Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008
posted by Librofilo at Τετάρτη, Οκτωβρίου 15, 2008 | Permalink
Η κληρονομιά της απώλειας
Ήταν σίγουρα έκπληξη η απονομή του βραβείου Μπούκερ το 2006 στην Ινδή συγγραφέα Κίραν Ντεσάι γιά το μυθιστόρημα της με τον υπέροχο τίτλο «Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ» (The inheritance of loss) , (Εκδ.Μίνωας , μετάφ.Αλέξης Καλοφωλιάς , σελ.511) , (80) . Εκείνη τη χρονιά , ο συναγωνισμός (ως συνήθως) ήταν μεγάλος αλλά η κόρη της γνωστής συγγραφέως Αμάντας Ντεσάι τα κατάφερε με το μόλις δεύτερο βιβλίο της αποδεικνύοντας την δυναμική των νέων φωνών από την Ινδία που εκφράζεται μέσα από συγγραφείς οι οποίοι ζουν και δημιουργούν εκτός της πατρίδας τους , όπως οι Ζέϊντι Σμιθ,Χάρυ Κούνζρου,Τζούμπα Λαχίρι,Ρόιντον Μίστρυ (ο καλύτερος όλων κατά την ταπεινή μου γνώμη) και άλλοι.
Το βιβλίο αφηγείται με πολύ χιούμορ την έλευση μιάς νέας εποχής στο πολιτικογεωγραφικό γίγνεσθαι των χωρών γύρω από την Ινδία , την σύγκρουση των πολιτισμών και την απότομη προσγείωση ανθρώπων προσκολλημένων στο παρελθόν στον «καινούριο» κόσμο.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι δύο νεαρά παιδιά , η ορφανή από γονείς Σάϊ , η οποία πηγαίνει να ζήσει με τον παππού της στα 16 της χρόνια , σε μία παρακμάζουσα έπαυλη στο μακρινό Κάλιμπονγκ ,στους πρόποδες των βορειοδυτικών Ιμαλαϊων ,ένα κάποτε ειδυλιακό μέρος που βρίσκεται στο επίκεντρο ενός αυτονομιστικού κινήματος που είναι έτοιμο να ξεσπάσει στην περιοχή.
Στο σπίτι ζουν ο γέρος συνταξιούχος δικαστής , η εγγονή του Σάϊ, ο μάγειρας του και το σκυλάκι η Ματ ,εκεί όπου «οι ειδήσεις έκαναν λόγο γιά ένα νέο κύμα δυσαρέσκειας στους λόφους, γιά τη συγκέντρωση εξεγερμένων , γιά άνδρες και όπλα. Αυτήν τη φορά ήταν Ινδονεπαλέζοι, που είχαν βαρεθεί να τους αντιμετωπίζουν σαν μειονότητα σε ένα μέρος όπου πλειοψηφούσαν. Ήθελαν τη δική τους χώρα, ή , τουλάχιστον ένα δικό τους κρατίδιο γιά να διαχειρίζονται μόνοι τους τις υποθέσεις τους.Εκεί όπου τα σύνορα της Ινδίας μπλέκονταν με του Μπουτάν και του Σικίμ και όπου ο στρατός έκανε πουσάπς, συντηρώντας τα τεθωρακισμένα του με χακί μπογιά γιά την περίπτωση που άνοιγε η όρεξη των Κινέζων γιά περισσότερα εδάφη πέρα από το Θιβέτ, ο χάρτης ήταν πάντα μπερδεμένος. Οι εφημερίδες εξέφραζαν ένα είδος παραίτησης. Μεγάλες έριδες, προδοσίες και απαλλοτριώσεις είχαν λάβει χώρα ανάμεσα στο Νεπάλ, την Αγγλία, το Θιβέτ, την Ινδία, το Σικίμ και το Μπουτάν – το Νταρτζίλινγκ αποσπάστηκε απο εδώ,το Κάλιμπονγκ από κει – παρόλο που ,ω, παρόλο που η ομίχλη εφορμούσε από τα βουνά σαν δράκος, έκρυβε και κατέλυε τα σύνορα, κάνοντάς τα να φαντάζουν γελοία.»
Ο έτερος «ήρωας» της ιστορίας μας είναι ο Μπίτζου ,ο γιός του μάγειρα, που πηγαίνει στην Αμερική να «κάνει την τύχη του».Χωρίς άδεια παραμονής ο νεαρός,αντί γιά την γη της επαγγελίας βρίσκεται στην κόλαση...Εκεί που ο πατέρας του ονειρεύεται ότι ο γιός του έχει μιά καλή δουλειά και βγάζει αρκετά λεφτά, εκείνος δουλεύει λαθραία σε κουζίνες έθνικ εστιατορίων, κοιμάται σε υπόγεια γεμάτα ποντίκια , μονίμως με τον φόβο των Αρχών , χωρίς λεφτά ,χωρίς περίθαλψη με το όνειρο της «πράσινης κάρτας»
«Ο Μπιτζού στο Μπέιμπυ Μπιστρό.
Επάνω,το εστιατόριο ήταν γαλλικό, αλλά κάτω στην κουζίνα ήταν μεξικάνικο και ινδικό.Και όταν προσέλαβαν κι έναν Πακιστανό, έγινε μεξικάνικο,ινδικό και πακιστανικό.
Ο Μπίτζου στο Λε Κολονιάλ, μιά γνήσια αποικιακή εμπειρία.
Επάνω,οι πλούσιοι άποικοι και κάτω, στο υπόγειο, οι φτωχοί ιθαγενείς. Από την Κολομβία,την Τυνησία,το Εκουαδόρ,την Γκάμπια.
Από κει στο Σταρς εντ Στράιπς Ντάινερ.Επάνω,μόνο αμερικάνικες σημαίες, κάτω, μόνο σημαίες της Γουατεμάλας. Και μία ινδική, όταν έφτασε ο Μπίτζου.»
Η συγγραφέας εναλάσσει την αφήγηση μεταξύ των δύο κόσμων. Του φαινομενικά ήρεμου και ακίνητου κόσμου της Σάι που όμως αλλάζει με τρομερή ταχύτητα και βία και του λούμπεν κόσμου (με άρωμα Ντίκενς) του Μπίτζου των λαθρομεταναστών και της ανέχειας.Η Σάι θα ερωτευτεί τον εικοσάχρονο νεπαλέζο Γκάϊαν,που της διδάσκει μαθηματικά, αλλά εκείνος θα την προδώσει γιά να ενσωματωθεί στον αγώνα των συμπατριωτών του ενάντια στους Ινδούς.Οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής που ζουν σε μιάν άλλη εποχή ,με τα τέϊα τους και τις δαντέλες τους και που ακούν στα χαριτωμένα ονόματα Νόνι,Λόλα,θείος Πόττυ και ο φίλος του πατήρ Μπούτυ θα βιώσουν στο πετσί τους την εξέγερση, ενώ ο γερο-δικαστής που ζει με τις αναμνήσεις των (σκληρών) σπουδών του στην Βρετανία θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Ο δε Μπίτζου στο κυνήγι μιάς «καλύτερης ζωής» θα αποτύχει οικτρά και θα αναγκαστεί να μπει σε ένα «αεροπορικό λεωφορείο» γιά να προλάβει να σώσει τον πατέρα του.
Η ματιά της Ντεσάι είναι διεισδυτική και το χιούμορ είναι κυρίαρχο στοιχείο σ’αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κυλάει σαν νεράκι . Ορισμένες σκηνές μέσα στην δραματικότητά τους είναι σπαρταριστές , ενώ οι αντιθέσεις είναι συνεχώς παρούσες . Μακράν τα πιό ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου είναι στην διαμονή του Μπίτζου στην Νέα Υόρκη και η περιπλάνηση του στις κουζίνες και τα υπόγεια διαμερίσματα γεμάτα ακαθαρσίες και έντομα.Η Ντεσάι ζει στις Η.Π.Α., ξέρει λοιπόν πολύ καλά ότι η περίφημη παγκοσμιοποίηση (με τα καλά της και τα κακά της), δεν καταργεί την «πάλη των τάξεων», ίσα-ίσα που ορισμένες φορές οι ταξικές αντιθέσεις δείχνουν εντονότερες από ποτέ.
Η σημασία του να ανήκεις κάπου , η αναζήτηση της αγάπης (του έρωτα) και της συντροφικότητας , η δύναμη της πατρικής γης και το δράμα της μετανάστευσης θίγονται με ευαίσθητο και καίριο τρόπο από την συγγραφέα, φανερώνοντας μας μιά δυνατή γραφή με σημασία στην λεπτομέρεια , με σπιρτόζους διαλόγους αλλά το κυριότερο με εξαιρετικό χειρισμό του λεπτού χιούμορ. Αυτό όμως που είναι το πλεονέκτημα του βιβλίου (το χιούμορ) , αποτελεί και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του καθώς αποστασιοποιεί τον αναγνώστη από τους χαρακτήρες μετατρέποντας τους σε χάρτινες φιγούρες χωρίς ψυχή και συναίσθημα.
Εκείνο το στοιχείο που κυριαρχεί εντονότερα στο μυθιστόρημα είναι η δύναμη του τοπίου. Οι κορυφές του Καντσεντζούγκα αλλάζουν χρώματα , η φύση είναι διαρκώς παρούσα και το βλέμμα των πρωταγωνιστών αφήνεται στην απεραντοσύνη του τοπίου ακόμα και στις πιό προσωπικές τους στιγμές.Το βιβλίο κλείνει ακριβώς όπως άνοιξε,με την θέα των λόφων ,σε ένα αισιόδοξο χρυσαφί χρώμα δείγμα αισιοδοξίας και γλυκειάς προσμονής.
Το βιβλίο αφηγείται με πολύ χιούμορ την έλευση μιάς νέας εποχής στο πολιτικογεωγραφικό γίγνεσθαι των χωρών γύρω από την Ινδία , την σύγκρουση των πολιτισμών και την απότομη προσγείωση ανθρώπων προσκολλημένων στο παρελθόν στον «καινούριο» κόσμο.
Οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι δύο νεαρά παιδιά , η ορφανή από γονείς Σάϊ , η οποία πηγαίνει να ζήσει με τον παππού της στα 16 της χρόνια , σε μία παρακμάζουσα έπαυλη στο μακρινό Κάλιμπονγκ ,στους πρόποδες των βορειοδυτικών Ιμαλαϊων ,ένα κάποτε ειδυλιακό μέρος που βρίσκεται στο επίκεντρο ενός αυτονομιστικού κινήματος που είναι έτοιμο να ξεσπάσει στην περιοχή.
Στο σπίτι ζουν ο γέρος συνταξιούχος δικαστής , η εγγονή του Σάϊ, ο μάγειρας του και το σκυλάκι η Ματ ,εκεί όπου «οι ειδήσεις έκαναν λόγο γιά ένα νέο κύμα δυσαρέσκειας στους λόφους, γιά τη συγκέντρωση εξεγερμένων , γιά άνδρες και όπλα. Αυτήν τη φορά ήταν Ινδονεπαλέζοι, που είχαν βαρεθεί να τους αντιμετωπίζουν σαν μειονότητα σε ένα μέρος όπου πλειοψηφούσαν. Ήθελαν τη δική τους χώρα, ή , τουλάχιστον ένα δικό τους κρατίδιο γιά να διαχειρίζονται μόνοι τους τις υποθέσεις τους.Εκεί όπου τα σύνορα της Ινδίας μπλέκονταν με του Μπουτάν και του Σικίμ και όπου ο στρατός έκανε πουσάπς, συντηρώντας τα τεθωρακισμένα του με χακί μπογιά γιά την περίπτωση που άνοιγε η όρεξη των Κινέζων γιά περισσότερα εδάφη πέρα από το Θιβέτ, ο χάρτης ήταν πάντα μπερδεμένος. Οι εφημερίδες εξέφραζαν ένα είδος παραίτησης. Μεγάλες έριδες, προδοσίες και απαλλοτριώσεις είχαν λάβει χώρα ανάμεσα στο Νεπάλ, την Αγγλία, το Θιβέτ, την Ινδία, το Σικίμ και το Μπουτάν – το Νταρτζίλινγκ αποσπάστηκε απο εδώ,το Κάλιμπονγκ από κει – παρόλο που ,ω, παρόλο που η ομίχλη εφορμούσε από τα βουνά σαν δράκος, έκρυβε και κατέλυε τα σύνορα, κάνοντάς τα να φαντάζουν γελοία.»
Ο έτερος «ήρωας» της ιστορίας μας είναι ο Μπίτζου ,ο γιός του μάγειρα, που πηγαίνει στην Αμερική να «κάνει την τύχη του».Χωρίς άδεια παραμονής ο νεαρός,αντί γιά την γη της επαγγελίας βρίσκεται στην κόλαση...Εκεί που ο πατέρας του ονειρεύεται ότι ο γιός του έχει μιά καλή δουλειά και βγάζει αρκετά λεφτά, εκείνος δουλεύει λαθραία σε κουζίνες έθνικ εστιατορίων, κοιμάται σε υπόγεια γεμάτα ποντίκια , μονίμως με τον φόβο των Αρχών , χωρίς λεφτά ,χωρίς περίθαλψη με το όνειρο της «πράσινης κάρτας»
«Ο Μπιτζού στο Μπέιμπυ Μπιστρό.
Επάνω,το εστιατόριο ήταν γαλλικό, αλλά κάτω στην κουζίνα ήταν μεξικάνικο και ινδικό.Και όταν προσέλαβαν κι έναν Πακιστανό, έγινε μεξικάνικο,ινδικό και πακιστανικό.
Ο Μπίτζου στο Λε Κολονιάλ, μιά γνήσια αποικιακή εμπειρία.
Επάνω,οι πλούσιοι άποικοι και κάτω, στο υπόγειο, οι φτωχοί ιθαγενείς. Από την Κολομβία,την Τυνησία,το Εκουαδόρ,την Γκάμπια.
Από κει στο Σταρς εντ Στράιπς Ντάινερ.Επάνω,μόνο αμερικάνικες σημαίες, κάτω, μόνο σημαίες της Γουατεμάλας. Και μία ινδική, όταν έφτασε ο Μπίτζου.»
Η συγγραφέας εναλάσσει την αφήγηση μεταξύ των δύο κόσμων. Του φαινομενικά ήρεμου και ακίνητου κόσμου της Σάι που όμως αλλάζει με τρομερή ταχύτητα και βία και του λούμπεν κόσμου (με άρωμα Ντίκενς) του Μπίτζου των λαθρομεταναστών και της ανέχειας.Η Σάι θα ερωτευτεί τον εικοσάχρονο νεπαλέζο Γκάϊαν,που της διδάσκει μαθηματικά, αλλά εκείνος θα την προδώσει γιά να ενσωματωθεί στον αγώνα των συμπατριωτών του ενάντια στους Ινδούς.Οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής που ζουν σε μιάν άλλη εποχή ,με τα τέϊα τους και τις δαντέλες τους και που ακούν στα χαριτωμένα ονόματα Νόνι,Λόλα,θείος Πόττυ και ο φίλος του πατήρ Μπούτυ θα βιώσουν στο πετσί τους την εξέγερση, ενώ ο γερο-δικαστής που ζει με τις αναμνήσεις των (σκληρών) σπουδών του στην Βρετανία θα αναγκαστεί να προσαρμοστεί στις εξελίξεις. Ο δε Μπίτζου στο κυνήγι μιάς «καλύτερης ζωής» θα αποτύχει οικτρά και θα αναγκαστεί να μπει σε ένα «αεροπορικό λεωφορείο» γιά να προλάβει να σώσει τον πατέρα του.
Η ματιά της Ντεσάι είναι διεισδυτική και το χιούμορ είναι κυρίαρχο στοιχείο σ’αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο που κυλάει σαν νεράκι . Ορισμένες σκηνές μέσα στην δραματικότητά τους είναι σπαρταριστές , ενώ οι αντιθέσεις είναι συνεχώς παρούσες . Μακράν τα πιό ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου είναι στην διαμονή του Μπίτζου στην Νέα Υόρκη και η περιπλάνηση του στις κουζίνες και τα υπόγεια διαμερίσματα γεμάτα ακαθαρσίες και έντομα.Η Ντεσάι ζει στις Η.Π.Α., ξέρει λοιπόν πολύ καλά ότι η περίφημη παγκοσμιοποίηση (με τα καλά της και τα κακά της), δεν καταργεί την «πάλη των τάξεων», ίσα-ίσα που ορισμένες φορές οι ταξικές αντιθέσεις δείχνουν εντονότερες από ποτέ.
Η σημασία του να ανήκεις κάπου , η αναζήτηση της αγάπης (του έρωτα) και της συντροφικότητας , η δύναμη της πατρικής γης και το δράμα της μετανάστευσης θίγονται με ευαίσθητο και καίριο τρόπο από την συγγραφέα, φανερώνοντας μας μιά δυνατή γραφή με σημασία στην λεπτομέρεια , με σπιρτόζους διαλόγους αλλά το κυριότερο με εξαιρετικό χειρισμό του λεπτού χιούμορ. Αυτό όμως που είναι το πλεονέκτημα του βιβλίου (το χιούμορ) , αποτελεί και το μεγαλύτερο μειονέκτημα του καθώς αποστασιοποιεί τον αναγνώστη από τους χαρακτήρες μετατρέποντας τους σε χάρτινες φιγούρες χωρίς ψυχή και συναίσθημα.
Εκείνο το στοιχείο που κυριαρχεί εντονότερα στο μυθιστόρημα είναι η δύναμη του τοπίου. Οι κορυφές του Καντσεντζούγκα αλλάζουν χρώματα , η φύση είναι διαρκώς παρούσα και το βλέμμα των πρωταγωνιστών αφήνεται στην απεραντοσύνη του τοπίου ακόμα και στις πιό προσωπικές τους στιγμές.Το βιβλίο κλείνει ακριβώς όπως άνοιξε,με την θέα των λόφων ,σε ένα αισιόδοξο χρυσαφί χρώμα δείγμα αισιοδοξίας και γλυκειάς προσμονής.