Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Απριλίου 17, 2008 | Permalink
Μιά σπουδή στην γυναικεία ψυχοσύνθεση
Θυμάμαι μικρούλης ήμουνα,γύρω στα 10 όταν διάβασα την Τζέην Έϋρ σε Κλασσικό Εικονογραφημένο-οι νεώτεροι μάλλον δεν τα γνώρισαν αλλά γιά τους περισσότερους από εμάς αυτά τα τεύχη αποτέλεσαν την εισαγωγή μας στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Η ιστορία δεν μου έκανε καμμία εντύπωση αλλά το μόνο πράγμα που έμεινε στη μνήμη μου,ήταν οι εικόνες της Μπέρθας Ρότσεστερ η οποία παρουσιαζόταν από τον σκιτσογράφο των Κλασσικών σαν δαίμονας,σαν «θεριό» να εμφανίζεται μέσα στη νύχτα και να τρομάζει την φτωχή και άσπιλη Τζέην.Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου σε κάποιο μάθημα που είχα πάρει γύρω από την βρετανική λογοτεχνία επέλεξα να ασχοληθώ με τις αδερφές Μπροντέ.Ο κυριότερος λόγος ήταν η κινηματογραφική βερσιόν του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΕΝΑ ΥΨΗ από τον μέγιστο Μπουνιουέλ,ο οποίος είχε δώσει μιά «πειραγμένη» υπερρεαλιστική υφή στην μεταφορά του βιβλίου στην οθόνη και με είχε συναρπάσει.Μαζί με το αριστούργημα της Έμιλυ Μπροντέ διάβασα τότε (στο πρωτότυπο) την Τζέην Έϋρ της αδερφής της Σάρλοτ.Με εντυπωσίασαν τότε πολύ οι εκπληκτικές περιγραφές της συγγραφέως,το κομψό γράψιμο,η προσωπικότητα της ηρωίδας,η μαλακία του Ρότσεστερ και η απίστευτη φιγούρα της Μπέρθας της πρώτης συζύγου του Ρότσεστερ η οποία ήταν κλεισμένη σε ένα δωμάτιο στον πύργο,το έσκαγε τη νύχτα και εμφανιζόταν ως φάντασμα άλλοτε προσπαθώντας να σκοτώσει τον σύζυγό της,άλλοτε να τρομάξει την Τζέην.Μιά απόκοσμη φιγούρα έντονα σκιαγραφημένη από την Μπροντέ,χαρακτηρισμένη ως τρελλή.Η Μπροντέ ωθεί τον αναγνώστη να λυπηθεί τον Ρότσεστερ ο οποίος εμφανίζεται να τραβάει τα πάνδεινα δέσμιος των επιλογών που έκανε σε νεαρή ηλικία.

Η κυκλοφορία του εξαιρετικού μυθιστορήματος της Τζην Ρυς (Jean Rhys) «Η ΠΛΑΤΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ» (Εκδ.Μελάνι,σελ.222) (87) σαράντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του,αποτελεί αξιοσημείωτο γεγονός στα ελληνικά εκδοτικά πράγματα και ας έχω την αίσθηση ότι θα περάσει απαρατήρητο . Το αριστούργημα της Ρυς ασχολείται με την ιστορία της Μπέρθας , ναι της «τρελλής» που ταλαιπωρεί τους πάντες στο Θόρνφιλντ στην ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ και αποτελεί ένα «prequel» που θα λέγαμε στον κινηματογράφο του βιβλίου της Μπροντέ αφού παρακολουθεί τη ζωή της Μπέρθα Μέϊσον στην Τζαμάϊκα,τον γάμο της με τον Ρότσεστερ ,τον τελικό ερχομό της στην Αγγλία και τον εγκλεισμό της στη σοφίτα του πύργου του Θόρνφιλντ. Με την ευκαιρία αυτή,ξαναδιάβασα με μεγάλη απόλαυση (το ομολογώ)την υπέροχη ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ στην πολύ ωραία έκδοση της Σμίλης.

Η Μπέρθα της Μπροντέ,στην «Πλατιά θάλασσα...» έχει το όνομα Αντουανέτ και είναι μιά λευκή κρεολή που ζεί στην Τζαμάϊκα,μεγαλώνει δηλαδή στην Καραϊβική μετά τη θάλασσα των Σαργασσών όπως ονομάζεται η θαλάσσια περιοχή στον Ατλαντικό ωκεανό μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής.Αυτό το «φυσικό όριο» μεταξύ των δύο κόσμων σηματοδοτεί τις διαφορές τους και την αδυναμία προσέγγισης του ενός από τον άλλον.Η Αντουανέτ/Μπέρθα είναι μιά «ξένη» και για τους δύο πολιτισμούς,μιά «λευκή νέγρα» γιά τους μεν και μιά «μαύρη» γιά τους δε.Βλέπει την οικογένειά της να διαλύεται,το σπίτι της να καταστρέφεται από μιά τοπική εξέγερση,την μάνα της να τρελλαίνεται από τον χαμό του μικρού της γιού.Της ίδιας ουσιαστικά της αγοράζουν έναν σύζυγο,δίνοντας του 30.000 λίρες γιά να την ξεφορτωθούν.Ο Ρότσεστερ σώζεται οικονομικά από την συναλλαγή,βρίσκεται με λεφτά και μιά όμορφη νύφη στα χέρια του,αλλά ως γνήσιος Άγγλος του 19ου αιώνα παθαίνει την πλάκα του με τη ζωή στην Καραϊβική.Δεν καταλαβαίνει τίποτα από τους ρυθμούς,από τη φύση από τους ανθρώπους από την γυναίκα του την ίδια.Παρεξηγώντας τα πάντα πέφτει θύμα των κουτσομπολιών της τοπικής κοινωνίας,δεν ερωτεύεται ποτέ την Μπέρθα,και όπως την έχει στείλει αδιάβαστη με την αδιαφορία του και την γενικότερη στάση του,ως μάννα εξ ουρανού,του πέφτει στα χέρια και η κληρονομιά της περιουσίας του πατέρα του,παίρνει λοιπόν άρον-άρον την άμοιρη σύζυγο και την πάει στην Αγγλία...Την υπόλοιπη ιστορία την αναλαμβάνει η Σαρλότ Μπροντέ στην ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ.

Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται με τις αφηγήσεις της Αντουανέτ/Μπέρθας και του Ρότσεστερ,ενώ στο τελευταίο κεφάλαιο παρακολουθούμε και την οπτική της γυναίκας που φυλάει την Μπέρθα στη σοφίτα,της αιωνίως μεθυσμένης Γκρέϊς Πουλ,οπότε έχουμε μιά σφαιρική καταγραφή της ιστορίας.Ο αντικειμενικός στόχος της συγγραφέως είναι να τονίσει τις πολιτισμικές διαφορές των δύο ανθρώπων,που ποτέ δεν «συναντήθηκαν» ψυχικά και να τονίσει τον ρατσισμό της εποχής που γράφτηκε το μυθιστόρημα της Μπροντέ – οι προκαταλήψεις της εποχής που καταδίκαζαν κάθε τι το διαφορετικό.
Η Μπέρθα στο ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ περιγράφεται ως «ακόλαστη,άσεμνη,βαμπίρ,τέρας,ύαινα» και ότι τρελλάθηκε λόγω των σεξουαλικών καταχρήσεών της!!Η Ρυς μας δίνει μιά άλλη διάσταση στην προσωπικότητα της ηρωίδας της,δεν βλέπουμε πουθενά καμιά έντονη σεξουαλική ζωή,αντίθετα βλέπουμε μοναξιά μεγάλη,αίσθηση αποξένωσης,δίψα γιά ζωή και έρωτα,νοσταλγία των παιδικών χρόνων και πολύ έντονη την παρουσία της ατμόσφαιρας των τροπικών.Παρακολουθούμε γοητευμένοι μιά ιστορία έρωτα και μίσους,μεγάλου μίσους.Η ηρωίδα στηρίζει όλες τις ελπίδες της γιά μιά «καλύτερη» και περισσότερο ανεξάρτητη ζωή στον Ρότσεστερ,είναι έτοιμη να τον αγαπήσει,να στηριχτεί επάνω του.Εκείνος το μόνο που ζητάει είναι η οικονομική άνεση που απλόχερα του προσφέρεται γιατί είναι Άγγλος από καλή οικογένεια.Στην αρχή γοητεύεται από την περίεργη κοπέλα,μετά όμως «φρικάρει» από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τροπικών,από τους ψιθύρους της νύχτας,από τη δύναμη της φύσης,από τους κατοίκους του νησιού,από την αλλοπρόσαλη γιά τα συντηρητικά του μάτια συμπεριφορά της γυναίκας του.Η συγγραφέας λευκή κρεολή και ίδια,γεννημένη στην Καραϊβική (Ντομίνικα) κατανοεί και «δικαιώνει» την Μπέρθα,όχι γιά την τελική της ενέργεια,να βάλει φωτιά στον πύργο αλλά γιά την πορεία της προς τα εκεί,προς την σχιζοφρένεια. Πάνω απ’όλα όμως μας δίνει στο πρόσωπο της Αντουανέτ/Μπέρθας μιά εκπληκτική ηρωίδα,μιά γυναίκα που θέλει να ζήσει και δεν την αφήνουν,μιά γυναίκα που πέφτει θύμα της εποχής της.

Σπαραχτικό και ατμοσφαιρικό το βιβλίο αυτό καλό θα ήταν να διαβαστεί μετά το ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ. Οι περισσότεροι κριτικοί θεωρούν ότι στέκεται αυτόνομα.Σίγουρα ναι,αλλά ο αναγνώστης κάτι θα χάσει...Εγώ το είδα περισσότερα σαν ένα διάλογο μεταξύ των δύο μεγάλων συγγραφέων,σαν ένα συμπλήρωμα της αρχικής ιστορίας. Η ΠΛΑΤΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ είναι ισάξια της ΤΖΕΗΝ ΕΫΡ,και ο αναγνώστης της πρώτης θα δει με άλλο μάτι το κλασσικό βιβλίο της Μπροντέ και θεωρώ ότι θα το κατανοήσει καλύτερα έτσι.

«Υπήρχαν κι άλλα κεριά πάνω στο τραπέζι και πήρα ένα από αυτά και ανέβηκα τρέχοντας την πρώτη σκάλα και μετά τη δεύτερη.Στο δεύτερο όροφο πέταξα το κερί.Αλλά δεν στάθηκα να παρακολουθήσω.Ανέβηκα την τελευταία σκάλα και διέσχισα τον διάδρομο.Πέρασα το δωμάτιο όπου μ’εφεραν χθες ή προχθές,δεν θυμάμαι πότε.Μπορεί να μ’έφεραν καιρό πριν γιατί φαίνεται πως γνωρίζω καλά το σπίτι.Ήξερα πως ν’απομακρυνθώ από τη ζέστη και τις φωνές,γιατί τώρα υπήρχαν και φωνές.Όταν βγήκα έξω,στην κορυφή του σπιτιού ήταν δροσερά και δεν ακούγονταν.Κάθισα εκεί ήσυχα.Δεν ξέρω για πόση ώρα κάθισα εκεί.Μετά στράφηκα προς τα πάνω και είδα τον ουρανό.Ήταν κόκκινος και όλη μου η ζωή βρισκόταν εκεί.Είδα το ρολόι του παππού μου και το πολύχρωμο πάτσγουορκ της θείας Κόρα,είδα τις ορχιδέες και τα αναρριχητικά φυτά και το γιασεμί και το δέντρο της ζωής μέσα στις φλόγες.Είδα τον πολυέλαιο και το κόκκινο χαλί κάτω και τις καλαμιές και τις φτέρες και το ασήμι και το απαλό πράσινο βελούδο των βρύων πάνω στο φράχτη του κήπου.Είδα το σπίτι της κούκλας μου και τα βιβλία και τον πίνακα της κόρης του Μίλερ.Άκουσα το κάλεσμα του παπαγάλου όπως φώναζε όταν έβλεπε κάποιον ξένο.Qui est la?Qui est la?Και ο άντρας που με μισούσε φώναζε κι εκείνος: «Μπέρθα!Μπέρθα!».Ο αέρας πήρε τα μαλλιά μου που ανέμιζαν σαν φτερά.Μπορεί να με σηκώσει ψηλά,σκέφτηκα,αν πηδήξω πάνω σ’εκείνες τις σκληρές πέτρες.Αλλά όταν κοίταξα κάτω,είδα τη λιμνούλα του Κουλίμπρι.Η Τία ήταν εκεί.Μου έγνεψε και,όταν δίστασα,γέλασε.Την άκουσα να λέει: «Φοβάσαι?»Και άκουσα τη φωνή του άντρα: «Μπέρθα!Μπέρθα!».Όλα αυτά τα είδα και τα άκουσα σε ένα κλάσμα δευτερολέπτου.Και ο ουρανός ήταν τόσο κόκκινος.Κάποιος ούρλιαξε και σκέφτηκα Γιατί ούρλιαξα?Φώναξα «Τία!»,πήδηξα και ξύπνησα.

Η Γκρέϊς Πουλ καθόταν στο τραπέζι αλλά είχε κι εκείνη ακούσει το ουρλιαχτό γιατί είπε: «Τι ήταν αυτό?» Σηκώθηκε,πλησίασε και με κοίταξε.Παρέμεινα ακίνητη,ανασαίνοντας κανονικά με τα μάτια μου κλειστά . «Πρέπει να είδα όνειρο» είπε.Μετά επέστρεψε,όχι στο τραπέζι,αλλά στο κρεβάτι της.Περίμενα πολλή ώρα μέχρι να την ακούσω να ροχαλίζει,μετά σηκώθηκα,πήρα τα κλειδιά και ξεκλείδωσα την πόρτα.Βρέθηκα έξω κρατώντας το κερί μου.Επιτέλους τώρα γνωρίζω γιατί με έφεραν εδώ και τι πρέπει να κάνω.Πρέπει να έκανε ρεύμα γιατί η φλόγα τρεμόπαιξε και νόμισα πως έσβησε.Αλλά την κάλυψα με το χέρι μου κι αυτή φούντωσε γιά να μου φωτίσει τον σκοτεινό διάδρομο.»