Σάββατο, Μαρτίου 01, 2008
posted by Librofilo at Σάββατο, Μαρτίου 01, 2008 | Permalink
The Master
Ο σπουδαίος Αμερικανός μυθιστοριογράφος Χένρι Τζέημς ζει στην Αγγλία εδώ και μερικά χρόνια και αρκετό καιρό ψάχνει γιά κάποιο σπίτι έξω από το Λονδίνο.Στο μικρό χωριό Ράϊ,βρίσκει ένα κότατζ,το Λαμ Χάουζ,που πληροί τις προδιαγραφές του,το οποίο του γίνεται έμμονη ιδέα.Μετά από κάποιο διάστημα επιτέλους το σπίτι ελευθερώνεται,και ο Τζέημς το ενοικιάζει.
«...Περιέργως,τους επόμενους μήνες ένιωθε ως επί το πλείστον φόβο,σαν να είχε ξεκινήσει απροετοίμαστος ένα τεράστιο και ριψοκίνδυνο οικονομικό εγχείρημα που θα μπορούσε να του κοστίσει ό,τι είχε και δεν είχε.Τώρα έπρεπε να φροντίσει γιά ένα σωρό θέματα,να βρει επιπλέον προσωπικό,ν’αγοράσει έπιπλα κι άλλα πράγματα γιά το σπίτι,ν’αποφασίσει αν θα κρατούσε ή θα νοίκιαζε το διαμέρισμα στο Λονδίνο.Επίσης,τώρα που θα είχε ν’αντιμετωπίσει αυτές τις τεράστιες υποχρεώσεις,έπρεπε να σιγουρέψει το οικονομικό του μέλλον.Όμως πέρα απ’όλες αυτές τις έγνοιες ένιωθε να τον πλημμυρίζει ένα αόριστο και τρομερό προαίσθημα.Επί εβδομάδες δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν,ώσπου του αποκαλύφθηκε ξαφνικά:όταν μπήκε στα δωμάτια του επάνω ορόφου του Λαμ Χάουζ,και μάλιστα σ’αυτό που θα χρησιμοποιούσε γιά κρεββατοκάμαρα,ήταν σίγουρος ότι θα έμπαινε στο δωμάτιο όπου θα πέθαινε.Καθώς μελετούσε το μισθωτήριο,διαισθάνθηκε ότι μέσα σ’αυτά τα είκοσι ένα χρόνια θα ερχόταν κάποια στιγμή το τέλος του.Για περίπου τριακόσια χρόνια οι τοίχοι αυτού του σπιτιού είχαν δει πολλούς άντρες και γυναίκες να έρχονται και να φεύγουν,και τώρα το σπίτι είχε προσκαλέσει κι εκείνον να γευτεί γιά λίγο τη γοητεία του,τον είχε προσελκύσει εκεί και του πρόσφερε προσωρινά τη φιλοξενία του.Θα τον υποδεχόταν εγκάρδια κι ύστερα θα τον ξεπροβόδιζε κι αυτόν όπως τους άλλους.Σ’ένα απ’αυτά τα δωμάτια θα ψυχορραγούσε,σ’αυτό το σπίτι θα γινόταν ένα άψυχο σώμα.Η ιδέα ήταν ανατριχιαστική και παρήγορη μαζί.Χωρίς κανένα δισταγμό είχε κάνει αυτό το ταξίδι γιά να γνωρίσει το μέρος,όπου θα πέθαινε,ν’απομακρύνει το μυστήριο του θανάτου,μιά από τις άγνωστες διαστάσεις του.Σ’αυτό το μέρος όμως θα ερχόταν επίσης γιά να ζήσει,θα περνούσε πολλές ώρες της ημέρας δουλεύοντας και πολλές βραδινές ώρες πλάϊ στο τζάκι.Μετά από τόσα χρόνια ανήσυχης περιπλάνησης είχε βρει πιά το σπίτι του και τώρα λαχταρούσε να φωλιάσει μέσα στη ζεστή και γοητευτική του ατμόσφαιρα.»
Η μεγάλη γοητεία της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Κολμ Τόϊμπιν « ΧΕΝΡΙ ΤΖΕΪΜΣ,Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ »(Εκδ.Ωκεανίδα,σελ.562) (85),είναι το ύφος και η ατμόσφαιρα της.Ο συγγραφέας με υπέροχο στυλ και χωρίς να αντιγράφει ή να μιμείται τον μεγάλο δημιουργό έγραψε ένα βιβλίο που μας φέρνει πολύ κοντά στην προσωπικότητα του Τζέϊμς εκμεταλλευόμενος το στυλ των βιβλίων του Δάσκαλου.Ευτυχώς που πριν από λίγα χρόνια εκδόθηκε και το μυθιστόρημα του David Lodge «ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ!!»,άλλο ένα υπέροχο βιβλίο γιά την θεατρική πορεία (και όχι μόνο)του Χ.Τζέϊμς,το οποίο γενικά δεν μοιάζει με τον «Δάσκαλο».
Το βιβλίο καλύπτει μιά περίοδο 4 ετών (από το 1895 έως το 1899)από τη ζωή του Χ.Τζέϊμς.Αρχίζει με την παταγώδη αποτυχία του θεατρικού του έργου «Γκάϊ Ντόμβιλ»,το οποίο ανεβάινει στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου γιά να κατέβει σχεδόν αμέσως και να αντικατασταθεί από ένα έργο του μεγάλου σταρ της εποχής Όσκαρ Ουάϊλντ.Τελειώνει με την επίσκεψη της οικογένειας του αδερφού του,φιλόσοφου Ουίλιαμ Τζέϊμς και την επανένωση (κατά κάποιο τρόπο) των δύο ψυχραμένων γιά χρόνια αδερφών.Ενδιάμεσα παρακολουθούμε διάφορα επεισόδια της ζωής του.Το ταξίδι του στην Ιρλανδία,την αγορά του σπιτιού στο Ράϊ και τις ξεκαρδιστικές σκηνές με τους μεθύστακες υπηρέτες του,με ένα μεγάλο φλας-μπακ τα χρόνια του εμφυλίου όταν ζούσε με την οικογένειά του στο Νιούπορτ της Αμερικής,το ταξίδι του στην Ιταλία μετά την αυτοκτονία της φίλης του,συγγραφέως Κόνστανς Φένιμορ Γούλσον και την γνωριμία του εκεί με τον πανέμορφο γλύπτη Χέντρικ Άντερσεν,τον οποίο ο Τζέϊμς ερωτεύεται.
Ο Τόϊμπιν αναφέρεται συχνά στην ομοφυλοφιλία του Δάσκαλου.Μιά ομοφυλοφιλία διακριτική και καταπιεσμένη.Από τα βλέμματα με τον νεαρό υπηρέτη στην Ιρλανδία,μέχρι το πάθος που τον κυριεύει μπροστά στη θέα του Άντερσεν,ο Τζέϊμς συγκρατείται και ελέγχει τα συναισθήματά του.Ο κόσμος ήταν διαφορετικός,και έπρεπε κάποια στάνταρντς συμπεριφοράς να ακολουθούνται,το σοκ που βιώνει ο Τζέϊμς όταν πληροφορείται ότι ο Ουάϊλντ διακηρύσσει ανοιχτά τις ερωτικές του προτιμήσεις είναι ενδεικτικό του στυλ της εποχής.Ο Δάσκαλος είναι γενικά συγκρατημένος άνθρωπος,δεν αφήνει κανένα συναίσθημα,καμία πτυχή της ευαισθησίας του να φανεί.Στο βιβλίο διακρίνεται επίσης μιά μεγάλη αμοιβαία έλξη με την Γούλσον,η οποία ήταν ιδιαίτερα εκκεντρική ως προσωπικότητα,αλλά παρ’όλες τις συχνές-συχνότατες επαφές δεν διαφαίνεται να προχώρησαν σε κάτι πιό ουσιαστικό.Ο Τζέϊμς αισθάνεται ενοχές γιά την αυτοκτονία της φίλης του,οι συγγενείς της τον θεωρούν ψιλοϋπεύθυνο γιά τον χαμό της αν και δεν του το λένε κατάμουτρα.Όταν επισκέπτεται τη Βενετία ,ο Τόϊμπιν μας χαρίζει μιά μεγαλειώδη λογοτεχνικά σκηνή όταν με ένα γονδολιέρη πετάνε τα ρούχα της Γούλσον στη θάλασσα...
Πάνω απ’όλα όμως,το μυθιστόρημα είναι μιά άσκηση μνήμης ,νοσταλγίας και περιπλάνησης στην ντουλάπα με τους σκελετούς του Δάσκαλου.Οι οικογενειακές στιγμές στην πολυμελή οικογένεια των Τζέϊμς μεταφέρονται με εκπληκτικό τρόπο.Ο αναγεννησιακός πατέρας που ασχολείται με όλες τις μορφές της τέχνης,η υπερπροστατευτική μητέρα,η υπερευαίσθητη αδερφή,ο συγκροτημένος και σοβαρός Ουίλιαμ που παρ’ότι μόνο ενάμιση χρόνο μεγαλύτερος από τον Χένρι του φέρεται σαν πατέρας,τα δύο μικρότερα αδέρφια που κατατάσσονται στον στρατό των Βορείων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου με οδυνηρές συνέπειες.Ο Χ.Τζέϊμς ζούσε με τις ενοχές του γιατί απέφυγε τη στράτευση χρησιμοποιώντας τις σπουδές του ως πρόσχημα,γιατί δεν στάθηκε περισσότερο κοντά στην αδερφή του,γιατί δεν πολυκατάλαβε τον πατέρα του.Από το βιβλίο ουσιαστικά βγαίνει το συμπέρασμα ότι η «φυγή» του στην γηραιά ήπειρο ήταν μονόδρομος.Η λατρεία του γιά οτιδήποτε βρετανικό ήταν η προσπάθεια του να απογαλακτισθεί από τον μικρόκοσμο του Νιούπορτ και ν’ανοίξει τα φτερά του.
Στο μυθιστόρημα του Τόϊμπιν μαθαίνουμε λεπτομέρειες γιά βιβλία του Τζέϊμς,ενώ καταλαβαίνουμε τον τρόπο σκέψης του.Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του έχουν πολλά στοιχεία από τις καθημερινές του επαφές – κάποια στιγμή δε ,η Γούλσον του το λέει,ότι δεν επιθυμεί να γίνει η ηρωίδα κάποιου από τα βιβλία του καθώς συνειδητοποιεί επισκεπτόμενη έναν φίλο του Τζέϊμς στην Φλωρεντία ότι το σπίτι του,μεταφέρθηκε αυτούσιο στο ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ.
Ένα βιβλίο αγάπης γιά τον Τζέϊμς,γραμμένο με σεβασμό και αφηγηματική μέθοδο που δεν προδίδει τον μεγάλο Δάσκαλο και αποτελεί μιά εξαίσια διαφήμιση γιά τα βιβλία του.Σε μία αριστουργηματική σκηνή γεμάτη από πνιγμένα συναισθήματα,ο Τζέϊμς βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Λαμ χάουζ με τον νεαρό Άντερσεν (το αντικείμενο του πόθου του),όταν ο συγγραφέας δακρύζει καταλαβαίνουμε ότι παρ’ότι στα μυθιστορήματά του μετέφερε σκηνές από την καθημερινή του ζωή,και το γράψιμο τους ήταν η καθαρή και συνειδητοποιημένη επιλογή που έκανε στη ζωή του,η αξεπέραστη γοητεία τους πηγάζει από τις πράξεις που ποτέ δεν έκανε και δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιήσει...
«...Όταν κατέβηκε ο Άντερσεν,τα μαλλιά του ήταν φρεσκολουσμένα,υγρά ακόμη,και το ανοιχτό του δέρμα,είχε κοκκινίσει απ’τον ήλιο.Χαμογέλασε,κάθισε αναπαυτικά,άρχισε να πίνει το ποτό του κι έριχνε εξεταστικές ματιές στον κήπο γύρω του σαν να μην τον είχε ξαναδεί.Ο Χένρι του είχε ήδη δείξει το δωμάτιο του κήπου όπου εργαζόταν το καλοκαίρι,αλλά δεν τον είχε καλέσει ακόμη μέσα.Τώρα του πρότεινε να το επισκεφτούν,και με τα ποτά τους στο χέρι διέσχισαν μαζί το γκαζόν.
«Εδώ λοιπόν γράφεις όλα σου τα έργα»είπε ο Άντερσε μόλις ο Χένρι έκλεισε πίσω τους τη πόρτα.
«Εδώ παίρνουν μορφή όλες οι ιστορίες»είπε ο Χένρι
Στ’αριστερά της εισόδου ήταν μιά εντοιχισμένη βιβλιοθήκη,και ο Άντερσεν,αφού μελέτησε τη θέα και θαύμασε το φως,άρχισε να κοιτάζει τα βιβλία,χωρίς να δείχνει ν’αντιλαμβάνεται στην αρχή πως όλα είχαν γραφτεί απ’τον οικοδεσπότη του.Έπιασε ένα-δυό κι ύστερα φάνηκε να καταλαβαίνει σιγά σιγά πως αυτή η μεγάλη και ψηλή βιβλιοθήκη περιείχε τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Χένρι Τζέημς,όλες τις εκδόσεις τους που είχαν γίνει και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.Εντυπωσιάστηκε πολύ κι άρχισε να κατεβάζει βιβλία και να διαβάζει τους τίτλους στη ράχη και τα εξώφυλλα.
«Μα έχεις γράψει ολόκληρη βιβλιοθήκη»είπε. «Πρέπει να τα διαβάσω όλα».
Γύρισε και κοίταξε τον Χένρι
«Το ήξερες από πάντα ότι θα έγραφες όλ’αυτά τα βιβλία?»
«Βασικά ξέρω ποιά θα είναι η επόμενη πρόταση»είπε ο Χένρι, «αλλά πολύ συχνά ξέρω ποιά θα είναι και η επόμενη ιστορία,και κρατάω σημειώσεις γιά μυθιστορήματα».
«Μα...όλ’αυτά δεν είναι μέρος ενός σχεδίου που έκανες κάποτε?Δεν πήρες κάποια στιγμή απόφαση τι θα κάνεις στη ζωή σου?»
Μέχρι να του κάνει και τη δεύτερη ερώτηση ο Άντερσεν,ο Χένρι του είχε γυρίσει την πλάτη και κοίταζε προς το παράθυρο,χωρίς να ξέρει γιατί τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα.»
«...Περιέργως,τους επόμενους μήνες ένιωθε ως επί το πλείστον φόβο,σαν να είχε ξεκινήσει απροετοίμαστος ένα τεράστιο και ριψοκίνδυνο οικονομικό εγχείρημα που θα μπορούσε να του κοστίσει ό,τι είχε και δεν είχε.Τώρα έπρεπε να φροντίσει γιά ένα σωρό θέματα,να βρει επιπλέον προσωπικό,ν’αγοράσει έπιπλα κι άλλα πράγματα γιά το σπίτι,ν’αποφασίσει αν θα κρατούσε ή θα νοίκιαζε το διαμέρισμα στο Λονδίνο.Επίσης,τώρα που θα είχε ν’αντιμετωπίσει αυτές τις τεράστιες υποχρεώσεις,έπρεπε να σιγουρέψει το οικονομικό του μέλλον.Όμως πέρα απ’όλες αυτές τις έγνοιες ένιωθε να τον πλημμυρίζει ένα αόριστο και τρομερό προαίσθημα.Επί εβδομάδες δεν μπορούσε να καταλάβει τι ακριβώς ήταν,ώσπου του αποκαλύφθηκε ξαφνικά:όταν μπήκε στα δωμάτια του επάνω ορόφου του Λαμ Χάουζ,και μάλιστα σ’αυτό που θα χρησιμοποιούσε γιά κρεββατοκάμαρα,ήταν σίγουρος ότι θα έμπαινε στο δωμάτιο όπου θα πέθαινε.Καθώς μελετούσε το μισθωτήριο,διαισθάνθηκε ότι μέσα σ’αυτά τα είκοσι ένα χρόνια θα ερχόταν κάποια στιγμή το τέλος του.Για περίπου τριακόσια χρόνια οι τοίχοι αυτού του σπιτιού είχαν δει πολλούς άντρες και γυναίκες να έρχονται και να φεύγουν,και τώρα το σπίτι είχε προσκαλέσει κι εκείνον να γευτεί γιά λίγο τη γοητεία του,τον είχε προσελκύσει εκεί και του πρόσφερε προσωρινά τη φιλοξενία του.Θα τον υποδεχόταν εγκάρδια κι ύστερα θα τον ξεπροβόδιζε κι αυτόν όπως τους άλλους.Σ’ένα απ’αυτά τα δωμάτια θα ψυχορραγούσε,σ’αυτό το σπίτι θα γινόταν ένα άψυχο σώμα.Η ιδέα ήταν ανατριχιαστική και παρήγορη μαζί.Χωρίς κανένα δισταγμό είχε κάνει αυτό το ταξίδι γιά να γνωρίσει το μέρος,όπου θα πέθαινε,ν’απομακρύνει το μυστήριο του θανάτου,μιά από τις άγνωστες διαστάσεις του.Σ’αυτό το μέρος όμως θα ερχόταν επίσης γιά να ζήσει,θα περνούσε πολλές ώρες της ημέρας δουλεύοντας και πολλές βραδινές ώρες πλάϊ στο τζάκι.Μετά από τόσα χρόνια ανήσυχης περιπλάνησης είχε βρει πιά το σπίτι του και τώρα λαχταρούσε να φωλιάσει μέσα στη ζεστή και γοητευτική του ατμόσφαιρα.»
Η μεγάλη γοητεία της μυθιστορηματικής βιογραφίας του Κολμ Τόϊμπιν « ΧΕΝΡΙ ΤΖΕΪΜΣ,Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ »(Εκδ.Ωκεανίδα,σελ.562) (85),είναι το ύφος και η ατμόσφαιρα της.Ο συγγραφέας με υπέροχο στυλ και χωρίς να αντιγράφει ή να μιμείται τον μεγάλο δημιουργό έγραψε ένα βιβλίο που μας φέρνει πολύ κοντά στην προσωπικότητα του Τζέϊμς εκμεταλλευόμενος το στυλ των βιβλίων του Δάσκαλου.Ευτυχώς που πριν από λίγα χρόνια εκδόθηκε και το μυθιστόρημα του David Lodge «ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ!!»,άλλο ένα υπέροχο βιβλίο γιά την θεατρική πορεία (και όχι μόνο)του Χ.Τζέϊμς,το οποίο γενικά δεν μοιάζει με τον «Δάσκαλο».
Το βιβλίο καλύπτει μιά περίοδο 4 ετών (από το 1895 έως το 1899)από τη ζωή του Χ.Τζέϊμς.Αρχίζει με την παταγώδη αποτυχία του θεατρικού του έργου «Γκάϊ Ντόμβιλ»,το οποίο ανεβάινει στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου γιά να κατέβει σχεδόν αμέσως και να αντικατασταθεί από ένα έργο του μεγάλου σταρ της εποχής Όσκαρ Ουάϊλντ.Τελειώνει με την επίσκεψη της οικογένειας του αδερφού του,φιλόσοφου Ουίλιαμ Τζέϊμς και την επανένωση (κατά κάποιο τρόπο) των δύο ψυχραμένων γιά χρόνια αδερφών.Ενδιάμεσα παρακολουθούμε διάφορα επεισόδια της ζωής του.Το ταξίδι του στην Ιρλανδία,την αγορά του σπιτιού στο Ράϊ και τις ξεκαρδιστικές σκηνές με τους μεθύστακες υπηρέτες του,με ένα μεγάλο φλας-μπακ τα χρόνια του εμφυλίου όταν ζούσε με την οικογένειά του στο Νιούπορτ της Αμερικής,το ταξίδι του στην Ιταλία μετά την αυτοκτονία της φίλης του,συγγραφέως Κόνστανς Φένιμορ Γούλσον και την γνωριμία του εκεί με τον πανέμορφο γλύπτη Χέντρικ Άντερσεν,τον οποίο ο Τζέϊμς ερωτεύεται.
Ο Τόϊμπιν αναφέρεται συχνά στην ομοφυλοφιλία του Δάσκαλου.Μιά ομοφυλοφιλία διακριτική και καταπιεσμένη.Από τα βλέμματα με τον νεαρό υπηρέτη στην Ιρλανδία,μέχρι το πάθος που τον κυριεύει μπροστά στη θέα του Άντερσεν,ο Τζέϊμς συγκρατείται και ελέγχει τα συναισθήματά του.Ο κόσμος ήταν διαφορετικός,και έπρεπε κάποια στάνταρντς συμπεριφοράς να ακολουθούνται,το σοκ που βιώνει ο Τζέϊμς όταν πληροφορείται ότι ο Ουάϊλντ διακηρύσσει ανοιχτά τις ερωτικές του προτιμήσεις είναι ενδεικτικό του στυλ της εποχής.Ο Δάσκαλος είναι γενικά συγκρατημένος άνθρωπος,δεν αφήνει κανένα συναίσθημα,καμία πτυχή της ευαισθησίας του να φανεί.Στο βιβλίο διακρίνεται επίσης μιά μεγάλη αμοιβαία έλξη με την Γούλσον,η οποία ήταν ιδιαίτερα εκκεντρική ως προσωπικότητα,αλλά παρ’όλες τις συχνές-συχνότατες επαφές δεν διαφαίνεται να προχώρησαν σε κάτι πιό ουσιαστικό.Ο Τζέϊμς αισθάνεται ενοχές γιά την αυτοκτονία της φίλης του,οι συγγενείς της τον θεωρούν ψιλοϋπεύθυνο γιά τον χαμό της αν και δεν του το λένε κατάμουτρα.Όταν επισκέπτεται τη Βενετία ,ο Τόϊμπιν μας χαρίζει μιά μεγαλειώδη λογοτεχνικά σκηνή όταν με ένα γονδολιέρη πετάνε τα ρούχα της Γούλσον στη θάλασσα...
Πάνω απ’όλα όμως,το μυθιστόρημα είναι μιά άσκηση μνήμης ,νοσταλγίας και περιπλάνησης στην ντουλάπα με τους σκελετούς του Δάσκαλου.Οι οικογενειακές στιγμές στην πολυμελή οικογένεια των Τζέϊμς μεταφέρονται με εκπληκτικό τρόπο.Ο αναγεννησιακός πατέρας που ασχολείται με όλες τις μορφές της τέχνης,η υπερπροστατευτική μητέρα,η υπερευαίσθητη αδερφή,ο συγκροτημένος και σοβαρός Ουίλιαμ που παρ’ότι μόνο ενάμιση χρόνο μεγαλύτερος από τον Χένρι του φέρεται σαν πατέρας,τα δύο μικρότερα αδέρφια που κατατάσσονται στον στρατό των Βορείων κατά τη διάρκεια του εμφυλίου με οδυνηρές συνέπειες.Ο Χ.Τζέϊμς ζούσε με τις ενοχές του γιατί απέφυγε τη στράτευση χρησιμοποιώντας τις σπουδές του ως πρόσχημα,γιατί δεν στάθηκε περισσότερο κοντά στην αδερφή του,γιατί δεν πολυκατάλαβε τον πατέρα του.Από το βιβλίο ουσιαστικά βγαίνει το συμπέρασμα ότι η «φυγή» του στην γηραιά ήπειρο ήταν μονόδρομος.Η λατρεία του γιά οτιδήποτε βρετανικό ήταν η προσπάθεια του να απογαλακτισθεί από τον μικρόκοσμο του Νιούπορτ και ν’ανοίξει τα φτερά του.
Στο μυθιστόρημα του Τόϊμπιν μαθαίνουμε λεπτομέρειες γιά βιβλία του Τζέϊμς,ενώ καταλαβαίνουμε τον τρόπο σκέψης του.Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του έχουν πολλά στοιχεία από τις καθημερινές του επαφές – κάποια στιγμή δε ,η Γούλσον του το λέει,ότι δεν επιθυμεί να γίνει η ηρωίδα κάποιου από τα βιβλία του καθώς συνειδητοποιεί επισκεπτόμενη έναν φίλο του Τζέϊμς στην Φλωρεντία ότι το σπίτι του,μεταφέρθηκε αυτούσιο στο ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΣ.
Ένα βιβλίο αγάπης γιά τον Τζέϊμς,γραμμένο με σεβασμό και αφηγηματική μέθοδο που δεν προδίδει τον μεγάλο Δάσκαλο και αποτελεί μιά εξαίσια διαφήμιση γιά τα βιβλία του.Σε μία αριστουργηματική σκηνή γεμάτη από πνιγμένα συναισθήματα,ο Τζέϊμς βρίσκεται στην βιβλιοθήκη του Λαμ χάουζ με τον νεαρό Άντερσεν (το αντικείμενο του πόθου του),όταν ο συγγραφέας δακρύζει καταλαβαίνουμε ότι παρ’ότι στα μυθιστορήματά του μετέφερε σκηνές από την καθημερινή του ζωή,και το γράψιμο τους ήταν η καθαρή και συνειδητοποιημένη επιλογή που έκανε στη ζωή του,η αξεπέραστη γοητεία τους πηγάζει από τις πράξεις που ποτέ δεν έκανε και δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιήσει...
«...Όταν κατέβηκε ο Άντερσεν,τα μαλλιά του ήταν φρεσκολουσμένα,υγρά ακόμη,και το ανοιχτό του δέρμα,είχε κοκκινίσει απ’τον ήλιο.Χαμογέλασε,κάθισε αναπαυτικά,άρχισε να πίνει το ποτό του κι έριχνε εξεταστικές ματιές στον κήπο γύρω του σαν να μην τον είχε ξαναδεί.Ο Χένρι του είχε ήδη δείξει το δωμάτιο του κήπου όπου εργαζόταν το καλοκαίρι,αλλά δεν τον είχε καλέσει ακόμη μέσα.Τώρα του πρότεινε να το επισκεφτούν,και με τα ποτά τους στο χέρι διέσχισαν μαζί το γκαζόν.
«Εδώ λοιπόν γράφεις όλα σου τα έργα»είπε ο Άντερσε μόλις ο Χένρι έκλεισε πίσω τους τη πόρτα.
«Εδώ παίρνουν μορφή όλες οι ιστορίες»είπε ο Χένρι
Στ’αριστερά της εισόδου ήταν μιά εντοιχισμένη βιβλιοθήκη,και ο Άντερσεν,αφού μελέτησε τη θέα και θαύμασε το φως,άρχισε να κοιτάζει τα βιβλία,χωρίς να δείχνει ν’αντιλαμβάνεται στην αρχή πως όλα είχαν γραφτεί απ’τον οικοδεσπότη του.Έπιασε ένα-δυό κι ύστερα φάνηκε να καταλαβαίνει σιγά σιγά πως αυτή η μεγάλη και ψηλή βιβλιοθήκη περιείχε τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Χένρι Τζέημς,όλες τις εκδόσεις τους που είχαν γίνει και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.Εντυπωσιάστηκε πολύ κι άρχισε να κατεβάζει βιβλία και να διαβάζει τους τίτλους στη ράχη και τα εξώφυλλα.
«Μα έχεις γράψει ολόκληρη βιβλιοθήκη»είπε. «Πρέπει να τα διαβάσω όλα».
Γύρισε και κοίταξε τον Χένρι
«Το ήξερες από πάντα ότι θα έγραφες όλ’αυτά τα βιβλία?»
«Βασικά ξέρω ποιά θα είναι η επόμενη πρόταση»είπε ο Χένρι, «αλλά πολύ συχνά ξέρω ποιά θα είναι και η επόμενη ιστορία,και κρατάω σημειώσεις γιά μυθιστορήματα».
«Μα...όλ’αυτά δεν είναι μέρος ενός σχεδίου που έκανες κάποτε?Δεν πήρες κάποια στιγμή απόφαση τι θα κάνεις στη ζωή σου?»
Μέχρι να του κάνει και τη δεύτερη ερώτηση ο Άντερσεν,ο Χένρι του είχε γυρίσει την πλάτη και κοίταζε προς το παράθυρο,χωρίς να ξέρει γιατί τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα.»