Κυριακή, Ιουνίου 19, 2022
posted by Librofilo at Κυριακή, Ιουνίου 19, 2022 | Permalink
Utopia Avenue
Η δεκαετία του ’60 έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, όχι μόνο για την μουσική, (όπως οι περισσότεροι αμέσως σκέφτονται) αλλά και για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα «αλλαγής» που επικρατούσε στις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Δύσης. Η δεκαετία του ’60 (όπως και κάθε δεκαετία) χρειάζεται τους αφηγητές της, τους ανθρώπους που θα τοποθετήσουν μια μυθοπλαστική ιστορία εντός της και (άσχετα αν είναι νεότεροι ή έχουν ζήσει τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν τότε) θα δημιουργήσουν την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Ο εξαιρετικός (αλλά και αρκετά άνισος) συγγραφέας David Mitchell (1969, Southport Lancanshire), στο ένατο μυθιστόρημά του, με τίτλο «UTOPIA AVENUE» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφρ. Μ.Ξυλούρη, σελ. 714), επιτυγχάνει να ζωντανέψει αυτή τη δεκαετία – και πιο συγκεκριμένα το δεύτερο μισό της, με απόλυτη επιτυχία, σε ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχει γράψει στην πολύ δημιουργική του συγγραφική καριέρα.


Τι είναι το «UTOPIA AVENUE»; Κάποιος θα μπορούσε να το περιγράψει εν συντομία, ως «η ιστορία μιας μουσικής μπάντας». Δεν θα έπεφτε έξω! Είναι και αυτό ή ίσως, είναι κυρίως αυτό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό και ουσιαστικά, η γοητεία του βιβλίου, δεν έγκειται μόνο σε αυτό. Ιστορίες μουσικών συγκροτημάτων, αληθινών ή κατασκευασμένων (φανταστικών), μπορούμε να βρούμε παντού, αλλά μυθιστόρημα που να μας «αιχμαλωτίσει» με άξονα μια μουσική μπάντα, θα βρούμε πολύ δύσκολα.
 
Βρισκόμαστε στο 1967, στο Λονδίνο (στο «swinging London» όπως θέλει το κλισέ) και ένας δαιμόνιος μάνατζερ, ο Λέβον Φράνκλαντ, δημιουργεί εκ του μηδενός, ένα γκρουπ, ενώνοντας τα κομμάτια ενός δημιουργικού παζλ. Θα βρει τέσσερις ικανότατους νεαρούς και άγνωστους μουσικούς, που ψάχνουν την ευκαιρία τους, απασχολούμενοι είτε σε άλλες μπάντες, είτε σε ευκαιριακές συνεργασίες εδώ κι εκεί. Πρώτα θα βρει τον Ντιν Μος, έναν μπασίστα που η τύχη δεν του έχει φερθεί καλά μέχρι τώρα, είναι άστεγος, χρωστάει παντού, η προηγούμενη μπάντα του, τον έδιωξε. Ο Λέβον θα εμφανιστεί ως «από μηχανής Θεός» για να του προτείνει συνεργασία με άλλους νεαρούς μουσικούς που έχει στα υπ’ όψιν. Θα τον φέρει σε επαφή με δυο μέλη ενός μισοδιαλυμένου γκρουπ, τον ιδιόρρυθμο κιθαρίστα Γιάσπερ ντε Ζουτ (Ολλανδικής και αριστοκρατικής καταγωγής) και τον ντράμερ Πίτερ «Γκριφ» Γκρίφιν, και η μπάντα αρχίζει να σχηματίζεται. Το πραγματικό όμως twist, ο Λέβον θα το κάνει, εκμεταλλευόμενος τις συγκυρίες και φέρνοντας στο γκρουπ μια γυναίκα, την ήδη σχετικά γνωστή πιανίστρια της φολκ, Ελφ Χολογουέι, που μόλις χώρισε από τον σύντροφο και έτερο μέλος του μουσικού διδύμου που είχαν σχηματίσει. Δεν υπήρχαν πολλές μπάντες στην Αγγλία της εποχής, με μέλος μια γυναίκα, οπότε η Ελφ, παιδί της μεγαλοαστικής βρετανικής τάξης, χωρίς να το συνειδητοποιήσει αποτελεί μια πρωτοπόρο της εποχής. Το γκρουπ δεν έχει καν όνομα, και μετά από συζητήσεις, επιλέγεται το «Utopia Avenue», όνομα που δεν θυμίζει γκρουπ, αλλά και που είναι αρκετά original και εύηχο.
 
«Η Έλφ τραβάει μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο της. «Όνομα έχετε;»
«Σκεφτόμασταν το «The Way Out»» λέει ο Λέβον.
«Αλλά δεν είναι οριστικό» τη διαβεβαιώνει ο Ντιν.
Ωραία. «Οπότε, αν δεν είστε φολκ συγκρότημα, τι σόι συγκρότημα είστε;»
«Πρισματικό» λέει ο Γιάσπερ. «Σφετεριστικό. Υποχθόνιο».
«Έφαγε ένα λεξικό όταν ήταν μικρός» εξηγεί ο Ντιν.
Η Ελφ ξαναπροσπαθεί. «Εντάξει – σαν ποιους θέλετε να ακούγεστε;»
Οι τρεις μουσικοί απαντούν με μια φωνή: «Σαν εμάς».»
 
Ένα συγκρότημα «κατασκευασμένο», δεν κουβαλάει κάποιον μύθο, ούτε τα μέλη του, πηγαίνανε στο ίδιο σχολείο για να έχουν κοινές κοινωνικές καταβολές ή κοινές αναμνήσεις/μακροχρόνιες πρόβες κλπ. Οι Utopia Avenue σχηματίζονται επειδή ο μάνατζερ διαβλέπει ότι η εποχή έχει αλλάξει, και ένας ήχος που διαφέρει από τα υπόλοιπα συγκροτήματα, μπορεί να του (τους) αποφέρει δόξα και χρήμα. Το βιβλίο καταγράφει με γραμμική αφήγηση την πορεία του συγκροτήματος, τον βραχύβιο βίο του, από την ημέρα που δημιουργήθηκαν, μέχρι λίγο καιρό μετά τη διάλυσή τους, που συνέβη με τρόπο απότομο λόγω ενός τραγικού και μοιραίου γεγονότος, κάτι που ήταν κι αυτό μάλλον ασυνήθιστο, καθώς τις περισσότερες φορές τα συγκροτήματα της εποχής, διαλυόντουσαν λόγω προσωπικών εγωισμών, ματαιοδοξίας ή τάσεις ανεξαρτησίας και διάθεση προβολής κάποιων μελών τους – κυρίως του lead singer, που γνώριζε μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα.
 
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη, που αντιστοιχούν στις κυκλοφορίες των τριών δισκογραφικών προσπαθειών των Utopia Avenue, και κάθε κεφάλαιο αντιστοιχεί σε ένα τραγούδι. Κεντρικοί ήρωες είναι η Έλφ, ο Ντιν, και ο Γιάσπερ ντε Ζουτ – που δεν χρειάζεται κάποιος να είναι φανατικός οπαδός του Μίτσελ, για να συνδέσει το όνομά του με τον ήρωα του μυθιστορήματος «Τα χίλια φθινόπωρα του Γιάκομπ ντε Ζουτ» -, εξάλλου αυτοί οι τρεις είναι οι βασικοί συνθέτες και στιχουργοί των τραγουδιών του γκρουπ. Ο ντράμερ Γκριφ, έχει δευτερεύοντα ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας, καθώς (όπως αναφέρεται συχνά-πυκνά με σαρκαστικά μελαγχολική διάθεση στο βιβλίο) «ουδείς ασχολείται με τους ντράμερ».
 
Στο μυθιστόρημα παρακολουθούμε την διαδρομή του γκρουπ, από τις πρώτες του μέρες, τις πρώτες απόπειρες να βρουν τον ήχο και τα «πατήματά τους», όπου οι ατομικές ιστορίες του καθενός από αυτούς εναλλάσσονται και περιπλέκονται με τις ομαδικές τους στιγμές. Όπως είναι φυσικό αλλά όχι προαπαιτούμενο, το συγκρότημα κινείται, ζει, αναπνέει εντός της μουσικής σκηνής της εποχής, οπότε περισσότερο ή λιγότερο διάσημα ονόματα εισέρχονται στην πλοκή, με μεγαλύτερο, μικρότερο ρόλο ή ακόμα και με μια απλή αναφορά εν είδει cameo εμφανίσεων. Τα ονόματα είναι πολλά μέσα σ’ αυτή τη χρονική περίοδο και αν εξαιρέσεις τους ήδη φθασμένους Beatles και Rolling Stones, οι υπόλοιποι είναι στα πρώτα τους βήματα, όπως ο David Bowie, οι Cream, η Janis Joplin, ο Leonard Cohen και δεκάδες άλλοι. Στιγμιότυπα της βρετανικής αλλά και της Αμερικανικής (διότι το γκρουπ θα κάνει περιοδεία και στις ΗΠΑ) καλλιτεχνικής ζωής, εναλλάσσονται με σκηνές της κοινωνικής αναταραχής της εποχής, προσδίδοντας γοητεία στην ήδη υπέροχη αφήγηση.
 
Τα μέλη της μπάντας κουβαλάνε τους δαίμονές τους, έχουν μικρά ή μεγαλύτερα θέματα να επιλύσουν. Είναι φανερό ότι τον πιο ενδιαφέρονται χαρακτήρα αποτελεί ο κιθαρίστας Γιάσπερ ντε Ζουτ – που για όποιον αγνοεί τα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα – αποτελεί μια ψυχιατρική περίπτωση, με τις εσωτερικές φωνές που τον κατατρέχουν, την φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνει κ.ο.κ. Ο αναγνώστης βέβαια, θα ταυτιστεί με τον Ντιν – το παιδί της εργατικής τάξης, και με την συναισθηματική και (μουσικά ιδιοφυή) Ελφ, αλλά είναι ο Γιάσπερ ντε Ζουτ, που δίνει τον ρυθμό και τη σύνδεση στο μυθιστόρημα.
 
« «Τον κόσμο δεν τον αλλάζουν τα τραγούδια» δηλώνει ο Γιάσπερ. «Τον αλλάζουν οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι περνάνε νόμους, εξεγείρονται, ακούνε τον Θεό και πράττουν αναλόγως. Οι άνθρωποι επινοούν, σκοτώνουν, κάνουν παιδιά, αρχίζουν πολέμους». Ο Γιάσπερ ανάβει ένα Marlboro. «Που γεννά το ερώτημα: «Ποιος ή τι επηρεάζει τη σκέψη των ανθρώπων που αλλάζουν τον κόσμο;» Η απάντηση μου είναι: «Οι ιδέες και τα συναισθήματα». Που γεννά το ερώτημα: «Από πού προέρχονται οι ιδέες και τα συναισθήματα;» Η απάντησή μου είναι: «Απ’ τους άλλους. Απ’ την καρδιά και το μυαλό. Απ’ τον Τύπο. Απ’ τις τέχνες. Απ’ τις ιστορίες. Και, τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό, απ’ τα τραγούδια». Τα τραγούδια. Τα τραγούδια, που σαν τις πικραλίδες αιωρούνται στον χώρο και στον χρόνο. Ποιος ξέρει πού θα πέσουν; Ή τι θα φέρουν;» »


Η ικανότητα του Μίτσελ στο storytelling, την αφήγηση, είναι μοναδική. Στο μυθιστόρημά του (όπως άλλωστε και στα προηγούμενα, μόνο που εδώ αποδεικνύεται πιο λειτουργικό), δεν διστάζει να αναμίξει λογοτεχνικά είδη, κινείται με άνεση και αυτοπεποίθηση εντός τους, συνθέτει διαφορετικές ιστορίες, εγκιβωτίζει αυτόνομα κομμάτια χωρίς να προκαλεί την προσοχή του αναγνώστη, με όλα αυτά να εισβάλλουν το ένα μέσα στο άλλο! Είναι γεγονός ότι τα βιβλία του Μίτσελ αλληλοσυνδέονται, χωρίς να υποχρεώνουν τον αναγνώστη να σπαζοκεφαλιάζει ή να είναι υποχρεωμένος να έχει παρακολουθήσει ολόκληρο το έργο του συγγραφέα για να τα κατανοήσει, καθώς το καθένα στέκεται αυτόνομο και διαβάζεται τελείως ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
 
Η αφήγηση του Μίτσελ έχει Ντικενσιανό ρυθμό, όπου η ατμόσφαιρα που καλλιεργείται και οικοδομείται, δίνει έμφαση στη λεπτομέρεια και στον ρυθμό, εισάγοντας τον αναγνώστη του, εντός της εποχής, του τρόπου ζωής γενικότερα, της δεκαετίας του ’60. Το Λονδίνο και η μουσική σκηνή της Βρετανίας περιγράφονται με ζωντάνια, οι διάλογοι είναι πειστικοί χωρίς να πλατειάζουν, και οι περιγραφές ακριβείς.
Ο Μίτσελ όμως, επιτυγχάνει απόλυτα να αποδώσει την κοινωνική μεταστροφή του παραδοσιακού βρετανικού οικογενειακού και κοινωνικού πλέγματος, καθώς εισέρχεται (από τις αρχές της δεκαετίας, αλλά κυρίως μετά το ’65 με την μεγάλη άνθηση των συγκροτημάτων) στη μουσική αλλά και στη κοινωνική ζωή του τόπου, η μεταπολεμική γενιά των παιδιών που γεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια του πολέμου ή αμέσως μετά. Παιδιά που μεγάλωσαν εντός μιας συντηρητικής κοινωνίας, με οικονομικά προβλήματα και ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα, και τα οποία σε αυτή τη δεκαετία προσπαθούν να ανατρέψουν τον «μικροαστισμό» και τον (παραδοσιακό) «καθωσπρεπισμό» των γονιών τους.
 
Μυθιστόρημα «μαθητείας» ενός γκρουπ αλλά και των χαρακτήρων που το απαρτίζουν, το «UTOPIA AVENUE», το οποίο, μεταφέρει την κεντρική ιδέα της Σαιξπηρικής φιλοσοφίας, που έλεγε ότι η ζωή αποτελεί μέρος μιας μυθοπλασίας («Η ζωή είναι μια σκηνή, και όλοι είμαστε ηθοποιοί»). Οι επινοημένες ιστορίες των μελών του γκρουπ - το ίδιο το γκρουπ βασικά -, μας δίνουν, ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα με πολλά pop στοιχεία (όπου βλέπουμε ότι η pop κουλτούρα μπορεί να γίνει τόσο ουσιαστική όσο κι ένα βιβλίο φιλοσοφίας), με τους ήρωές του να αποτελούν μέλη ενός θιάσου που βρίσκεται σε μια σκηνή, όπου ζωή και μυθοπλασία αναμειγνύονται σε ένα παιχνίδι όπου όλα είναι αλληλένδετα.
 
Το μυθιστόρημα έχοντας στοιχεία από πολλά λογοτεχνικά είδη, είναι ουσιαστικά «ακατάταχτο», όπως άλλωστε έτσι περιγράφεται και η μουσική που παίζει η δημιουργική μπάντα. Ενδεικτικά σε κάποιο σημείο της ιστορίας, οι Utopia Avenue, είναι προσκεκλημένοι σε κάποιο Ολλανδικό τηλεοπτικό show, και ο παρουσιαστής προσπαθεί να κατανοήσει τι μουσικό είδος αντιπροσωπεύει η μουσική τους καθώς διαπιστώνει ήχους από ροκ, φολκ, r&b, στοιχεία τζαζ κλπ. Η Ελφ παίρνει τον λόγο, απαντώντας του, ότι η μουσική τους είναι «εκλεκτιστική», δίνοντας και μια απάντηση για το τι μπορεί να είναι αυτό το μυθιστόρημα.
 
Σε πλείστες περιπτώσεις ο ικανότατος Βρετανός συγγραφέας, χάνεται μέσα στα σύμπαντα που κατασκευάζει – τα οποία συνήθως είναι σαγηνευτικά -, αλλά η υπερβολική χρήση του στοιχείου του «Φανταστικού» ενδέχεται να κουράσει ή να δυσκολέψει την ανάγνωση. Στο «Utopia Avenue» όμως, χωρίς να παρεκκλίνει ιδιαίτερα από τα στοιχεία του «Fantasy» που εισέρχονται προς το τέλος του μυθιστορήματος, ο Μίτσελ κατόρθωσε να γράψει το πιο «αγαπησιάρικο» βιβλίο του, να βάλει πολύ από τον εαυτό του μέσα και να αποδώσει με πιστότητα και αγάπη το κλίμα μιας σημαντικής για την μουσική (και όχι μόνο) εποχής. Δεν είναι λίγοι οι αναγνώστες του βιβλίου παγκοσμίως, που πιστεύουν ότι οι Utopia Avenue υπήρξαν πραγματικά, ψάχνοντας στοιχεία για το συγκρότημα!
 
Δεν θα μιλήσω για τις πάμπολλες αναφορές σε άλλα βιβλία του Μίτσελ, εξάλλου ο υποψιασμένος αναγνώστης και φανατικός θαυμαστής του έργου του συγγραφέα, θα βρει αρκετές, με κυριότερη αυτή του Γιάσπερ ντε Ζουτ, μυθιστορηματικού χαρακτήρα ολκής που βγαίνει κατευθείαν από τις σελίδες των «Χιλίων Φθινοπώρων…» αλλά και άλλων (του γιατρού Μαρίνους, της Έσθερ κλπ).
Ο νεοεισερχόμενος στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Μίτσελ, δεν πρέπει να προβληματισθεί, απλά να παρακολουθήσει την ιστορία και να αφεθεί στη μαγεία που θα του ασκήσει το βιβλίο από τις πρώτες του σελίδες. Με ακριβείς δόσεις νοσταλγίας και συναισθηματισμού («τόσο, όσο» όπως είναι γνωστή έκφραση), το «UTOPIA AVENUE» με τρομερό soundtrack (που μπορεί να βρει κανείς στο YouTube), είναι κυρίως, ένα μυθιστόρημα απολαυστικό (σε αυτό συμβάλλει ιδιαίτερα η εξαιρετική ως συνήθως μετάφραση της Μ.Ξυλούρη), ένα ροκ ταξίδι που εισέρχεται μέσα σου και δεν σε αφήνει, όπως γίνεται με τα βιβλία που αγάπησες και δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ.
 
Βαθμολογία 86 / 100


 



0 Comments:


Δημοσίευση σχολίου

~ back home