Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008
posted by Librofilo at Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008 | Permalink
Το σκάνδαλο
Αμερικάνικος Νότος, δεκαετία του 30. Ειδυλλιακή επαρχιακή πόλη – πρότυπο αρχιτεκτονικό , το Νόρφολκ με το ποτάμι του και τις όμορφες βίλες .Όλα τακτοποιημένα και κομψά όπου η καμπάνα της όμορφης προτεσταντικής εκκλησίας σήμαινε τις ώρες μέρα , νύχτα . Η Βίβλος ήταν το κύριο ανάγνωσμα της περιοχής και σ’αυτήν κατέφευγαν οι κάτοικοι μορφωμένοι και μη , γιά να βρουν τις απαντήσεις σε όλες τις απορίες τους .
Στα ανατολικά της πόλης ζούσαν οι μαύροι σε ένα ιδιότυπο γκέτο . Κι εκείνων η ζωή περιστρέφονταν γύρω από την εκκλησιά τους . Ένα αόρατο τείχος χώριζε τις δύο κοινότητες και τα όρια ήταν καθορισμένα και σαφή.
Αυτό είναι το σκηνικό που επιλέγει γιά να στήσει την ιστορία του , ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Jean-Marie Rouart , στην νουβέλα «ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ» , (Εκδ.Πόλις , μετάφ.Ξ.Σκούρα, σελ.171), (81).
Σ’αυτή την ήρεμη φαινομενικά πόλη μιά μαύρη κοπέλα βρίσκεται βιασμένη και δολοφονημένη στις όχθες του ποταμού. Δράστης όπως όλα δείχνουν είναι ο γόνος της αριστοκρατικότερης οικογένειας του τόπου , ο οποίος προορίζεται γιά το βουλευτικό αξίωμα με απώτερο όνειρο ένα κυβερνητικό πόστο . Το έγκλημα κουκουλώνεται με την συνέργεια του κλήρου και των τοπικών αρχών . Την ίδια περίοδο ο νεαρός Τζίμ Γκόρντον γόνος κι αυτός «καλής και αξιότιμης» οικογένειας ερωτεύεται τρελλά την πανέμορφη μαύρη Άντζελα και ζει μαζί της έναν μεγάλο έρωτα . Οι γονείς του αφού φρικάρουν τελείως, τον στέλνουν μακριά γιά σπουδές και τον καλοπαντρεύουν . Η δε Άντζελα απήχθη ένα βράδυ από μασκοφόρους και σύμφωνα με τον κώδικα των μαύρων κλείσθηκε σε έναν οίκο ανοχής σε μιά κοντινή πόλη, την Μπέθλεχεμ, αφού πρώτα σημαδεύτηκε με πυρωμένο σίδερο στο μπράτσο της.
«...Ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Αυτή δεν είχε οδηγήσει στην αμαρτία έναν έντιμο νεαρό με καθαρό μέτωπο, που εξαιτίας της παραλίγο να χάσει την υπόληψή του; Ήταν η ακολασία προσωποποιημένη, το έρεβος, ο Διάβολος. Καμία τιμωρία δεν ήταν αρκετή. Άλλωστε η μητέρα του Τζιμ ήταν η πρώτη που την καταδίκαζε. Αυτή η γενικά μετρημένη γυναίκα γινόταν έξω φρενών στη σκέψη ότι ο γιός της, όπως έλεγε, «τόσο λεπτεπίλεπτος, τόσο ξανθός, μπόρεσε να αγγίξει το σώμα μιάς σιχαμερής νέγρας». Δεν το χωρούσε το μυαλό της. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η κοπέλα είχε πετύχει τον σκοπό της δίχως να χρησιμοποιήσει μάγια, κάποιο ερωτικό φίλτρο γιά να τον διαφθείρει. Ο πατέρας του Τζιμ, πιό συγκαταβατικός και με την εμπειρία της στρατιωτικής ζωής, έβλεπε πιό ψύχραιμα τα πράγματα. Θα ήθελε απλώς αυτή η ιστορία να μην είχε μαθευτεί. Όπως στον στρατό. Δεν είδαμε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα. Γιατί το να κοιμηθεί κανείς με μια μαύρη ήταν, στο κάτω κάτω, μέρος των εμπειριών ενός άντρα, όπως το να κολλήσει σύφιλη, να μπλέξει σε καβγά, να πέσει από το άλογο ή να χάσει στο πόκερ.»
Όμως ο Τζιμ δεν μπορεί να την ξεχάσει - όταν η Άντζελα με χρήματα της θείας του και την βοήθεια ενός προοδευτικού καθολικού ιερέα απελευθερώνεται και γιά τα μάτια του κόσμου παντρεύεται έναν αινιγματικό και φιλόδοξο μιγά τον Άρτσιμπαλντ , ο έρωτάς τους ξαναφουντώνει , υπό την σιωπηρή ανοχή του συζύγου της. Είναι πάλι παράνομοι , αλλά τώρα έχουν υποπέσει και σε άλλο (μεγαλύτερο) αμάρτημα . Είναι ένοχοι μοιχείας . Και στην θρησκόληπτη κοινωνία που ζουν , όπου τον νόμο τον καθορίζει το «ιερό βιβλίο» μπορείς και να πεθάνεις γι’αυτό...
Η νουβέλα του Rouart είναι αιχμηρή και θίγει πολλά θέματα . Τον ρατσισμό και των δύο πλευρών – οι μαύροι στο βιβλίο δεν είναι λιγότερο ένοχοι από τους λευκούς . Την φανατική θρησκοληψία . Τον πολιτικό οπορτουνισμό , τον δημοσιογραφικό καιροσκοπισμό . Την υποκρισία μιάς ολόκληρης κοινωνίας που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της Αμερικάνικης ενδοχώρας .
Η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα είναι λιτό και κοφτό . Περίεργο δεν είναι; Γάλλος να γράφει γιά τον Αμερικάνικο Νότο μιά ιστορία ρατσισμού...Ο ίδιος δήλωσε ότι διάβασε κάπου μιά παρόμοια ιστορία η οποία τον συγκλόνισε και έτσι αποφάσισε να γράψει ένα μυθιστόρημα βασισμένο σ’αυτή. Κάπου τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά, κάτι (ταινίες,βιβλία) μας θυμίζουν , αλλά χρήσιμο είναι να τα ξαναθυμόμαστε που και που γιατί όλα τριγύρω αλλάζουνε ,αλλά τα ίδια μένουν.
Περισσότερο ρεπορταζιακό βέβαια το βιβλίο μέσα σε λιγότερες από 200 σελίδες καλύπτει γεγονότα και καταστάσεις που οι περισσότεροι συγγραφείς θα γεμίζανε σελίδες επί σελίδων. Αυτό το εγχείρημα έχει σίγουρα ένα κόστος – την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Εκεί πάσχει η νουβέλα του Rouart . Οι προσωπικότητες των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών είναι αχνές και διαφανείς . Ο Τζιμ ακολουθεί την φωνή της καρδιάς του, προτάσσει το συναίσθημα έναντι της λογικής και βαδίζει προς την καταστροφή του με ηρεμία και αποφασιστικότητα . Ο συγγραφέας απεικονίζει εξαιρετικά τα γεγονότα αλλά, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο ως προς το τι πραγματικά ήταν ο Τζιμ . Ποιές ήταν οι εσωτερικές διεργασίες που έγιναν στο να πάρει αυτές τις αποφάσεις που πήρε . Η δε μεταστροφή της Άντζελας δικαιολογείται μεν από αυτά που τράβηξε αλλά ο χαρακτήρας της δεν σκιαγραφείται επαρκώς ώστε να καταλάβουμε πολλά πράγματα γι’αυτήν . Περισσότερο αναπτύσσεται η προσωπικότητα του μιγά Άρτσιμπαλντ , ίσως του πλέον ενδιαφέροντα χαρακτήρα της νουβέλας που κατορθώνει να επιβιώνει όλων των καταστάσεων και όλων των κρίσεων.
Ο νόμος της σιωπής καλύπτει τα πάντα και ο Τζιμ που επιλέγει να παίξει τον ρόλο του «εχθρού του λαού» θα πάει κόντρα σε όλους και όλα . Η δομή της τοπικής (και όχι μόνο) κοινωνίας όμως είναι ισχυρότερη από τον αφελή , μαλθακό και ευκολόπιστο ήρωα . Θα τον συντρίψει και θα είναι καλύτερα γιά όλους , ακόμα και γιά την οικογένεια του . Ένας «ενοχλητικός» θα βγεί από τη μέση , και ο «ποταμός Μόλι , συνεχίζει να κυλάει – οι αμμουδερές όχθες του που σκιάζονται από κλαίουσες ιτιές, είναι πάντα βολικές γιά τους ερωτευμένους. Μοιάζει να μη θυμάται τίποτα, λες και οι άνθρωποι που έζησαν δίπλα του ήταν άυλοι και εφήμεροι, σαν το αντιφέγγισμα του ήλιου στα πράσινα νερά του.»
Στα ανατολικά της πόλης ζούσαν οι μαύροι σε ένα ιδιότυπο γκέτο . Κι εκείνων η ζωή περιστρέφονταν γύρω από την εκκλησιά τους . Ένα αόρατο τείχος χώριζε τις δύο κοινότητες και τα όρια ήταν καθορισμένα και σαφή.
Αυτό είναι το σκηνικό που επιλέγει γιά να στήσει την ιστορία του , ο Γάλλος συγγραφέας και δημοσιογράφος Jean-Marie Rouart , στην νουβέλα «ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ» , (Εκδ.Πόλις , μετάφ.Ξ.Σκούρα, σελ.171), (81).
Σ’αυτή την ήρεμη φαινομενικά πόλη μιά μαύρη κοπέλα βρίσκεται βιασμένη και δολοφονημένη στις όχθες του ποταμού. Δράστης όπως όλα δείχνουν είναι ο γόνος της αριστοκρατικότερης οικογένειας του τόπου , ο οποίος προορίζεται γιά το βουλευτικό αξίωμα με απώτερο όνειρο ένα κυβερνητικό πόστο . Το έγκλημα κουκουλώνεται με την συνέργεια του κλήρου και των τοπικών αρχών . Την ίδια περίοδο ο νεαρός Τζίμ Γκόρντον γόνος κι αυτός «καλής και αξιότιμης» οικογένειας ερωτεύεται τρελλά την πανέμορφη μαύρη Άντζελα και ζει μαζί της έναν μεγάλο έρωτα . Οι γονείς του αφού φρικάρουν τελείως, τον στέλνουν μακριά γιά σπουδές και τον καλοπαντρεύουν . Η δε Άντζελα απήχθη ένα βράδυ από μασκοφόρους και σύμφωνα με τον κώδικα των μαύρων κλείσθηκε σε έναν οίκο ανοχής σε μιά κοντινή πόλη, την Μπέθλεχεμ, αφού πρώτα σημαδεύτηκε με πυρωμένο σίδερο στο μπράτσο της.
«...Ήταν η πέτρα του σκανδάλου. Αυτή δεν είχε οδηγήσει στην αμαρτία έναν έντιμο νεαρό με καθαρό μέτωπο, που εξαιτίας της παραλίγο να χάσει την υπόληψή του; Ήταν η ακολασία προσωποποιημένη, το έρεβος, ο Διάβολος. Καμία τιμωρία δεν ήταν αρκετή. Άλλωστε η μητέρα του Τζιμ ήταν η πρώτη που την καταδίκαζε. Αυτή η γενικά μετρημένη γυναίκα γινόταν έξω φρενών στη σκέψη ότι ο γιός της, όπως έλεγε, «τόσο λεπτεπίλεπτος, τόσο ξανθός, μπόρεσε να αγγίξει το σώμα μιάς σιχαμερής νέγρας». Δεν το χωρούσε το μυαλό της. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η κοπέλα είχε πετύχει τον σκοπό της δίχως να χρησιμοποιήσει μάγια, κάποιο ερωτικό φίλτρο γιά να τον διαφθείρει. Ο πατέρας του Τζιμ, πιό συγκαταβατικός και με την εμπειρία της στρατιωτικής ζωής, έβλεπε πιό ψύχραιμα τα πράγματα. Θα ήθελε απλώς αυτή η ιστορία να μην είχε μαθευτεί. Όπως στον στρατό. Δεν είδαμε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα. Γιατί το να κοιμηθεί κανείς με μια μαύρη ήταν, στο κάτω κάτω, μέρος των εμπειριών ενός άντρα, όπως το να κολλήσει σύφιλη, να μπλέξει σε καβγά, να πέσει από το άλογο ή να χάσει στο πόκερ.»
Όμως ο Τζιμ δεν μπορεί να την ξεχάσει - όταν η Άντζελα με χρήματα της θείας του και την βοήθεια ενός προοδευτικού καθολικού ιερέα απελευθερώνεται και γιά τα μάτια του κόσμου παντρεύεται έναν αινιγματικό και φιλόδοξο μιγά τον Άρτσιμπαλντ , ο έρωτάς τους ξαναφουντώνει , υπό την σιωπηρή ανοχή του συζύγου της. Είναι πάλι παράνομοι , αλλά τώρα έχουν υποπέσει και σε άλλο (μεγαλύτερο) αμάρτημα . Είναι ένοχοι μοιχείας . Και στην θρησκόληπτη κοινωνία που ζουν , όπου τον νόμο τον καθορίζει το «ιερό βιβλίο» μπορείς και να πεθάνεις γι’αυτό...
Η νουβέλα του Rouart είναι αιχμηρή και θίγει πολλά θέματα . Τον ρατσισμό και των δύο πλευρών – οι μαύροι στο βιβλίο δεν είναι λιγότερο ένοχοι από τους λευκούς . Την φανατική θρησκοληψία . Τον πολιτικό οπορτουνισμό , τον δημοσιογραφικό καιροσκοπισμό . Την υποκρισία μιάς ολόκληρης κοινωνίας που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της Αμερικάνικης ενδοχώρας .
Η γλώσσα και το ύφος του συγγραφέα είναι λιτό και κοφτό . Περίεργο δεν είναι; Γάλλος να γράφει γιά τον Αμερικάνικο Νότο μιά ιστορία ρατσισμού...Ο ίδιος δήλωσε ότι διάβασε κάπου μιά παρόμοια ιστορία η οποία τον συγκλόνισε και έτσι αποφάσισε να γράψει ένα μυθιστόρημα βασισμένο σ’αυτή. Κάπου τα έχουμε ξαναδεί όλα αυτά, κάτι (ταινίες,βιβλία) μας θυμίζουν , αλλά χρήσιμο είναι να τα ξαναθυμόμαστε που και που γιατί όλα τριγύρω αλλάζουνε ,αλλά τα ίδια μένουν.
Περισσότερο ρεπορταζιακό βέβαια το βιβλίο μέσα σε λιγότερες από 200 σελίδες καλύπτει γεγονότα και καταστάσεις που οι περισσότεροι συγγραφείς θα γεμίζανε σελίδες επί σελίδων. Αυτό το εγχείρημα έχει σίγουρα ένα κόστος – την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Εκεί πάσχει η νουβέλα του Rouart . Οι προσωπικότητες των δύο κεντρικών πρωταγωνιστών είναι αχνές και διαφανείς . Ο Τζιμ ακολουθεί την φωνή της καρδιάς του, προτάσσει το συναίσθημα έναντι της λογικής και βαδίζει προς την καταστροφή του με ηρεμία και αποφασιστικότητα . Ο συγγραφέας απεικονίζει εξαιρετικά τα γεγονότα αλλά, αφήνει τον αναγνώστη μετέωρο ως προς το τι πραγματικά ήταν ο Τζιμ . Ποιές ήταν οι εσωτερικές διεργασίες που έγιναν στο να πάρει αυτές τις αποφάσεις που πήρε . Η δε μεταστροφή της Άντζελας δικαιολογείται μεν από αυτά που τράβηξε αλλά ο χαρακτήρας της δεν σκιαγραφείται επαρκώς ώστε να καταλάβουμε πολλά πράγματα γι’αυτήν . Περισσότερο αναπτύσσεται η προσωπικότητα του μιγά Άρτσιμπαλντ , ίσως του πλέον ενδιαφέροντα χαρακτήρα της νουβέλας που κατορθώνει να επιβιώνει όλων των καταστάσεων και όλων των κρίσεων.
Ο νόμος της σιωπής καλύπτει τα πάντα και ο Τζιμ που επιλέγει να παίξει τον ρόλο του «εχθρού του λαού» θα πάει κόντρα σε όλους και όλα . Η δομή της τοπικής (και όχι μόνο) κοινωνίας όμως είναι ισχυρότερη από τον αφελή , μαλθακό και ευκολόπιστο ήρωα . Θα τον συντρίψει και θα είναι καλύτερα γιά όλους , ακόμα και γιά την οικογένεια του . Ένας «ενοχλητικός» θα βγεί από τη μέση , και ο «ποταμός Μόλι , συνεχίζει να κυλάει – οι αμμουδερές όχθες του που σκιάζονται από κλαίουσες ιτιές, είναι πάντα βολικές γιά τους ερωτευμένους. Μοιάζει να μη θυμάται τίποτα, λες και οι άνθρωποι που έζησαν δίπλα του ήταν άυλοι και εφήμεροι, σαν το αντιφέγγισμα του ήλιου στα πράσινα νερά του.»