"Είναι ένα ασήμαντο γεγονός που δεν θα περάσει στην ιστορία" ("Άδεια σπίτια" της Brenda Navarro)
Μια
γυναίκα γεννάει ένα αγόρι χωρίς να το θέλει πραγματικά. Μετά από λίγα χρόνια,
το χάνει στο πάρκο. Θα το κλέψει μια άλλη γυναίκα, που ήθελε απεγνωσμένα να
αποκτήσει ένα παιδί και δεν μπορούσε. Μέσα από τις αφηγήσεις / τις φωνές αυτών
των δύο γυναικών, διαβάζουμε ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, το «ΑΔΕΙΑ ΣΠΙΤΙΑ» («Casas vacias»), της Μεξικανής ακτιβίστριας
συγγραφέως, Brenda Navarro (1982, Πόλη του
Μεξικού), που μάλιστα ήταν και το πρωτόλειο της. Το γεμάτο δυναμισμό αυτό βιβλίο,
που κυκλοφόρησε πρώτα σε ελεύθερη ηλεκτρονική μορφή για να εκδοθεί αργότερα σε
έντυπη μορφή – η δε αγγλική του έκδοση, απέσπασε βραβείο μετάφρασης το 2019 -,
ευτυχώς εκδόθηκε στην Ελλάδα, σε μια (ως συνήθως) καλαίσθητη έκδοση, από τις εκδόσεις
Carnivora, σε μετάφραση Ασπ. Καμπύλη (σελ.165).
«Φαντάζεσαι τα
πάντα, εκτός απ’ το ότι μια μέρα θα ξυπνήσεις με το βάρος ενός αγνοούμενου να
σε πλακώνει. Τι είναι ένας αγνοούμενος; Είναι ένα φάντασμα που σε καταδιώκει
σαν να ήταν μέρος μιας σχιζοφρενικής παραίσθησης.» Μια
γυναίκα της ανώτερης αστικής τάξης, χάνει τον τρίχρονο γιο της, τον Ντανιέλ,
μια μέρα στο πάρκο. Μερικά λεπτά αφηρημάδας, κοιτώντας το κινητό, προσπαθώντας
να δει αν έχει μήνυμα από τον εραστή της, και ο μικρός εξαφανίζεται. Σαν να τον
κατάπιε η γη, κανείς δεν είδε τίποτα. Η γυναίκα διαλύεται ψυχολογικά. Ούτε η
γυναίκα, ούτε ο σύζυγός της, ο Φραν, ήθελαν πραγματικά να γίνουν γονείς, ο δε
Φραν πρόσεχε πάντα κατά τη διάρκεια της εκσπερμάτωσης, μέχρι την μοιραία
στιγμή. Η σχέση με τον Φραν τελματωμένη, η σχέση της με τον εραστή της, τον
Βλαντιμίρ ήταν στα τελειώματα. Και οι δύο δείχνουν με τον τρόπο τους, ότι την
θεωρούν υπεύθυνη για την εξαφάνιση του μικρού. Στο σπίτι τους φιλοξενούν, την
ανεψιά του Φραν, την έφηβη Ναγκόρε από την Ισπανία, που ο πατέρας της σκότωσε
την μητέρα της σε μια έκρηξη βίας. Η Ναγκόρε, σιωπηλή παρατηρεί την απόγνωση της
γυναίκας, την αργή και σταδιακή κάθοδό της προς την κόλαση. Μια
άλλη γυναίκα, της εργατικής τάξης, που ζει στην περιφέρεια της πόλης, με τον
εραστή της, τον Ραφαέλ, που την χτυπάει, εξαφανίζεται για μέρες, επιστρέφει -
πάντα την κλέβει, προσπαθεί να κάνει παιδί για χρόνια, χωρίς επιτυχία. Έχει
αρχίσει να γίνεται γνωστή στην καλή κοινωνία της πόλης για τα παγωτά και τις τούρτες
που φτιάχνει σπίτι της και την καλούν στα πάρτι των παιδιών τους. Εκεί προσέχει
ένα αγοράκι σαν αγγελούδι, που το ξαναβλέπει τυχαία σε μια βόλτα της στο κέντρο
της πόλης σε ένα πάρκο. Θα το αρπάξει, χωρίς να σκεφτεί και θα τραπεί σε φυγή.
Θα το ονομάσει Λεονέλ. «Τι είναι ένα σπιτικό
και από τι φτιάχνεται; Πότε αρχίζουμε να είμαστε γονείς και παιδιά; Όταν η
Ναγκόρε ξεκούραζε το κεφάλι της στο κορμί μου και αγκάλιαζε την κοιλιά μου, που
της απαντούσε με χτυπηματάκια, λες και ήταν μια πόρτα που ήθελε ν’ ανοίξει;
Όταν ο Ντανιέλ βγήκε απ’ το κορμί μου τόσο απρόθυμα, ώστε αναγκάστηκαν να του
δώσουν οξυγόνο κι εγώ δεν μπόρεσα να τον κρατήσω στα χέρια μου παρά μόνο μια
βδομάδα μετά; Που ξεκινάει ένα σπιτικό και από τι φτιάχνεται;» Ο
Ντανιέλ / Λεονέλ όμως με τα μεγάλα γαλάζια του μάτια και τις μπούκλες στα
μαλλιά, είναι αυτιστικός, δεν μιλάει και κλαίει πολύ. Η μια γυναίκα δεν ήθελε
να γίνει μητέρα και τον χάνει, η άλλη γυναίκα, δεν έβλεπε την ώρα να έχει ένα
παιδί και αίφνης βρίσκεται με ένα που δεν μπορεί να κουμαντάρει και άθελά του,
γίνεται η αφορμή να εξαφανιστεί τελείως ο εραστής της. Το παιδί γίνεται το όχημα,
αλλά και το θύμα, για να ξετυλιχθεί το δράμα δύο γυναικών που οι καταστάσεις
που προκύπτουν είναι πολύ διαφορετικές από τα σχέδια που είχαν. Η
αφήγηση των δύο γυναικών εναλλάσσεται στο βιβλίο της Navarro.
Δεν ακολουθείται γραμμική φορά, ενώ του κάθε κεφαλαίου προηγείται ένα ποίημα της
Πολωνής ποιήτριας Wislawa Szymborska. Ο μονόλογος των δυο γυναικών κυριαρχεί
στον πρωτοπρόσωπο αφηγηματικό ρυθμό αυτής της λιτής και ιδιαίτερα περιεκτικής
ιστορίας που ξαφνιάζει με τη δύναμη της – δύναμη γροθιάς στο στομάχι που
δέχεται ο αναγνώστης, σχεδόν σε κάθε σελίδα, σε κάθε στροφή της πλοκής.
«Κι αν γύρισε, αλλά
εγώ είχα φύγει απ’ τη θέση μου και δεν μπόρεσε να με βρει; Όχι, όχι, δε γύρισε,
γιατί ποτέ δεν έφυγε. Πας στο δωμάτιο, όπου πρέπει να βρίσκεται, και χαϊδεύεις
το στρώμα ∙ όπου να’ ναι γυρνάει, αλλά δεν έρχεται, τότε κλείνεις τα μάτια και
δεν έχει σημασία αν περνάνε δυο λεπτά ή τριάντα, όταν τ’ ανοίγεις, αποδίδεις τα
πάντα σε έναν εφιάλτη, τίποτα παραπάνω. Αλλά δεν είναι εκεί, δεν είναι. «Είμαι»,
το ρήμα που μας κάνει ανθρώπους. Ο εφιάλτης είναι αιώνιος.» Αυτή
η ιστορία των δύο γυναικών που υποφέρουν, είναι η βάση του βιβλίου. Γυναίκες
που κακοποιούνται, άνθρωποι κάθε ηλικίας που εξαφανίζονται. Δεν είναι τυχαίο
ότι η Navarro, χρησιμοποιεί στο κέντρο της αφήγησης, ένα
παιδί που δεν μιλάει. Οι εξαφανισμένοι δεν έχουν φωνή, απλά χάνονται, γίνονται
μια απλή αναφορά σε ένα αστυνομικό δελτίο – όταν δε είναι δεκάδες χιλιάδες, όπως
συμβαίνει στο Μεξικό, τότε υποθέτω ότι ουδείς ασχολείται.
Η
συγγραφέας όμως θίγει και ένα άλλο ευαίσθητο θέμα στο πολυεπίπεδο μυθιστόρημά της.
Τα σκοτεινά μέρη της μητρότητας. Στο βιβλίο βρισκόμαστε μακριά από την «αγιοποίηση»
και την «ροζ ευτυχία» των γυναικών που γίνονται μητέρες. Η μια δεν το ήθελε
ποτέ (grande ενοχή), το αγαπάει, το φροντίζει και
ξαφνικά το χάνει από στιγμιαία αφηρημάδα (ακόμα πιο grande
ενοχή)
και νιώθει άχρηστη (το λιγότερο), κακή σύζυγος και μητέρα, με τη συμπεριφορά
του συζύγου να την κάνει να νιώθει ακόμα πιο ένοχη με το συγκαταβατικό του
στυλ. Η άλλη, από την τεράστια επιθυμία της, διαπράττει μια εγκληματική πράξη,
μια απαγωγή – το γνωρίζει (grande ενοχή) και όταν
φέρνει το αγγελούδι σπίτι, αντιλαμβάνεται ότι έχει στα χέρια της, ένα «πρόβλημα»
ενώ της την «πέφτουν» όλοι, από τον ακαμάτη εραστή μέχρι τα πρόσωπα του άμεσου
συγγενικού της περιβάλλοντος, κι έτσι μετά από λίγο χρονικό διάστημα,
συνειδητοποιεί ότι πρέπει να «ξεφορτωθεί» το «πρόβλημα» (ακόμα πιο grande ενοχή). Και στη μέση (και ίσως πάνω απ’
όλα) η κακοποιητική συμπεριφορά των συντρόφων τους, των ανδρών που είναι «δυνάστες»,
«κυριαρχικοί» με τις μητέρες τους να μη πηγαίνουν πίσω, σε αυτές τις συμπεριφορές.
Η
Navarro, επιτίθεται κατά πάντων στη γεμάτη
μεταφορές και συνδέσεις νουβέλα της. Θίγει το κοινωνικό σύστημα, την ανισότητα
των κοινωνικών τάξεων που προβάλλεται διαρκώς κατά τη διάρκεια του βιβλίου, το
κακό που ενυπάρχει στην ανθρώπινη φύση, τη σχετικότητα μεταξύ Καλού και Κακού, τις
ερωτικές σχέσεις, την δυσκολία επαφής, την ανικανότητα των Αρχών.
Με
αφηγηματικό ύφος που εναλλάσσεται μεταξύ των δύο φωνών/μονολόγων, η συγγραφέας
καθηλώνει τον αναγνώστη από την αρχή του βιβλίου όταν στις πρώτες σελίδες, η
μητέρα του Ντανιέλ απευθύνεται στον εαυτό της λέγοντας: «Ανάπνεε. Άντεξε. Σήκω. Ανάπνεε…» μέχρι την ακροτελεύτια παράγραφο
που η απαγωγέας του Λεονέλ, μονολογεί: «Εγώ
δεν έχω όνομα…».
«Υπάρχουν τόσοι
τρόποι να εξαφανιστείς, που, όταν γίνεται πραγματικότητα, συμβαίνει με τον
τρόπο όσων το ζουν: Ο Ντανιέλ εξαφανισμένος, ο Φραν εξαφανίζεται, εγώ θα
εξαφανιστώ. Εντέλει, ήμασταν αυτοί που δεν υπήρχαν, αυτοί που εξαχνώνονται,
εξαχνώθηκαν, θα εξαχνωθούν. Εξαφανισμένοι: μυστικοί, φευγάτοι, κρυμμένοι,
εξαλειμμένοι, εξατμισμένοι, κενοί, διαλυμένοι, διαμελισμένοι, απόντες,
εξαερωμένοι, εκλιπόντες, ρευστοί, δίχως διάθεση να παραστούμε ούτε καν στην
ίδια μας την ύπαρξη.» Συγκλονιστικό
μυθιστόρημα τα «ΑΔΕΙΑ ΣΠΙΤΙΑ», συστήνει στο ελληνικό κοινό μια πραγματικά
σπουδαία αφηγηματική φωνή. Γραμμένο με δύναμη και αξιοθαύμαστη δομή, το βιβλίο της
Navarro, χωρίς να κραυγάζει, χωρίς να υποκύπτει σε
«ευκολίες», επιτίθεται δίχως έλεος στην χαλαρότητα και στην άνεση του αναγνώστη,
«χτυπώντας» τον αλύπητα, προβληματίζοντάς τον με γλώσσα που μιλάει κατευθείαν
στην καρδιά του, γυμνή, χωρίς συναισθηματισμούς και λυρικότητες. Βιβλίο για την
μητρότητα, την οδύνη, την άκρατη θλίψη, την βία, τα οικογενειακά δράματα, τα
θύματα και τους θύτες. Βιβλίο – τσεκούρι, για το οποίο μπορείς να συζητάς για
ώρες!
Βαθμολογία
86 / 100