Πέμπτη, Μαΐου 08, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 08, 2008 | Permalink
Φαντάσματα και προσωπικά αδιέξοδα
«Nada έστω τ’όνομα σου,
nada η βασιλεία σου,
nada σε nada το θέλημα σου,
ως εν nada,
το nada ημών το επιούσιον,
δος ημίν σήμερον,
και nada ημίν,τα nada ημών,
και μη nada ημάς εις nada,
αλλά ρύσαι ημάς από nada»


Η παραλλαγή του «Πάτερ ημών...» από τον Χεμινγουέη , στοιχειώνει το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα Χαβιέρ Θέρκας «Η ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ» (Εκδ.Πατάκη,σελ.333) (82) . Η «προσευχή» του κενού,του «τίποτα»,η αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού που αντιπροσωπεύεται μέσω της «σκοτεινιάς του κενού» στο διήγημα του μεγάλου Ερνέστου, κυριεύει τη ζωή του Ρόντνεϋ Φοκ, ιδιόμορφου πρωταγωνιστή του βιβλίου του Θέρκας.

Ο Ρόντνεϋ είναι ένας βετεράνος του Βιετνάμ με ασαφές παρελθόν και ακόμα πιό «θολό» παρόν όταν τον γνωρίζει ο αφηγητής (alter-ego του συγγραφέα) σε ένα επαρχιακό πανεπιστήμιο των Η.Π.Α. Ο αφηγητής πιάνει δουλειά εκεί ως καθηγητής Ισπανικών και ταυτόχρονα προσπαθεί να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα.Μοιράζεται ένα γραφείο με τον Ρόντνευ ο οποίος παρουσιάζεται απόμακρος και κλεισμένος στον εαυτό του.Μετά από αρκετό καιρό αρχίζουν να κάνουν παρέα και ανοίγονται λίγο.Ο αφηγητής μπερδεύεται με την ψυχολογική κατάσταση του Ρόντνεϋ,τον θεωρεί αρκετά σαλεμένο-δεν μπορεί να τον κατανοήσει.Υπάρχει κάτι στο παρελθόν του που δεν καταλαβαίνει.Όταν ξαφνικά εκείνος εξαφανίζεται και ο πατέρας του,παραδίδει στον αφηγητή έναν φάκελο με τα γράμματα που έστελναν ο Ρόντνεϋ και ο αδερφός του (ο οποίος σκοτώθηκε στο Βιετνάμ) στους γονείς τους.Ο αφηγητής διαβάζει και ξαναδιαβάζει τα γράμματα και αρχίζει να υποψιάζεται τι συνέβη στον φίλο του εκεί κάτω αλλά και πάλι νιώθει ότι «χάνει κάτι».
Περνάνε τα χρόνια και ο αφηγητής πετυχημένος συγγραφέας ενός απρόσμενου μπεστ-σέλλερ (υπονοείται εδώ ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ,το υπέροχο μυθιστόρημα του Θέρκας,το οποίο μεταφέρθηκε πριν μερικά χρόνια και στον κινηματογράφο),οικογενειάρχης πλέον παρουσιάζεται ανίκανος να διαχειρισθεί την απότομη φήμη και τη δόξα.Κλασσικά ανασφαλής τύπος,όταν η γυναίκα του και το παιδί του σκοτώνονται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα νιώθει υπεύθυνος γι’ αυτό που συνέβη και προσπαθεί να αλλάξει ζωή χωρίς επιτυχία όμως.Όταν μαθαίνει γιά την αυτοκτονία του Ρόντνεϋ και τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτήν,μαθαίνει και γιά το μυστικό του φίλου του και τα «φαντάσματα» από το Βιετνάμ που τον κυνηγούσαν.Μέσα από τις συζητήσεις με την χήρα πλέον σύζυγο του Ρόντνεϋ συνθέτει το παζλ της τραγικής ζωής του φίλου του και μέσα από αυτήν συνθέτει το παζλ και της δικιάς του λιγότερο τραγικής αλλά τελείως αλλοτριωμένης ζωής.

Το μυθιστόρημα του Θέρκας ανήκει στην μεταμοντέρνα κατηγορία της λογοτεχνίας που αποκαλείται «φιλοσοφικό μυθιστόρημα».Τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα (έντονα παρόντα και στους «Στρατιώτες...») συνδιάζονται εξαιρετικά με την όχι και τόσο πρωτότυπη (αλλά εξόχως σπαρακτική)ιστορία του Ρόντνεϋ.Ως χαρακτήρας όμως ο τελευταίος είναι εκπληκτικός.Μορφωμένος και ταλαντούχος δίνει μιά κλωτσιά στην καριέρα που ήταν μπροστά του και κατατάσσεται στον στρατό γιά να πάει στο Βιετνάμ.Θέλει να αποδείξει κάτι στον πατέρα του και στον αδερφό του έτσι...Εκεί «σαλεύει» τελείως και γυρίζει ένας άλλος άνθρωπος πίσω,παραμένοντας όμως ένα μεγάλο παιδί.Πόσο διαφέρει η ζωή του από τη ζωή ενός ψιλομαλάκα Ισπανού που δεν ξέρει που πατάει και που βρίσκεται?Πόσο διαφέρουν τα «φαντάσματα» του ενός από τον άλλον?Οι δύο παράλληλες και μάλλον τελείως αντίθετες ζωές που τέμνονται και που χωρίζουν?

Ο αφηγητής προσπαθεί να βγάλει άκρη από τα προσωπικά του αδιέξοδα χρησιμοποιώντας την ιστορία του φίλου του γιά να γλυτώσει από τις ενοχές του που τον συνθλίβουν.Βιώνει το προσωπικό του Βιετνάμ και ηττάται κατά κράτος.Το ναρκισιστικό του εγώ δεν τον αφήνει να δει τα απλούστερα των πραγμάτων.Μαθαίνοντας την αλήθεια και το μυστικό του Ρόντνεϋ δεν θα γίνει σοφότερος-εξάλλου τέτοια περιστατικά γίνανε δεκάδες στο Βιετνάμ,αλλά θα συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να συμβιβαστείς με τα φαντάσματα σου και τους «σκελετούς στο ντουλάπι σου» εάν θέλεις να ζήσεις.

Η αχνή και light φιγούρα του αφηγητή έρχεται σε αντίθεση με την προσωπικότητα του Ρόντνεϋ,ενός τύπου που αρχικά παρουσιάζεται ως κλασσικός redneck της δεκαετίας του 70 και στη συνέχεια όπως προχωράει η αφήγηση κυριεύει τον αναγνώστη με την τραγικότητα της ζωής που δεν έζησε,των νιάτων που έχασε,της προσωπικότητας που πήγε χαμένη,θυσία σε έναν αναίτιο πόλεμο.Χαρακτηριστικό εξάλλου είναι και η γνωστή ρήση του Όσκαρ Ουάϊλντ που δυό-τρεις φορές αναφέρεται στο βιβλίο: «Υπάρχουν δύο ειδών τραγωδίες στη ζωή του ανθρώπου.Η μία να μη κατακτήσει ποτέ το αντικείμενο της επιθυμίας του κι η άλλη να το κατακτήσει...»

Ο προβληματισμός γιά τη λογοτεχνία και το angst του συγγραφέα είναι συνεχής και αυτά που γράφει ο Θέρκας είναι τόσο ουσιαστικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος ενός φιλοσοφικού δοκιμίου γύρω από την γραφή.

«...έπρεπε να έχω προβλέψει ότι κανείς δεν έχει αντισώματα απέναντι στην αποτυχία κι ότι μόνο όταν χρειαστεί να την αντιμετωπίσεις αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι απλώς μιά παρανόηση ή η χαρούμενη ξεδιαντροπιά μιας μέρας,αλλά ότι είναι η πιό ταπεινωτική παρανόηση και ξεδιαντροπιά.Όπως έπρεπε να έχω προβλέψει ότι είναι αδύνατον να επιβιώσεις με αξιοπρέπεια έπειτα από αυτήν,γιατί καταστρέφει σαν το μεθύστακα την κατοικία της ψυχής,και είναι τόσο όμορφο να ανακαλύπτεις πως,παρά το ότι αυταπατάσαι με σημάδια περηφάνεις και υγιή δείγματα κυνισμού,ουσιαστικά δεν κάνεις άλλο απ’το να την επιδιώκεις,όπως και να ανακαλύπτεις ότι,όταν την έχεις στο χέρι,είναι πλέον αργά γιά να την απορρίψεις,γιατί θα καταστρέψει εσένα κι ότι σε περιβάλλει.Αποτέλεσμα,έχασα κάθε σεβασμό στην πραγματικότητα-όπως έχασα κάθε σεβασμό στη λογοτεχνία,το μόνο που έδινε ένα νόημα ή μιά ψευδαίσθηση νοήματος στην πραγματικότητα.Γιατί αυτό που ίσως ανακάλυψα τότε είναι το χειρότερο που θα μπορούσα ν’ανακαλύψω:η πραγματική μου κλίση δεν ήταν το γράψιμο,παρ’ότι έγραφα-δεν ήμουν πραγματικός συγγραφέας,δεν είχα γίνει συγγραφέας επειδή δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο,αλλά επειδή η γραφή ήταν το μοναδικό μέσο που διέθετα γιά να εξασφαλίσω επιτυχία,φήμη και χρήματα.Τώρα που τα είχα εξασφαλίσει,μπορούσα πιά να πάψω να γράφω.Γι’αυτό ίσως έπαψα να γράφω-γι’αυτό κι επειδή ήμουν υπερβολικά ζωντανός γιά να γράψω,υπερβολικά πρόθυμος να στραγγίξω την επιτυχία ως την τελευταία σταγόνα.
Μπορείς να γράψεις μόνον όταν γράφεις σαν να είσαι νεκρός και η γραφή είναι το ύστατο μέσον για να επικαλεστείς τη ζωή,ο τελευταίος κρίκος που σε ενώνει ακόμη με αυτήν.Οπότε,έπειτα από δώδεκα χρόνια που δε ζούσα παρά μόνο γιά να γράφω,με την αποκλειστική παραφορά και το πάθος ενός νεκρού που δε συναινεί στο θάνατό του,έπαψα ξαφνικά να το κάνω.Τότε άρχισα να κινδυνεύω πραγματικά.Επιπλέον,διαπίστωσα ότι,όπως μου είχε πει ο Ρόντνεϋ πριν από πολλά χρόνια-όταν ακόμα ήμουν τόσο νέος και άσκεφτος,που ούτε καν φανταζόμουν οτι μιά μέρα η επιτυχία θα με κατέρριπτε σαν φλεγόμενο κάστρο-,ο συγγραφέας που παύει να γράφει επιζητά ή προκαλεί την καταστροφή-έχοντας το βίτσιο ν ακοιτάζει κατάματα την πραγματικότητα και μερικές φορές να τη βλέπει,δεν μπορεί τώρα πλέον να τη χρησιμοποιήσει,ούτε να της προσδώσει νόημα ή ομορφιά,αφού δεν έχει πιά την ασπίδα της γραφής γιά να προστατευτεί από αυτήν.Κι έρχεται το τέλος.Τέρμα.Φινίτο.Καπούτ.»



Το μυθιστόρημα θέτει πολλά ερωτήματα:γιά την φιλία,την ανθρωπιά,τον έρωτα,τις σχέσεις , την διαχείριση της ζωής , τις ενοχές ,την αυτοκαταστροφικότητα και τα «τέρατα» του καθενός από εμάς.
Θυμίζοντας έντονα σε πολλά σημεία την «Καρδιά του σκοταδιού» του Κόνραντ ,ενώ στα κομμάτια που διαδραματίζονται στη ζούγκλα του Βιετνάμ δείχνουν πόσο έχει επηρρεάσει τον συγγραφέα το αριστούργημα του Μ.Χερ «Κουρέλια», το βιβλίο συγκλονίζει με τον βαθύ και ουσιαστικό ανθρωπισμό του ,την αυθεντική του ματιά και προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι σκέψης και ουσιαστικού προβληματισμού.