Πέμπτη, Ιανουαρίου 15, 2009
posted by Librofilo at Πέμπτη, Ιανουαρίου 15, 2009 | Permalink
Δακρυσμένη Μικρασία
Η Μικρασιατική καταστροφή του 1922, είναι ένα θέμα που όσα χρόνια κι αν περάσουν δεν θα σταματήσει να αγγίζει το συναίσθημα των Ελλήνων. Μαζί με την πτώση της Πόλης το 1453, τα δύο αυτά γεγονότα αποτελούν τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις (ή και τραγωδίες), του Ελληνικού Έθνους. Τα τελευταία χρόνια εκδίδονται πολλά βιβλία που εξετάζουν το θέμα της καταστροφής της Σμύρνης και γενικότερα της Μικρασιατικής εκστρατείας πολυεπίπεδα χωρίς να στέκονται τόσο πολύ στις συγκεκριμένες ημέρες του χαμού και της φυγής του πληθυσμού που έτσι κι αλλιώς προκαλεί συγκίνηση αλλά αναλύοντας τα γεγονότα με ψυχραιμία και χωρίς "πατριωτικές κορόνες" βοηθώντας στην πληρέστερη κατανόηση των δραματικών γεγονότων.
Η «ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ» του δημοσιογράφου και συγγραφέα ΒΑΣΙΛΗ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.745) είναι ένα "διαφορετικό" ιστορικό βιβλίο. Η γοητεία του οφείλεται εν πολλοίς στον ζωντανό και «παλλόμενο» από συναίσθημα λόγο του συγγραφέα, ο οποίος μας προσφέρει ουσιαστικά μιά ιστορική και λαογραφική μελέτη της εποχής. Το βιβλίο καλύπτει μιά περίοδο τριών χρόνων και κάτι ξεκινώντας από την Σύνοδο του Παρισιού το 1919 και τελειώνοντας με την εκτέλεση των Έξι τον χειμώνα του 1922.
Το τι έγινε τότε σε γενικές γραμμές είναι γνωστό στους περισσότερους. Ο Τζανακάρης στο βιβλίο του διατρέχει τα γεγονότα με δημοσιογραφική ακρίβεια αλλά στέκεται κυρίως στην κοινωνική καταγραφή τους. Περιγράφει την κατάσταση στην Σμύρνη, την ζωή εκεί, τις μάχες και τις στρατηγικές αλλά ταυτόχρονα περιγράφει τι συνέβαινε το ίδιο διάστημα στην Αθήνα, είτε στην πολιτική σκηνή είτε στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δημοσιεύει άρθρα απο εφημερίδες της εποχής γιά την κοσμική ζωή, την καθημερινότητα (τι απασχολούσε λίγο-πολύ την κοινωνία της εποχής), τις πολιτικές διαμάχες. Δημοσιεύει γράμματα στρατιωτών από το μέτωπο (σπαρακτικά τα περισσότερα), διαφημίσεις ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Όλα αυτά με μυθιστορηματικό στυλ και με έξοχη αίσθηση του ρυθμού που κάνει το βιβλίο συναρπαστικό σε σημείο να ξεχνάς ότι «γνωρίζεις» τα γεγονότα και να αγωνιάς γιά την έκβαση του πολέμου. Εμπλουτισμένο με ανέκδοτες φωτογραφίες του Σερραίου φωτογράφου Σ.Σεραφείμ το βιβλίο είναι ένα σχεδόν πλήρες χρονικό της εποχής που δεν διέφερε τόσο πολύ όσο φανταζόμαστε από την δική μας.
Ο συγγραφέας έχει άποψη, παίρνει θέση, δεν περιγράφει απλώς αλλά συμπάσχει με το δράμα. Περισσότερο τον ενδιαφέρει ο απλός άνθρωπος, ο απλός φαντάρος, ο απλός οικογενειάρχης που ήταν (είναι) το πραγματικό θύμα των γεγονότων.
«Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες της Μικρασιατικής Εκστρατείας δεν είχαν προλάβει καλά καλά να ζήσουν ούτε την εποχή τους, ούτε την καθημερινότητα. Όχι δεν είχαν προλάβει, δεν τους είχε αφήσει ο πόλεμος. Γιά τους έλληνες στρατιώτες ο πόλεμος αυτός, εκτός του ότι ήταν επίπονος, κρατούσε και χρόνια. Η Ελλάδα πολεμούσε από το 1912. Πολλοί από τους αξιωματικούς της από το 1897. Στο ιδεολογικό επίπεδο τα πράγματα έδειχναν χαοτικά. Σχεδόν οι μισοί ήταν με τον «πατέρα της φυλής» Βενιζέλο, και οι άλλοι μισοί με τον «κουμπάρο» Κωνσταντίνο. Αυτό ήταν το ιδεολογικοπολιτικό τους υπόβαθρο.
...Από τις συνεχείς κακουχίες του πολέμου και την κακή διατροφή πολλοί είχαν γεράσει πριν την ώρα τους. Το δέρμα τους είχε μαυρίσει, αλλού τσίτωνε, αλλού έφτιαχνε ρυτίδες. Το κορμί τους είχε λιγνέψει.
Η σκέψη των δικών τους ήταν ότι χειρότερο.»
Λάθη, ατελείωτη σειρά λαθών και εγωισμών , ενεργειών χωρίς λογική είτε από τη μιά, είτε από την άλλη πλευρά (Βενιζελικοί / Φιλοβασιλικοί) οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Άνθρωποι ανίκανοι βρέθηκαν σε καίριες θέσεις είτε από συμπτώσεις, είτε από ικανότητα στην «αναρρίχηση» και διαχειρίστηκαν τις τύχες εκατομμυρίων συμπολιτών τους. Μιά χώρα «προτεκτοράτο» κανονικό, να άγεται και να φέρεται από τις διαθέσεις των «Μεγάλων Δυνάμεων». Και ένας λαός (μέσα στο μαύρο σκοτάδι από την απουσία ενημέρωσης από τις εφημερίδες της εποχής αλλά και) τελείως ανώριμος όπως πάντα σχεδον στην ιστορία του τόπου, από τη μιά να κατακρημνίζει τον Βενιζέλο μαυρίζοντας τον στις εκλογές του 1920, και από την άλλη απαιτώντας (καθοδηγούμενοι από την υστερία του Tύπου,as usual) μετά την καταστροφή την άμεση τιμωρία των πολιτικών (που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει με συντριπτικά ποσοστά) και οδηγώντας τους έτσι στην πιό μαύρη σελίδα της πολιτικής ιστορίας του τόπου,την Δίκη των Έξι.
Ο Τζανακάρης λεπτομερώς και με γλαφυρό τρόπο περιγράφει τις παρασκηνιακές διαμάχες στην Ευρώπη γιά την Μικρασιατική Εκστρατεία, τα διλήμματα του Βενιζέλου και την επιλογή του να «αφήσει» την υπόθεση της Κων/λης .Περιγράφει την ατέρμονη περιπλάνηση του Γούναρη στην Ευρώπη γιά την εύρεση λύσης στο Μικρασιατικό και το «φτύσιμο» των πρώην Συμμάχων. Την ανικανότητα των στρατιωτικών και τις απάνθρωπες συνθήκες που βίωναν οι φαντάροι πορευόμενοι προς την Άγκυρα υπακούοντας στην «έκρηξη μεγαλείου» του Κωνσταντίνου. Περιγράφει τις εφιαλτικές σκηνές της κατάρρευσης του μετώπου (εν μία νυχτί κυριολεκτικά) και τις κτηνωδίες (και από τις δύο πλευρές) που επακολούθησαν, ενώ (όσο και να πονάει) δεν αφήνει αναπάντητο το ερώτημα:Γιατί φέρθηκαν έτσι οι Τούρκοι, με τόσο μίσος και με τόση βία...
Δεν καταπιάνεται ιδιαίτερα με το θέμα των προσφύγων (ίσως αποτελέσει το θέμα ενός άλλου βιβλίου του), τι συνθήκες βρήκαν αυτοί οι άνθρωποι φτάνοντας στον Πειραιά ή στην Θεσσαλονίκη αλλά το θίγει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο δίνοντας παραδείγματα ανθρώπων που έφτασαν στο έσχατο στάδιο εξευτελισμού γιά ένα κομμάτι φαί στο λιμάνι του Πειραιά ή στο πως ορισμένοι επιτήδειοι «έσωσαν» κορίτσια οδηγώντας τα σε πορνεία ή πως κάποιοι «φιλεύσπλαχνοι» μεγαλοαστοί βρήκαν υπηρέτριες χωρίς κόπο...
Χρησιμοποιώντας με δημιουργικό τρόπο το αρχείο των εφημερίδων της εποχής, ο Τζανακάρης ενσωματώνει με σοφό τρόπο άρθρα, κείμενα, απόψεις αλλά και γράμματα στρατιωτών από το μέτωπο, που ορισμένα είναι πραγματικά διαμάντια, όπως αυτό που παραθέτω,γραμμένο από κάποιον άτυχο κληρωτό ονόματι Ε.Ευταξία, το οποίο περιγράφει λιτά και σπαρακτικά την ατμόσφαιρα και το ηθικό των ανθρώπων που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή και το τι πραγματικά τους απασχολούσε. Διαβάζοντας επιστολές σαν κι’αυτήν (που θα μπορούσε να έχει γραφτεί και μετά από 20 χρόνια στο Αλβανικό μέτωπο ή και τώρα σε κάποιο μέτωπο,κάπου στη γη) συνειδητοποιείς τον παραλογισμό πίσω από κάθε πόλεμο και το «μάταιο» της κάθε «εκστρατείας» όπως και να την ονομάζουν.
«Τυγχάνω κληρωτός του 1916 και προστάτης οικογενείας, αποτελουμένης εκ της μητρός μου και των δύο ανηλίκων αδελφών μου. Υπηρετώ από τον Σεπτέμβριο του 1917 συνεχώς εις το μέτωπον. Σημειωτέον ότι καθ’όλον το διάστημα τούτο δεν έλαβον άδειαν καθόλου. Πριν φύγω από το σπίτι μου, άφησα εις την μητέρα μου ολίγον χρηματικόν ποσόν το οποίον είχα εξοικονομήσει από τας εργασίας μου. Αλλά τι να σου κάνουν 500-1000 δρχ. γιά πέντε έτη; Ούτε γιά πιπέρι δεν φθάνουν, όχι για άλλα έξοδα. Η κυβέρνησις έδινε επίδομα, αλλά μέχρι στιγμής η οικογένειά μου δεν έχει λάβει τοιούτον λόγω της προφάσεως του Προέδρου του χωριού μου ότι είμαι λιποτάκτης. Έστειλα πιστοποιητικόν, αλλά εις μάτην. Τέλος η μητέρα μου για να μη πεθάνη, με τα παιδιά της πείνας, παρεκάλεσε τον εκεί αλευρέμπορον να της δώση άλευρον επί πιστώσει. Και εδέχθη ούτος. Αλλά, όταν εμαζεύτηκαν 300 δραχμές, της εζήτησε το σπίτι ενέχυρον, άλλως δεν θα της έδινεν άλλο πλέον. Δηλαδή ο καβγάς για το πάπλωμα ήταν. Προκειμένου να πεθάνη της πείνας, έβαλε το σπίτι ενέχυρον με την ελπίδα πάντως ότι γρήγορα θα απολυθώ και θα το ξεχρεώσω. Επέρασαν από τότε δύο χρόνια, και όχι μόνον δεν απελύθην, αλλά ούτε και διήμερον άδειαν δεν επήρα. Το χρέος ανέβαινε και τόκοι προς 24% ηύξανον. Σήμερον δε που γράφω έλαβον επιστολήν από την μητέρα μου η οποία μου γράφει ότι το σπίτι βγήκε στην δημοπρασίαν. Το χείριστον όμως είναι το εξής: Τώρα τελευταίως η μητέρα μου έκρινε καλόν να στείλη την μίαν των αδελφών μου ως υπηρέτριαν εις τινα προύχοντα του Βόλου. Ο εν λόγω πλούσιος είχε δύο υιούς των οποίων ο εις ετύγχανε κληρωτός του ’15, αλλά λόγω του δαπανηθέντος χρήματος κατάφερε να βγη βοηθητικός χωρίς να έχη το παραμικρόν και να παραμείνη εις το εσωτερικόν. Ο δεύτερος υιός του ήτο κληρωτός του ’17, απηλλάγη εντελώς και παρέμεινε σπίτι του. Τέλος, ούτος κατώρθωσε δια παντοίων μέσων και υποσχέσεων να ατιμάση την αδελφήν μου, υποσχεθείς συνάμα και γάμον. Μετ’ολίγας ημέρας η αδελφή μου ηναγκάσθη να διαμαρτυρηθή, αλλ’όταν ο κύριός της άκουσε τα συμβαίνοντα την απέπεμψεν κακήν κακώς, δωροδοκήσας δια χρημάτων ιατρούς,αστυνομία κλπ.
Με αγάπη
Ε.Ευταξίας»
Η «ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ» του δημοσιογράφου και συγγραφέα ΒΑΣΙΛΗ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ (Εκδ. Μεταίχμιο, σελ.745) είναι ένα "διαφορετικό" ιστορικό βιβλίο. Η γοητεία του οφείλεται εν πολλοίς στον ζωντανό και «παλλόμενο» από συναίσθημα λόγο του συγγραφέα, ο οποίος μας προσφέρει ουσιαστικά μιά ιστορική και λαογραφική μελέτη της εποχής. Το βιβλίο καλύπτει μιά περίοδο τριών χρόνων και κάτι ξεκινώντας από την Σύνοδο του Παρισιού το 1919 και τελειώνοντας με την εκτέλεση των Έξι τον χειμώνα του 1922.
Το τι έγινε τότε σε γενικές γραμμές είναι γνωστό στους περισσότερους. Ο Τζανακάρης στο βιβλίο του διατρέχει τα γεγονότα με δημοσιογραφική ακρίβεια αλλά στέκεται κυρίως στην κοινωνική καταγραφή τους. Περιγράφει την κατάσταση στην Σμύρνη, την ζωή εκεί, τις μάχες και τις στρατηγικές αλλά ταυτόχρονα περιγράφει τι συνέβαινε το ίδιο διάστημα στην Αθήνα, είτε στην πολιτική σκηνή είτε στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δημοσιεύει άρθρα απο εφημερίδες της εποχής γιά την κοσμική ζωή, την καθημερινότητα (τι απασχολούσε λίγο-πολύ την κοινωνία της εποχής), τις πολιτικές διαμάχες. Δημοσιεύει γράμματα στρατιωτών από το μέτωπο (σπαρακτικά τα περισσότερα), διαφημίσεις ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Όλα αυτά με μυθιστορηματικό στυλ και με έξοχη αίσθηση του ρυθμού που κάνει το βιβλίο συναρπαστικό σε σημείο να ξεχνάς ότι «γνωρίζεις» τα γεγονότα και να αγωνιάς γιά την έκβαση του πολέμου. Εμπλουτισμένο με ανέκδοτες φωτογραφίες του Σερραίου φωτογράφου Σ.Σεραφείμ το βιβλίο είναι ένα σχεδόν πλήρες χρονικό της εποχής που δεν διέφερε τόσο πολύ όσο φανταζόμαστε από την δική μας.
Ο συγγραφέας έχει άποψη, παίρνει θέση, δεν περιγράφει απλώς αλλά συμπάσχει με το δράμα. Περισσότερο τον ενδιαφέρει ο απλός άνθρωπος, ο απλός φαντάρος, ο απλός οικογενειάρχης που ήταν (είναι) το πραγματικό θύμα των γεγονότων.
«Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες της Μικρασιατικής Εκστρατείας δεν είχαν προλάβει καλά καλά να ζήσουν ούτε την εποχή τους, ούτε την καθημερινότητα. Όχι δεν είχαν προλάβει, δεν τους είχε αφήσει ο πόλεμος. Γιά τους έλληνες στρατιώτες ο πόλεμος αυτός, εκτός του ότι ήταν επίπονος, κρατούσε και χρόνια. Η Ελλάδα πολεμούσε από το 1912. Πολλοί από τους αξιωματικούς της από το 1897. Στο ιδεολογικό επίπεδο τα πράγματα έδειχναν χαοτικά. Σχεδόν οι μισοί ήταν με τον «πατέρα της φυλής» Βενιζέλο, και οι άλλοι μισοί με τον «κουμπάρο» Κωνσταντίνο. Αυτό ήταν το ιδεολογικοπολιτικό τους υπόβαθρο.
...Από τις συνεχείς κακουχίες του πολέμου και την κακή διατροφή πολλοί είχαν γεράσει πριν την ώρα τους. Το δέρμα τους είχε μαυρίσει, αλλού τσίτωνε, αλλού έφτιαχνε ρυτίδες. Το κορμί τους είχε λιγνέψει.
Η σκέψη των δικών τους ήταν ότι χειρότερο.»
Λάθη, ατελείωτη σειρά λαθών και εγωισμών , ενεργειών χωρίς λογική είτε από τη μιά, είτε από την άλλη πλευρά (Βενιζελικοί / Φιλοβασιλικοί) οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Άνθρωποι ανίκανοι βρέθηκαν σε καίριες θέσεις είτε από συμπτώσεις, είτε από ικανότητα στην «αναρρίχηση» και διαχειρίστηκαν τις τύχες εκατομμυρίων συμπολιτών τους. Μιά χώρα «προτεκτοράτο» κανονικό, να άγεται και να φέρεται από τις διαθέσεις των «Μεγάλων Δυνάμεων». Και ένας λαός (μέσα στο μαύρο σκοτάδι από την απουσία ενημέρωσης από τις εφημερίδες της εποχής αλλά και) τελείως ανώριμος όπως πάντα σχεδον στην ιστορία του τόπου, από τη μιά να κατακρημνίζει τον Βενιζέλο μαυρίζοντας τον στις εκλογές του 1920, και από την άλλη απαιτώντας (καθοδηγούμενοι από την υστερία του Tύπου,as usual) μετά την καταστροφή την άμεση τιμωρία των πολιτικών (που οι ίδιοι είχαν ψηφίσει με συντριπτικά ποσοστά) και οδηγώντας τους έτσι στην πιό μαύρη σελίδα της πολιτικής ιστορίας του τόπου,την Δίκη των Έξι.
Ο Τζανακάρης λεπτομερώς και με γλαφυρό τρόπο περιγράφει τις παρασκηνιακές διαμάχες στην Ευρώπη γιά την Μικρασιατική Εκστρατεία, τα διλήμματα του Βενιζέλου και την επιλογή του να «αφήσει» την υπόθεση της Κων/λης .Περιγράφει την ατέρμονη περιπλάνηση του Γούναρη στην Ευρώπη γιά την εύρεση λύσης στο Μικρασιατικό και το «φτύσιμο» των πρώην Συμμάχων. Την ανικανότητα των στρατιωτικών και τις απάνθρωπες συνθήκες που βίωναν οι φαντάροι πορευόμενοι προς την Άγκυρα υπακούοντας στην «έκρηξη μεγαλείου» του Κωνσταντίνου. Περιγράφει τις εφιαλτικές σκηνές της κατάρρευσης του μετώπου (εν μία νυχτί κυριολεκτικά) και τις κτηνωδίες (και από τις δύο πλευρές) που επακολούθησαν, ενώ (όσο και να πονάει) δεν αφήνει αναπάντητο το ερώτημα:Γιατί φέρθηκαν έτσι οι Τούρκοι, με τόσο μίσος και με τόση βία...
Δεν καταπιάνεται ιδιαίτερα με το θέμα των προσφύγων (ίσως αποτελέσει το θέμα ενός άλλου βιβλίου του), τι συνθήκες βρήκαν αυτοί οι άνθρωποι φτάνοντας στον Πειραιά ή στην Θεσσαλονίκη αλλά το θίγει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο δίνοντας παραδείγματα ανθρώπων που έφτασαν στο έσχατο στάδιο εξευτελισμού γιά ένα κομμάτι φαί στο λιμάνι του Πειραιά ή στο πως ορισμένοι επιτήδειοι «έσωσαν» κορίτσια οδηγώντας τα σε πορνεία ή πως κάποιοι «φιλεύσπλαχνοι» μεγαλοαστοί βρήκαν υπηρέτριες χωρίς κόπο...
Χρησιμοποιώντας με δημιουργικό τρόπο το αρχείο των εφημερίδων της εποχής, ο Τζανακάρης ενσωματώνει με σοφό τρόπο άρθρα, κείμενα, απόψεις αλλά και γράμματα στρατιωτών από το μέτωπο, που ορισμένα είναι πραγματικά διαμάντια, όπως αυτό που παραθέτω,γραμμένο από κάποιον άτυχο κληρωτό ονόματι Ε.Ευταξία, το οποίο περιγράφει λιτά και σπαρακτικά την ατμόσφαιρα και το ηθικό των ανθρώπων που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή και το τι πραγματικά τους απασχολούσε. Διαβάζοντας επιστολές σαν κι’αυτήν (που θα μπορούσε να έχει γραφτεί και μετά από 20 χρόνια στο Αλβανικό μέτωπο ή και τώρα σε κάποιο μέτωπο,κάπου στη γη) συνειδητοποιείς τον παραλογισμό πίσω από κάθε πόλεμο και το «μάταιο» της κάθε «εκστρατείας» όπως και να την ονομάζουν.
«Τυγχάνω κληρωτός του 1916 και προστάτης οικογενείας, αποτελουμένης εκ της μητρός μου και των δύο ανηλίκων αδελφών μου. Υπηρετώ από τον Σεπτέμβριο του 1917 συνεχώς εις το μέτωπον. Σημειωτέον ότι καθ’όλον το διάστημα τούτο δεν έλαβον άδειαν καθόλου. Πριν φύγω από το σπίτι μου, άφησα εις την μητέρα μου ολίγον χρηματικόν ποσόν το οποίον είχα εξοικονομήσει από τας εργασίας μου. Αλλά τι να σου κάνουν 500-1000 δρχ. γιά πέντε έτη; Ούτε γιά πιπέρι δεν φθάνουν, όχι για άλλα έξοδα. Η κυβέρνησις έδινε επίδομα, αλλά μέχρι στιγμής η οικογένειά μου δεν έχει λάβει τοιούτον λόγω της προφάσεως του Προέδρου του χωριού μου ότι είμαι λιποτάκτης. Έστειλα πιστοποιητικόν, αλλά εις μάτην. Τέλος η μητέρα μου για να μη πεθάνη, με τα παιδιά της πείνας, παρεκάλεσε τον εκεί αλευρέμπορον να της δώση άλευρον επί πιστώσει. Και εδέχθη ούτος. Αλλά, όταν εμαζεύτηκαν 300 δραχμές, της εζήτησε το σπίτι ενέχυρον, άλλως δεν θα της έδινεν άλλο πλέον. Δηλαδή ο καβγάς για το πάπλωμα ήταν. Προκειμένου να πεθάνη της πείνας, έβαλε το σπίτι ενέχυρον με την ελπίδα πάντως ότι γρήγορα θα απολυθώ και θα το ξεχρεώσω. Επέρασαν από τότε δύο χρόνια, και όχι μόνον δεν απελύθην, αλλά ούτε και διήμερον άδειαν δεν επήρα. Το χρέος ανέβαινε και τόκοι προς 24% ηύξανον. Σήμερον δε που γράφω έλαβον επιστολήν από την μητέρα μου η οποία μου γράφει ότι το σπίτι βγήκε στην δημοπρασίαν. Το χείριστον όμως είναι το εξής: Τώρα τελευταίως η μητέρα μου έκρινε καλόν να στείλη την μίαν των αδελφών μου ως υπηρέτριαν εις τινα προύχοντα του Βόλου. Ο εν λόγω πλούσιος είχε δύο υιούς των οποίων ο εις ετύγχανε κληρωτός του ’15, αλλά λόγω του δαπανηθέντος χρήματος κατάφερε να βγη βοηθητικός χωρίς να έχη το παραμικρόν και να παραμείνη εις το εσωτερικόν. Ο δεύτερος υιός του ήτο κληρωτός του ’17, απηλλάγη εντελώς και παρέμεινε σπίτι του. Τέλος, ούτος κατώρθωσε δια παντοίων μέσων και υποσχέσεων να ατιμάση την αδελφήν μου, υποσχεθείς συνάμα και γάμον. Μετ’ολίγας ημέρας η αδελφή μου ηναγκάσθη να διαμαρτυρηθή, αλλ’όταν ο κύριός της άκουσε τα συμβαίνοντα την απέπεμψεν κακήν κακώς, δωροδοκήσας δια χρημάτων ιατρούς,αστυνομία κλπ.
Με αγάπη
Ε.Ευταξίας»