Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008 | Permalink
Άνθρωποι μονάχοι...
Λιτό και λυρικό,καίριο και ουσιαστικό το μυθιστόρημα-ποταμός της υπέροχης κυρίας Α.Πρού «ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ» (Εκδ.Καστανιώτη , σελ. 475) (86) . Μετά την έκδοση του εξαιρετικού Brokeback Mounain γνωρίζουμε το βραβευμένο πρώτο μυθιστόρημα της ιδιόμορφης και τόσο μα τόσο Αμερικανίδας συγγραφέως ,η οποία θεωρείται (και κατά κάποιο τρόπο η γραφή της το αποδεικνύει) απόγονος του μεγάλου Φώκνερ.
Σ’αυτή την οικογενειακή «σάγκα» , η Πρου περιγράφει την ιστορία μιάς κλασσικής αγροτικής οικογένειας καλύπτοντας ένα μακρύ χρονικό διάστημα 40 ετών,από το 1944 λίγο προτού τελειώσει ο πόλεμος,μέχρι το 1984 (μάλλον).Τις χρονολογίες τις μαθαίνουμε από τις καρτ-ποστάλ που ανοίγουν τα κεφάλαια του βιβλίου.Οι περισσότερες είναι σχετικές με το θέμα,άλλες είναι διαφημιστικές,και πολλές από αυτές λειτουργούν αντιστικτικά έχοντας καθαρά έμμεση σχέση με τα τεκταινόμενα.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με ένα βίαιο έγκλημα που διαπράττει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ,ο μεγάλος γιός της οικογένειας Μπλαντ,ο Λόϊαλ σκοτώνοντας την γκόμενά του και θάβοντάς την στα όρια του κτήματος ,χτίζοντας το πτώμα μέσα στη μάντρα.Ο Λόϊαλ αναγκάζεται να φύγει από το κτήμα,αφήνοντας πίσω του τον κουτσό πατέρα του,τον μονόχειρα αδερφό του Νταμπ,την υπομονετική μητέρα του Τζούελ και την μικρή αδερφή του Μέρνελ,οι οποίοι ζουν σε ένα δικό τους ουσιαστικά πρωτόγονο κόσμο.Το κτήμα ρημάζει ,οι δύο άνδρες είναι ανίκανοι να το κρατήσουν,τα χρέη τους πνίγουν,κάνουν σπασμωδικές κινήσεις και καταλήγουν στην φυλακή.Εκεί ο Μινκ ,ο πατέρας,κρεμιέται από την ντροπή του,αλλά ο Νταμπ επιβιώνει και την κάνει κι αυτός γιά άλλα μέρη.Πίσω μένουν οι δύο γυναίκες σε ένα κόσμο (την μεταπολεμική Αμερική της επαρχίας) που αλλάζει ραγδαία.Αναγκάζονται να πουλήσουν το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος,το οποίο γίνεται πάρκινγκ γιά τροχόσπιτα.Η Μέρνελ πολύ μικρή ακόμα,απαντάει σε μιά αγγελία γνωριμίας και παντρεύεται.Η μητέρα Τζούελ από τη μιά αναγκάζεται να δουλέψει σε εργοστάσιο και από την άλλη απολαμβάνει την ελευθερία της.Ο Λόϊαλ άφαντος από την περιοχή,αλλά διαρκώς παρών στο βιβλίο μιάς που είναι ο βασικός του ήρωας.Παρακολουθούμε αυτόν τον «ντεσπεράντο» στην ατέρμονη περιπλάνηση του από πολιτεία σε πολιτεία,από την μιά άγονη γη στην άλλη.Έρημος,βαρύς και μόνος,ψυχικά και σωματικά ανίκανος μετά το φονικό,είναι ένας άγριος λύκος.Αρκετά ξύπνιος ,σχετικά ευέλικτος αν και λίγο απροσάρμοστος κάνει ότι δουλειά μπορεί να φανταστεί κανείς.Από εργάτης σε εργοστάσια μέχρι ανιχνευτής λειψάνων προϊστορικών ζώων.Και πάντα η εικόνα του φονικού να είναι στο μυαλό του,να μη τον αφήνει...
Άνθρωποι μοναχικοί,η οικογένεια τυπικοί Αμερικανοί αγρότες ,αμόρφωτοι,σκληροί άνθρωποι στα όρια του αυτισμού – οι διάλογοι μεταξύ τους είναι κραυγές και βρισιές,η καθημερινή επιβίωση το μόνο που τους ενδιαφέρει,ο δεσμός τους με την γη ισχυρός αλλά βλέπουν ότι όλα τριγύρω τους αλλάζουν.Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας τους συνθλίβει και όποιος μπορέσει να προσαρμοστεί πιό γρήγορα αυτός θα κερδίσει-όπως ο γείτονας τους που το γυρίζει στην μεσητεία .Ακόμα και αυτός ο χαζούλης και αφελής Νταμπ,όταν πιάνει την καλή στο Μαϊάμι και παντρεύεται μιά ωραία και καπάτσα Κουβανή,μέσα του μοναχικός παραμένει,ένας λύκος που σταδιακά γίνεται σκύλος.
Η Πρού είναι μαστόρισα του λόγου και μπορεί να γράφει διηγήματα εξαιρετικά και μυθιστορήματα μεγάλης πνοής αλλά πάνω απ’όλα είναι ποιήτρια.Οι περιγραφές της φύσης,των βουνών,οι διάλογοι κοφτοί και σκληροί αλλά (πολλές φορές) τόσο λυρικοί μέσα στην απλότητά τους,οι μυρωδιές από τα καμμένα χόρτα (συγκλονιστική η σκηνή της πυρκαϊάς),η σκληρότητα του χώματος,οι αντιθέσεις μεταξύ της αγροτικής και της αστικής Αμερικής.
Το μυθιστόρημα όμως πάνω απ’όλα μιλάει γιά την μοναξιά («η σάγκα της μοναξιάς» όπως χαρακτηριστικά γράφει το Alef,στην υπέροχη,ακριβέστατη ανάλυση του).Ακόμα και τα ζευγάρια που βρίσκουμε στην ιστορία,μόνοι τους είναι ουσιαστικά.Με κυρίαρχη φιγούρα αυτόν τον εκπληκτικό πρωταγωνιστή,τον «κωλοφωτιά-μιά ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» Λόϊαλ ,τον ανίκανο να βιώσει μιά πραγματική ανθρώπινη σχέση και την μοναχική,βασανισμένη ζωή του,τον διαρκή αγώνα του γιά επιβίωση,γιά γαλήνη.Τον αφελή Νταμπ με το κομμένο (από μαλακία) χέρι με τις φιλοδοξίες και την πονηριά που τον βοηθάει μεν να βγάλει χρήματα αλλά που στο τέλος κι’αυτός σε μοναξιά καταδικάζεται ,μέχρι τη μάνα που κι αυτή «κάτι» κυνηγάει, «κάτι» ψάχνει στη μοναχική ζωή της ,μαθαίνει στα γεράματα οδήγηση και παίρνει τους μακρείς και ατελείωτους δρόμους,τραβώντας στο πουθενά και βρίσκοντας τραγικό θάνατο στις ερημιές.
Η Αμερική περισσότερο του Φορντ (του σκηνοθέτη) παρά του Φώκνερ.Η Αμερική που αγαπάμε,με τους μεγάλους δρόμους,τις απέραντες εκτάσεις,τα μπαρ,τις σιωπές,τους μοναχικούς και μόνους ανθρώπους...Πολλές φορές ανατριχιάζεις διαβάζοντας αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα.Όχι από συγκίνηση,ούτε από υπερβολικό συναισθηματισμό.Εκπλήσσεσαι και δεν μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου κυρίως από την ένταση και τη δύναμη της γραφής,την απίστευτη δύναμη της λεπτομέρειας.Ακόμα και όταν ξέρεις (και συνειδητοποιείς) ότι το βιβλίο κυλάει νωχελικά,οι λέξεις,οι προτάσεις,οι περιγραφές είναι τόσο ακριβείς,τόσο ουσιαστικές που σε κρατάνε καρφωμένο εκεί.Στην απόλαυση του βιβλίου συντελεί τα μέγιστα η ρέουσα και ζωντανή απόδοση του «φανατικού οπαδού της Πρού»,Αύγουστου Κορτώ.
«Τώρα πιά τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει-υπήρχαν δρόμοι και μονοπάτια σ’αυτή τη χώρα όπου μπορούσε να περιπλανηθεί,αλλά κι ακόμα περισσότερα που του ήταν απροσπέλαστα.Αιώνια απροσπέλαστα.Είχε εκπαιδεύσει πολέον τον εαυτό του να θέλει και να χρειάζεται ελάχιστα.Η αφύλαχτη σκαλωσιά της ζωής του αναπαμένη στη λήθη.Λιγόφαγος,αδύνατος,μόνος,ανήσυχος.Τα μαλλιά του σχεδόν άσπρα.Κοντά εξήντα χρόνων,μαλάκα.
Τα μπαρ των γελαδάρηδων ήταν τα σαλόνια,τα καθιστικά του,κι είχε χιλιάδες τέτοια από την Αριζόνα ως τη Μοντάνα – τις «Ασημένιες Σφαίρες», «Το μαντρί του Καλ», τον «Μικρό Καυγατζή» , την «Πιτσιλωτή Φοράδα» , το «Κέρατο του Τάρανδου» , το «Απάγκιο του Κατσικοκλέφτη» , το «Άσπρο Πόνι&τα Φιλαράκια του», το «Χάραμα», το «Στέκι του Μπρόνκο Μπίλι», το «Κίτρινο Μοσχάρι», το «Λόφο του Καουμπόη» ,το «Πανδοχείο «Φασκομηλιά»».Στο καθένα έβρισκε αμέσως τη γωνίτσα του,το κουτσό τραπέζι πλάϊ στην πόρτα της κουζίνας,το σεπαρέ με το ραγισμένο τοιχάκι,το σκαμπό στην μπάρα που δεν ανεβοκατέβαινε γιατί είχε φύγει η βίδα.
Όλα ήταν ίδια αναμετάξυ τους και συνάμα αλλιώτικα,η μυρωδιά τους ένας αχταρμάς από καφέ β’ διαλογής,τσίκνα από κρέατα,μπίρα,τσιγαρίλα,άπλυτα κορμιά,ουίσκι χυμένο στο πάτωμα,βαρβατίλα,σοκολάτες και γκοφρέτες,κοπριά,κακές αποχετεύσεις,φρεσκοψημένο ψωμί.Το ίδιο μπαγιάτικο φως παντού,είτε θαμπό είτε σε τύφλωνε,νεόν,είτε –στο μοναχικό «Κλαμπ Θαλάσσιος Ελέφας» στην κορφή του Δρόμου της Ουγγιάς-κίτρινη λάμψη κηροζίνης.Ο ήχος τους ήταν ήχος θαλπωρής στ’αυτιά του:τζουκμπόξ,στέκες μπιλιάρδου,πόρτες ψυγείων που ανοιγοκλείνουν,καρέκλες που σέρνουν τα ποδάρια τους στο πάτωμα,κουβέντες,κέρματα που πέφτουν και στριφογυρνάνε,σκαμπό που τρίζουν,το άφρισμα της μπίρας,ξεχαρβαλωμένες πόρτες με μεντεσέδες που σκούζουν.Και γύρω του σαν πρόσωπα συγγενών,φάτσες αντρών-λιγνές,πρόωρα γερασμένες.Τίποτα γκομενίτσες βλογιοκομμένες,με μαλλιά χλομά σαν το δέρμα τους,αλλά κυρίως άντρες λιανοί σαν σανίδες,που’ρχονταν από τις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα σ’αυτό το σημείο σύγκλισης,σαν τα ελάφια που βγαίνουν μαζί από’να δάσος για να γλείψουν τ’αλάτι σ’ένα ορυχείο.Ορισμένοι ήταν σκέτα λέσια.Έπρεπε να προσέχεις δίπλα σε ποιόν καθόσουν,αλλιώς ρισκάριζες να φύγεις με μουνόψειρες και τσιμπούρια.»
Σ’αυτή την οικογενειακή «σάγκα» , η Πρου περιγράφει την ιστορία μιάς κλασσικής αγροτικής οικογένειας καλύπτοντας ένα μακρύ χρονικό διάστημα 40 ετών,από το 1944 λίγο προτού τελειώσει ο πόλεμος,μέχρι το 1984 (μάλλον).Τις χρονολογίες τις μαθαίνουμε από τις καρτ-ποστάλ που ανοίγουν τα κεφάλαια του βιβλίου.Οι περισσότερες είναι σχετικές με το θέμα,άλλες είναι διαφημιστικές,και πολλές από αυτές λειτουργούν αντιστικτικά έχοντας καθαρά έμμεση σχέση με τα τεκταινόμενα.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με ένα βίαιο έγκλημα που διαπράττει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ,ο μεγάλος γιός της οικογένειας Μπλαντ,ο Λόϊαλ σκοτώνοντας την γκόμενά του και θάβοντάς την στα όρια του κτήματος ,χτίζοντας το πτώμα μέσα στη μάντρα.Ο Λόϊαλ αναγκάζεται να φύγει από το κτήμα,αφήνοντας πίσω του τον κουτσό πατέρα του,τον μονόχειρα αδερφό του Νταμπ,την υπομονετική μητέρα του Τζούελ και την μικρή αδερφή του Μέρνελ,οι οποίοι ζουν σε ένα δικό τους ουσιαστικά πρωτόγονο κόσμο.Το κτήμα ρημάζει ,οι δύο άνδρες είναι ανίκανοι να το κρατήσουν,τα χρέη τους πνίγουν,κάνουν σπασμωδικές κινήσεις και καταλήγουν στην φυλακή.Εκεί ο Μινκ ,ο πατέρας,κρεμιέται από την ντροπή του,αλλά ο Νταμπ επιβιώνει και την κάνει κι αυτός γιά άλλα μέρη.Πίσω μένουν οι δύο γυναίκες σε ένα κόσμο (την μεταπολεμική Αμερική της επαρχίας) που αλλάζει ραγδαία.Αναγκάζονται να πουλήσουν το μεγαλύτερο μέρος του κτήματος,το οποίο γίνεται πάρκινγκ γιά τροχόσπιτα.Η Μέρνελ πολύ μικρή ακόμα,απαντάει σε μιά αγγελία γνωριμίας και παντρεύεται.Η μητέρα Τζούελ από τη μιά αναγκάζεται να δουλέψει σε εργοστάσιο και από την άλλη απολαμβάνει την ελευθερία της.Ο Λόϊαλ άφαντος από την περιοχή,αλλά διαρκώς παρών στο βιβλίο μιάς που είναι ο βασικός του ήρωας.Παρακολουθούμε αυτόν τον «ντεσπεράντο» στην ατέρμονη περιπλάνηση του από πολιτεία σε πολιτεία,από την μιά άγονη γη στην άλλη.Έρημος,βαρύς και μόνος,ψυχικά και σωματικά ανίκανος μετά το φονικό,είναι ένας άγριος λύκος.Αρκετά ξύπνιος ,σχετικά ευέλικτος αν και λίγο απροσάρμοστος κάνει ότι δουλειά μπορεί να φανταστεί κανείς.Από εργάτης σε εργοστάσια μέχρι ανιχνευτής λειψάνων προϊστορικών ζώων.Και πάντα η εικόνα του φονικού να είναι στο μυαλό του,να μη τον αφήνει...
Άνθρωποι μοναχικοί,η οικογένεια τυπικοί Αμερικανοί αγρότες ,αμόρφωτοι,σκληροί άνθρωποι στα όρια του αυτισμού – οι διάλογοι μεταξύ τους είναι κραυγές και βρισιές,η καθημερινή επιβίωση το μόνο που τους ενδιαφέρει,ο δεσμός τους με την γη ισχυρός αλλά βλέπουν ότι όλα τριγύρω τους αλλάζουν.Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας τους συνθλίβει και όποιος μπορέσει να προσαρμοστεί πιό γρήγορα αυτός θα κερδίσει-όπως ο γείτονας τους που το γυρίζει στην μεσητεία .Ακόμα και αυτός ο χαζούλης και αφελής Νταμπ,όταν πιάνει την καλή στο Μαϊάμι και παντρεύεται μιά ωραία και καπάτσα Κουβανή,μέσα του μοναχικός παραμένει,ένας λύκος που σταδιακά γίνεται σκύλος.
Η Πρού είναι μαστόρισα του λόγου και μπορεί να γράφει διηγήματα εξαιρετικά και μυθιστορήματα μεγάλης πνοής αλλά πάνω απ’όλα είναι ποιήτρια.Οι περιγραφές της φύσης,των βουνών,οι διάλογοι κοφτοί και σκληροί αλλά (πολλές φορές) τόσο λυρικοί μέσα στην απλότητά τους,οι μυρωδιές από τα καμμένα χόρτα (συγκλονιστική η σκηνή της πυρκαϊάς),η σκληρότητα του χώματος,οι αντιθέσεις μεταξύ της αγροτικής και της αστικής Αμερικής.
Το μυθιστόρημα όμως πάνω απ’όλα μιλάει γιά την μοναξιά («η σάγκα της μοναξιάς» όπως χαρακτηριστικά γράφει το Alef,στην υπέροχη,ακριβέστατη ανάλυση του).Ακόμα και τα ζευγάρια που βρίσκουμε στην ιστορία,μόνοι τους είναι ουσιαστικά.Με κυρίαρχη φιγούρα αυτόν τον εκπληκτικό πρωταγωνιστή,τον «κωλοφωτιά-μιά ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» Λόϊαλ ,τον ανίκανο να βιώσει μιά πραγματική ανθρώπινη σχέση και την μοναχική,βασανισμένη ζωή του,τον διαρκή αγώνα του γιά επιβίωση,γιά γαλήνη.Τον αφελή Νταμπ με το κομμένο (από μαλακία) χέρι με τις φιλοδοξίες και την πονηριά που τον βοηθάει μεν να βγάλει χρήματα αλλά που στο τέλος κι’αυτός σε μοναξιά καταδικάζεται ,μέχρι τη μάνα που κι αυτή «κάτι» κυνηγάει, «κάτι» ψάχνει στη μοναχική ζωή της ,μαθαίνει στα γεράματα οδήγηση και παίρνει τους μακρείς και ατελείωτους δρόμους,τραβώντας στο πουθενά και βρίσκοντας τραγικό θάνατο στις ερημιές.
Η Αμερική περισσότερο του Φορντ (του σκηνοθέτη) παρά του Φώκνερ.Η Αμερική που αγαπάμε,με τους μεγάλους δρόμους,τις απέραντες εκτάσεις,τα μπαρ,τις σιωπές,τους μοναχικούς και μόνους ανθρώπους...Πολλές φορές ανατριχιάζεις διαβάζοντας αυτό το συγκλονιστικό μυθιστόρημα.Όχι από συγκίνηση,ούτε από υπερβολικό συναισθηματισμό.Εκπλήσσεσαι και δεν μπορείς να τραβήξεις τα μάτια σου κυρίως από την ένταση και τη δύναμη της γραφής,την απίστευτη δύναμη της λεπτομέρειας.Ακόμα και όταν ξέρεις (και συνειδητοποιείς) ότι το βιβλίο κυλάει νωχελικά,οι λέξεις,οι προτάσεις,οι περιγραφές είναι τόσο ακριβείς,τόσο ουσιαστικές που σε κρατάνε καρφωμένο εκεί.Στην απόλαυση του βιβλίου συντελεί τα μέγιστα η ρέουσα και ζωντανή απόδοση του «φανατικού οπαδού της Πρού»,Αύγουστου Κορτώ.
«Τώρα πιά τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει-υπήρχαν δρόμοι και μονοπάτια σ’αυτή τη χώρα όπου μπορούσε να περιπλανηθεί,αλλά κι ακόμα περισσότερα που του ήταν απροσπέλαστα.Αιώνια απροσπέλαστα.Είχε εκπαιδεύσει πολέον τον εαυτό του να θέλει και να χρειάζεται ελάχιστα.Η αφύλαχτη σκαλωσιά της ζωής του αναπαμένη στη λήθη.Λιγόφαγος,αδύνατος,μόνος,ανήσυχος.Τα μαλλιά του σχεδόν άσπρα.Κοντά εξήντα χρόνων,μαλάκα.
Τα μπαρ των γελαδάρηδων ήταν τα σαλόνια,τα καθιστικά του,κι είχε χιλιάδες τέτοια από την Αριζόνα ως τη Μοντάνα – τις «Ασημένιες Σφαίρες», «Το μαντρί του Καλ», τον «Μικρό Καυγατζή» , την «Πιτσιλωτή Φοράδα» , το «Κέρατο του Τάρανδου» , το «Απάγκιο του Κατσικοκλέφτη» , το «Άσπρο Πόνι&τα Φιλαράκια του», το «Χάραμα», το «Στέκι του Μπρόνκο Μπίλι», το «Κίτρινο Μοσχάρι», το «Λόφο του Καουμπόη» ,το «Πανδοχείο «Φασκομηλιά»».Στο καθένα έβρισκε αμέσως τη γωνίτσα του,το κουτσό τραπέζι πλάϊ στην πόρτα της κουζίνας,το σεπαρέ με το ραγισμένο τοιχάκι,το σκαμπό στην μπάρα που δεν ανεβοκατέβαινε γιατί είχε φύγει η βίδα.
Όλα ήταν ίδια αναμετάξυ τους και συνάμα αλλιώτικα,η μυρωδιά τους ένας αχταρμάς από καφέ β’ διαλογής,τσίκνα από κρέατα,μπίρα,τσιγαρίλα,άπλυτα κορμιά,ουίσκι χυμένο στο πάτωμα,βαρβατίλα,σοκολάτες και γκοφρέτες,κοπριά,κακές αποχετεύσεις,φρεσκοψημένο ψωμί.Το ίδιο μπαγιάτικο φως παντού,είτε θαμπό είτε σε τύφλωνε,νεόν,είτε –στο μοναχικό «Κλαμπ Θαλάσσιος Ελέφας» στην κορφή του Δρόμου της Ουγγιάς-κίτρινη λάμψη κηροζίνης.Ο ήχος τους ήταν ήχος θαλπωρής στ’αυτιά του:τζουκμπόξ,στέκες μπιλιάρδου,πόρτες ψυγείων που ανοιγοκλείνουν,καρέκλες που σέρνουν τα ποδάρια τους στο πάτωμα,κουβέντες,κέρματα που πέφτουν και στριφογυρνάνε,σκαμπό που τρίζουν,το άφρισμα της μπίρας,ξεχαρβαλωμένες πόρτες με μεντεσέδες που σκούζουν.Και γύρω του σαν πρόσωπα συγγενών,φάτσες αντρών-λιγνές,πρόωρα γερασμένες.Τίποτα γκομενίτσες βλογιοκομμένες,με μαλλιά χλομά σαν το δέρμα τους,αλλά κυρίως άντρες λιανοί σαν σανίδες,που’ρχονταν από τις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα σ’αυτό το σημείο σύγκλισης,σαν τα ελάφια που βγαίνουν μαζί από’να δάσος για να γλείψουν τ’αλάτι σ’ένα ορυχείο.Ορισμένοι ήταν σκέτα λέσια.Έπρεπε να προσέχεις δίπλα σε ποιόν καθόσουν,αλλιώς ρισκάριζες να φύγεις με μουνόψειρες και τσιμπούρια.»