους του νουάρ όπως ο Dashiell Hammett ή ο Raymond Chandler, ενώ η περίπτωσή του συγγενεύει με αυτήν του Donald Westlake (άλλου ενός υποτιμημένου μεγάλου στυλίστα). Βιβλία όπως «Οι Κλέφτες», «Getaway», «Ο δολοφόνοςμέσα μου» ή το μοναδικό «Όταν πέσει το σκοτάδι», που μεταφέρθηκαν με τεράστια επιτυχία στον κινηματογράφο, ή το σενάριο του «The Killing» του Κιούμπρικ, αποτελούν εκπληκτικά δείγματα του είδους.
 
Το «POP. 1280» γνώρισε μια πρωτότυπη και ιδιαίτερα χαλαρή μεταφορά του στην μεγάλη οθόνη, από τον εξαιρετικό (και πρόσφατα θανόντα) Γάλλο σκηνοθέτη Μπερτράν Ταβερνιέ, το 1981 με τον τίτλο «Ξεκαθάρισμα» («Coup de Torchon»). Η συμπαθητική ταινία του Ταβερνιέ διατηρεί τα βασικά στοιχεία του μυθιστορήματος, μεταφέρει όμως τη δράση στην Αφρική και επικεντρώνεται περισσότερο στις βίαιες και ψυχολογικές καταστάσεις και όχι στο ανατρεπτικό χιούμορ του βιβλίου. Η επιτυχία (κυρίως από στόμα σε στόμα) του βιβλίου που το έχει μετατρέψει σε cult, αντικατοπτρίζεται και στο ότι το Αμερικανικό συγκρότημα POP. 1280 έχει πάρει το όνομα του από τον τίτλο του βιβλίου.
 
Βαθμολογία 87 / 100



 
 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home