Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008
posted by Librofilo at Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008 | Permalink
Η καρδιά του παγωνιού
Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που πρωτοδιάβασα βιβλίο της Γιαπωνέζας συγγραφέως YOKO OGAWA ,ήταν το Ξενοδοχείο Ίρις, μιά παράξενη και γοητευτική νουβέλα με έντονα σαδομαζοχιστικά στοιχεία και μιά υπέροχα ερωτική ατμόσφαιρα.Την Ogawa την ξανασυνάντησα τώρα διαβάζοντας το εξαιρετικό μυθιστόρημα της «ΑΡΩΜΑ ΠΑΓΟΥ» (Εκδ.ΑΓΡΑ , σελ. 321) , (86) , το οποίο απόλαυσα συνεπαρμένος από την ατμόσφαιρα που δημιούργησε αυτή η ικανότατη συγγραφέας.
Η Ρυόκο είναι μιά απλή κοπέλα που συζεί με τον αρωματοποιό Χιρογιούκι.Όταν την ειδοποιούν ότι ο σύντροφός της αυτοκτόνησε στο εργαστήριο του συνειδητοποιεί ότι γνώριζε ελάχιστα πράγματα γι’αυτόν.Στο νεκροτομείο γνωρίζει τον μικρότερο αδερφό του αυτόχειρα φίλου της,ο οποίος μοιάζει πολύ με τον εκλιπόντα και μαζί προσπαθούν να καταλάβουν τι οδήγησε τον Ρούκυ(όπως ήθελε να τον φωνάζουν) στην απεγνωσμένη αυτή πράξη.Η Ρυόκο ανέκφραστη και σχετικά ψύχραιμη, προσπαθεί να συνθέσει το παζλ της αινιγματικής προσωπικότητας ενός (όπως αποδεικνύεται) χαρισματικού και ιδιόμορφου ανθρώπου.Στην πορεία μαθαίνει ότι ο σύντροφός της πήγαινε σχεδόν καθημερινά και παρέδιδε μαθήματα καλλιτεχνικού πατινάζ, ενώ στα μαθητικά του χρόνια ήταν μία μαθηματική ιδιοφυία και κέρδιζε με χαρακτηριστική άνεση σε όποιον μαθηματικό διαγωνισμό ελάμβανε μέρος. Καθοδηγούμενος από μία δεσποτική μητέρα που λειτουργούσε ως μάνατζερ του μεταβαίνει στην εφηβεία του στην Πράγα μαζί της, γιά να λάβει μέρος στον Παγκόσμιο Μαθηματικό διαγωνισμό ως μέλος της Ιαπωνέζικης ομάδας, εκεί γνωρίζει μιά οικτρή αποτυχία , η οποία τον οδηγεί στο να παρατήσει εντελώς την ενασχόλησή του με τα μαθηματικά . Η Ρυόκο αποφασίζει να πάει στην Πράγα όπου πιστεύει ότι βρίσκεται το κλειδί γιά να καταλάβει την αινιγματική προσωπικότητα του ανθρώπου που έχασε γιά πάντα.
Το μοναδικό στοιχείο που άφησε ο Ρούκυ προτού αυτοκτονήσει ήταν μιά δισκέτα με κάποιες αινιγματικές φράσεις που ουσιαστικά περιγράφουν τα συστατικά ενός αρώματος που δημιούργησε γιά εκείνην,την «Πηγή της Μνήμης» και της το χάρισε το τελευταίο τους βράδυ. Ένα περίεργο και ιδιόμορφο άρωμα του οποίου την προέλευση θα ανακαλύψει η Ρυόκο στην Πράγα.Εκεί επίσης θα λάβει και ορισμένες από τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έχει.
«...Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και έβγαλα απ την τσάντα μου την Πηγή της Μνήμης.Εξέτασα το γυάλινο μπουκαλάκι στο φως να δω αν είχε υποστεί κάποια αβαρία στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού.
Και μόνο που το μετακίνησα το μπουκαλάκι ανάδωσε τη μυρωδιά του.Άρωμα δροσιάς καθισμένης πάνω σε φύλλα φτέρης στα τρίσβαθα ενός δάσους.Μυρωδιά ανέμου που φυσάει το σούρουπο μετά από βροχή.Ή εκείνη του μισόκλειστου γιασεμιού τη στιγμή ακριβώς που ανοίγει τα μάτια του απ’τον ύπνο.
Ισως όμως και να ήταν μόνο η αναβίωση της ανάμνησης του αρώματος,που ο Χιρογιούκι μου είχε βάλει εκείνο το βράδυ.Δεν μπορούσα να καταλάβω από που έρχονταν τα κύματα αυτής της οσμής.
Το δωμάτιο ήταν ψηλοτάβανο,και υπερβολικά μεγάλο γιά έναν μονάχα άνθρωπο.Ένα λιτό κρεβάτι,ένα έπιπλο τουαλέτας και μία ντουλάπα ήταν τα μοναδικά έπιπλα,ενώ ο υπόλοιπος χώρος ήταν εντελώς γυμνός.Η πόρτα της ντουλάπας ήταν σπασμένη και μισάνοιχτη.Οι κουρτίνες με τα φανταχτερά σχέδια ήταν γενναιόδωρες σε ύφασμα αλλά το χρώμα τους είχε ξεθυμάνει απ’τον ήλιο.
Ακολούθησα με το δάχτυλο τις γραμμές του φτερού του παγονιού που ήταν σκαλισμένο στο καπάκι.Από τον θάνατό του και ύστερα δεν το είχα ανοίξει ούτε μία φορά.Φοβόμουν ότι το περιεχόμενό του θα σωνόταν στο τέλος έτσι όπως λιγόστευε με τη συνεχή χρήση.
Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που με την άκρη των δακτύλων του άγγιξε την ελαφριά εσοχή πίσω από το αυτί μου.Στην αρχή άνοιξε το καπάκι με τη συνηθισμένη του μαεστρία.Όποιου τύπου κι αν ήταν το μπουκάλι,εκείνος το άνοιγε αβίαστα και με μεγάλη ταχύτητα και απλότητα.Είτε επρόκειτο γιά το άσπρο καπάκι μιάς απλής κολόνιας είτε γιά εκείνο των αρωμάτων των λουλουδιών,το εφοδιασμένο με ένα σταγονόμετρο,είτε γιά το κόκκινο βούλωμα της άνυδρης αιθανόλης.
Έπειτα είχε μουσκέψει με μιά σταγόνα άρωμα το δείκτη του,ενώ με το άλλο χέρι ανασήκωνε τα μαλλιά μου γιά ν’αγγίξει το πιό ζεστό σημείο του σώματός μου.Εγώ είχα κλείσει τα μάτια και ήμουν απόλυτα ακίνητη.Μ’αυτόν τον τρόπο μπορούσα να νιώσω βαθύτερα στην όσφρηση μου το άρωμα αλλά και να νιώθω εκείνον όσο γινόταν πιό δίπλα μου.Ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς του και η ανάσα του έφτανε στο μέτωπό μου.Ο δείκτης του θα είναι γιά πάντα υγρός.
Κρατώντας σφιχτά το φιαλίδιο στο χέρι έπεσα στο κρεβάτι.Καταλάβαινα ότι έπρεπε να κοιμηθώ.Όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ πως γινόταν να το κάνει κανείς αυτό.Όσο κι αν προσπαθούσα,αναβίωναν στο εσωτερικό μου κάθε είδους αισθήσεις που τύλιγαν μέσα τους εκείνον.Ένιωθα πως λίγο να γύριζα το πρόσωπό μου,λίγο να άπλωνα το χέρι πίσω απ’το αυτί μου,θα τον άγγιζα.Πως θα μπορούσα να πάρω το δείκτη του,να τον περπατήσω στο μάγουλό μου,να τον βάλω στο στόμα μου.Το μόνο όμως που είχα στο χέρι μου ήταν το μπουκαλάκι με το άρωμα.
Η βαλίτσα μου ήταν πάντα παρατημένη στη μέση του δωματίου.Από την τσέπη μου προεξείχαν ανοίκεια χαρτονομίσματα που μόλις είχα αλλάξει.Τα παντζούρια στα παράθυρα ήταν κατεβασμένα και όσο κι αν αφουγκραζόμουν,ο θόρυβος του δρόμου δεν έφτανε στ’αυτιά μου.Συνειδητοποίησα τότε πως είχα έρθει μόνη σε πολύ μακρινούς τόπους.»
Απίστευτα γοητευτικό βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου,παρότι ελάχιστα συμβαίνουν σ’αυτό.Είναι περισσότερο η συνειδητοποίηση ότι μπορεί ο άλλος να ζει μαζί σου γιά χρόνια και εσύ ελάχιστα πράγματα να γνωρίζεις γι’αυτόν – η προσωπική ζωή του καθενός είναι ένα μυστήριο, όπως και οι βαθύτερες σκέψεις του . Η Ρυόκο αγαπούσε τον Χιρογιούκι γι’αυτό που έβλεπε , έναν άνθρωπο «ισορροπημένο»,ψυχαναγκαστικό με την τάξη, ευαίσθητο, τρυφερό αλλά και δυσπρόσιτο που δεν ήθελε να μιλάει γιά το παρελθόν του. Αίφνης αντιλαμβάνεται ότι γνώριζε μόνο ένα μέρος της προσωπικότητας του εραστή και συντρόφου της. Όσα σιγά-σιγά ανακαλύπτει την βοηθάνε (εκτός από το να το να πενθήσει πραγματικά τον Ρούκυ),να ανακαλύψει και τον δικό της εαυτό,να βγάλει από μέσα της πράγματα,να δει τον κόσμο διαφορετικά.
Η Ogawa έγραψε μιά συγκλονιστική νουβέλα, ένα μικρό διαμαντάκι, που επιβάλλεται με την ήρεμη δύναμή της. Είναι μάστορας στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην περιγραφή της απλής καθημερινότητας.Στο βιβλίο περνάει μηνύματα χωρίς να το καταλάβεις.Μιλάει γιά την καταπίεση του οικογενειακού περιβάλλοντος με ένα διαφορετικό τρόπο από αυτόν που θα χρησιμοποιούσε ένας Δυτικός συγγραφέας.Ο υπέροχος Χιρογιούκι είναι ένας άνθρωπος με έντονο το συναίσθημα της ευθύνης.Όταν νιώθει ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες, σπάει. Όταν από μόνος του προκαλεί μικρά λαθάκια γιά να «εξευμενίσει τους θεούς» ώστε να μην υποπέσει στην Ύβρι, αναδεικνύεται σαν ένας άλλος αγαπησιάρικος ήρωας μιάς ιδιόμορφης αρχαίας τραγωδίας .
Το μυθιστόρημα «απογειώνεται» όταν η Ρυόκο φτάνει στην Πράγα.Η συγγραφέας δημιουργεί ένα ομιχλώδες,ονειρικό,σχεδόν σουρεάλ σκηνικό που θυμίζει περισσότερο ταινία παρά το Καφκικό πλαίσιο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι συγγραφείς όταν γράφουν γι’αυτήν την υπέροχη πόλη.Η Ρυόκο βρήκε «την καρδιά του παγωνιού» ,άκουσε το βιολοντσέλο του Τζενιάκ , κατάλαβε πολλά, αλλά δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω τον Ρούκυ και επιτέλους μπόρεσε να κλάψει και «τα μάγουλα της θα παρέμεναν υγρά γιά πάντα».
Η Ρυόκο είναι μιά απλή κοπέλα που συζεί με τον αρωματοποιό Χιρογιούκι.Όταν την ειδοποιούν ότι ο σύντροφός της αυτοκτόνησε στο εργαστήριο του συνειδητοποιεί ότι γνώριζε ελάχιστα πράγματα γι’αυτόν.Στο νεκροτομείο γνωρίζει τον μικρότερο αδερφό του αυτόχειρα φίλου της,ο οποίος μοιάζει πολύ με τον εκλιπόντα και μαζί προσπαθούν να καταλάβουν τι οδήγησε τον Ρούκυ(όπως ήθελε να τον φωνάζουν) στην απεγνωσμένη αυτή πράξη.Η Ρυόκο ανέκφραστη και σχετικά ψύχραιμη, προσπαθεί να συνθέσει το παζλ της αινιγματικής προσωπικότητας ενός (όπως αποδεικνύεται) χαρισματικού και ιδιόμορφου ανθρώπου.Στην πορεία μαθαίνει ότι ο σύντροφός της πήγαινε σχεδόν καθημερινά και παρέδιδε μαθήματα καλλιτεχνικού πατινάζ, ενώ στα μαθητικά του χρόνια ήταν μία μαθηματική ιδιοφυία και κέρδιζε με χαρακτηριστική άνεση σε όποιον μαθηματικό διαγωνισμό ελάμβανε μέρος. Καθοδηγούμενος από μία δεσποτική μητέρα που λειτουργούσε ως μάνατζερ του μεταβαίνει στην εφηβεία του στην Πράγα μαζί της, γιά να λάβει μέρος στον Παγκόσμιο Μαθηματικό διαγωνισμό ως μέλος της Ιαπωνέζικης ομάδας, εκεί γνωρίζει μιά οικτρή αποτυχία , η οποία τον οδηγεί στο να παρατήσει εντελώς την ενασχόλησή του με τα μαθηματικά . Η Ρυόκο αποφασίζει να πάει στην Πράγα όπου πιστεύει ότι βρίσκεται το κλειδί γιά να καταλάβει την αινιγματική προσωπικότητα του ανθρώπου που έχασε γιά πάντα.
Το μοναδικό στοιχείο που άφησε ο Ρούκυ προτού αυτοκτονήσει ήταν μιά δισκέτα με κάποιες αινιγματικές φράσεις που ουσιαστικά περιγράφουν τα συστατικά ενός αρώματος που δημιούργησε γιά εκείνην,την «Πηγή της Μνήμης» και της το χάρισε το τελευταίο τους βράδυ. Ένα περίεργο και ιδιόμορφο άρωμα του οποίου την προέλευση θα ανακαλύψει η Ρυόκο στην Πράγα.Εκεί επίσης θα λάβει και ορισμένες από τις απαντήσεις στα ερωτήματα που έχει.
«...Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού και έβγαλα απ την τσάντα μου την Πηγή της Μνήμης.Εξέτασα το γυάλινο μπουκαλάκι στο φως να δω αν είχε υποστεί κάποια αβαρία στη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού.
Και μόνο που το μετακίνησα το μπουκαλάκι ανάδωσε τη μυρωδιά του.Άρωμα δροσιάς καθισμένης πάνω σε φύλλα φτέρης στα τρίσβαθα ενός δάσους.Μυρωδιά ανέμου που φυσάει το σούρουπο μετά από βροχή.Ή εκείνη του μισόκλειστου γιασεμιού τη στιγμή ακριβώς που ανοίγει τα μάτια του απ’τον ύπνο.
Ισως όμως και να ήταν μόνο η αναβίωση της ανάμνησης του αρώματος,που ο Χιρογιούκι μου είχε βάλει εκείνο το βράδυ.Δεν μπορούσα να καταλάβω από που έρχονταν τα κύματα αυτής της οσμής.
Το δωμάτιο ήταν ψηλοτάβανο,και υπερβολικά μεγάλο γιά έναν μονάχα άνθρωπο.Ένα λιτό κρεβάτι,ένα έπιπλο τουαλέτας και μία ντουλάπα ήταν τα μοναδικά έπιπλα,ενώ ο υπόλοιπος χώρος ήταν εντελώς γυμνός.Η πόρτα της ντουλάπας ήταν σπασμένη και μισάνοιχτη.Οι κουρτίνες με τα φανταχτερά σχέδια ήταν γενναιόδωρες σε ύφασμα αλλά το χρώμα τους είχε ξεθυμάνει απ’τον ήλιο.
Ακολούθησα με το δάχτυλο τις γραμμές του φτερού του παγονιού που ήταν σκαλισμένο στο καπάκι.Από τον θάνατό του και ύστερα δεν το είχα ανοίξει ούτε μία φορά.Φοβόμουν ότι το περιεχόμενό του θα σωνόταν στο τέλος έτσι όπως λιγόστευε με τη συνεχή χρήση.
Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που με την άκρη των δακτύλων του άγγιξε την ελαφριά εσοχή πίσω από το αυτί μου.Στην αρχή άνοιξε το καπάκι με τη συνηθισμένη του μαεστρία.Όποιου τύπου κι αν ήταν το μπουκάλι,εκείνος το άνοιγε αβίαστα και με μεγάλη ταχύτητα και απλότητα.Είτε επρόκειτο γιά το άσπρο καπάκι μιάς απλής κολόνιας είτε γιά εκείνο των αρωμάτων των λουλουδιών,το εφοδιασμένο με ένα σταγονόμετρο,είτε γιά το κόκκινο βούλωμα της άνυδρης αιθανόλης.
Έπειτα είχε μουσκέψει με μιά σταγόνα άρωμα το δείκτη του,ενώ με το άλλο χέρι ανασήκωνε τα μαλλιά μου γιά ν’αγγίξει το πιό ζεστό σημείο του σώματός μου.Εγώ είχα κλείσει τα μάτια και ήμουν απόλυτα ακίνητη.Μ’αυτόν τον τρόπο μπορούσα να νιώσω βαθύτερα στην όσφρηση μου το άρωμα αλλά και να νιώθω εκείνον όσο γινόταν πιό δίπλα μου.Ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς του και η ανάσα του έφτανε στο μέτωπό μου.Ο δείκτης του θα είναι γιά πάντα υγρός.
Κρατώντας σφιχτά το φιαλίδιο στο χέρι έπεσα στο κρεβάτι.Καταλάβαινα ότι έπρεπε να κοιμηθώ.Όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ πως γινόταν να το κάνει κανείς αυτό.Όσο κι αν προσπαθούσα,αναβίωναν στο εσωτερικό μου κάθε είδους αισθήσεις που τύλιγαν μέσα τους εκείνον.Ένιωθα πως λίγο να γύριζα το πρόσωπό μου,λίγο να άπλωνα το χέρι πίσω απ’το αυτί μου,θα τον άγγιζα.Πως θα μπορούσα να πάρω το δείκτη του,να τον περπατήσω στο μάγουλό μου,να τον βάλω στο στόμα μου.Το μόνο όμως που είχα στο χέρι μου ήταν το μπουκαλάκι με το άρωμα.
Η βαλίτσα μου ήταν πάντα παρατημένη στη μέση του δωματίου.Από την τσέπη μου προεξείχαν ανοίκεια χαρτονομίσματα που μόλις είχα αλλάξει.Τα παντζούρια στα παράθυρα ήταν κατεβασμένα και όσο κι αν αφουγκραζόμουν,ο θόρυβος του δρόμου δεν έφτανε στ’αυτιά μου.Συνειδητοποίησα τότε πως είχα έρθει μόνη σε πολύ μακρινούς τόπους.»
Απίστευτα γοητευτικό βιβλίο που δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου,παρότι ελάχιστα συμβαίνουν σ’αυτό.Είναι περισσότερο η συνειδητοποίηση ότι μπορεί ο άλλος να ζει μαζί σου γιά χρόνια και εσύ ελάχιστα πράγματα να γνωρίζεις γι’αυτόν – η προσωπική ζωή του καθενός είναι ένα μυστήριο, όπως και οι βαθύτερες σκέψεις του . Η Ρυόκο αγαπούσε τον Χιρογιούκι γι’αυτό που έβλεπε , έναν άνθρωπο «ισορροπημένο»,ψυχαναγκαστικό με την τάξη, ευαίσθητο, τρυφερό αλλά και δυσπρόσιτο που δεν ήθελε να μιλάει γιά το παρελθόν του. Αίφνης αντιλαμβάνεται ότι γνώριζε μόνο ένα μέρος της προσωπικότητας του εραστή και συντρόφου της. Όσα σιγά-σιγά ανακαλύπτει την βοηθάνε (εκτός από το να το να πενθήσει πραγματικά τον Ρούκυ),να ανακαλύψει και τον δικό της εαυτό,να βγάλει από μέσα της πράγματα,να δει τον κόσμο διαφορετικά.
Η Ogawa έγραψε μιά συγκλονιστική νουβέλα, ένα μικρό διαμαντάκι, που επιβάλλεται με την ήρεμη δύναμή της. Είναι μάστορας στη δημιουργία ατμόσφαιρας και στην περιγραφή της απλής καθημερινότητας.Στο βιβλίο περνάει μηνύματα χωρίς να το καταλάβεις.Μιλάει γιά την καταπίεση του οικογενειακού περιβάλλοντος με ένα διαφορετικό τρόπο από αυτόν που θα χρησιμοποιούσε ένας Δυτικός συγγραφέας.Ο υπέροχος Χιρογιούκι είναι ένας άνθρωπος με έντονο το συναίσθημα της ευθύνης.Όταν νιώθει ότι δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες, σπάει. Όταν από μόνος του προκαλεί μικρά λαθάκια γιά να «εξευμενίσει τους θεούς» ώστε να μην υποπέσει στην Ύβρι, αναδεικνύεται σαν ένας άλλος αγαπησιάρικος ήρωας μιάς ιδιόμορφης αρχαίας τραγωδίας .
Το μυθιστόρημα «απογειώνεται» όταν η Ρυόκο φτάνει στην Πράγα.Η συγγραφέας δημιουργεί ένα ομιχλώδες,ονειρικό,σχεδόν σουρεάλ σκηνικό που θυμίζει περισσότερο ταινία παρά το Καφκικό πλαίσιο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι συγγραφείς όταν γράφουν γι’αυτήν την υπέροχη πόλη.Η Ρυόκο βρήκε «την καρδιά του παγωνιού» ,άκουσε το βιολοντσέλο του Τζενιάκ , κατάλαβε πολλά, αλλά δεν μπορεί να ξαναφέρει πίσω τον Ρούκυ και επιτέλους μπόρεσε να κλάψει και «τα μάγουλα της θα παρέμεναν υγρά γιά πάντα».