Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Αυγούστου 29, 2008 | Permalink
Ένα ταξίδι στα βάθη της κόλασης
Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τους λόγους της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας στη Γαλλία,του βιβλίου ΟΙ ΕΥΜΕΝΙΔΕΣ του Αμερικανού συγγραφέα (ο οποίος το έγραψε στα Γαλλικά) Jonathan Littell (Εκδόσεις Λιβάνη, σελ.953). Το μυθιστόρημα του γιού του γνωστού συγγραφέα κατασκοπικών θρίλερ Ρ.Λίτελ,έσκασε σαν βόμβα πριν από δύο χρόνια στα γαλλικά γράμματα κερδίζοντας τα δύο μεγαλύτερα βραβεία της χώρας (Prix de L'Academie Francaise,και το βαρύτιμο Goncourt) και ξεπουλώντας σαν ζεστό ψωμί.Όλα αυτά γιά ένα «μυθιστόρημα» κοντά 1000 σελίδων του οποίου η ανάγνωση είναι σκέτο μαρτύριο.
Το βιβλίο έχει τη δομή μιάς αυτοβιογραφίας (χωρίς να είναι).Ο δόκτορ Μαξιμίλιαν Άουε κοντά στο τέλος της ζωής του αποφασίζει να τα πει όλα έξω από τα δόντια.Όταν αποφασίζει να γράψει την περιπέτεια της ζωής του,ζει κάπου στη Γαλλία μιά ήσυχη οικογενειακή ζωή.Είναι διευθυντής σε ένα εργοστάσιο που παρασκευάζει δαντέλες, έχει μιά σύζυγο αξιοπρεπή και εμφανίσιμη και δύο παιδιά. Κανείς από τον περίγυρό του δεν υποψιάζεται τι κρύβει ο αριστοκρατικός κύριος που έχουν δίπλα τους. Διότι ο Άουε πίσω από τη μάσκα, είναι η ενσάρκωση του Κακού. Ναζιστής φανατικός,υπηρέτησε στον Β Παγκόσμιο πόλεμο στα Ες-Ες,όπου έφτασε μέχρι τις υψηλότερες βαθμίδες. Αφού κατετάγη τελειώνοντας τις νομικές σπουδές του στα Ες-Ες, όταν άρχισε η Ρώσικη εκστρατεία υπηρέτησε στην Ουκρανία και στον Καύκασο συμμετέχοντας στην γενοκτονία των Εβραίων. Πέφτοντας σε δυσμένεια εστάλη στο Στάλινγκραντ τις ημέρες της γερμανικής πανωλεθρίας απ’όπου γλύτωσε τον θάνατο ως εκ θαύματος. Γυρνώντας στο Βερολίνο παρασημοφορείται και αναλαμβάνει την γραφειοκρατική πλευρά των στρατοπέδων συγκέντρωσης προσπαθώντας να εξοικονομήσει όσα περισσότερα εργατικά χέρια από τους έγκλειστους γιά να επανδρώσουν την πολεμική βιομηχανία του Ράϊχ «εκκαθαρίζοντας» όσους δεν μπορούν να προσφέρουν... Και πάλι ως εκ θαύματος γλυτώνει από τη Ρώσικη εισβολή στο Βερολίνο την τελευταία στιγμή και διαφεύγει στη Γαλλία με νέα ταυτότητα.
Στο ενδιάμεσο κατακρεουργεί την μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της που ζούσαν στην Αντίμπ της Γαλλίας, δεν διστάζει να σκοτώσει εν ψυχρώ τον καλύτερο του φίλο γιά να σωθεί και είναι παθολογικά ερωτευμένος με την δίδυμη αδερφή του με την οποία είχε σεξουαλικές σχέσεις όταν ήταν παιδιά και από τότε δεν διαννοείται να ξανακουμπήσει γυναίκα επιδιδόμενος σε ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές επαφές και ψωνιστήρια σε πάρκα κλπ.
Ο Άουε τα δικαιολογεί όλα...Τα στυγνά εγκλήματα των δυνάμεων κατοχής, την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την γεννοκτονία.Είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος με λεπτά γούστα, με λατρεία στη μουσική, την λογοτεχνία και αυτό τον κάνει να φαντάζει ως ανθρωπόμορφο τέρας. Τελείως αλλοτριωμένος από την ναζιστική προπαγάνδα, φοράει την ωραία του στολή και εξ αποστάσεως (σχεδόν πάντα) παρακολουθεί τους συναδέλφους του, να «εκκαθαρίζουν» εβραϊκά χωριά, να ανοίγουν μαζικούς τάφους και να εκτελούν 200-300 εβραίους ο καθένας, να συνθλίβουν κεφαλάκια μωρών αποσπώντας τα από την αγκαλιά των μανάδων τους, να καίνε, να βιάζουν...Μετά από τους μαζικούς φόνους μπορεί άνετα να πάρει ένα ωραίο δείπνο και να έχει μιά φιλολογική κουβέντα γύρω από τις ανθρώπινες αδυναμίες σαν να μη τρέχει τίποτα. Ο Λίτελ δημιουργεί έναν εκπληκτικό λογοτεχνικό χαρακτήρα που θεωρώ ότι θα μείνει αξέχαστος και κλασσικός.
Το βιβλίο είναι τόσο λεπτομερές που σε εξαντλεί. Σελίδες επί σελίδων με στατιστικές μελέτες γιά την εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,με νούμερα και γραφειοκρατικές μεθόδους του Γ Ράϊχ, βαρετές συζητήσεις γιά την καταγωγή των Εβραϊκών πληθυσμών που συναντούσαν στα διάφορα χωριά στα βάθη της Ρωσίας, κουτσομπολιά γύρω από τους υψηλόβαθμους του στρατεύματος , συνεχείς περιγραφές φρίκης με γκροτέσκο ύφος, κλισεδιάρικες απόψεις γιά τα πάντα (εξαιρετικά μπανάλ οι σκηνές όπου μπαρουτοκαπνισμένοι ναζί αξιωματικοί τρώνε γκουρμέ πιάτα και φιλοσοφούν γιά τον Πλάτωνα αφού ολοκλήρωσαν τη σφαγή ενός χωριού...). Σαν μελέτη γύρω από τον εθνικοσοσιαλισμό ως απλός αναγνώστης του βγάζω το καπέλο, αλλά ως μυθιστορηματική πλοκή το βιβλίο πάσχει. Η ιστορία που περιγράφει,αυτού του ανθρώπου που κατέρχεται «στην καρδιά του σκοταδιού» ενώ προμηνύεται συναρπαστική, δεν ανελίσσεται και παρά το εύρος του βιβλίου μένουν κενά στον αναγνώστη γύρω από πολλά περιστατικά της ιστορίας.
Ενώ η λατρεία του Άουε προς την αδερφή του αναλύεται και επανέρχεται στο προσκήνιο συνεχώς , εκείνη , η δίδυμη πανέμορφη , παραμένει ένα μυστήριο με τη στάση της σε όλη την ιστορία, ενώ εξαιρετική είναι η σκηνή που ο πρωταγωνιστής ενδύεται τα φορέματα της που βρίσκει σε μιά ντουλάπα παραδεχόμενος ότι οι άνδρες με τους οποίους έκανε έρωτα,και οι εμπειρίες που βίωνε όλα αυτά τα χρόνια χρησίμευαν ώστε να νιώσει όπως θα ένιωθε εκείνη...Τα φοιτητικά χρόνια του πρωταγωνιστή στο Παρίσι θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον (διότι εκεί διαμορφώθηκε η ιδεολογία του ουσιαστικά) εάν ο συγγραφέας επέμενε στην περιγραφή τους . Σχεδόν γελοία δε είναι η σκηνή στο καταφύγιο του Χίτλερ και η αντίδραση του ήρωα . Αντίθετα εκείνο που μάλλον ενδιέφερε τον Λίτελ ήταν η ιστορική έρευνα-εδώ έχουμε βέβαια κάτι που προκαλεί εντύπωση, ο γιός συγγραφέας να πάσχει εκεί που ειδικεύεται ο πατέρας συγγραφέας, δηλαδή στην πλοκή.
Στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, που ο Άουε είναι σε παρόντα χρόνο και προσπαθεί να περιγράψει τη τωρινή του ζωή και το κλίμα των ημερών εξ αποστάσεως πιά, παρακολουθούμε την φιλοσοφική προσέγγιση του θέματος «γενοκτονία»,των ναζιστικών εγκλημάτων γενικώς. Χρησιμοποιώντας ωραία παραθέματα – «Θα ήταν προτιμότερο να μην υπήρχε τίποτα.Καθώς στη Γη υπάρχει περισσότερος πόνος παρά ευχαρίστηση,κάθε είδος ικανοποίησης δεν είναι παρά μεταβατικό,γεννάει νέες επιθυμίες και νέες απογοητεύσεις,ενώ η αγωνία του ζώου που το κατασπαράζουν είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση αυτού που το κατασπαράζει.» (Σοπενάουερ) – μεταθέτει τα πάντα στη μοίρα,στο κισμέτ .Ότι γιά όλα φταίει η μοίρα μας η κακιά,και ότι την ιστορία την γράφουν και την διαμορφώνουν οι νικητές. Η ευθύνη μας λέει ο Άουε,ειναι συλλογική.Εγώ που τραβάω τη σκανδάλη δεν έχω μεγαλύτερη ευθύνη από εσένα που οδηγείς το καμιόνι με τα υποψήφια θύματα, από εσένα που έφτιαξες το καμιόνι, από εσένα που πούλησες το καμιόνι στο στρατό και ούτω καθεξής. Ουσιαστικά λοιπόν αυτό που υποστηρίζει ο Άουε (και είναι ένα μάλλον αναπάντητο ερώτημα) είναι ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος σ'αυτές τις καταστάσεις έτσι θα αντιδρούσε και όλοι ένοχοι είμαστε σε ένα πόλεμο.Η ιστορία είναι γεμάτη από γενοκτονίες,αδικαιολόγητα εγκλήματα,σφαγές,κανιβαλισμούς κλπ...
«Εγώ είμαι ένοχος,εσείς δεν είστε,δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία.Αλλά πρέπει να σας πω ότι θα μπορούσατε να είχατε κάνει όσα έκανα.Ίσως με λιγότερο ζήλο και ίσως με λιγότερη απόγνωση,εν πάση περιπτώσει,με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.Πιστεύω ότι δικαιούμαι να καταλήξω στο συμπέρασμα πως η νεότερη ιστορία έχει αποδείξει ότι,μέσα σε ένα σύνολο δεδομένων συνθηκών,όλοι οι άνθρωποι,ή σχεδόν όλοι,κάνουν ότι τους λένε.Κια συγχωρέστε με,αλλά είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να αποτελούσατε την εξαίρεση , όπως δεν την αποτέλεσα κι εγώ. Αν γεννηθήκατε σε μιά χώρα ή μιά εποχή όπου όχι μόνο κανείς δεν έρχεται να σκοτώσει τη γυναίκα και τα παιδιά σας , αλλά και κανείς δε σας ζητάει να σκοτώσετε τις γυναίκες και τα παιδιά των άλλων , τότε να μακαρίζετε τον Θεό και να πορεύεστε εν ειρήνη. Όμως να έχετε πάντα τούτο στο νού σας:είστε πιό τυχεροί από εμένα ,όχι καλύτεροί μου...»
«...Ο ισχυρισμός ότι η πλειονότητα όσων διαχειρίστηκαν τις διαδικασίες της εξόντωσης δεν ήταν παρά σαδιστές ή ανώμαλοι είναι πλέον κοινός τόπος...Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα.Διεστραμμένοι υπάρχουν παντού και πάντα.Τα ήσυχα προάστεια των πόλεων μας βρίθουν από παιδόφιλους και ψυχοπαθείς,τα άσυλά μας είναι γεμάτα με μανιακούς μεγαλομανείς-μερικοί αποτελούν πραγματικά,πρόβλημα:σκοτώνουν δύο,τρεις,δέκα,ακόμα και πενήντα ανθρώπους, έπειτα το ίδιο το κράτος που θα τους χρησιμοποιούσε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό σε έναν πόλεμο τους συνθλίβει σαν κουνούπια που έχουν ρουφήξει πολύ αίμα.Αυτοί οι άρρωστοι άνθρωποι δεν είναι τίποτα.Αντίθετα οι συνηθισμένοι άνθρωποι από τους οποίους αποτελείται το κράτος-ιδίως σε χαλεπούς καιρούς-αποτελούν τον πραγματικό κίνδυνο.Ο πραγματικός κίνδυνος γιά την ανθρωπότητα είμαι εγώ,είστε εσείς...»
Ο Λίτελ έχει μεγάλη ικανότητα στη περιγραφή των εικόνων . Οι σκηνές των μαζικών εκτελέσεων είναι πολύ ζωντανές(!!!!μπρρ), στο Στάλιγκραντ νιώθεις να είσαι παρών, ενώ η ζωή στο Βερολίνο που βομβαρδίζεται καθημερινά και στο τέλος πέφτει , σκιαγραφείται εξαιρετικά. Παρά τις αναφορές στον ξένο τύπο ότι κοπιάρει απομνημονεύματα Γερμανών στρατιωτών και τις υποψίες λογοκλοπής εγώ βρήκα ότι έχει επηρρεασθεί τα μάλα από τον κινηματογράφο. Εάν θυμηθεί κανείς τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης όπως ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ του Βισκόντι,Ο ΣΙΔΗΡΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΣ του Πέκινπα θα καταλάβει τι εννοώ (άσε που προσωπικά πιστεύω ότι αυτές οι δύο ταινίες δίνουν το ακριβές στίγμα και το πρόσωπο του ναζισμού καλύτερα από το βιβλίο).
Το βιβλίο όπως προανέφερα διαβάζεται δύσκολα και βασανιστικά. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιά «αναγνωστική απόλαυση» (αυτό που λέω δικαιολογεί την μη βαθμολόγηση-τι βαθμό να βάλεις όταν μαζοχιστικά σχεδόν συνέχιζες μιά ανάγνωση που σε βύθιζε όλο και περισσότερο στο σκοτάδι?) , αλλά , περισσότερο γιά ιστορική έρευνα.Είναι αυτό,το τελευταίο που θα το καταστήσει κλασσικό, άσχετα εάν οι περισσότεροι που θα το αγοράσουν αποκλείεται να μπορέσουν να το ολοκληρώσουν. Συγκρινόμενο με το ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ του Σελίν,υστερεί σε ψυχή και πάθος αλλά είναι το ίδιο απωθητικό και σου αφήνει την ίδια αίσθηση στενοχώριας και βάρους.
Το βιβλίο έχει τη δομή μιάς αυτοβιογραφίας (χωρίς να είναι).Ο δόκτορ Μαξιμίλιαν Άουε κοντά στο τέλος της ζωής του αποφασίζει να τα πει όλα έξω από τα δόντια.Όταν αποφασίζει να γράψει την περιπέτεια της ζωής του,ζει κάπου στη Γαλλία μιά ήσυχη οικογενειακή ζωή.Είναι διευθυντής σε ένα εργοστάσιο που παρασκευάζει δαντέλες, έχει μιά σύζυγο αξιοπρεπή και εμφανίσιμη και δύο παιδιά. Κανείς από τον περίγυρό του δεν υποψιάζεται τι κρύβει ο αριστοκρατικός κύριος που έχουν δίπλα τους. Διότι ο Άουε πίσω από τη μάσκα, είναι η ενσάρκωση του Κακού. Ναζιστής φανατικός,υπηρέτησε στον Β Παγκόσμιο πόλεμο στα Ες-Ες,όπου έφτασε μέχρι τις υψηλότερες βαθμίδες. Αφού κατετάγη τελειώνοντας τις νομικές σπουδές του στα Ες-Ες, όταν άρχισε η Ρώσικη εκστρατεία υπηρέτησε στην Ουκρανία και στον Καύκασο συμμετέχοντας στην γενοκτονία των Εβραίων. Πέφτοντας σε δυσμένεια εστάλη στο Στάλινγκραντ τις ημέρες της γερμανικής πανωλεθρίας απ’όπου γλύτωσε τον θάνατο ως εκ θαύματος. Γυρνώντας στο Βερολίνο παρασημοφορείται και αναλαμβάνει την γραφειοκρατική πλευρά των στρατοπέδων συγκέντρωσης προσπαθώντας να εξοικονομήσει όσα περισσότερα εργατικά χέρια από τους έγκλειστους γιά να επανδρώσουν την πολεμική βιομηχανία του Ράϊχ «εκκαθαρίζοντας» όσους δεν μπορούν να προσφέρουν... Και πάλι ως εκ θαύματος γλυτώνει από τη Ρώσικη εισβολή στο Βερολίνο την τελευταία στιγμή και διαφεύγει στη Γαλλία με νέα ταυτότητα.
Στο ενδιάμεσο κατακρεουργεί την μητέρα του και τον δεύτερο σύζυγό της που ζούσαν στην Αντίμπ της Γαλλίας, δεν διστάζει να σκοτώσει εν ψυχρώ τον καλύτερο του φίλο γιά να σωθεί και είναι παθολογικά ερωτευμένος με την δίδυμη αδερφή του με την οποία είχε σεξουαλικές σχέσεις όταν ήταν παιδιά και από τότε δεν διαννοείται να ξανακουμπήσει γυναίκα επιδιδόμενος σε ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές επαφές και ψωνιστήρια σε πάρκα κλπ.
Ο Άουε τα δικαιολογεί όλα...Τα στυγνά εγκλήματα των δυνάμεων κατοχής, την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, την γεννοκτονία.Είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος με λεπτά γούστα, με λατρεία στη μουσική, την λογοτεχνία και αυτό τον κάνει να φαντάζει ως ανθρωπόμορφο τέρας. Τελείως αλλοτριωμένος από την ναζιστική προπαγάνδα, φοράει την ωραία του στολή και εξ αποστάσεως (σχεδόν πάντα) παρακολουθεί τους συναδέλφους του, να «εκκαθαρίζουν» εβραϊκά χωριά, να ανοίγουν μαζικούς τάφους και να εκτελούν 200-300 εβραίους ο καθένας, να συνθλίβουν κεφαλάκια μωρών αποσπώντας τα από την αγκαλιά των μανάδων τους, να καίνε, να βιάζουν...Μετά από τους μαζικούς φόνους μπορεί άνετα να πάρει ένα ωραίο δείπνο και να έχει μιά φιλολογική κουβέντα γύρω από τις ανθρώπινες αδυναμίες σαν να μη τρέχει τίποτα. Ο Λίτελ δημιουργεί έναν εκπληκτικό λογοτεχνικό χαρακτήρα που θεωρώ ότι θα μείνει αξέχαστος και κλασσικός.
Το βιβλίο είναι τόσο λεπτομερές που σε εξαντλεί. Σελίδες επί σελίδων με στατιστικές μελέτες γιά την εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης,με νούμερα και γραφειοκρατικές μεθόδους του Γ Ράϊχ, βαρετές συζητήσεις γιά την καταγωγή των Εβραϊκών πληθυσμών που συναντούσαν στα διάφορα χωριά στα βάθη της Ρωσίας, κουτσομπολιά γύρω από τους υψηλόβαθμους του στρατεύματος , συνεχείς περιγραφές φρίκης με γκροτέσκο ύφος, κλισεδιάρικες απόψεις γιά τα πάντα (εξαιρετικά μπανάλ οι σκηνές όπου μπαρουτοκαπνισμένοι ναζί αξιωματικοί τρώνε γκουρμέ πιάτα και φιλοσοφούν γιά τον Πλάτωνα αφού ολοκλήρωσαν τη σφαγή ενός χωριού...). Σαν μελέτη γύρω από τον εθνικοσοσιαλισμό ως απλός αναγνώστης του βγάζω το καπέλο, αλλά ως μυθιστορηματική πλοκή το βιβλίο πάσχει. Η ιστορία που περιγράφει,αυτού του ανθρώπου που κατέρχεται «στην καρδιά του σκοταδιού» ενώ προμηνύεται συναρπαστική, δεν ανελίσσεται και παρά το εύρος του βιβλίου μένουν κενά στον αναγνώστη γύρω από πολλά περιστατικά της ιστορίας.
Ενώ η λατρεία του Άουε προς την αδερφή του αναλύεται και επανέρχεται στο προσκήνιο συνεχώς , εκείνη , η δίδυμη πανέμορφη , παραμένει ένα μυστήριο με τη στάση της σε όλη την ιστορία, ενώ εξαιρετική είναι η σκηνή που ο πρωταγωνιστής ενδύεται τα φορέματα της που βρίσκει σε μιά ντουλάπα παραδεχόμενος ότι οι άνδρες με τους οποίους έκανε έρωτα,και οι εμπειρίες που βίωνε όλα αυτά τα χρόνια χρησίμευαν ώστε να νιώσει όπως θα ένιωθε εκείνη...Τα φοιτητικά χρόνια του πρωταγωνιστή στο Παρίσι θα είχαν μεγάλο ενδιαφέρον (διότι εκεί διαμορφώθηκε η ιδεολογία του ουσιαστικά) εάν ο συγγραφέας επέμενε στην περιγραφή τους . Σχεδόν γελοία δε είναι η σκηνή στο καταφύγιο του Χίτλερ και η αντίδραση του ήρωα . Αντίθετα εκείνο που μάλλον ενδιέφερε τον Λίτελ ήταν η ιστορική έρευνα-εδώ έχουμε βέβαια κάτι που προκαλεί εντύπωση, ο γιός συγγραφέας να πάσχει εκεί που ειδικεύεται ο πατέρας συγγραφέας, δηλαδή στην πλοκή.
Στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος, που ο Άουε είναι σε παρόντα χρόνο και προσπαθεί να περιγράψει τη τωρινή του ζωή και το κλίμα των ημερών εξ αποστάσεως πιά, παρακολουθούμε την φιλοσοφική προσέγγιση του θέματος «γενοκτονία»,των ναζιστικών εγκλημάτων γενικώς. Χρησιμοποιώντας ωραία παραθέματα – «Θα ήταν προτιμότερο να μην υπήρχε τίποτα.Καθώς στη Γη υπάρχει περισσότερος πόνος παρά ευχαρίστηση,κάθε είδος ικανοποίησης δεν είναι παρά μεταβατικό,γεννάει νέες επιθυμίες και νέες απογοητεύσεις,ενώ η αγωνία του ζώου που το κατασπαράζουν είναι μεγαλύτερη από την ευχαρίστηση αυτού που το κατασπαράζει.» (Σοπενάουερ) – μεταθέτει τα πάντα στη μοίρα,στο κισμέτ .Ότι γιά όλα φταίει η μοίρα μας η κακιά,και ότι την ιστορία την γράφουν και την διαμορφώνουν οι νικητές. Η ευθύνη μας λέει ο Άουε,ειναι συλλογική.Εγώ που τραβάω τη σκανδάλη δεν έχω μεγαλύτερη ευθύνη από εσένα που οδηγείς το καμιόνι με τα υποψήφια θύματα, από εσένα που έφτιαξες το καμιόνι, από εσένα που πούλησες το καμιόνι στο στρατό και ούτω καθεξής. Ουσιαστικά λοιπόν αυτό που υποστηρίζει ο Άουε (και είναι ένα μάλλον αναπάντητο ερώτημα) είναι ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος σ'αυτές τις καταστάσεις έτσι θα αντιδρούσε και όλοι ένοχοι είμαστε σε ένα πόλεμο.Η ιστορία είναι γεμάτη από γενοκτονίες,αδικαιολόγητα εγκλήματα,σφαγές,κανιβαλισμούς κλπ...
«Εγώ είμαι ένοχος,εσείς δεν είστε,δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία.Αλλά πρέπει να σας πω ότι θα μπορούσατε να είχατε κάνει όσα έκανα.Ίσως με λιγότερο ζήλο και ίσως με λιγότερη απόγνωση,εν πάση περιπτώσει,με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.Πιστεύω ότι δικαιούμαι να καταλήξω στο συμπέρασμα πως η νεότερη ιστορία έχει αποδείξει ότι,μέσα σε ένα σύνολο δεδομένων συνθηκών,όλοι οι άνθρωποι,ή σχεδόν όλοι,κάνουν ότι τους λένε.Κια συγχωρέστε με,αλλά είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να αποτελούσατε την εξαίρεση , όπως δεν την αποτέλεσα κι εγώ. Αν γεννηθήκατε σε μιά χώρα ή μιά εποχή όπου όχι μόνο κανείς δεν έρχεται να σκοτώσει τη γυναίκα και τα παιδιά σας , αλλά και κανείς δε σας ζητάει να σκοτώσετε τις γυναίκες και τα παιδιά των άλλων , τότε να μακαρίζετε τον Θεό και να πορεύεστε εν ειρήνη. Όμως να έχετε πάντα τούτο στο νού σας:είστε πιό τυχεροί από εμένα ,όχι καλύτεροί μου...»
«...Ο ισχυρισμός ότι η πλειονότητα όσων διαχειρίστηκαν τις διαδικασίες της εξόντωσης δεν ήταν παρά σαδιστές ή ανώμαλοι είναι πλέον κοινός τόπος...Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα.Διεστραμμένοι υπάρχουν παντού και πάντα.Τα ήσυχα προάστεια των πόλεων μας βρίθουν από παιδόφιλους και ψυχοπαθείς,τα άσυλά μας είναι γεμάτα με μανιακούς μεγαλομανείς-μερικοί αποτελούν πραγματικά,πρόβλημα:σκοτώνουν δύο,τρεις,δέκα,ακόμα και πενήντα ανθρώπους, έπειτα το ίδιο το κράτος που θα τους χρησιμοποιούσε χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό σε έναν πόλεμο τους συνθλίβει σαν κουνούπια που έχουν ρουφήξει πολύ αίμα.Αυτοί οι άρρωστοι άνθρωποι δεν είναι τίποτα.Αντίθετα οι συνηθισμένοι άνθρωποι από τους οποίους αποτελείται το κράτος-ιδίως σε χαλεπούς καιρούς-αποτελούν τον πραγματικό κίνδυνο.Ο πραγματικός κίνδυνος γιά την ανθρωπότητα είμαι εγώ,είστε εσείς...»
Ο Λίτελ έχει μεγάλη ικανότητα στη περιγραφή των εικόνων . Οι σκηνές των μαζικών εκτελέσεων είναι πολύ ζωντανές(!!!!μπρρ), στο Στάλιγκραντ νιώθεις να είσαι παρών, ενώ η ζωή στο Βερολίνο που βομβαρδίζεται καθημερινά και στο τέλος πέφτει , σκιαγραφείται εξαιρετικά. Παρά τις αναφορές στον ξένο τύπο ότι κοπιάρει απομνημονεύματα Γερμανών στρατιωτών και τις υποψίες λογοκλοπής εγώ βρήκα ότι έχει επηρρεασθεί τα μάλα από τον κινηματογράφο. Εάν θυμηθεί κανείς τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης όπως ΟΙ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟΙ του Βισκόντι,Ο ΣΙΔΗΡΟΥΣ ΣΤΑΥΡΟΣ του Πέκινπα θα καταλάβει τι εννοώ (άσε που προσωπικά πιστεύω ότι αυτές οι δύο ταινίες δίνουν το ακριβές στίγμα και το πρόσωπο του ναζισμού καλύτερα από το βιβλίο).
Το βιβλίο όπως προανέφερα διαβάζεται δύσκολα και βασανιστικά. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιά «αναγνωστική απόλαυση» (αυτό που λέω δικαιολογεί την μη βαθμολόγηση-τι βαθμό να βάλεις όταν μαζοχιστικά σχεδόν συνέχιζες μιά ανάγνωση που σε βύθιζε όλο και περισσότερο στο σκοτάδι?) , αλλά , περισσότερο γιά ιστορική έρευνα.Είναι αυτό,το τελευταίο που θα το καταστήσει κλασσικό, άσχετα εάν οι περισσότεροι που θα το αγοράσουν αποκλείεται να μπορέσουν να το ολοκληρώσουν. Συγκρινόμενο με το ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ του Σελίν,υστερεί σε ψυχή και πάθος αλλά είναι το ίδιο απωθητικό και σου αφήνει την ίδια αίσθηση στενοχώριας και βάρους.