Αμετάφραστη
μέχρι τώρα στην Ελλάδα, η νουβέλα «ΚΥΜΑΤΑ» («Wellen»),
του Γερμανού συγγραφέα Eduard Von Keyserling (Κουρλάνδη, 1855 –
Μόναχο, 1911), εκδόθηκε από δύο διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους τα τελευταία
χρόνια, σε μια ακόμα εντυπωσιακή «ταύτιση συμφερόντων» που δεν ωφελούν κανέναν.
Τέλος πάντων, οι δύο εκδόσεις της εξαιρετικής και χαρακτηριστικής για το ύφος
του άγνωστού μας (αλλά πολυγραφότατου) κλασσικού συγγραφέα, ήταν χρονολογικά,
πρώτα από τις εκδόσεις Εξάντας, σε μετάφραση του Αλέξ.
Κυπριώτη (σελ. 242) , και
η δεύτερη από τις νέες (και πολύ ελπιδοφόρες) εκδόσεις Loggia
(την οποία και διάβασα και το κείμενο στηρίχτηκε σε αυτήν), σε (ωραία) μετάφραση (και
επίμετρο) της Αναστ. Χατζηγιαννίδη (σελ.213).
Ο
φον Κάιζερλινγκ ήταν ένας αριστοκράτης της εποχής. Καταγόταν από αυτές τις παλιές
Γερμανικές οικογένειες γαιοκτημόνων, που κατοικούσαν στις εσχατιές των ευμετάβλητων
συνόρων της Ανατολικής Πρωσίας. Σήμερα η περιοχή, που γεννήθηκε ο συγγραφέας,
ανήκει στη Λετονία, ενώ ο ίδιος την είχε εγκαταλείψει οριστικά στο τέλος του 19ου
αιώνα για να ζήσει στο Μόναχο, με τις αδελφές του. Τα «Κύματα» εκδόθηκαν το
1911, όταν ο φον
Κάιζερλινγκ,ήταν πλέον τελείως τυφλός – τα κείμενά του τα
υπαγόρευε από τις αρχές του αιώνα στις αδελφές του και αυτή η περίοδος
θεωρείται η καλύτερη στο έργο του.
Σε
ένα ψαροχώρι της Βαλτικής, που αποτελεί και παραθεριστικό θέρετρο, εκτυλίσσεται
η ιστορία που περιγράφει ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Η σύζυγος του στρατηγού
Φον Πάλικο είχε νοικιάσει μια βίλλα για το καλοκαίρι για να συγκεντρώσει όλη
την οικογένειά της και κυρίως την κόρη της, την βαρόνη Φον Μπούτλαιρ μαζί με τα
παιδιά της, δύο 18χρονα κορίτσια και ένα μικρότερο αγόρι. Μάλιστα η μια κόρη, η
Λόλο είχε μόλις αρραβωνιαστεί με έναν Ουσάρο ανθυπολοχαγό, ο οποίος θα πήγαινε
κι εκείνος εκεί, ενώ αναμενόταν κι ο βαρόνος Φον Μπούτλαιρ.
Η
αριστοκρατική όμως οικογένεια, δεν πρόκειται να περάσει ανέμελα τις προγραμματισμένες
διακοπές της στη θάλασσα. Ο λόγος είναι ότι στο ίδιο μέρος, βρίσκεται η (πρώην)
κόμησσα Ντοραλίς Κένε-Γιάσκι που έχει εγκαταλείψει τον ηλικιωμένο σύζυγό της για
τα μάτια του ζωγράφου Χανς Γκριλ. Το ερωτευμένο ζευγάρι, που μόλις έχει
παντρευτεί, έχει νοικιάσει ένα μικρό σπίτι και ο ζωγράφος περνάει τις ώρες του
στην παραλία ασχολούμενος με την τέχνη του, και κάθε απόβραδο, βολτάρει στην
παραλία με την εντυπωσιακά όμορφη Ντοραλίς σκανδαλίζοντας τους κατοίκους της βίλλας.
Στο ίδιο μέρος, παραθερίζει και ο ιδιόρρυθμος συνταξιούχος μυστικοσύμβουλος
Κνοσπέλιους, ένας μικρόσωμος καμπούρης άνδρας, που είναι συνεχώς παρών, αναζητώντας
συνομιλητές, λες και δεν αποσύρεται να ξεκουραστεί ποτέ, σχολιάζοντας και
γνωρίζοντας πρόσωπα και πράγματα.
«Νεύρα.
Ένας αρραβώνας είναι πάντα κάτι βίαιο. Ένα κορίτσι μεγαλωμένο με αυστηρές
αρχές, που δεν του επιτρέπεται ούτε ένα μυθιστόρημα να διαβάσει, μια ωραία
πρωία παραδίδεται σε έναν ανθυπολοχαγό. Μάθε την αγάπη, λένε. Ναι, όμως αυτό
στην ψυχή μιας τέτοιας μικρής εσώκλειστης κολομπίνας ενίοτε μπορεί να
προκαλέσει περίεργες επιπλοκές.»
Η
μακριά και ελκυστική παραλία είναι το σημείο συνάντησης για τους ανθρώπους της πόλης.
Η θάλασσα τους ελκύει, τους γοητεύει, τους τρομάζει, τους απωθεί. Η θάλασσα
είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, παίρνει μαζί της τους ψαράδες
που βγαίνουν στ’ ανοιχτά αψηφώντας την κακοκαιρία που έρχεται, δίνει τροφή στις
φτωχές οικογένειες που μένουν μόνιμα στο ψαροχώρι, ηρεμεί τα νεύρα και τις εντάσεις
στους κολυμβητές που δεν διστάζουν να δοκιμάσουν τα κρύα νερά της, ενώ είναι
και τόπος χαράς και παιχνιδιού για τα νεότερα μέλη της οικογένειας του
στρατηγού.
Η
πολυπληθής αριστοκρατική οικογένεια, από τη μια, έχει αναστατωθεί με την εικόνα
του ζευγαριού, από την άλλη, οι «καλοί τους τρόποι» τους υποχρεώνουν να
ανταλλάσσουν μαζί τους μερικές κουβέντες, ενώ οι δύο ερωτευμένοι, φανερά
αμήχανοι μπροστά σε όλη αυτή την κοσμοσυρροή προσπαθούν να κινούνται διακριτικά
αν και η όλη ιστορία με την εγκατάλειψη του κόμη από την Ντοραλίς βαραίνει
επάνω τους και τους υποχρεώνει να έχουν ένα απολογητικό ύφος στις κουβέντες τους.
Αναμφίβολα
όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από την πανέμορφη Ντοραλίς, την πέτρα του
σκανδάλου. Οι άνδρες την ερωτεύονται, οι νεαρές κοπέλες δεν μπορούν να πάρουν
τα μάτια από πάνω της σαν να βλέπουν μια σειρήνα. Όλοι την κατασκοπεύουν,
προσέχουν κάθε κίνησή της, κάθε βλέμμα, ακούν με προσοχή όχι μόνο τα λόγια της,
αλλά και ότι τους μεταφέρει ο πανταχού παρών Κνοσπέλιους. Η Ντοραλίς όμως υποφέρει
από την μοναξιά, κουβαλάει τις ενοχές της πράξης της, το βάρος της ομορφιάς της,
την αδυναμία κατανόησης των ενεργειών του Χανς, που αδυνατώντας να «πιάσει», να
«κατανοήσει» την θάλασσα, που πάντα ατίθαση αντιστέκεται στην απεικόνισή της,
είναι μόνιμα εκνευρισμένος και τελείως έξω από τα νερά του. Προσπαθεί να έρθει «πιο
κοντά της» βγαίνοντας τις νύχτες με τους ψαράδες και τις βάρκες τους, ενώ οι
υπόλοιποι κάτοικοι «υπνωτισμένοι» από την ομορφιά της Ντοραλίς, προσπαθούν ο
καθένας με τον δικό του τρόπο να προσεγγίσουν την εκθαμβωτική ομορφιά της.
«Διαυγές
και πράσινο. Διαυγές είναι κι ένα κομμάτι γυαλί, πράσινο μπορεί να είναι κι ένα
κομμάτι ύφασμα. Όχι, δεν έχει γίνει ακόμη θάλασσα. Η θάλασσα πρέπει να
σκιτσαριστεί, βλέπεις, μόνο η γραμμή έχει κίνηση και ζωή. Μπορώ να ζωγραφίσω το
γαλάζιο σου φόρεμα, τίποτα πιο εύκολο, όμως να το ζωγραφίσω έτσι ώστε να
βλέπουν όλοι ότι μέσα του, κάτω από το γαλάζιο, βρίσκεσαι εσύ, αυτό είναι
τέχνη. Το ίδιο και μέσα στη θάλασσα, κάτω από το διαυγές και το πράσινο υπάρχει
κάτι που ζει και κινείται, και αυτό ακριβώς είναι η θάλασσα.»
Ακόμα
κι ο τίτλος του βιβλίου «Κύματα», που παραπέμπει στην θάλασσα και την κίνηση των
νερών, σύμβολο της ζωής που έρχεται και φεύγει, δείχνει εμφαντικά ότι ο
πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η θάλασσα της Βαλτικής. Η παραλία είναι μια
σκηνή, ένας ζωντανός πίνακας, όπου οι χαρακτήρες περπατάνε και συνομιλούν,
εμφανίζονται και εξαφανίζονται, αλλά η θάλασσα παραμένει εκεί, να τους δεχτεί
στην αγκαλιά της ή να τους πάρει μαζί της, λειτουργώντας καταλυτικά στην
εξέλιξη των γεγονότων.
Χαμηλότονο
και χωρίς εντάσεις και δράση, αλλά ιδιαίτερα ζωντανό και καίριο, παρά την
ηλικία του, το μικρό μυθιστόρημα του Κάιζερλινγκ, είναι ένα βιβλίο – πίνακας,
ένα ιμπρεσιονιστικό έργο που εστιάζει στα συναισθήματα και στις λεπτές
εντάσεις, στον εσωτερικό κόσμο των ηρώων του. Οι περιγραφές είναι εκπληκτικές
αλλά εκείνο που αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη είναι οι συζητήσεις για τις ανθρώπινες
και κοινωνικές σχέσεις, για την ψυχολογία των χαρακτήρων, την βαθιά κι ενδελεχή
προσέγγιση στα θέματα της μοναξιάς, του έρωτα, των ενοχών, την αναζήτηση της ηρεμίας
και της ευτυχίας. Οι διάλογοι είναι αφοπλιστικοί, ο τρόπος γραφής εκλεπτυσμένος
και γεμάτος με ειρωνεία και χιούμορ, ενώ το γενικότερο ύφος θυμίζει τον μεγάλο
Γερμανό συγγραφέα της εποχής, τον Theodore Fontane.
Τα
«Κύματα» με τα χρόνια, έγιναν το δημοφιλέστερο βιβλίο του Φον Κάιζερλινγκ. Ο
Τόμας Μαν και ο Ράινερ Μαρία Ρίλκε ήταν φανατικοί θαυμαστές του. Ο συγγραφέας (όπως
αναφέρει στο εξαιρετικό της επίμετρο η μεταφράστρια) λησμονήθηκε εντελώς μέχρι
την δεκαετία του ’90 όταν «ανακαλύφθηκε ξανά» δημιουργώντας αίσθηση,
χαρακτηριζόμενος πλέον ως «πεζογράφος του ιμπρεσιονισμού». Όπως αναφέρει και ο Herman Hesse ο Κάιζερλινγκ , «έχει
την ικανότητα να περιγράφει ένα απόγευμα καλοκαιριού με τέτοιον τρόπο, ώστε
μέσα στη λάβρα του και μέσα στο μούχρωμα έχει κανείς την αίσθηση μιας ολόκληρης
ζωής»
Βαθμολογία
85 / 100
Δημοσίευση σχολίου