Πέμπτη, Μαΐου 22, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Μαΐου 22, 2008 | Permalink
Μητέρες και κόρες
Χαμηλών τόνων αλλά υψηλών συναισθημάτων το μυθιστόρημα του δημοφιλέστατου στην χώρα μας Τζόναθαν Κόου «ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ ΠΡΙΝ ΠΕΣΕΙ» (Εκδ.ΠΟΛΙΣ,σελ.280) ,(73) . Σε τελείως διαφορετικό στυλ και ύφος από τα προηγούμενα του εξαιρετικά μυθιστορήματα ο Κόου στο πιό προσωπικό του βιβλίο,παρότι παρουσιάζει και πάλι τις εγνωσμένες του αρετές που τον καταξίωσαν στο αναγνωστικό κοινό δείχνει «χαμένος» μέσα στην προσπάθεια του αυτή.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τις μαγνητοφωνημένες αναμνήσεις μιά γηραιάς κυρίας ,της Ρόζαμοντ,που ταλαιπωρημένη από μιά μακροχρόνια ασθένεια επέλεξε αυτό τον τρόπο να μιλήσει γιά τα πράγματα που κρατούσε μέσα της σε όλη της τη ζωή.Αφήνοντας το 1/3 της περιουσίας της σε μιά τυφλή κοπελίτσα ,την Ίμοτζεν,που οι περισσότεροι είχαν δει μόνο μιά φορά στα πεντηκοστά γενέθλια της ,η ανηψιά της Τζιλ ως διαχειρίστρια της διαθήκης αναλαμβάνει να βρει την μυστηριώδη άγνωστη και αφού αποτυγχάνει στην προσπάθειά της ακούει μαζί με τις κόρες της,τις κασέτες.
Η αφήγηση της Ρόζαμοντ γίνεται μέσα από 20 φωτογραφίες που απεικονίζουν διάφορες χρονικά στιγμές της ζωής της.Από τότε που μικρό κορίτσι μόλις ξεσπάει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος στέλνεται από τους γονείς της στην επαρχία να ζήσει με κάποιους θείους της,όπου εκεί γνωρίζεται με την εξαδέλφη της Μπέατριξ,η οποία είναι η γιαγιά της τυφλής Ίμοτζεν και με την οποία έρχονται πολύ κοντά μέχρι την τελευταία φωτογραφία που έχει «τραβηχτεί» στο πάρτυ γιά τα πεντηκοστά της γενέθλια.
Πέρα της γοητευτικής μεν αλλά μάλλον κοινότοπης ιστορίας της Ρόζαμοντ γύρω από τη ζωή της,τα λάθη της,τις αδιέξοδες ομοφυλοφιλικές ερωτικές της σχέσεις,το κύριο πρόσωπο είναι η εξαιρετική φιγούρα της αλλοπρόσαλης Μπέατριξ (πολύ δυνατός μυθιστορηματικός χαρακτήρας οφείλω να αναγνωρίσω).Η πορεία της Μπέατριξ , της κόρης της Τέας και αργότερα της κόρης αυτής,της Ίμοτζεν και η μετέπειτα τύφλωση της με απρόσμενο τρόπο, είναι μιά ιστορία εντελώς αποτυχημένων μητέρων και των συνεπειών αυτής της αποτυχίας τους στις ζωές των θυγατέρων τους αλλά και των ιδίων.Οι ζωές των τριών γυναικών είτε καταστρέφονται,είτε αλλάζουν δραματικά όπως κυριολεκτικά «κανιβαλίζουν» η μία την άλλη...
Η Μπέατριξ το σκάει με έναν τυχοδιώκτη και ζώντας τσιγγάνικη ζωή γεννάει την Τέα,την οποία παραμελεί ουσιαστικά κατηγορώντας την ότι η γέννησή της αποτέλεσε την αιτία χωρισμού με τον άντρα της.Η Τέα μεγαλώνοντας νιώθει απόβλητη μέσα στην καινούρια αστική οικογένεια της Μπέατριξ και ουσιαστικά ακολουθεί την μοίρα της μάνας της φεύγοντας με έναν μουσικό της ροκ και ζώντας κι αυτή μέσα σε ένα τροχόσπιτο με το μωρό της την Ίμοτζεν,με κάθε λογής συνέπειες έως τα δραματικά γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την τύφλωση της μικρής.
Με διακριτικό τρόπο παρακολουθούμε επίσης την σχέση της Τζιλ με τις δύο κόρες της όπως ακούνε τις κασέτες.Μιά σχέση που δείχνει απρόσωπη και μάλλον αποτυχημένη στην αρχή αλλά μετά μοιάζει να ομαλοποιείται και να επέρχεται η συμφιλίωση,όμως το παιχνίδι έχει χαθεί προ πολλού. Στο βιβλίο γενικότερα υπάρχει αυτή η αίσθηση των παιχνιδιών της μοίρας,των "κολάζ των συμπτώσεων" ή όπως λέει προς το τέλος..."Τελικά τίποτε δεν ήταν τυχαίο.Υπήρχε ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα."
Ο αφηγηματικός τρόπος του Κόου είναι κινηματογραφικός και το είδος της εναλλαγής των κεφαλαίων μέσα από τις φωτογραφίες που περιγράφει η Ρόζαμοντ σε βάζουν μέσα στο κλίμα της εποχής που αναπαρίσταται ικανοποιητικά αν και κάποιες στιγμές εμένα προσωπικά μου ερχότανε στο μυαλό ότι θα λειτουργούσε καλύτερα ως ένα φωτογραφικό άλμπουμ με συνοδεία κάποιας νεορομαντικής και μελαγχολικής μουσικής υπόκρουσης.Οι χαρακτήρες όμως παρά την προσπάθεια του συγγραφέα παραμένουν χάρτινοι και απόκοσμοι-όπως δηλαδή σε μιά οικογενειακή φωτογραφία που ελάχιστα μας αφορά.
Το βιβλίο είναι γεμάτο από καλές προθέσεις,έντονα συναισθήματα αλλά η χαμηλότονη και χαλαρή αφήγηση δείχνει να πλατιάζει και να κουράζει τον αναγνώστη.Η αφήγηση της Ρόζαμοντ παρότι αρχίζει σχεδόν συναρπαστικά –πάντα οι ιστορίες με την απομάκρυνση των παιδιών από τα αστικά κέντρα της Βρετανίας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είναι γοητευτικές – όπως προχωράει το βιβλίο πάει «γύρω-γύρω» και «φιλολογεί» ακατάπαυστα.
Το μυθιστόρημα έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το κάνουν αριστούργημα αλλά μάλλον ο Κόου δεν στέκεται στο ύψος του θέματος που θα ήθελε έναν συγγραφέα με μεγαλύτερη ικανότητα στο understatement και στον πυκνό λόγο.Σε πολλούς σύγχρονους Βρετανούς συγγραφείς έχω αυτή την αίσθηση "αδυναμίας",καθώς προσεγγίζουν «σοβαρότερα» θέματα από αυτά που μας έχουν συνηθίσει,θέματα που απαιτούν τον λεπτό και «κομψό»χειρισμό ενός Forster,ενός E.Waugh,μιάς Woolf ή και γιά να πάμε πιό πίσω ενός Henry James.Κρίμα γιατί ήταν καλή και (μάλλον) έντιμη προσπάθεια ενός συγγραφέα που έχει την ευαισθησία αλλά θέλει πολλή δουλειά ακόμα.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αποτελείται από τις μαγνητοφωνημένες αναμνήσεις μιά γηραιάς κυρίας ,της Ρόζαμοντ,που ταλαιπωρημένη από μιά μακροχρόνια ασθένεια επέλεξε αυτό τον τρόπο να μιλήσει γιά τα πράγματα που κρατούσε μέσα της σε όλη της τη ζωή.Αφήνοντας το 1/3 της περιουσίας της σε μιά τυφλή κοπελίτσα ,την Ίμοτζεν,που οι περισσότεροι είχαν δει μόνο μιά φορά στα πεντηκοστά γενέθλια της ,η ανηψιά της Τζιλ ως διαχειρίστρια της διαθήκης αναλαμβάνει να βρει την μυστηριώδη άγνωστη και αφού αποτυγχάνει στην προσπάθειά της ακούει μαζί με τις κόρες της,τις κασέτες.
Η αφήγηση της Ρόζαμοντ γίνεται μέσα από 20 φωτογραφίες που απεικονίζουν διάφορες χρονικά στιγμές της ζωής της.Από τότε που μικρό κορίτσι μόλις ξεσπάει ο Β Παγκόσμιος πόλεμος στέλνεται από τους γονείς της στην επαρχία να ζήσει με κάποιους θείους της,όπου εκεί γνωρίζεται με την εξαδέλφη της Μπέατριξ,η οποία είναι η γιαγιά της τυφλής Ίμοτζεν και με την οποία έρχονται πολύ κοντά μέχρι την τελευταία φωτογραφία που έχει «τραβηχτεί» στο πάρτυ γιά τα πεντηκοστά της γενέθλια.
Πέρα της γοητευτικής μεν αλλά μάλλον κοινότοπης ιστορίας της Ρόζαμοντ γύρω από τη ζωή της,τα λάθη της,τις αδιέξοδες ομοφυλοφιλικές ερωτικές της σχέσεις,το κύριο πρόσωπο είναι η εξαιρετική φιγούρα της αλλοπρόσαλης Μπέατριξ (πολύ δυνατός μυθιστορηματικός χαρακτήρας οφείλω να αναγνωρίσω).Η πορεία της Μπέατριξ , της κόρης της Τέας και αργότερα της κόρης αυτής,της Ίμοτζεν και η μετέπειτα τύφλωση της με απρόσμενο τρόπο, είναι μιά ιστορία εντελώς αποτυχημένων μητέρων και των συνεπειών αυτής της αποτυχίας τους στις ζωές των θυγατέρων τους αλλά και των ιδίων.Οι ζωές των τριών γυναικών είτε καταστρέφονται,είτε αλλάζουν δραματικά όπως κυριολεκτικά «κανιβαλίζουν» η μία την άλλη...
Η Μπέατριξ το σκάει με έναν τυχοδιώκτη και ζώντας τσιγγάνικη ζωή γεννάει την Τέα,την οποία παραμελεί ουσιαστικά κατηγορώντας την ότι η γέννησή της αποτέλεσε την αιτία χωρισμού με τον άντρα της.Η Τέα μεγαλώνοντας νιώθει απόβλητη μέσα στην καινούρια αστική οικογένεια της Μπέατριξ και ουσιαστικά ακολουθεί την μοίρα της μάνας της φεύγοντας με έναν μουσικό της ροκ και ζώντας κι αυτή μέσα σε ένα τροχόσπιτο με το μωρό της την Ίμοτζεν,με κάθε λογής συνέπειες έως τα δραματικά γεγονότα που έχουν ως συνέπεια την τύφλωση της μικρής.
Με διακριτικό τρόπο παρακολουθούμε επίσης την σχέση της Τζιλ με τις δύο κόρες της όπως ακούνε τις κασέτες.Μιά σχέση που δείχνει απρόσωπη και μάλλον αποτυχημένη στην αρχή αλλά μετά μοιάζει να ομαλοποιείται και να επέρχεται η συμφιλίωση,όμως το παιχνίδι έχει χαθεί προ πολλού. Στο βιβλίο γενικότερα υπάρχει αυτή η αίσθηση των παιχνιδιών της μοίρας,των "κολάζ των συμπτώσεων" ή όπως λέει προς το τέλος..."Τελικά τίποτε δεν ήταν τυχαίο.Υπήρχε ένα επαναλαμβανόμενο σχήμα."
Ο αφηγηματικός τρόπος του Κόου είναι κινηματογραφικός και το είδος της εναλλαγής των κεφαλαίων μέσα από τις φωτογραφίες που περιγράφει η Ρόζαμοντ σε βάζουν μέσα στο κλίμα της εποχής που αναπαρίσταται ικανοποιητικά αν και κάποιες στιγμές εμένα προσωπικά μου ερχότανε στο μυαλό ότι θα λειτουργούσε καλύτερα ως ένα φωτογραφικό άλμπουμ με συνοδεία κάποιας νεορομαντικής και μελαγχολικής μουσικής υπόκρουσης.Οι χαρακτήρες όμως παρά την προσπάθεια του συγγραφέα παραμένουν χάρτινοι και απόκοσμοι-όπως δηλαδή σε μιά οικογενειακή φωτογραφία που ελάχιστα μας αφορά.
Το βιβλίο είναι γεμάτο από καλές προθέσεις,έντονα συναισθήματα αλλά η χαμηλότονη και χαλαρή αφήγηση δείχνει να πλατιάζει και να κουράζει τον αναγνώστη.Η αφήγηση της Ρόζαμοντ παρότι αρχίζει σχεδόν συναρπαστικά –πάντα οι ιστορίες με την απομάκρυνση των παιδιών από τα αστικά κέντρα της Βρετανίας στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο είναι γοητευτικές – όπως προχωράει το βιβλίο πάει «γύρω-γύρω» και «φιλολογεί» ακατάπαυστα.
Το μυθιστόρημα έχει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το κάνουν αριστούργημα αλλά μάλλον ο Κόου δεν στέκεται στο ύψος του θέματος που θα ήθελε έναν συγγραφέα με μεγαλύτερη ικανότητα στο understatement και στον πυκνό λόγο.Σε πολλούς σύγχρονους Βρετανούς συγγραφείς έχω αυτή την αίσθηση "αδυναμίας",καθώς προσεγγίζουν «σοβαρότερα» θέματα από αυτά που μας έχουν συνηθίσει,θέματα που απαιτούν τον λεπτό και «κομψό»χειρισμό ενός Forster,ενός E.Waugh,μιάς Woolf ή και γιά να πάμε πιό πίσω ενός Henry James.Κρίμα γιατί ήταν καλή και (μάλλον) έντιμη προσπάθεια ενός συγγραφέα που έχει την ευαισθησία αλλά θέλει πολλή δουλειά ακόμα.