Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Μαρτίου 05, 2008 | Permalink
...Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας...
Με μεγάλη χαρά αποδέχομαι την πρόσκληση της φίλτατης Εαρινής Συμφωνίας να συμμετάσχω στο παιχνίδι αναμνήσεων γιά τον Γιώργο Σεφέρη.
Αλήθεια πόσα χρόνια είχα να διαβάσω ποίηση του Σεφέρη?Κάποτε ήταν ο αγαπημένος μου,με τα χρόνια ξεθώριασε η αγάπη αλλά δεν έσβησε.Μεγαλώνοντας αλλάζουμε,τα γούστα μας αλλάζουν,καινούριες (λογοτεχνικές) αγάπες έρχονται αλλά η σπίθα παραμένει.Δεν χρειαζόταν πολύ...Απλά να ξεφυλίσω πάλι τον συγκεντρωτικό τόμο με τα ποιήματά του.

Η αίσθηση?Σαν να ξαναδιάβηκα «τον κήπο των ηδονών»,περισσότερο ώριμος,περισσότερο κατασταλαγμένος.Θυμάμαι τη συγκίνηση των ερωτικών του ποιημάτων:παραμένει η ίδια..Θυμάμαι το πόσο «άβολα» αισθανόμουν διαβάζοντας τα περισσότερο εγκεφαλικά του ποιήματα,με τα χρόνια και διαβάζοντας T.S.Eliot είχα συνειδητοποιήσει τις επιρροές αλλά ξαναδιαβάζοντας τα ,αντιλήφθηκα καλύτερα την μεγαλωσύνη του.

Το περίεργο όμως είναι ότι αυτά τα ποιήματα που λάτρευα παλαιότερα,μ’άρεσαν εξ’ίσου το ίδιο και τώρα.Η αδυναμία μου είναι τα ποιήματά του μέχρι το 1937-38 ,όχι ότι μ’αφήνουν αδιάφορο τα μεταγενέστερα –τα οποία θεωρούνται και ποιοτικότερα αλλά η ποίηση είναι κατά τη φτωχή μου άποψη περισσότερο έκφραση συναισθημάτων και ρυθμός που σε αγγίζει σε ένα μεταφυσικό επίπεδο παρά εγκεφαλικά κατασκευάσματα.

Η συνεισφορά μου στο παιχνίδι θα είναι δύο ποιήματα (αποσπάσματα) από το «ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ».Όλα τα ποιήματα που ανήκουν σ’αυτή τη συλλογή είναι κορυφαία,αλλά τα συγκεκριμένα είναι τα αγαπημένα μου . Εαρινή μου,είμαι υπόχρεως...


Η'

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ’άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες,ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιό δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μιά πατρίδα που δεν είναι πιά δική μας
ούτε δική σας.

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιό χαμηλά ή λίγο πιό ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα



ΙΘ'

Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει
κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’τα κυπαρίσσια
κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά

μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πιά πως να πεθάνουν.