Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2009
posted by Librofilo at Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2009 | Permalink
4 ήττες
«Ξεπερνώ σημαίνει αποδέχομαι, όχι αλλάζω σελίδα και ξεχνώ.». Η φράση αυτή του Κάρλος Πιέρα που προτάσσει στην αρχή του σπονδυλωτού μυθιστορήματος του, «ΤΑ ΤΥΦΛΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ», (Εκδ. Πάπυρος, (εξαιρετική) μετάφραση Κων.Παλαιολόγος, σελ. 200), ο πρόωρα χαμένος Ισπανός συγγραφέας Alberto Mendez (1941-2004) αποτελεί και το νόημα ουσιαστικά μιάς εκπληκτικής ελεγείας για τους νεκρούς του Εμφυλίου, μιάς εποχής που ακόμα και τόσα χρόνια μετά (70 και...) στοιχειώνει το βαθύτερο είναι του ισπανικού λαού.
«Τα τυφλά ηλιοτρόπια (Los girasoles ciegos)» είναι ένα σπάνιο βιβλίο. Ένα από αυτά που δεν συναντάς συχνά. 4 ιστορίες ελαφρώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, 4 επεισόδια που ξεκινάνε από τις τελευταίες ημέρες του Εμφυλίου, το 1939 (η πρώτη ιστορία) γιά να καταλήξουν το 1942 (στην τελευταία ιστορία). 4 ήττες , 4 (και όχι μόνο) θάνατοι απλών καθημερινών ανθρώπων, 4 (και όχι μόνο) δράματα που εκτυλίσσονται χαμηλόφωνα, χωρίς εντάσεις, διηγήσεις γραμμένες απλά και λυρικά και που όλες κουβαλάνε πόνο βαθύ.
Από τους τίτλους και μόνο των 4 ιστοριών νιώθεις ότι κάτι γίνεται εδώ. Τους παραθέτω:
-Πρώτη ήττα:1939 ή Εάν η καρδιά σκεφτόταν,θα έπαυε να χτυπά
-Δεύτερη ήττα:1940 ή Το χειρόγραφο που βρέθηκε στη λησμονιά
-Τρίτη ήττα:1941 ή Η γλώσσα των νεκρών
-Τέταρτη ήττα:1942 ή Τα τυφλά ηλιοτρόπια
Και οι 4 ιστορίες με καθηλωτικές εισαγωγικές προτάσεις που βάζουν τον αναγνώστη κατευθείαν στην καρδιά της αφήγησης, δείγμα των μεγάλων ικανοτήτων του συγγραφέα. Στην πρώτη που εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες του εμφυλίου και καθώς «πέφτει» μετά από πολύχρονη και αιματηρή πολιορκία η Μαδρίτη στα χέρια των πραξικοπηματιών,ο λοχαγός Αλεγκρία που ήταν υπεύθυνος στην διαχείριση εφοδίων για τρία χρόνια, όσο δηλαδή κρατούσε η πολιορκία της πρωτεύουσας, αποφασίζει να παραδοθεί στους Δημοκρατικούς που ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν ηττημένοι την πόλη. Επιλέγει την ήττα, και τον θάνατο, λιποτάκτης για τους νικητές, εχθρός και προδότης για τους ηττημένους.
«Γνωρίζουμε πλέον ότι ο λοχαγός Αλεγκρία επέλεξε το θάνατό του δίχως να το πολυσκεφτεί, δίχως να κοιτάξει το οργισμένο πρόσωπο του μέλλοντος που προσμένει τις χαραγμένες ανάποδα ζωές. Επέλεξε να αργοσβήσει δίχως πάθη και κινήσεις εντυπωσιασμού, δίχως να υψώσει τη φωνή του εκτός από τη στιγμή που διέσχισε το πεδίο της μάχης, με τα χέρια υψωμένα όσο χρειαζόταν για να μη φανεί ότι εκλιπαρεί και,μπροστά σ’έναν αποσβολωμένο εχθρό, κραύγασε ξανά και ξανά:«Είμαι ένας παραδομένος».»
Ο λοχαγός Αλεγκρία ηττημένος μέσα στους ηττημένους, προσεχής νεκρός μέσα στους μελλοθάνατους, θα ζήσει μιά απίστευτη περιπέτεια γιατί σ’αυτόν τον παράλογο πόλεμο(λες και υπάρχει «λογικός» πόλεμος)ούτε να πεθάνεις με την ησυχία σου δεν μπορείς.
Στην δεύτερη ιστορία, η αρχή της, τα λέει όλα:
«Αυτό το κείμενο βρέθηκε το 1940 σ’ένα λιβάδι στο οροπέδιο του Σομιέδο, εκεί όπου συναντιέται η Αστούριας με τη Λεόν. Βρέθηκε ο σκελετός ενός ενήλικα άντρα και το γυμνό κορμάκι ενός μωρού σε ηλικία θηλασμού που είχε διατηρηθεί κατά τρόπο θαυμαστό πάνω σε κάτι σακιά από χοντρή λινάτσα που ήταν απλωμένα σ’ένα ράντζο · ήταν σκεπασμένοι με το δέρμα ενός λύκου και μαλλί από αγριοκάτσικο, τρίχες από αγριογούρουνο και ξερά κλαδιά φτέρης. Τα δύο σώματα βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο και ήταν τυλιγμένα μ’ένα λευκό κάλυμμα κρεβατιού («σαν να σχημάτιζαν φωλιά»,σημειώνεται στην επίσημη αναφορά),η καθαριότητα του οποίου ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο κατάλυμα που ήταν βρόμικο, δυσώδες και μίζερο.»
Ένα ζευγάρι παίρνει τα βουνά μόλις ο Φράνκο αναλαμβάνει την εξουσία. Είναι και οι δύο πολύ νέοι,ο άντρας είναι ποιητής, δεκαοχτάχρονος, ουσιαστικά ένα παιδί. Η κοπέλα, η Ελένα ήδη έγκυος πεθαίνει στη γέννα και ο άντρας βρίσκεται με το νεογέννητο χωρίς να ξέρει τι να κάνει κάπου στην ερημιά μέσα στον χειμώνα. Κρατάει ημερολόγιο όπου εξιστορεί την πορεία προς τον θάνατο. Τον καθημερινό αγώνα να κρατηθούν στη ζωή, το παιδί που έγινε άντρας και το μωρό που δεν θα γίνει ποτέ παιδί. Η απελπισία και η μυρωδιά του θανάτου διαπερνάει τις σελίδες του ημερολογίου
Η τρίτη ιστορία αρχίζει σαν φάρσα όταν ο αγωνιστής - νοσοκόμος του Δημοκρατικού στρατού συλληφθείς μετά την παράδοση της Μαδρίτης, στο δικαστήριο χωρίς να το συνειδητοποιήσει παίρνει «παράταση ζωής» λέγοντας στον Δικαστή ότι γνώρισε τον γιό του λίγο προτού εκτελεστεί ως αιχμάλωτος. Ο Χουάν Σένρα, καθηγητής τσέλου όντως γνώρισε τον γιό του Συνταγματάρχη Εϊμάρ, αλλά εκείνος ήταν ένας απατεώνας, ένας χυδαίος τύπος που εκτελέστηκε γιά εμπόριο μαύρης αγοράς και για κλοπή, όχι για τις ιδέες του. Ξέρει όμως ότι εάν τον παρουσιάσει ως ήρωα στα μάτια του βαρυπενθούντα πατέρα, ενδέχεται να του χαριστεί η ζωή. Επιλέγει να παίξει το παιχνίδι αλλά μέσα του το ξέρει καλά ότι δεν θα αντέξει στο ψέμα. Βλέπει τους φίλους και συμπολεμιστές του να παίρνουν τον δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα και σιχαίνεται τον εαυτό του καθημερινά για το θέατρο που παίζει μέσα στην «φυλακή των ηττημένων» συγκλονίζεται δε, όταν τον πλησιάζει ο λοχαγός Αλεγκρία (ήρωας της πρώτης ιστορίας) και του ψιθυρίζει στο αυτί:
«Εσύ κι εγώ ζούμε δανεική ζωή. Πρέπει να κάνουμε κάτι για να μη χρωστάμε τίποτα σε κανέναν.»
Ο Χουάν ζει την ήττα καθημερινά, και όταν βλέπει να παίρνουν τον κολλητό του για εκτέλεση σπάει και αποφασίζει να σταματήσει το παιχνίδι, να πει την αλήθεια, να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Λίγα λόγια σε ένα γράμμα στον αδελφό του για αντίο...
«Εξακολουθώ να είμαι ζωντανός, αλλά όταν λάβεις αυτό το γράμμα θα με έχουν εκτελέσει. Προσπάθησα να τρελλαθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν θέλω να ζήσω άλλο με όλη αυτή τη θλίψη. Ανακάλυψα ότι η γλώσσα που ονειρεύτηκα, για να επινοήσω έναν κόσμο πιο αξιαγάπητο, είναι στην πραγματικότητα η γλώσσα των νεκρών. Να με θυμάσαι πάντα και προσπάθησε να είσαι ευτυχής. Με αγάπη, ο αδελφός σου, Χουάν».
Η τέταρτη ιστορία, που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα, είναι η μεγαλύτερη σε έκταση αλλά και η πιό συγκλονιστική από τις τέσσερις. Είναι η ιστορία ενός παράξενου κουαρτέτου. Ενός παπά, του αδελφού Σαλβαδόρ, δάσκαλου σε ένα σχολείο, του μαθητή του Λορένθο και των δύο γονιών του μαθητή, του Ρικάρντο και της Ελένας. Η ιστορία μοιράζεται μεταξύ των αφηγήσεων του μικρού Λορένθο και του παπά - δυο αφηγήσεις διαφορετικές μεταξύ τους σε γλώσσα και ύφος αλλά και σε περιεχόμενο.
Ο παπάς έβλεπε τον μικρό να συνοδεύεται στο σχολείο από την όμορφη μητέρα του. Στις επίμονες ερωτήσεις του, ο μικρός απαντούσε μονολεκτικά, «ο πατέρας μου έχει πεθάνει». Ο παπάς ερωτεύθηκε την Ελένα και ήταν ικανός να διαπράξει την μεγαλύτερη τρέλλα για να την κατακτήσει. Ο Λορένθο προσπαθούσε να διαφυλάξει το μεγάλο μυστικό:
«Τώρα μπορώ πλέον να μιλήσω για όλα αυτά, αν και μου είναι δύσκολο να τα θυμάμαι, όχι γιατί ατόνησε η μνήμη μου, αλλά εξαιτίας της ναυτίας που μου προκαλεί η παιδική μου ηλικία. Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια σαν μια απεραντοσύνη που έζησα μέσα σ’έναν καθρέφτη, σαν κάτι που είχα την ατυχία ταυτόχρονα να ζω και να παρατηρώ. Από τη μια πλευρά του καθρέφτη βρισκόταν η υποκρισία, το προσποιητό. Από την άλλη, αυτά που πράγματι συνέβαιναν. Σήμερα αυτά που θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδί εξακολουθούν να με τρομάζουν, γιατί όσο περνούν τα χρόνια επικρατεί η πεποίθηση ότι, αν δεν είχα υπάρξει παιδί, δεν θα είχε συμβεί τίποτα απ’όσα συνέβησαν.
Υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος που λεγόταν οδός Αλκαλά 177, τρίτος όροφος, τρίτη πόρτα αριστερά· ήταν ο τόπος μου. Ο εν λόγω πλανήτης ανήκε σ’ενα απέραντο σύμπαν που μας παραμόνευε, δηλαδή στο οικοδομικό τρίγωνο μεταξύ των οδών Αλκαλά, Μοντέσα και Αγιάλα. Ζούσαμε σ’ενα οικοδομικό «τετράγωνο» που δεν είχε καν τέσσερις πλευρές, όπως τα υπόλοιπα· ακόμα κι έτσι όμως αυτός ήταν ο κόσμος μου! Πιό πέρα υπήρχαν και άλλοι γαλαξίες: οι οδοί Τορίχος και Γκόγια, από τη μια πλευρά, και από την άλλη, ο ζοφερός κόσμος της Φουέντε δελ Μπέρο και της πλατείας Μανουέλ Μπεθέρα, όπου κατοικούσαν παιδιά πιό φτωχά από εμάς και με τα οποία μας έδενε αμοιβαίο και ανεξήγητο μίσος, μίσος που μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι εκείνη την εποχή τα πάντα ανήκαν σε κάποια φατρία: τα πεζοδρόμια, η μπάλλα, η σβούρα, η γόμα και οι φίλοι. Θυμάμαι, επίσης, ότι υπήρχε ένα ανήλιαγο στενάκι που έκοβες δρόμο και σ’έβγαζε στο σχολείο της Αγίας Οικογένειας, ένα παλατάκι που βρισκόταν στη γωνία των οδών Ναρβάεθ και Ο’Ντόνελ. Ένα τέταρτο της ώρας δρόμος που τον έκανα, με παρέα ή μόνος μου, χιλιάδες φορές, αλλά που μου ήταν τόσο ξένος, ώστε δεν καταφέρνω ν’αναπλάσω τελείως στη μνήμη μου την εικόνα του. Η αλήθεια είναι ότι μόνο όταν επέστρεφα στο τριγωνικό μου «τετράγωνο» ξαναβρισκόμουν, στο δικό μου σύμπαν.
Από όλες τις αναμνήσεις όμως αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο είναι το γεγονός ότι είχα έναν πατέρα που κρυβόταν σε μια ντουλάπα.»
Ο Ρικάρντο κρύβεται, η Ελένα τραβάει όλο το λούκι, έχει και τον παπά στα πόδια της να την παρενοχλεί συνεχώς. Ένα δράμα που την «κάθαρση» του θα δώσει το απονενοημένο διάβημα του σαλεμένου από τον έρωτα αδελφού Σαλβαδόρ. Η (στα όρια του γκροτέσκου) φιγούρα του παπά αναπαριστά όλη την σκοτεινή ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής Ισπανίας, του χαφιεδισμού και της παπαδοκρατίας, αυτών των σκοτεινών χρόνων που καμμία άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν βίωσε τόσο έντονα.
Το βιβλίο του Μέντεθ είναι ένα αριστούργημα. Από τις σελίδες του περνάει το ανθρώπινο δράμα σε όλες του τις εκφάνσεις. Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά της μιάς ή της άλλης πλευράς. Εξάλλου έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ο λοχαγός Αλεγκρία της πρώτης ιστορίας που δεν το σκέφτηκε ούτε λεπτό με ποιά πλευρά να πολεμήσει το 1936, πήγε εκεί που η τάξη του και η ιστορία της οικογένειάς του το απαιτούσε - έπρεπε να υπερασπιστεί «αυτά που ήταν πάντοτε δικά του». Άσχετα αν κατέληξε να φυλακιστεί από τους πριν από ελάχιστο διάστημα δικούς του ανθρώπους ήταν ένας συνειδητοποιημένος «συντηρητικός δεξιός» που είναι το ίδιο συμπαθής ως λογοτεχνικός χαρακτήρας με τον Ρικάρντο Μάθο, τον αριστερό διανοούμενο καθηγητή Λογοτεχνίας της τελευταίας ιστορίας, τον φίλο του Ιλία Έρενμπουργκ και του Αντρέ Μαλρό που κρύβεται μέσα σε μία ντουλάπα για να γλυτώσει την ζωή του. Όλοι οι χαρακτήρες των ιστοριών πρωταγωνιστικοί ή όχι, όλοι αυτοί οι «ηττημένοι» υποφέρουν από έναν παραλογισμό, από μιά μαζική παράκρουση που κυρίεψε μία χώρα γιά πάνω από 60 χρόνια.
Τα κατάμαυρα και καταθλιπτικά πρώτα χρόνια - αυτά της «εκδίκησης» - της στυγνής δικτατορίας του «Χενεραλίσιμο» Φράνκο περιγράφονται υπαινικτικά στις σελίδες του ανεπανάληπτου αυτού μυθιστορήματος. Οι συνταγματάρχες που κάνουν ότι γουστάρουν, οι παπάδες που έχουν αναλάβει να «εκπαιδεύσουν και να διαπαιδαγωγήσουν» τον λαό. Μιά μακριά περίοδος σκοταδισμού που δεν έχει λογοτεχνικά αξιοποιηθεί ιδιαίτερα. Ο συγγραφέας με ένα λιτό και περιεκτικό βιβλίο μόλις 200 σελίδων μιλάει για την απελπισία, τον μαρασμό, την θλίψη, την περιφρόνηση, την ισοπέδωση των ηττημένων με ένα τρόπο που σου μένει βαθιά στην ψυχή. Όπως λέει και ο Λορένθο ενθυμούμενος τον καιρό που ο πατέρας του κρυβότανε μέσα στο ντουλάπι: «Τα πάντα ήταν πραγματικά, αλλά τίποτα δεν ήταν αληθινό.»
Μάλλον το καλύτερο βιβλίο που διάβασα μέσα στη χρονιά που φεύγει.
Υ.Γ. Η τελευταία ιστορία από «ΤΑ ΤΥΦΛΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ» γυρίστηκε ταινία το 2008, με τον ίδιο τίτλο και γνώρισε τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία στην Ισπανία παρά τις μάλλον ανάμικτες κριτικές.
«Τα τυφλά ηλιοτρόπια (Los girasoles ciegos)» είναι ένα σπάνιο βιβλίο. Ένα από αυτά που δεν συναντάς συχνά. 4 ιστορίες ελαφρώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, 4 επεισόδια που ξεκινάνε από τις τελευταίες ημέρες του Εμφυλίου, το 1939 (η πρώτη ιστορία) γιά να καταλήξουν το 1942 (στην τελευταία ιστορία). 4 ήττες , 4 (και όχι μόνο) θάνατοι απλών καθημερινών ανθρώπων, 4 (και όχι μόνο) δράματα που εκτυλίσσονται χαμηλόφωνα, χωρίς εντάσεις, διηγήσεις γραμμένες απλά και λυρικά και που όλες κουβαλάνε πόνο βαθύ.
Από τους τίτλους και μόνο των 4 ιστοριών νιώθεις ότι κάτι γίνεται εδώ. Τους παραθέτω:
-Πρώτη ήττα:1939 ή Εάν η καρδιά σκεφτόταν,θα έπαυε να χτυπά
-Δεύτερη ήττα:1940 ή Το χειρόγραφο που βρέθηκε στη λησμονιά
-Τρίτη ήττα:1941 ή Η γλώσσα των νεκρών
-Τέταρτη ήττα:1942 ή Τα τυφλά ηλιοτρόπια
Και οι 4 ιστορίες με καθηλωτικές εισαγωγικές προτάσεις που βάζουν τον αναγνώστη κατευθείαν στην καρδιά της αφήγησης, δείγμα των μεγάλων ικανοτήτων του συγγραφέα. Στην πρώτη που εκτυλίσσεται τις τελευταίες ημέρες του εμφυλίου και καθώς «πέφτει» μετά από πολύχρονη και αιματηρή πολιορκία η Μαδρίτη στα χέρια των πραξικοπηματιών,ο λοχαγός Αλεγκρία που ήταν υπεύθυνος στην διαχείριση εφοδίων για τρία χρόνια, όσο δηλαδή κρατούσε η πολιορκία της πρωτεύουσας, αποφασίζει να παραδοθεί στους Δημοκρατικούς που ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν ηττημένοι την πόλη. Επιλέγει την ήττα, και τον θάνατο, λιποτάκτης για τους νικητές, εχθρός και προδότης για τους ηττημένους.
«Γνωρίζουμε πλέον ότι ο λοχαγός Αλεγκρία επέλεξε το θάνατό του δίχως να το πολυσκεφτεί, δίχως να κοιτάξει το οργισμένο πρόσωπο του μέλλοντος που προσμένει τις χαραγμένες ανάποδα ζωές. Επέλεξε να αργοσβήσει δίχως πάθη και κινήσεις εντυπωσιασμού, δίχως να υψώσει τη φωνή του εκτός από τη στιγμή που διέσχισε το πεδίο της μάχης, με τα χέρια υψωμένα όσο χρειαζόταν για να μη φανεί ότι εκλιπαρεί και,μπροστά σ’έναν αποσβολωμένο εχθρό, κραύγασε ξανά και ξανά:«Είμαι ένας παραδομένος».»
Ο λοχαγός Αλεγκρία ηττημένος μέσα στους ηττημένους, προσεχής νεκρός μέσα στους μελλοθάνατους, θα ζήσει μιά απίστευτη περιπέτεια γιατί σ’αυτόν τον παράλογο πόλεμο(λες και υπάρχει «λογικός» πόλεμος)ούτε να πεθάνεις με την ησυχία σου δεν μπορείς.
Στην δεύτερη ιστορία, η αρχή της, τα λέει όλα:
«Αυτό το κείμενο βρέθηκε το 1940 σ’ένα λιβάδι στο οροπέδιο του Σομιέδο, εκεί όπου συναντιέται η Αστούριας με τη Λεόν. Βρέθηκε ο σκελετός ενός ενήλικα άντρα και το γυμνό κορμάκι ενός μωρού σε ηλικία θηλασμού που είχε διατηρηθεί κατά τρόπο θαυμαστό πάνω σε κάτι σακιά από χοντρή λινάτσα που ήταν απλωμένα σ’ένα ράντζο · ήταν σκεπασμένοι με το δέρμα ενός λύκου και μαλλί από αγριοκάτσικο, τρίχες από αγριογούρουνο και ξερά κλαδιά φτέρης. Τα δύο σώματα βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο και ήταν τυλιγμένα μ’ένα λευκό κάλυμμα κρεβατιού («σαν να σχημάτιζαν φωλιά»,σημειώνεται στην επίσημη αναφορά),η καθαριότητα του οποίου ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο κατάλυμα που ήταν βρόμικο, δυσώδες και μίζερο.»
Ένα ζευγάρι παίρνει τα βουνά μόλις ο Φράνκο αναλαμβάνει την εξουσία. Είναι και οι δύο πολύ νέοι,ο άντρας είναι ποιητής, δεκαοχτάχρονος, ουσιαστικά ένα παιδί. Η κοπέλα, η Ελένα ήδη έγκυος πεθαίνει στη γέννα και ο άντρας βρίσκεται με το νεογέννητο χωρίς να ξέρει τι να κάνει κάπου στην ερημιά μέσα στον χειμώνα. Κρατάει ημερολόγιο όπου εξιστορεί την πορεία προς τον θάνατο. Τον καθημερινό αγώνα να κρατηθούν στη ζωή, το παιδί που έγινε άντρας και το μωρό που δεν θα γίνει ποτέ παιδί. Η απελπισία και η μυρωδιά του θανάτου διαπερνάει τις σελίδες του ημερολογίου
Η τρίτη ιστορία αρχίζει σαν φάρσα όταν ο αγωνιστής - νοσοκόμος του Δημοκρατικού στρατού συλληφθείς μετά την παράδοση της Μαδρίτης, στο δικαστήριο χωρίς να το συνειδητοποιήσει παίρνει «παράταση ζωής» λέγοντας στον Δικαστή ότι γνώρισε τον γιό του λίγο προτού εκτελεστεί ως αιχμάλωτος. Ο Χουάν Σένρα, καθηγητής τσέλου όντως γνώρισε τον γιό του Συνταγματάρχη Εϊμάρ, αλλά εκείνος ήταν ένας απατεώνας, ένας χυδαίος τύπος που εκτελέστηκε γιά εμπόριο μαύρης αγοράς και για κλοπή, όχι για τις ιδέες του. Ξέρει όμως ότι εάν τον παρουσιάσει ως ήρωα στα μάτια του βαρυπενθούντα πατέρα, ενδέχεται να του χαριστεί η ζωή. Επιλέγει να παίξει το παιχνίδι αλλά μέσα του το ξέρει καλά ότι δεν θα αντέξει στο ψέμα. Βλέπει τους φίλους και συμπολεμιστές του να παίρνουν τον δρόμο για το εκτελεστικό απόσπασμα και σιχαίνεται τον εαυτό του καθημερινά για το θέατρο που παίζει μέσα στην «φυλακή των ηττημένων» συγκλονίζεται δε, όταν τον πλησιάζει ο λοχαγός Αλεγκρία (ήρωας της πρώτης ιστορίας) και του ψιθυρίζει στο αυτί:
«Εσύ κι εγώ ζούμε δανεική ζωή. Πρέπει να κάνουμε κάτι για να μη χρωστάμε τίποτα σε κανέναν.»
Ο Χουάν ζει την ήττα καθημερινά, και όταν βλέπει να παίρνουν τον κολλητό του για εκτέλεση σπάει και αποφασίζει να σταματήσει το παιχνίδι, να πει την αλήθεια, να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Λίγα λόγια σε ένα γράμμα στον αδελφό του για αντίο...
«Εξακολουθώ να είμαι ζωντανός, αλλά όταν λάβεις αυτό το γράμμα θα με έχουν εκτελέσει. Προσπάθησα να τρελλαθώ αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν θέλω να ζήσω άλλο με όλη αυτή τη θλίψη. Ανακάλυψα ότι η γλώσσα που ονειρεύτηκα, για να επινοήσω έναν κόσμο πιο αξιαγάπητο, είναι στην πραγματικότητα η γλώσσα των νεκρών. Να με θυμάσαι πάντα και προσπάθησε να είσαι ευτυχής. Με αγάπη, ο αδελφός σου, Χουάν».
Η τέταρτη ιστορία, που δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα, είναι η μεγαλύτερη σε έκταση αλλά και η πιό συγκλονιστική από τις τέσσερις. Είναι η ιστορία ενός παράξενου κουαρτέτου. Ενός παπά, του αδελφού Σαλβαδόρ, δάσκαλου σε ένα σχολείο, του μαθητή του Λορένθο και των δύο γονιών του μαθητή, του Ρικάρντο και της Ελένας. Η ιστορία μοιράζεται μεταξύ των αφηγήσεων του μικρού Λορένθο και του παπά - δυο αφηγήσεις διαφορετικές μεταξύ τους σε γλώσσα και ύφος αλλά και σε περιεχόμενο.
Ο παπάς έβλεπε τον μικρό να συνοδεύεται στο σχολείο από την όμορφη μητέρα του. Στις επίμονες ερωτήσεις του, ο μικρός απαντούσε μονολεκτικά, «ο πατέρας μου έχει πεθάνει». Ο παπάς ερωτεύθηκε την Ελένα και ήταν ικανός να διαπράξει την μεγαλύτερη τρέλλα για να την κατακτήσει. Ο Λορένθο προσπαθούσε να διαφυλάξει το μεγάλο μυστικό:
«Τώρα μπορώ πλέον να μιλήσω για όλα αυτά, αν και μου είναι δύσκολο να τα θυμάμαι, όχι γιατί ατόνησε η μνήμη μου, αλλά εξαιτίας της ναυτίας που μου προκαλεί η παιδική μου ηλικία. Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια σαν μια απεραντοσύνη που έζησα μέσα σ’έναν καθρέφτη, σαν κάτι που είχα την ατυχία ταυτόχρονα να ζω και να παρατηρώ. Από τη μια πλευρά του καθρέφτη βρισκόταν η υποκρισία, το προσποιητό. Από την άλλη, αυτά που πράγματι συνέβαιναν. Σήμερα αυτά που θυμάμαι από τότε που ήμουν παιδί εξακολουθούν να με τρομάζουν, γιατί όσο περνούν τα χρόνια επικρατεί η πεποίθηση ότι, αν δεν είχα υπάρξει παιδί, δεν θα είχε συμβεί τίποτα απ’όσα συνέβησαν.
Υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος που λεγόταν οδός Αλκαλά 177, τρίτος όροφος, τρίτη πόρτα αριστερά· ήταν ο τόπος μου. Ο εν λόγω πλανήτης ανήκε σ’ενα απέραντο σύμπαν που μας παραμόνευε, δηλαδή στο οικοδομικό τρίγωνο μεταξύ των οδών Αλκαλά, Μοντέσα και Αγιάλα. Ζούσαμε σ’ενα οικοδομικό «τετράγωνο» που δεν είχε καν τέσσερις πλευρές, όπως τα υπόλοιπα· ακόμα κι έτσι όμως αυτός ήταν ο κόσμος μου! Πιό πέρα υπήρχαν και άλλοι γαλαξίες: οι οδοί Τορίχος και Γκόγια, από τη μια πλευρά, και από την άλλη, ο ζοφερός κόσμος της Φουέντε δελ Μπέρο και της πλατείας Μανουέλ Μπεθέρα, όπου κατοικούσαν παιδιά πιό φτωχά από εμάς και με τα οποία μας έδενε αμοιβαίο και ανεξήγητο μίσος, μίσος που μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από το γεγονός ότι εκείνη την εποχή τα πάντα ανήκαν σε κάποια φατρία: τα πεζοδρόμια, η μπάλλα, η σβούρα, η γόμα και οι φίλοι. Θυμάμαι, επίσης, ότι υπήρχε ένα ανήλιαγο στενάκι που έκοβες δρόμο και σ’έβγαζε στο σχολείο της Αγίας Οικογένειας, ένα παλατάκι που βρισκόταν στη γωνία των οδών Ναρβάεθ και Ο’Ντόνελ. Ένα τέταρτο της ώρας δρόμος που τον έκανα, με παρέα ή μόνος μου, χιλιάδες φορές, αλλά που μου ήταν τόσο ξένος, ώστε δεν καταφέρνω ν’αναπλάσω τελείως στη μνήμη μου την εικόνα του. Η αλήθεια είναι ότι μόνο όταν επέστρεφα στο τριγωνικό μου «τετράγωνο» ξαναβρισκόμουν, στο δικό μου σύμπαν.
Από όλες τις αναμνήσεις όμως αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο είναι το γεγονός ότι είχα έναν πατέρα που κρυβόταν σε μια ντουλάπα.»
Ο Ρικάρντο κρύβεται, η Ελένα τραβάει όλο το λούκι, έχει και τον παπά στα πόδια της να την παρενοχλεί συνεχώς. Ένα δράμα που την «κάθαρση» του θα δώσει το απονενοημένο διάβημα του σαλεμένου από τον έρωτα αδελφού Σαλβαδόρ. Η (στα όρια του γκροτέσκου) φιγούρα του παπά αναπαριστά όλη την σκοτεινή ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής Ισπανίας, του χαφιεδισμού και της παπαδοκρατίας, αυτών των σκοτεινών χρόνων που καμμία άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν βίωσε τόσο έντονα.
Το βιβλίο του Μέντεθ είναι ένα αριστούργημα. Από τις σελίδες του περνάει το ανθρώπινο δράμα σε όλες του τις εκφάνσεις. Ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά της μιάς ή της άλλης πλευράς. Εξάλλου έχουν περάσει τόσα χρόνια. Ο λοχαγός Αλεγκρία της πρώτης ιστορίας που δεν το σκέφτηκε ούτε λεπτό με ποιά πλευρά να πολεμήσει το 1936, πήγε εκεί που η τάξη του και η ιστορία της οικογένειάς του το απαιτούσε - έπρεπε να υπερασπιστεί «αυτά που ήταν πάντοτε δικά του». Άσχετα αν κατέληξε να φυλακιστεί από τους πριν από ελάχιστο διάστημα δικούς του ανθρώπους ήταν ένας συνειδητοποιημένος «συντηρητικός δεξιός» που είναι το ίδιο συμπαθής ως λογοτεχνικός χαρακτήρας με τον Ρικάρντο Μάθο, τον αριστερό διανοούμενο καθηγητή Λογοτεχνίας της τελευταίας ιστορίας, τον φίλο του Ιλία Έρενμπουργκ και του Αντρέ Μαλρό που κρύβεται μέσα σε μία ντουλάπα για να γλυτώσει την ζωή του. Όλοι οι χαρακτήρες των ιστοριών πρωταγωνιστικοί ή όχι, όλοι αυτοί οι «ηττημένοι» υποφέρουν από έναν παραλογισμό, από μιά μαζική παράκρουση που κυρίεψε μία χώρα γιά πάνω από 60 χρόνια.
Τα κατάμαυρα και καταθλιπτικά πρώτα χρόνια - αυτά της «εκδίκησης» - της στυγνής δικτατορίας του «Χενεραλίσιμο» Φράνκο περιγράφονται υπαινικτικά στις σελίδες του ανεπανάληπτου αυτού μυθιστορήματος. Οι συνταγματάρχες που κάνουν ότι γουστάρουν, οι παπάδες που έχουν αναλάβει να «εκπαιδεύσουν και να διαπαιδαγωγήσουν» τον λαό. Μιά μακριά περίοδος σκοταδισμού που δεν έχει λογοτεχνικά αξιοποιηθεί ιδιαίτερα. Ο συγγραφέας με ένα λιτό και περιεκτικό βιβλίο μόλις 200 σελίδων μιλάει για την απελπισία, τον μαρασμό, την θλίψη, την περιφρόνηση, την ισοπέδωση των ηττημένων με ένα τρόπο που σου μένει βαθιά στην ψυχή. Όπως λέει και ο Λορένθο ενθυμούμενος τον καιρό που ο πατέρας του κρυβότανε μέσα στο ντουλάπι: «Τα πάντα ήταν πραγματικά, αλλά τίποτα δεν ήταν αληθινό.»
Μάλλον το καλύτερο βιβλίο που διάβασα μέσα στη χρονιά που φεύγει.
Υ.Γ. Η τελευταία ιστορία από «ΤΑ ΤΥΦΛΑ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΑ» γυρίστηκε ταινία το 2008, με τον ίδιο τίτλο και γνώρισε τεράστια εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία στην Ισπανία παρά τις μάλλον ανάμικτες κριτικές.
Δημοσίευση σχολίου