Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010
posted by Librofilo at Παρασκευή, Νοεμβρίου 05, 2010 | Permalink
Σκλάβοι της ελευθερίας
Οι μυθιστορηματικές αφηγήσεις των Ουτοπικών κοινοτήτων συνιστούσαν ανέκαθεν ένα πολύ ελκυστικό θέμα το οποίο δεν αφήνει κανένα ασυγκίνητο. Όταν δε αυτή η ιδεατή κοινότητα – πανανθρώπινο όνειρο από την αρχαιότητα – συνδιάζεται με κάποια μορφή επανάστασης ή εξέγερσης η επιτυχία του μυθιστορήματος είναι δεδομένη. Μια τέτοια προσπάθεια αφηγείται με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο ο Ιταλός συγγραφέας και ποιητής Giuseppe Conte (γεν.1945) στο χορταστικό μυθιστόρημά του «ΣΚΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ» (Il terzo ufficiale), (Εκδ. Πόλις, μετάφρ. Δ.Δότση, σελ. 372).
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης, δηλαδή τέλος του 18ου αιώνα και περνάει όλη μέσα από τα μάτια του αφηγητή, ενός αγρότη του Γιαν Κεργκενέκ που αναγκάστηκε εκ των συνθηκών (άγρια φτώχεια στην γαλλική ύπαιθρο) να μπαρκάρει σε ένα δουλεμπορικό ως μούτσος. Πενήντα και, χρόνια μετά και καθώς ξεσπάει μια άλλη επανάσταση στους δρόμους του Παρισιού, αυτή του 1848, ο Κεργκενέκ αφηγείται την ηρωική περιπέτεια μιας δράκας ανθρώπων που του άλλαξε τη ζωή.
Το πλοίο είναι το Σαντ’Άννα και είναι ένα τυπικό δουλεμπορικό της εποχής. Τα αμπάρια του είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να χωρέσουν εκατοντάδες ανθρώπους στοιβαγμένους κυριολεκτικά τον ένα πάνω στον άλλον. Ο καπετάνιος, ανηψιός του ιδιοκτήτη έχει μαζί του στο πλοίο και την σύζυγό του ενώ ο τρίτος πλοίαρχος είναι ένας μυστηριώδης νεαρός Ιταλός, ο Φλοριάνο ντι Σανταφλόρα (τι όνομα!!) που δείχνει καθαρά ότι ξεχωρίζει από το σινάφι των υπολοίπων με την ποιότητά του και τις «προοδευτικές» του ιδέες. Ο Κεργκενέκ προσκολλάται πάνω στον Σανταφλόρα (διδάσκεται απ'αυτόν γραφή και ανάγνωση), ο οποίος εξεγείρεται όταν βλέπει τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιεί κατά πρώτον λόγο ο αντιπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας στη Γουινέα – ένας γιατρός με το παρατσούκλι «Χειρούργος» - στη διαχείριση των σκλάβων και κατά δεύτερο λόγο όταν διαπιστώνει την μεταχείριση αυτών των ανθρώπων κατά τη μεταφορά τους στον «Νέο Κόσμο» για να πουληθούν. Ο Σανταφλόρα βέβαια μπορεί και να μην αντιδρούσε εάν δεν είχε ερωτευτεί σφόδρα μια πανέμορφη μαύρη πριγκίπισσα των Ασάντι η οποία αποτελεί μέρος του «εμπορεύματος». Ο νεαρός καρδιοχτυπημένος θα πραγματοποιήσει μια ανταρσία και θα οδηγήσει το πλοίο συνεπικουρούμενος από σχεδόν όλο το πλήρωμα σε μια απόμερη ακτή της Αφρικής.
Εκεί σε ένα περιβάλλον πλημμυρισμένο από ήλιο και θάλασσα, μαύροι και λευκοί, σκλάβοι και αφέντες, θα φτιάξουν μια κοινότητα βασισμένη στις αρχές της ισότητας και της δημοκρατίας. Όλα στην αρχή φαντάζουν ειδυλλιακά αλλά σιγά-σιγά όπως συμβαίνει πάντα σ’αυτού του είδους τις καταστάσεις, ανθρώπινες συμπεριφορές, πολιτισμικές διαφορές, θρησκευτικές μονομανίες, θα κυριαρχήσουν και θα επέλθει η διχόνοια. Όλα αυτά σε συνδιασμό με τους εξωτερικούς εχθρούς θα φέρουν το τέλος της ουτοπίας και την (μάλλον φυσιολογική) εξόντωσή της. Ο Σανταφλόρα θα υπερασπιστεί ηρωικά το δημιούργημά του και σαν γνήσιος ιδεολόγος και επαναστάτης θα φροντίσει να διασώσει όποιους μπορεί. Ο Κεργκενέκ θα διαφύγει τον κίνδυνο ανακαλύπτοντας την ύστατη ώρα το μεγάλο μυστικό της ζωής του λατρεμένου του φίλου, και θα τα περιγράψει μετά στα τελειώματα της δικής του ζωής.
Όχι, δεν είναι η «Ανταρσία του Μπάουντι», ούτε ο Σανταφλόρα είναι ο Μάρλον Μπράντο ή ο Μελ Γκίμπσον (εξαρτάται ποια version προτιμάει κανείς) – αν και η εμφανισιακή του περιγραφή δεν διαφέρει και πολύ από αυτούς τους γόητες της οθόνης. Το μυθιστόρημα δεν δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας ενώ ο Κόντε δεν φτάνει ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του τεράστιου Τζόζεφ Κόνραντ (εντάξει, είμαι προκατειλημένος, διότι ο τελευταίος είναι μέσα στους 5-6 αγαπημένους μου συγγραφείς) και παρότι είναι συναρπαστικό μέχρι την στιγμή της ναυτικής εξέγερσης μετά χωλαίνει φανερά στην δημιουργία της κοινότητας παρουσιάζοντας σοβαρά προβλήματα ρυθμού κατά το τελευταίο 1/3 του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα είναι χορταστικό όσον αφορά τη δράση, διέπεται από «politically correct» διάθεση και ύφος, στέκεται με αρκετές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στο πως γινότανε η όλη διακίνηση των σκλάβων, πως τους μαζεύανε οι διάφοροι φύλαρχοι από τα βάθη της Αφρικάνικης ηπείρου για να τους παραδώσουνε στους ναυτιλιακούς πράκτορες των διαφόρων εταιρειών, πως στοιβάζονταν όλοι αυτοί στα καράβια, τις συνθήκες υγιεινής (λέμε τώρα) που επικρατούσαν, τις νοοτροπίες της εποχής. Ο Κόντε περιγράφει μια εποχή που αλλάζει, τα μηνύματα της μεγαλύτερης επανάστασης της ιστορίας είναι ευδιάκριτα και χρησιμεύουν για ένα ωραίο εφηβικό μάθημα ιστορίας ή στην καλύτερη για μια ιστορία μαθητείας που θα γινότανε μια ενδιαφέρουσα ταινία.
Η τελική εντύπωση όμως είναι ότι το βιβλίο μάλλον κουράζει με τα χιλιοειπωμένα κλισέ περί δημοκρατίας, ελευθερίας, αδελφοσύνης, ισότητας. Ο Κόντε δεν αποφεύγει τους χοντροκομμένους συμβολισμούς, ενώ ορισμένοι χαρακτήρες είναι τόσο γκροτέσκοι που φαντάζουν τελείως ψεύτικοι. Θα μπορούσε να ήταν μια εξαιρετική ναυτική περιπέτεια εάν έλειπαν όλα τα παραπάνω – ακόμα κι έτσι όμως έχει αρκετό ενδιαφέρον κυρίως για νεαρότερους (και μάλλον «αγνότερους») αναγνώστες.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα χρόνια της Γαλλικής επανάστασης, δηλαδή τέλος του 18ου αιώνα και περνάει όλη μέσα από τα μάτια του αφηγητή, ενός αγρότη του Γιαν Κεργκενέκ που αναγκάστηκε εκ των συνθηκών (άγρια φτώχεια στην γαλλική ύπαιθρο) να μπαρκάρει σε ένα δουλεμπορικό ως μούτσος. Πενήντα και, χρόνια μετά και καθώς ξεσπάει μια άλλη επανάσταση στους δρόμους του Παρισιού, αυτή του 1848, ο Κεργκενέκ αφηγείται την ηρωική περιπέτεια μιας δράκας ανθρώπων που του άλλαξε τη ζωή.
Το πλοίο είναι το Σαντ’Άννα και είναι ένα τυπικό δουλεμπορικό της εποχής. Τα αμπάρια του είναι κατασκευασμένα έτσι ώστε να χωρέσουν εκατοντάδες ανθρώπους στοιβαγμένους κυριολεκτικά τον ένα πάνω στον άλλον. Ο καπετάνιος, ανηψιός του ιδιοκτήτη έχει μαζί του στο πλοίο και την σύζυγό του ενώ ο τρίτος πλοίαρχος είναι ένας μυστηριώδης νεαρός Ιταλός, ο Φλοριάνο ντι Σανταφλόρα (τι όνομα!!) που δείχνει καθαρά ότι ξεχωρίζει από το σινάφι των υπολοίπων με την ποιότητά του και τις «προοδευτικές» του ιδέες. Ο Κεργκενέκ προσκολλάται πάνω στον Σανταφλόρα (διδάσκεται απ'αυτόν γραφή και ανάγνωση), ο οποίος εξεγείρεται όταν βλέπει τις απάνθρωπες μεθόδους που χρησιμοποιεί κατά πρώτον λόγο ο αντιπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας στη Γουινέα – ένας γιατρός με το παρατσούκλι «Χειρούργος» - στη διαχείριση των σκλάβων και κατά δεύτερο λόγο όταν διαπιστώνει την μεταχείριση αυτών των ανθρώπων κατά τη μεταφορά τους στον «Νέο Κόσμο» για να πουληθούν. Ο Σανταφλόρα βέβαια μπορεί και να μην αντιδρούσε εάν δεν είχε ερωτευτεί σφόδρα μια πανέμορφη μαύρη πριγκίπισσα των Ασάντι η οποία αποτελεί μέρος του «εμπορεύματος». Ο νεαρός καρδιοχτυπημένος θα πραγματοποιήσει μια ανταρσία και θα οδηγήσει το πλοίο συνεπικουρούμενος από σχεδόν όλο το πλήρωμα σε μια απόμερη ακτή της Αφρικής.
Εκεί σε ένα περιβάλλον πλημμυρισμένο από ήλιο και θάλασσα, μαύροι και λευκοί, σκλάβοι και αφέντες, θα φτιάξουν μια κοινότητα βασισμένη στις αρχές της ισότητας και της δημοκρατίας. Όλα στην αρχή φαντάζουν ειδυλλιακά αλλά σιγά-σιγά όπως συμβαίνει πάντα σ’αυτού του είδους τις καταστάσεις, ανθρώπινες συμπεριφορές, πολιτισμικές διαφορές, θρησκευτικές μονομανίες, θα κυριαρχήσουν και θα επέλθει η διχόνοια. Όλα αυτά σε συνδιασμό με τους εξωτερικούς εχθρούς θα φέρουν το τέλος της ουτοπίας και την (μάλλον φυσιολογική) εξόντωσή της. Ο Σανταφλόρα θα υπερασπιστεί ηρωικά το δημιούργημά του και σαν γνήσιος ιδεολόγος και επαναστάτης θα φροντίσει να διασώσει όποιους μπορεί. Ο Κεργκενέκ θα διαφύγει τον κίνδυνο ανακαλύπτοντας την ύστατη ώρα το μεγάλο μυστικό της ζωής του λατρεμένου του φίλου, και θα τα περιγράψει μετά στα τελειώματα της δικής του ζωής.
Όχι, δεν είναι η «Ανταρσία του Μπάουντι», ούτε ο Σανταφλόρα είναι ο Μάρλον Μπράντο ή ο Μελ Γκίμπσον (εξαρτάται ποια version προτιμάει κανείς) – αν και η εμφανισιακή του περιγραφή δεν διαφέρει και πολύ από αυτούς τους γόητες της οθόνης. Το μυθιστόρημα δεν δρέπει δάφνες πρωτοτυπίας ενώ ο Κόντε δεν φτάνει ούτε στο μικρό δαχτυλάκι του τεράστιου Τζόζεφ Κόνραντ (εντάξει, είμαι προκατειλημένος, διότι ο τελευταίος είναι μέσα στους 5-6 αγαπημένους μου συγγραφείς) και παρότι είναι συναρπαστικό μέχρι την στιγμή της ναυτικής εξέγερσης μετά χωλαίνει φανερά στην δημιουργία της κοινότητας παρουσιάζοντας σοβαρά προβλήματα ρυθμού κατά το τελευταίο 1/3 του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα είναι χορταστικό όσον αφορά τη δράση, διέπεται από «politically correct» διάθεση και ύφος, στέκεται με αρκετές εξαιρετικά ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες στο πως γινότανε η όλη διακίνηση των σκλάβων, πως τους μαζεύανε οι διάφοροι φύλαρχοι από τα βάθη της Αφρικάνικης ηπείρου για να τους παραδώσουνε στους ναυτιλιακούς πράκτορες των διαφόρων εταιρειών, πως στοιβάζονταν όλοι αυτοί στα καράβια, τις συνθήκες υγιεινής (λέμε τώρα) που επικρατούσαν, τις νοοτροπίες της εποχής. Ο Κόντε περιγράφει μια εποχή που αλλάζει, τα μηνύματα της μεγαλύτερης επανάστασης της ιστορίας είναι ευδιάκριτα και χρησιμεύουν για ένα ωραίο εφηβικό μάθημα ιστορίας ή στην καλύτερη για μια ιστορία μαθητείας που θα γινότανε μια ενδιαφέρουσα ταινία.
Η τελική εντύπωση όμως είναι ότι το βιβλίο μάλλον κουράζει με τα χιλιοειπωμένα κλισέ περί δημοκρατίας, ελευθερίας, αδελφοσύνης, ισότητας. Ο Κόντε δεν αποφεύγει τους χοντροκομμένους συμβολισμούς, ενώ ορισμένοι χαρακτήρες είναι τόσο γκροτέσκοι που φαντάζουν τελείως ψεύτικοι. Θα μπορούσε να ήταν μια εξαιρετική ναυτική περιπέτεια εάν έλειπαν όλα τα παραπάνω – ακόμα κι έτσι όμως έχει αρκετό ενδιαφέρον κυρίως για νεαρότερους (και μάλλον «αγνότερους») αναγνώστες.
Δημοσίευση σχολίου