Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008
posted by Librofilo at Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008 | Permalink
Περί "υποκριτών"...
Την ιστορία ενός μεγάλου υποκριτή περιγράφει ο εξαιρετικός συγγραφέας Τζων Μπάνβιλ στο παλαιότερο βιβλίο του αλλά πρόσφατα εκδοθέν στα ελληνικά «ΣΑΒΑΝΟ» (Εκδ.Καστανιώτη,σελ.336) (73).Το βιβλίο έχει γοητεία,το θέμα φαντάζει ιδιαίτερα ενδιαφέρον,αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι μετριότατο.
Ο υπέργηρος καθηγητής Άξελ Βάντερ ευρισκόμενος στα όρια της κατάθλιψης μετά τον θάνατο της συζύγου του,λαμβάνει επιστολή από την Κας Κλιβ,μιά νεαρά Ιρλανδή μελετήτρια του έργου του ,η οποία του επισημαίνει ότι έχει ανακαλύψει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα γιά τη ζωή του και το παρελθόν του,τα οποία ο ακαδημαϊκός έχει κρύψει από τον κόσμο.Με αρκετή ανησυχία αλλά περισσότερη περιέργεια ο Βάντερ δίνει ραντεβού στο Τορίνο με την κοπέλα,η οποία αποδεικνύεται φανατική θαυμάστρια του έργου του αλλά τελείως διαταραγμένη προσωπικότητα.
Το μυστικό του Βάντερ είναι συγκλονιστικό μεν ,αλλά πλέον ελάχιστη σημασία έχει γιά τη ζωή του καθηγητή.Νεαρός εβραίος στην Αμβέρσα,στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής,γιά να γλυτώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης πήρε την ταυτότητα ενός φίλου του που αγνοείτο και ο οποίος εκτός από ιδιοφυία και χαρισματική προσωπικότητα ήταν ήδη σχετικά γνωστός στους κύκλους των διαννοουμένων της πόλης προκαλώντας τη ζήλεια του κολλητού του.Οικειοποιούμενος την ταυτότητα του Βάντερ μπόρεσε και διέφυγε στην Αγγλία πρώτα και αργότερα στην Αμερική όπου έκανε μιά μεγάλη καριέρα ως μελετητής του Νίτσε.
Η επιλογή του Τορίνου σαν πόλη του «ξεκαθαρίσματος» με το παρελθόν δεν είναι τυχαία γιά τον Βάντερ,είναι η πόλη της «Ιεράς Σινδόνης» (του Σάβανου του τίτλου του βιβλίου) και το μέρος που ο Νίτσε «έχασε τα λογικά του».Ο κεντρικός ήρωας δεν παθαίνει κάτι τέτοιο,απλά είναι πολύ γέρος,ζει με τις αναμνήσεις,τις ενοχές του έχοντας δίπλα του μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα όπως είναι η Κας,που του στέκεται ως «νέμεση»,ως ερωμένη,ως νοσοκόμα,ως κόρη.
Ο Μπάνβιλ λες και γράφει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά...Οι διάλογοι είναι υπέροχοι,το βιβλίο είναι γεμάτο από αναφορές,νοήματα,υπαινικτικές συζητήσεις,φιλοσοφία γιά τη ζωή,τον θάνατο,την παραφροσύνη,τον έρωτα,την εξάρτηση αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ βαρετό.Οι χαρακτήρες είναι εντυπωσιακοί αλλά ο συγγραφέας δεν τους «απογειώνει».Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα αλλά με την τόση πολυλογία και «μισμιρίαση» του Βάντερ χάνεται το κεντρικό σημείο που θα μπορούσε να είναι η απώλεια της ταυτότητας του καθηγητή κρυμμένου πίσω από μιά μάσκα γιά 50 χρόνια –ποιός είναι πραγματικά ο Άξελ Βάντερ?
Παρ’ότι στην αρχή με γοήτευσε η ιστορία και φαντάστηκα ότι το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι,μεταξύ του ερωτύλου καθηγητή και της αλλοπρόσαλης αλλά γλυκειάς Κας θα απογείωνε το βιβλίο τελικά απογοητεύτηκα.Το τραγικό και σχεδόν μελοδραματικό φινάλε μοιάζει αδιέξοδο αλλά τουλάχιστον σε γλυτώνει από περαιτέρω ανάγνωση.
Ο εξαίσιος Κωνσταντίνος Τζούμας ισχυρίζεται ότι είναι «The great pretender» στο πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του «ΩΣ ΕΚ ΘΑΥΜΑΤΟΣ» (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.404),αλλά εγώ «υποκρισία» δεν διέκρινα ,αντίθετα διάβασα ένα υπέροχο βιβλίο γεμάτο ζωή,κίνηση,αρμονία,καλό γούστο,απέραντο χιούμορ και πολύ,μα πάρα πολύ στυλ.
Γεννημένος στον Πειραιά,σημαδεμένος από τον πρόωρο χαμό της μητέρας του και την χρεωκοπία του πατέρα του , ο Τζούμας «βγήκε από την μπροστινή πόρτα» κατά την έκφραση του Τρούμαν Καπότε και βίωσε την δεκαετία του 60 με όλο του το είναι.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με κινηματογραφικό ύφος,με συνεχή fade-outs (μικρές ή μεγαλύτερες σκηνές που «σβύνουν»),με εξαιρετική αρχή από αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας σαν εικόνες :
«...έχω ιδρώσει ή έχω κατουρηθεί στο κρεβάτι...Πολλά περπατήματα στο ταβάνι,οι σκιές...ολόκληρο ταξίδι...οι τοίχοι γαλακτεροί...το γάλα καλύτερο απ’το μουρουνέλαιο,το φτύνω κρυφά,χα,χα,χα...δεν έχει σχολείο αυτές τις μέρες...η κλάρα είναι ωραία γιά καλύματα και κουρτίνες,η κλάρα είναι ωραία ξαναλέει φχαριστημένη η κυρά-Βάσω η γειτόνισσα...οι τοίχοι είναι τσαλακωμένοι σαν χαρτιά...πως τραβάει το δέρμα η βεντούζα και το καυτό τσούξιμο...η θεία Παναγιώτα είναι καλή...αλλά είναι τσαλακωμένη κι αυτή σαν χαρτί...σώτε πλιά τα κλάματα,λέει και ξαναλέει η θεία Αντριάνα...αλλά ο Άγγελος είναι απαίσιος,μου τραβάει τ’αυτί και το στρίβει...άι στο διάολο,Άγγελε...τσαλακωμένο χαρτί...χι,χι,χι.Μυρίζει πορτοκαλάδα που στύβει η μαμά...ελαφρύ χέρι...και η Αγγελικούλα απέναντι όταν στριμωχνόμαστε στο κρυφτό έχει απαλό χέρι και ροζ φουσκωτό κυλοτάκι,χωμένο ανάμεσα...όλα ζαρωμένα,τσαλακωμένα σαν χαρτιά...
«Ψήνεται στον πυρετό ο μικρός»,ακούγεται απ’το χωλ.»
Περιγραφές της αλητοπαρέας,των χρόνων στη Δραματική σχολή του Θεοδοσιάδη,χορός με την Ζουζού Νικολούδη,περιοδείες κουραστικές στην επαρχία και στο εξωτερικό,αλλά πάνω απ’όλα αυτή η αίσθηση του «dolce far niente» που κυριαρχεί στο βιβλίο και τη φιλοσοφία ζωής του Τζούμα.Το στυλ προέχει,η κομψότης παντού και πάντα,η αισθητική.Μακριά από το «ελληνικό ύφος» διασκέδασης και επαναστατικότητας περνάει την καθημερινότητά του «διαφορετικά»...
«Βρίσκω πολύ μπανάλ τον επιθεωρησιακό καρικατουρίστικο τρόπο των ελληνικών ταινιών γιά τα παιδιά των λουλουδιών και την επιθυμία γιά έναν καλύτερο κόσμο.Αν εσείς μας βλέπετε σαν τεντυμπόηδες,γιεγιέδες,εμείς να δείτε πως σας βλέπουμε:άξεστους,χωρίς στυλ,μίζερους,χωριάτες...»
Ο Τζούμας δεν διστάζει να γράψει τα πράγματα όπως του έρχονται,όπως μιλάει στην παρέα του...Σεξ άφθονο,φάρσες τρελλές,απόψεις που μπορεί να προκαλέσουν μιάς και τα χρόνια της δικτατορίας περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου με τρελλή διάθεση και πλάκα...
Γνωστές αλλά και ξεχασμένες «μούρες» της εποχής παρελαύνουν ολοζώντανα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας.Μπορεί ο συγγραφέας να θεωρεί ότι δεν διεκδικεί «δάφνες» λογοτεχνικότητας αλλά εγώ διακρίνω ποίηση,ωραία γλώσσα ρέουσα και ζωντανή.Πολλές φορές η γραφή ξεφεύγει προς το γκροτέσκο και το υπερβολικό αλλά το συγχωρείς μπροστά στο κέφι και τη χαρά της ζωής.Οι «φάσεις» πολλάκις θυμίζουν τους «Εντιμότατους φίλους» και διαπνέονται από σουρεαλισμό και (ελαφρό) κωλοπαιδισμό,αλλά η γοητεία που εκπέμπουν είναι αξεπέραστη.
Στις ραδιοφωνικές του εκπομπές ο Τζούμας υποστηρίζει συνεχώς την «ροπή» του προς την ελαφρότητα.Αν είναι τέτοια η «ροπή» χαλάλι,θέλω κι’άλλες δόσεις και ανυπομονώ γιά τη συνέχεια.
Ο υπέργηρος καθηγητής Άξελ Βάντερ ευρισκόμενος στα όρια της κατάθλιψης μετά τον θάνατο της συζύγου του,λαμβάνει επιστολή από την Κας Κλιβ,μιά νεαρά Ιρλανδή μελετήτρια του έργου του ,η οποία του επισημαίνει ότι έχει ανακαλύψει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα γιά τη ζωή του και το παρελθόν του,τα οποία ο ακαδημαϊκός έχει κρύψει από τον κόσμο.Με αρκετή ανησυχία αλλά περισσότερη περιέργεια ο Βάντερ δίνει ραντεβού στο Τορίνο με την κοπέλα,η οποία αποδεικνύεται φανατική θαυμάστρια του έργου του αλλά τελείως διαταραγμένη προσωπικότητα.
Το μυστικό του Βάντερ είναι συγκλονιστικό μεν ,αλλά πλέον ελάχιστη σημασία έχει γιά τη ζωή του καθηγητή.Νεαρός εβραίος στην Αμβέρσα,στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής,γιά να γλυτώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης πήρε την ταυτότητα ενός φίλου του που αγνοείτο και ο οποίος εκτός από ιδιοφυία και χαρισματική προσωπικότητα ήταν ήδη σχετικά γνωστός στους κύκλους των διαννοουμένων της πόλης προκαλώντας τη ζήλεια του κολλητού του.Οικειοποιούμενος την ταυτότητα του Βάντερ μπόρεσε και διέφυγε στην Αγγλία πρώτα και αργότερα στην Αμερική όπου έκανε μιά μεγάλη καριέρα ως μελετητής του Νίτσε.
Η επιλογή του Τορίνου σαν πόλη του «ξεκαθαρίσματος» με το παρελθόν δεν είναι τυχαία γιά τον Βάντερ,είναι η πόλη της «Ιεράς Σινδόνης» (του Σάβανου του τίτλου του βιβλίου) και το μέρος που ο Νίτσε «έχασε τα λογικά του».Ο κεντρικός ήρωας δεν παθαίνει κάτι τέτοιο,απλά είναι πολύ γέρος,ζει με τις αναμνήσεις,τις ενοχές του έχοντας δίπλα του μια ψυχοπαθολογική προσωπικότητα όπως είναι η Κας,που του στέκεται ως «νέμεση»,ως ερωμένη,ως νοσοκόμα,ως κόρη.
Ο Μπάνβιλ λες και γράφει την ίδια ιστορία ξανά και ξανά...Οι διάλογοι είναι υπέροχοι,το βιβλίο είναι γεμάτο από αναφορές,νοήματα,υπαινικτικές συζητήσεις,φιλοσοφία γιά τη ζωή,τον θάνατο,την παραφροσύνη,τον έρωτα,την εξάρτηση αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ βαρετό.Οι χαρακτήρες είναι εντυπωσιακοί αλλά ο συγγραφέας δεν τους «απογειώνει».Η ιστορία είναι ενδιαφέρουσα αλλά με την τόση πολυλογία και «μισμιρίαση» του Βάντερ χάνεται το κεντρικό σημείο που θα μπορούσε να είναι η απώλεια της ταυτότητας του καθηγητή κρυμμένου πίσω από μιά μάσκα γιά 50 χρόνια –ποιός είναι πραγματικά ο Άξελ Βάντερ?
Παρ’ότι στην αρχή με γοήτευσε η ιστορία και φαντάστηκα ότι το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι,μεταξύ του ερωτύλου καθηγητή και της αλλοπρόσαλης αλλά γλυκειάς Κας θα απογείωνε το βιβλίο τελικά απογοητεύτηκα.Το τραγικό και σχεδόν μελοδραματικό φινάλε μοιάζει αδιέξοδο αλλά τουλάχιστον σε γλυτώνει από περαιτέρω ανάγνωση.
Ο εξαίσιος Κωνσταντίνος Τζούμας ισχυρίζεται ότι είναι «The great pretender» στο πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του «ΩΣ ΕΚ ΘΑΥΜΑΤΟΣ» (Εκδ.Καστανιώτης,σελ.404),αλλά εγώ «υποκρισία» δεν διέκρινα ,αντίθετα διάβασα ένα υπέροχο βιβλίο γεμάτο ζωή,κίνηση,αρμονία,καλό γούστο,απέραντο χιούμορ και πολύ,μα πάρα πολύ στυλ.
Γεννημένος στον Πειραιά,σημαδεμένος από τον πρόωρο χαμό της μητέρας του και την χρεωκοπία του πατέρα του , ο Τζούμας «βγήκε από την μπροστινή πόρτα» κατά την έκφραση του Τρούμαν Καπότε και βίωσε την δεκαετία του 60 με όλο του το είναι.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με κινηματογραφικό ύφος,με συνεχή fade-outs (μικρές ή μεγαλύτερες σκηνές που «σβύνουν»),με εξαιρετική αρχή από αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας σαν εικόνες :
«...έχω ιδρώσει ή έχω κατουρηθεί στο κρεβάτι...Πολλά περπατήματα στο ταβάνι,οι σκιές...ολόκληρο ταξίδι...οι τοίχοι γαλακτεροί...το γάλα καλύτερο απ’το μουρουνέλαιο,το φτύνω κρυφά,χα,χα,χα...δεν έχει σχολείο αυτές τις μέρες...η κλάρα είναι ωραία γιά καλύματα και κουρτίνες,η κλάρα είναι ωραία ξαναλέει φχαριστημένη η κυρά-Βάσω η γειτόνισσα...οι τοίχοι είναι τσαλακωμένοι σαν χαρτιά...πως τραβάει το δέρμα η βεντούζα και το καυτό τσούξιμο...η θεία Παναγιώτα είναι καλή...αλλά είναι τσαλακωμένη κι αυτή σαν χαρτί...σώτε πλιά τα κλάματα,λέει και ξαναλέει η θεία Αντριάνα...αλλά ο Άγγελος είναι απαίσιος,μου τραβάει τ’αυτί και το στρίβει...άι στο διάολο,Άγγελε...τσαλακωμένο χαρτί...χι,χι,χι.Μυρίζει πορτοκαλάδα που στύβει η μαμά...ελαφρύ χέρι...και η Αγγελικούλα απέναντι όταν στριμωχνόμαστε στο κρυφτό έχει απαλό χέρι και ροζ φουσκωτό κυλοτάκι,χωμένο ανάμεσα...όλα ζαρωμένα,τσαλακωμένα σαν χαρτιά...
«Ψήνεται στον πυρετό ο μικρός»,ακούγεται απ’το χωλ.»
Περιγραφές της αλητοπαρέας,των χρόνων στη Δραματική σχολή του Θεοδοσιάδη,χορός με την Ζουζού Νικολούδη,περιοδείες κουραστικές στην επαρχία και στο εξωτερικό,αλλά πάνω απ’όλα αυτή η αίσθηση του «dolce far niente» που κυριαρχεί στο βιβλίο και τη φιλοσοφία ζωής του Τζούμα.Το στυλ προέχει,η κομψότης παντού και πάντα,η αισθητική.Μακριά από το «ελληνικό ύφος» διασκέδασης και επαναστατικότητας περνάει την καθημερινότητά του «διαφορετικά»...
«Βρίσκω πολύ μπανάλ τον επιθεωρησιακό καρικατουρίστικο τρόπο των ελληνικών ταινιών γιά τα παιδιά των λουλουδιών και την επιθυμία γιά έναν καλύτερο κόσμο.Αν εσείς μας βλέπετε σαν τεντυμπόηδες,γιεγιέδες,εμείς να δείτε πως σας βλέπουμε:άξεστους,χωρίς στυλ,μίζερους,χωριάτες...»
Ο Τζούμας δεν διστάζει να γράψει τα πράγματα όπως του έρχονται,όπως μιλάει στην παρέα του...Σεξ άφθονο,φάρσες τρελλές,απόψεις που μπορεί να προκαλέσουν μιάς και τα χρόνια της δικτατορίας περνάνε από τις σελίδες του βιβλίου με τρελλή διάθεση και πλάκα...
Γνωστές αλλά και ξεχασμένες «μούρες» της εποχής παρελαύνουν ολοζώντανα από τις σελίδες της αυτοβιογραφίας.Μπορεί ο συγγραφέας να θεωρεί ότι δεν διεκδικεί «δάφνες» λογοτεχνικότητας αλλά εγώ διακρίνω ποίηση,ωραία γλώσσα ρέουσα και ζωντανή.Πολλές φορές η γραφή ξεφεύγει προς το γκροτέσκο και το υπερβολικό αλλά το συγχωρείς μπροστά στο κέφι και τη χαρά της ζωής.Οι «φάσεις» πολλάκις θυμίζουν τους «Εντιμότατους φίλους» και διαπνέονται από σουρεαλισμό και (ελαφρό) κωλοπαιδισμό,αλλά η γοητεία που εκπέμπουν είναι αξεπέραστη.
Στις ραδιοφωνικές του εκπομπές ο Τζούμας υποστηρίζει συνεχώς την «ροπή» του προς την ελαφρότητα.Αν είναι τέτοια η «ροπή» χαλάλι,θέλω κι’άλλες δόσεις και ανυπομονώ γιά τη συνέχεια.