Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008 | Permalink
Αιγυπτιακή σαπουνόπερα (ή πως αφήνεις το Μέγαρο και πας με τον παίδαρο)
Ένα μυθιστόρημα που συζητήθηκε (και διαφημίστηκε)πολύ το δεύτερο εξάμηνο του 2007 είναι το απόλυτο Αιγυπτιακό μπεστ-σέλερ «ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΓΙΑΚΟΥΜΠΙΑΝ» του Αλάα Αλ-Ασουάνι (Εκδ.ΠΟΛΙΣ,σελ.316),(67),η κινηματογραφική του δε μεταφορά προβάλεται αυτές τις μέρες στη χώρα μας.
Το «Μέγαρο...» είναι ένα παλιομοδίτικο βιβλίο σε στυλ σαπουνόπερας ιδανικό γιά τηλεοπτική παραγωγή ή και ακόμα γιά μιά «λαϊκή» ταινία στο ύφος των «αλήστου μνήμης» ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του 60 με πρωταγωνιστές τον Ν.Ξανθόπουλο και την Μ.Βούρτση.
Το μυθιστόρημα έχει ως κεντρικό σημείο το αρτ-ντεκό κτίριο που κτίστηκε την δεκαετία του 30 στο κέντρο του Καϊρου από Ιταλούς αρχιτέκτονες ιδιοκτησίας του πολυεκατομμυριούχου Αρμένιου επιχειρηματία Αγκόπ Γιακουμπιάν.Αυτό το οικοδόμημα πρέπει να ήταν εκπληκτικό και πρωτολειτούργησε ως αριστοκρατική πολυκατοικία με τεράστια ψηλοτάβανα διαμερίσματα,μπαλκόνια με αρχαιοελληνικές προτομές και μάρμαρο στους διαδρόμους και στις σκάλες.Ήταν δε το πρώτο κτίριο στη χώρα που είχε μοντέρνο ασανσέρ.Στην ταράτσα είχαν κατασκευάσει αποθηκευτικούς χώρους,έναν γιά κάθε διαμέρισμα.Το κτίριο παρήκμασε καθώς περνούσαν τα χρόνια.Πλέον είναι μια πολυπληθής πολυκατοικία και τα πρώην «πλυσταριά» έχουν μετατραπεί σε διαμερισματάκια-κλουβιά τα οποία έχουν κατοικηθεί από εσωτερικούς μετανάστες.
Το "Μέγαρο" λοιπόν, μυθιστορηματικά λειτουργεί ως μιά τοιχογραφία της σημερινής Αιγύπτου αλλά και ως ένα παλίμψηστο της ταραχώδους ιστορίας της χώρας.Τα αριστοκρατικά διαμερίσματα,καταλαμβάνονται από στρατιωτικούς που ήρθαν στην εξουσία μετά την επανάσταση του Νάσερ το 52 ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 70 κατοικούνται από την ανερχόμενη μεσαία τάξη και αργότερα από επιχειρηματίες νεόπλουτους ενώ τα πλυσταριά των δύο τ.μ. μετατρέπονται με τις τσαντιροειδείς προσθήκες τους σε κατοικίες επαρχιωτών που ψάχνουν μιά καλύτερη μοίρα στην πρωτεύουσα.
Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να ειδωθεί και ως ένα άλλο «10» αν και οι συγκρίσεις με το ημιτελές βιβλίο του Καραγάτση αδικούν το δεύτερο.Άσε δε που αν αυτός ο Αλ Ασουάνι θεωρείται καλός συγγραφέας,ο δικός μας θα έπρεπε να αναγνωρισθεί ως ισάξιος του Προυστ.Οι καταστάσεις είναι απίστευτα μελοδραματικές.Ο πλούσιος έμπορος που εκμεταλεύεται φτωχές κορασίδες,ο αδίστακτος επιχειρηματίας που μπροστά στην καταξίωση της βουλευτικής έδρας λαδώνει τους πάντες και τα πάντα.Ο ομοφυλόφιλος δημοσιογράφος που καταστρέφεται από τον έρωτα γιά έναν μπρουτάλ ορεσίβιο παντρεμένο του οποίου ο μικρούλης γιός πεθαίνει αβοήθητος στο νοσοκομείο.Κομπίνες σε καθημερινή βάση από όλους,πλούσιους και φτωχούς γιά να επιβιώσουν σε ένα κράτος-οπερέτα.Γυναίκες που χρησιμοποιούν το κορμί τους γιά να ζήσουν μιά «καλύτερη ζωή».Άνδρες που έχουν το μυαλό τους συνέχεια στο σεξ και στο πως «θα την φέρουν» ο ένας στον άλλον.
Τα κεντρικά πρόσωπα (χαρακτήρες) του βιβλίου είναι ένα ζευγάρι:ο νεαρός Τάχα,ο γιός του θυρωρού της πολυκατοικίας,ο οποίος είναι πολύ έξυπνος με καταπληκτικούς βαθμούς.Προσπαθεί ανεπιτυχώς (λόγω της καταγωγής του) να μπει στην αστυνομία,και κατόπιν πιέσεων της αρραβωνιαστικιάς του,της χυμώδους Μπουσαϊνα,γράφεται στην ιατρική σχολή.Εκεί κατηχείται από μιά ομάδα φανατικών ισλαμιστών να συμμετάσχει στον αγώνα(τζιχάντ) κατά των «απίστων».Η Μπουσάϊνα αναγκάζεται να «εκπορνευθεί» γιά να επιβιώσει.Αφήνει τον εργοδότη της να της πιάνει τον κώλο γιά 10 λίρες τη φορά,και όταν βλέπει το αδιέξοδο με τον Τάχα,σπιτώνεται από τον πλούσιο πλην αφελή μεσήλικα Ζάκι μπέη,γοητεύεται από την προσωπικότητα του και τις περιποιήσεις του.Ο Ζάκι μπέης είναι άλλος ένας κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος.Μπον-βιβέρ και αδιόρθωτος γυναικάς,που είναι σε κόντρα γιά την οικογενειακή περιουσία με την αδερφή του και τον οποίο εκμεταλλεύονται όσοι κινούνται γύρω του.Με αυτό τον σκοπό (της εκμετάλλευσης) του ρίχνουν δίπλα την ζουμερή Μπουσάϊνα με την οποία ο σεξουλιάρης Ζάκι παθαίνει πλάκα.Την συνέχεια την έχετε δει σε πάμπολλες ταινίες ευρείας κατανάλωσης.
Ο Αλ-Ασουάνι θίγει ζητήματα όπως η πολιτική διαφθορά,η βία της εξουσίας,ο ισλαμικός φονταμενταλισμός.Τα περιγράφει όμως χωρίς να εμβαθύνει,χωρίς να σχολιάζει,επίπεδα και επιδερμικά.Στέκεται περισσότερο στις καθημερινές ιστορίες των ηρώων του με μιά γλώσσα απλή και καθημερινή.Μ’αυτόν τον τρόπο το μυθιστόρημα γίνεται ευκολοδιάβαστο και κυλάει σαν νεράκι.Το διαβάζεις μαγνητισμένος χωρίς να αναρωτιέσαι τι σόϊ πράγμα είναι αυτό που σε έχει τραβήξει.Περισσότερο λοιπόν στο ύφος του Ντίκενς και των λαϊκών φυλλάδων του 19ου αιώνα,δεν είναι παράξενο που το βιβλίο έσκισε κυριολεκτικά στην Αίγυπτο ξεσηκώνοντας θύελλα συζητήσεων γιά την τόλμη του να ασχοληθεί με σεξουαλικά θέματα (κυρίως οι ομοφυλοφιλικές σκηνές μάλλον ήταν κάτι πρωτόγνωρο γιά τα λογοτεχνικά ήθη κι’έθιμα της συμπαθούς χώρας),και με την πολιτική διαφθορά (προφανώς του καθεστώτος Μουμπάρακ).
Απέχοντας παρασάγγας από το υπέροχο στυλ των βιβλίων του Ναγκίμπ Μαχβούζ,το μυθιστόρημα του Αλ-Ασουάνι είναι τελικά ένα καθαρό μελόδραμα και όχι ένα κοινωνικοπολιτικό έργο.Με αποκορύφωμα τις τελευταίες σελίδες όπου υπάρχει και το happy-ending του γάμου και του (αναπόφευκτου)γλεντιού.Δυστυχώς δεν είδα πουθενά τον Φ.Μεταξόπουλο και τη Νάντια Φοντάνα να κατεβαίνουν χορεύοντας τις σκάλες μπας και θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια ρε γαμώτο.
Το «Μέγαρο...» είναι ένα παλιομοδίτικο βιβλίο σε στυλ σαπουνόπερας ιδανικό γιά τηλεοπτική παραγωγή ή και ακόμα γιά μιά «λαϊκή» ταινία στο ύφος των «αλήστου μνήμης» ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του 60 με πρωταγωνιστές τον Ν.Ξανθόπουλο και την Μ.Βούρτση.
Το μυθιστόρημα έχει ως κεντρικό σημείο το αρτ-ντεκό κτίριο που κτίστηκε την δεκαετία του 30 στο κέντρο του Καϊρου από Ιταλούς αρχιτέκτονες ιδιοκτησίας του πολυεκατομμυριούχου Αρμένιου επιχειρηματία Αγκόπ Γιακουμπιάν.Αυτό το οικοδόμημα πρέπει να ήταν εκπληκτικό και πρωτολειτούργησε ως αριστοκρατική πολυκατοικία με τεράστια ψηλοτάβανα διαμερίσματα,μπαλκόνια με αρχαιοελληνικές προτομές και μάρμαρο στους διαδρόμους και στις σκάλες.Ήταν δε το πρώτο κτίριο στη χώρα που είχε μοντέρνο ασανσέρ.Στην ταράτσα είχαν κατασκευάσει αποθηκευτικούς χώρους,έναν γιά κάθε διαμέρισμα.Το κτίριο παρήκμασε καθώς περνούσαν τα χρόνια.Πλέον είναι μια πολυπληθής πολυκατοικία και τα πρώην «πλυσταριά» έχουν μετατραπεί σε διαμερισματάκια-κλουβιά τα οποία έχουν κατοικηθεί από εσωτερικούς μετανάστες.
Το "Μέγαρο" λοιπόν, μυθιστορηματικά λειτουργεί ως μιά τοιχογραφία της σημερινής Αιγύπτου αλλά και ως ένα παλίμψηστο της ταραχώδους ιστορίας της χώρας.Τα αριστοκρατικά διαμερίσματα,καταλαμβάνονται από στρατιωτικούς που ήρθαν στην εξουσία μετά την επανάσταση του Νάσερ το 52 ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 70 κατοικούνται από την ανερχόμενη μεσαία τάξη και αργότερα από επιχειρηματίες νεόπλουτους ενώ τα πλυσταριά των δύο τ.μ. μετατρέπονται με τις τσαντιροειδείς προσθήκες τους σε κατοικίες επαρχιωτών που ψάχνουν μιά καλύτερη μοίρα στην πρωτεύουσα.
Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να ειδωθεί και ως ένα άλλο «10» αν και οι συγκρίσεις με το ημιτελές βιβλίο του Καραγάτση αδικούν το δεύτερο.Άσε δε που αν αυτός ο Αλ Ασουάνι θεωρείται καλός συγγραφέας,ο δικός μας θα έπρεπε να αναγνωρισθεί ως ισάξιος του Προυστ.Οι καταστάσεις είναι απίστευτα μελοδραματικές.Ο πλούσιος έμπορος που εκμεταλεύεται φτωχές κορασίδες,ο αδίστακτος επιχειρηματίας που μπροστά στην καταξίωση της βουλευτικής έδρας λαδώνει τους πάντες και τα πάντα.Ο ομοφυλόφιλος δημοσιογράφος που καταστρέφεται από τον έρωτα γιά έναν μπρουτάλ ορεσίβιο παντρεμένο του οποίου ο μικρούλης γιός πεθαίνει αβοήθητος στο νοσοκομείο.Κομπίνες σε καθημερινή βάση από όλους,πλούσιους και φτωχούς γιά να επιβιώσουν σε ένα κράτος-οπερέτα.Γυναίκες που χρησιμοποιούν το κορμί τους γιά να ζήσουν μιά «καλύτερη ζωή».Άνδρες που έχουν το μυαλό τους συνέχεια στο σεξ και στο πως «θα την φέρουν» ο ένας στον άλλον.
Τα κεντρικά πρόσωπα (χαρακτήρες) του βιβλίου είναι ένα ζευγάρι:ο νεαρός Τάχα,ο γιός του θυρωρού της πολυκατοικίας,ο οποίος είναι πολύ έξυπνος με καταπληκτικούς βαθμούς.Προσπαθεί ανεπιτυχώς (λόγω της καταγωγής του) να μπει στην αστυνομία,και κατόπιν πιέσεων της αρραβωνιαστικιάς του,της χυμώδους Μπουσαϊνα,γράφεται στην ιατρική σχολή.Εκεί κατηχείται από μιά ομάδα φανατικών ισλαμιστών να συμμετάσχει στον αγώνα(τζιχάντ) κατά των «απίστων».Η Μπουσάϊνα αναγκάζεται να «εκπορνευθεί» γιά να επιβιώσει.Αφήνει τον εργοδότη της να της πιάνει τον κώλο γιά 10 λίρες τη φορά,και όταν βλέπει το αδιέξοδο με τον Τάχα,σπιτώνεται από τον πλούσιο πλην αφελή μεσήλικα Ζάκι μπέη,γοητεύεται από την προσωπικότητα του και τις περιποιήσεις του.Ο Ζάκι μπέης είναι άλλος ένας κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος.Μπον-βιβέρ και αδιόρθωτος γυναικάς,που είναι σε κόντρα γιά την οικογενειακή περιουσία με την αδερφή του και τον οποίο εκμεταλλεύονται όσοι κινούνται γύρω του.Με αυτό τον σκοπό (της εκμετάλλευσης) του ρίχνουν δίπλα την ζουμερή Μπουσάϊνα με την οποία ο σεξουλιάρης Ζάκι παθαίνει πλάκα.Την συνέχεια την έχετε δει σε πάμπολλες ταινίες ευρείας κατανάλωσης.
Ο Αλ-Ασουάνι θίγει ζητήματα όπως η πολιτική διαφθορά,η βία της εξουσίας,ο ισλαμικός φονταμενταλισμός.Τα περιγράφει όμως χωρίς να εμβαθύνει,χωρίς να σχολιάζει,επίπεδα και επιδερμικά.Στέκεται περισσότερο στις καθημερινές ιστορίες των ηρώων του με μιά γλώσσα απλή και καθημερινή.Μ’αυτόν τον τρόπο το μυθιστόρημα γίνεται ευκολοδιάβαστο και κυλάει σαν νεράκι.Το διαβάζεις μαγνητισμένος χωρίς να αναρωτιέσαι τι σόϊ πράγμα είναι αυτό που σε έχει τραβήξει.Περισσότερο λοιπόν στο ύφος του Ντίκενς και των λαϊκών φυλλάδων του 19ου αιώνα,δεν είναι παράξενο που το βιβλίο έσκισε κυριολεκτικά στην Αίγυπτο ξεσηκώνοντας θύελλα συζητήσεων γιά την τόλμη του να ασχοληθεί με σεξουαλικά θέματα (κυρίως οι ομοφυλοφιλικές σκηνές μάλλον ήταν κάτι πρωτόγνωρο γιά τα λογοτεχνικά ήθη κι’έθιμα της συμπαθούς χώρας),και με την πολιτική διαφθορά (προφανώς του καθεστώτος Μουμπάρακ).
Απέχοντας παρασάγγας από το υπέροχο στυλ των βιβλίων του Ναγκίμπ Μαχβούζ,το μυθιστόρημα του Αλ-Ασουάνι είναι τελικά ένα καθαρό μελόδραμα και όχι ένα κοινωνικοπολιτικό έργο.Με αποκορύφωμα τις τελευταίες σελίδες όπου υπάρχει και το happy-ending του γάμου και του (αναπόφευκτου)γλεντιού.Δυστυχώς δεν είδα πουθενά τον Φ.Μεταξόπουλο και τη Νάντια Φοντάνα να κατεβαίνουν χορεύοντας τις σκάλες μπας και θυμηθώ τα παιδικά μου χρόνια ρε γαμώτο.