Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 05, 2008 | Permalink
McEwan at his best
Κάποιοι θα πουν ότι η νουβέλα του Ίαν ΜακΓιούαν «Στην Ακτή» (Εκδ.Πατάκη,σελ 217) (88),είναι ένα πολύ όμορφο βιβλίο,κάποιοι θα αντιληφθούν διαβάζοντάς το, ότι είναι κάτι περισσότερο από μιά απλή ιστορία.Η άποψή μου είναι ότι εδώ έχουμε την τέλεια νουβέλα-φαινομενικά απλή αλλά τόσο,μα τόσο,σύνθετη όπου ο μεγάλος Άγγλος συγγραφέας βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα.
Η ιστορία απλή και δίχως εξάρσεις σε πρώτη ματιά.Ένα ζευγαράκι στην συντηρητικότατη Αγγλία των αρχών της δεκαετίας του 60,παντρεύεται μετά από σύντομο και ήρεμο δεσμό.Χωρίς προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες αμφότεροι,βρίσκονται αντιμέτωποι με την «πραγματικότητα» της πρώτης νύχτας του γάμου.Το μεν αγόρι πολύ τρακαρισμένο,μπλοκαρισμένο από τις συμβουλές να προσέξει την πρόωρη εκσπερμάτωση,ανυπομονεί γιά την ώρα της πράξης.Σκέπτεται σεξουαλικές σκηνές,στάσεις από τα πορνοπεριοδικά που έχει ξεφυλίσει,ένας συγκρατημένος "καυλοπυρέσσων".Το κορίτσι αντιμετωπίζει με φρίκη το όλο θέμα μιά τέλεια ενσάρκωση του μεταπολεμικού moto που τόσο σατυρίσθηκε «no sex please,we are British».Αδαής και παιδούλα στο μυαλό,ίσως και ασεξουέλ αλλά τελείως ντεκαβλέ με μόνο ενδιαφέρον στη ζωή της την μουσική και παθολογικά ερωτευμένη με τον πατέρα της,το μόνο που σκέπτεται είναι «άντε να το κάνουμε,να τελειώνει κι’αυτό».Η σεξουαλική (ο θεός να την κάνει) σκηνή είναι μιά παταγώδης αποτυχία,ο γάμος χαλάει,οι ζωές τους αλλάζουν γιά πάντα.
Ο ΜακΓιούαν είναι μέγας στυλίστας και μοναδικός στην περιγραφή και την ατμόσφαιρα τέτοιων «λεπτών καταστάσεων».Το βιβλίο κάπου θυμίζει την «Εξιλέωση» (που έχει έρθει στην επικαιρότητα τελευταία λόγω της εξαιρετικής κινηματογραφικής της μεταφοράς) ,ενώ έχει μιά εσάνς από Κούντερα.Ο συγγραφέας φέρεται με απίστευτη λεπτότητα στους ήρωές του ενώ η ειρωνία του περιορίζεται σε καταστάσεις και δεδομένα της εποχής ("Αυτή δεν ήταν μιά καλή στιγμή στην ιστορία της αγγλικής κουζίνας,όμως κανείς δεν έδινε και πολλή σημασία εκείνη την εποχή,εκτός από τους επισκέπτες από το εξωτερικό"),που παρότι μόνο 45 χρόνια πριν,μοιάζει στον σημερινό αναγνώστη τόσο μακρινή,ώστε οι ήρωες να ταιριάζουν περισσότερο σε καταστάσεις Τζεηνωστικές παρά στην εικόνα που έχουμε σχηματίσει γιά την Αγγλία των σίξτις.
Το βιβλίο έχει τέτοια δύναμη στις εικόνες του που ο αναγνώστης αισθάνεται σαν να συμμετέχει στις σκέψεις των πρωταγωνιστών.Η τριτοπρόσωπη αφήγηση του ΜακΓιούαν βοηθάει στο να εισχωρήσουμε στη σκέψη των ηρώων ενώ με τα φλας-μπακ κατανοούμε το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ των δύο οικογενειών.Η Φλόρενς γνήσιο τέκνο της αστικής τάξης,με την διαννοούμενη μητέρα,τις μουσικές της,την μόρφωσή της,μεγαλωμένη μέσα σε μιά γυάλα.Ο Έντουαρντ τα ζει όλα γιά πρώτη φορά.Ξενοδοχεία,διακοπές περίεργα φαγητά.Παιδί προβληματικής και φτωχής οικογένειας,σπουδάζει ιστορία αλλά δεν πρόκειται να την εξασκήσει ποτέ,δεν ξέρει ούτε που πατάει ούτε που βρίσκεται.Τα δυό παιδιά βλέπουν το γάμο σαν μιά μορφή ελευθερίας,γιά πρώτη φορά αισθάνονται ελεύθεροι να κάνουν ότι γουστάρουν αλλά εκείνοι αδυνατούν να ξεφύγουν από τις συμβάσεις συγκρατώντας τους εαυτούς τους,αυτοκαταπιεζόμενοι ακόμα και τη στιγμή που μιά απλή χειρονομία,ένα βλέμμα θα άλλαζε τη ροή των γεγονότων.
Στην κατανόηση του βιβλίου,συμβάλλουν εξαιρετικά οι αναλύσεις των συναγωνιστών,Nuwanda,Alef,Anagnostria που λίγο έως πολύ συμφωνούν στην αξεπέραστη γοητεία της νουβέλας,διαφωνώντας λίγο μεταξύ τους στο τέλος που δίνει ο συγγραφέας,το οποίο βρήκα υπέροχο και ιδανικό.Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει ακόμα και τον αναγνώστη που θα βρει το βιβλίο βαρετό και ανούσιο (το σέβομαι , στους εραστές της περιπέτειας,η νουβέλα αυτή δεν θα πει απολύτως τίποτα),είναι η εκπληκτική αρχή-το πρώτο κεφάλαιο είναι γιά ανθολογία,ο ΜακΓιούαν σε λίγες προτάσεις συμπυκνώνει αιώνες υπέροχης λογοτεχνίας...Υποκλίνομαι...
«Ήταν και οι δύο νέοι,μορφωμένοι και παρθένοι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους,και στην εποχή που ζούσαν μιά συζήτηση γιά σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη.Μα ποτέ δεν είναι εύκολο.Είχαν μόλις καθήσει γιά να δειπνήσουν σ’ενα μικροσκοπικό καθιστικό στον πρώτο όροφο ενός γεωργιανού πανδοχείου.Στο διπλανό δωμάτιο,ορατό μέσα από την ανοιχτή πόρτα,βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό,μάλλον στενό,του οποίου το κάλυμμα ήταν ολόλευκο και τόσο αψεγάδιαστα τεντωμένο,σαν να μη το είχε στρώσει ανθρώπινο χέρι.Ο Έντουαρντ δεν ανέφερε ότι δεν είχει μείνει ποτέ πριν σε ξενοδοχείο,δεδομένου ότι η Φλόρενς,που είχε κάνει πολλά ταξίδια με τον πατέρα της ως παιδί,ήταν παλιά καραβάνα.Επιφανειακά η διάθεσή τους ήταν πολύ καλή.Ο γάμος τους στην εκκλησία Σεντ Μαίρη στην Οξφόρδη είχε πάει καλά,η τελετή ήταν σεμνή,η δεξίωση κεφάτη,το κατευόδωμα των φίλων από το σχολείο και το κολέγιο ήταν θορυβώδες και εμψυχωτικό.Οι γονείς της δεν ήταν συγκαταβατικοί με τους δικούς του,όπως είχαν φοβηθεί,και η μητέρα του δεν είχε κάνει καμία σημαντική απρέπεια ούτε είχε ξεχάσει ολωσδιόλου το το σκοπό της περίστασης.Το ζευγάρι είχε φύγει με το μικρό αυτοκίνητο της μητέρας της Φλόρενς και είχε φτάσει νωρίς το απόβραδο στο ξενοδοχείο του στην ακτή του Ντόρσετ όπου ο καιρός μπορεί να μην ήταν τέλειος γιά τα μέσα Ιουλίου ή γιά τις περιστάσεις,αλλά ήταν πλήρως ικανοποιητικός:δεν έβρεχε,δεν ήταν όμως και αρκετά ζεστά,σύμφωνα με τη Φλόρενς,ώστε να φάνε έξω στη βεράντα όπως είχαν ελπίσει.Ο Έντουαρντ δεν συμμεριζόταν τη γνώμη της,αλλά ευγενικός μέχρι υπερβολής,ούτε του περνούσε απ’το μυαλό να την αντικρούσει μιά τέτοια νύχτα.»
Η ιστορία απλή και δίχως εξάρσεις σε πρώτη ματιά.Ένα ζευγαράκι στην συντηρητικότατη Αγγλία των αρχών της δεκαετίας του 60,παντρεύεται μετά από σύντομο και ήρεμο δεσμό.Χωρίς προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες αμφότεροι,βρίσκονται αντιμέτωποι με την «πραγματικότητα» της πρώτης νύχτας του γάμου.Το μεν αγόρι πολύ τρακαρισμένο,μπλοκαρισμένο από τις συμβουλές να προσέξει την πρόωρη εκσπερμάτωση,ανυπομονεί γιά την ώρα της πράξης.Σκέπτεται σεξουαλικές σκηνές,στάσεις από τα πορνοπεριοδικά που έχει ξεφυλίσει,ένας συγκρατημένος "καυλοπυρέσσων".Το κορίτσι αντιμετωπίζει με φρίκη το όλο θέμα μιά τέλεια ενσάρκωση του μεταπολεμικού moto που τόσο σατυρίσθηκε «no sex please,we are British».Αδαής και παιδούλα στο μυαλό,ίσως και ασεξουέλ αλλά τελείως ντεκαβλέ με μόνο ενδιαφέρον στη ζωή της την μουσική και παθολογικά ερωτευμένη με τον πατέρα της,το μόνο που σκέπτεται είναι «άντε να το κάνουμε,να τελειώνει κι’αυτό».Η σεξουαλική (ο θεός να την κάνει) σκηνή είναι μιά παταγώδης αποτυχία,ο γάμος χαλάει,οι ζωές τους αλλάζουν γιά πάντα.
Ο ΜακΓιούαν είναι μέγας στυλίστας και μοναδικός στην περιγραφή και την ατμόσφαιρα τέτοιων «λεπτών καταστάσεων».Το βιβλίο κάπου θυμίζει την «Εξιλέωση» (που έχει έρθει στην επικαιρότητα τελευταία λόγω της εξαιρετικής κινηματογραφικής της μεταφοράς) ,ενώ έχει μιά εσάνς από Κούντερα.Ο συγγραφέας φέρεται με απίστευτη λεπτότητα στους ήρωές του ενώ η ειρωνία του περιορίζεται σε καταστάσεις και δεδομένα της εποχής ("Αυτή δεν ήταν μιά καλή στιγμή στην ιστορία της αγγλικής κουζίνας,όμως κανείς δεν έδινε και πολλή σημασία εκείνη την εποχή,εκτός από τους επισκέπτες από το εξωτερικό"),που παρότι μόνο 45 χρόνια πριν,μοιάζει στον σημερινό αναγνώστη τόσο μακρινή,ώστε οι ήρωες να ταιριάζουν περισσότερο σε καταστάσεις Τζεηνωστικές παρά στην εικόνα που έχουμε σχηματίσει γιά την Αγγλία των σίξτις.
Το βιβλίο έχει τέτοια δύναμη στις εικόνες του που ο αναγνώστης αισθάνεται σαν να συμμετέχει στις σκέψεις των πρωταγωνιστών.Η τριτοπρόσωπη αφήγηση του ΜακΓιούαν βοηθάει στο να εισχωρήσουμε στη σκέψη των ηρώων ενώ με τα φλας-μπακ κατανοούμε το κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ των δύο οικογενειών.Η Φλόρενς γνήσιο τέκνο της αστικής τάξης,με την διαννοούμενη μητέρα,τις μουσικές της,την μόρφωσή της,μεγαλωμένη μέσα σε μιά γυάλα.Ο Έντουαρντ τα ζει όλα γιά πρώτη φορά.Ξενοδοχεία,διακοπές περίεργα φαγητά.Παιδί προβληματικής και φτωχής οικογένειας,σπουδάζει ιστορία αλλά δεν πρόκειται να την εξασκήσει ποτέ,δεν ξέρει ούτε που πατάει ούτε που βρίσκεται.Τα δυό παιδιά βλέπουν το γάμο σαν μιά μορφή ελευθερίας,γιά πρώτη φορά αισθάνονται ελεύθεροι να κάνουν ότι γουστάρουν αλλά εκείνοι αδυνατούν να ξεφύγουν από τις συμβάσεις συγκρατώντας τους εαυτούς τους,αυτοκαταπιεζόμενοι ακόμα και τη στιγμή που μιά απλή χειρονομία,ένα βλέμμα θα άλλαζε τη ροή των γεγονότων.
Στην κατανόηση του βιβλίου,συμβάλλουν εξαιρετικά οι αναλύσεις των συναγωνιστών,Nuwanda,Alef,Anagnostria που λίγο έως πολύ συμφωνούν στην αξεπέραστη γοητεία της νουβέλας,διαφωνώντας λίγο μεταξύ τους στο τέλος που δίνει ο συγγραφέας,το οποίο βρήκα υπέροχο και ιδανικό.Εκείνο πάντως που εντυπωσιάζει ακόμα και τον αναγνώστη που θα βρει το βιβλίο βαρετό και ανούσιο (το σέβομαι , στους εραστές της περιπέτειας,η νουβέλα αυτή δεν θα πει απολύτως τίποτα),είναι η εκπληκτική αρχή-το πρώτο κεφάλαιο είναι γιά ανθολογία,ο ΜακΓιούαν σε λίγες προτάσεις συμπυκνώνει αιώνες υπέροχης λογοτεχνίας...Υποκλίνομαι...
«Ήταν και οι δύο νέοι,μορφωμένοι και παρθένοι εκείνη την πρώτη νύχτα του γάμου τους,και στην εποχή που ζούσαν μιά συζήτηση γιά σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη.Μα ποτέ δεν είναι εύκολο.Είχαν μόλις καθήσει γιά να δειπνήσουν σ’ενα μικροσκοπικό καθιστικό στον πρώτο όροφο ενός γεωργιανού πανδοχείου.Στο διπλανό δωμάτιο,ορατό μέσα από την ανοιχτή πόρτα,βρισκόταν ένα κρεβάτι με ουρανό,μάλλον στενό,του οποίου το κάλυμμα ήταν ολόλευκο και τόσο αψεγάδιαστα τεντωμένο,σαν να μη το είχε στρώσει ανθρώπινο χέρι.Ο Έντουαρντ δεν ανέφερε ότι δεν είχει μείνει ποτέ πριν σε ξενοδοχείο,δεδομένου ότι η Φλόρενς,που είχε κάνει πολλά ταξίδια με τον πατέρα της ως παιδί,ήταν παλιά καραβάνα.Επιφανειακά η διάθεσή τους ήταν πολύ καλή.Ο γάμος τους στην εκκλησία Σεντ Μαίρη στην Οξφόρδη είχε πάει καλά,η τελετή ήταν σεμνή,η δεξίωση κεφάτη,το κατευόδωμα των φίλων από το σχολείο και το κολέγιο ήταν θορυβώδες και εμψυχωτικό.Οι γονείς της δεν ήταν συγκαταβατικοί με τους δικούς του,όπως είχαν φοβηθεί,και η μητέρα του δεν είχε κάνει καμία σημαντική απρέπεια ούτε είχε ξεχάσει ολωσδιόλου το το σκοπό της περίστασης.Το ζευγάρι είχε φύγει με το μικρό αυτοκίνητο της μητέρας της Φλόρενς και είχε φτάσει νωρίς το απόβραδο στο ξενοδοχείο του στην ακτή του Ντόρσετ όπου ο καιρός μπορεί να μην ήταν τέλειος γιά τα μέσα Ιουλίου ή γιά τις περιστάσεις,αλλά ήταν πλήρως ικανοποιητικός:δεν έβρεχε,δεν ήταν όμως και αρκετά ζεστά,σύμφωνα με τη Φλόρενς,ώστε να φάνε έξω στη βεράντα όπως είχαν ελπίσει.Ο Έντουαρντ δεν συμμεριζόταν τη γνώμη της,αλλά ευγενικός μέχρι υπερβολής,ούτε του περνούσε απ’το μυαλό να την αντικρούσει μιά τέτοια νύχτα.»