Ε,λοιπόν αυτό είναι ένα εξαιρετικό βιβλίο. «ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΝΥΧΤΕΣ» (Dias y noches) του Ισπανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Andres Trapiello, (Εκδ.Πόλις, μετάφρ. Κ.Φιλιππίδης, σελ. 344). Ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε μορφή ημερολογίου που αναπαριστά τις τελευταίες μέρες του ισπανικού εμφύλιου, την φυγή των επιζώντων μαχητών του Δημοκρατικού στρατού, τα στρατόπεδα των προσφύγων στη Γαλλία και τέλος το ταξίδι προς το Μεξικό με το θρυλικό Sinaia.
Ο Trapiello ακολουθεί το ύφος του αγαπημένου του Θερβάντες και φτιάχνει ένα μυθιστόρημα ψευδοαυτοβιογραφικό με «στοιχεία» από ένα ημερολόγιο γραμμένο σε δύο τετράδια (ένα λογιστικό και ένα σημειωματάριο), από έναν αγωνιστή του Δημοκρατικού στρατού, του Χούστο Γκαρθία Βάγιε, ενός ευαίσθητου πολιτικοποιημένου τυπογράφου που βρέθηκε να πολεμάει για την επιβίωσή του καθώς οι δυνάμεις των Εθνικιστών του «χενεραλίσιμο» Φράνκο είχαν πάρει φαλάγγι τον Δημοκρατικό στρατό. Βρισκόμαστε στο τέλος του Ισπανικού εμφυλίου, το 1939 και οι τελευταίοι επιζώντες περνάνε με χίλιους κόπους τα ΙσπανοΓαλλικά σύνορα στα Πυρηναία.
Οι επίσημες πηγές καταγράφουν ότι η Γαλλική κυβέρνηση φάνηκε ιδιαίτερα φιλόξενη απέναντι σ’αυτούς τους ανθρώπους φτιάχνοντας καταυλισμούς σε κοντινά χωριά. Ο συγγραφέας μέσα από τον ήρωά του παραθέτει μια διαφορετική πλευρά των γεγονότων. Ο Χούστο ληστεύεται από τους συνοριοφύλακες, ο καταυλισμός προσφύγων είναι στην πραγματικότητα ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και η γαλλική κυβέρνηση (όπως και οι υπόλοιπες «δημοκρατικές κυβερνήσεις»), ψάχνει τρόπο να απαλλαχθεί από την «καυτή πατάτα»…Ο Χούστο λίγο πριν την διαφυγή γνωρίζεται με έναν μυστηριώδη και ικανότατο τύπο τον Τόμας Λέχνερ, συναγωνιστή του στις τελευταίες μάχες, ο οποίος καταφέρνει να τον διασώσει και να του εξασφαλίσει τροφή και στέγη σε κάποιο κοντινό χωριό και κατόπιν να τον πάρει μαζί του στο Παρίσι. Οι δυό τους με τα χίλια ζόρια καταφέρνουν να πάρουν βίζα για το Μεξικό, του οποίου ο αριστερός πρόεδρος, ο θρυλικός στρατηγός Κάρδενας προσφέρει καταφύγιο στους ισπανούς επιζήσαντες μαχητές. Η αναχώρηση θα γίνει με το Sinaia, ένα σαπιοκάραβο που μετέφερε 1599 επιβάτες διαλεγμένους με μάλλον αδιαφανείς τρόπους από μια λίστα περίπου 50.000 αιτήσεων. Το ταξίδι θα αποτελέσει την αρχή μιας καινούργιας περιπέτειας για τον Χούστο και τον Λέχνερ αλλά τουλάχιστον ξέρουν και οι δύο ότι τα βάσανά τους όπου να’ναι τελειώνουν και μια νέα ζωή τους περιμένει.
Όπως προείπα το βιβλίο είναι συγκλονιστικό. Η «έξοδος» μέσα από τα βουνά της Ισπανίας, οι συνθήκες ζωής στον καταυλισμό του Αγίου Κυπριανού, η ανάρρωση του Χούστο στην Τουλούζη, οι μέρες στο Παρίσι και τέλος το ταξίδι με το Sinaia κρατάνει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η αφήγηση του ήρωα είναι λιτή, οι επισημάνσεις πολιτικές ή μη είναι καίριες, το χιούμορ κάποιες στιγμές αποφορτίζει την ατμόσφαιρα. Οι δύο χαρακτήρες που κυριαρχούν είναι ταυτόχρονα μυθιστορηματικοί και στέρεοι,τόσο ο ρομαντικός και (περισσότερο ίσως από τα συνηθισμένα) αγνός Χούστο που διατηρεί τον ανθρωπισμό του και την πίστη στα ιδανικά του, όσο και ο σκοτεινός και αινιγματικός Λέχνερ, ο οποίος μέχρι την επιβίβαση στο πλοίο μπερδεύει με τις αντιφατικές του κινήσεις αλλά σελίδα την σελίδα αναδεικνύεται ως ο πρωταγωνιστής της ιστορίας.
Το «ΝΥΧΤΕΣ ΚΑΙ ΜΕΡΕΣ» είναι ένα μυθιστόρημα-ωδή στον αγώνα για επιβίωση, για αξιοπρέπεια και για τα ιδανικά που δεν πεθαίνουν ποτέ. Σκηνές δυνατές της «Εξόδου», απάνθρωπες και ταυτόχρονα λυρικές, αφήγηση γεμάτη δυναμισμό και εικόνες αξέχαστες. Μια πλευρά της ιστορίας άγνωστη στους περισσότερους (υποθέτω ακόμα και στους Ισπανούς), αλλά τόσο μα τόσο ενδεικτική για το τι θα επακολουθούσε τα χρόνια που έρχονταν.
«Μπορεί κανείς να σκοτωθεί από μια σφαίρα ή από μια χειροβομβίδα, αυτό έχει μια λογική. Αλλά, πως μπορείς να μείνεις ασυγκίνητος μπροστά σ’έναν άνθρωπο που βαδίζει προς τον θάνατο και σε κοιτάζει, δίχως να καταλαβαίνει το γιατί; Είναι ένας άνθρωπος που βρομάει ανυπόφορα, επειδή φοράει τα ίδια ρούχα εδώ και τρείς μήνες, δίχως να τά’χει πλύνει ούτε μια φορά, και που μάλιστα τη νύχτα τα κατούρησε, μια νύχτα που φοβήθηκε πως θα πεθάνει από το κρύο και σκέφτηκε ν’αφήσει λίγο κάτουρο να τρέξει στα πόδια του για να νιώσει πάνω του κάτι ανθρώπινο, κάτι ζεστό, και κατάλαβε αμέσως ότι τρελαινόταν, αλλά το κατάλαβε δύο δευτερόλεπτα αργότερα, όταν είχε πια μουσκέψει το παντελόνι του. Είναι ένας άνθρωπος που, παρ’όλα αυτά, κρεμιέται από μια φράση για ν’αντέξει τον πόνο, και λέει: «Όλα αυτά είναι ένα όνειρο – όπου να’ναι θα ξυπνήσω. Θα’μαι χορτάτος καθαρός – δεν θα’μαι πια αυτός που είμαι τώρα: κάποιος που θέλει να πεθάνει, αλλά που ονειρεύεται πως θα ξυπνήσει απ’αυτόν τον θάνατο.» Προσέξτε αυτόν τον άνθρωπο. Σ’εκείνη την ακτή, μπροστά στην παγωμένη θάλασσα, υπήρχαν χιλιάδες σαν αυτόν, όλοι όμοιοί του. Ήταν ντυμένοι με κουρέλια, έτρεμαν από το κρύο και χτυπούσαν τα πόδια τους στην άμμο για να μην παγώσουν. Όλοι, με τα ίδια μάτια, κοιτάζαμε το κενό. Όλοι, με το ίδιο πρόσωπο, στραμμένο προς τον ουρανό, ζητούσαμε τον θάνατο, έστω κι αν δεν το λέγαμε φωναχτά. Άλλοι έκλαιγαν κι άλλοι όχι. Κατά βάθος όμως, όλοι ελπίζαμε ότι αυτός ο εφιάλτης θα τελειώσει μια μέρα – πριν μας ξεκάνουν ο αέρας και το κρύο, πριν ξαναρχίσει να χιονίζει…
Είναι γεγονός ότι πέθαναν πολλοί στον καταυλισμό, αλλά πολύ λιγότεροι απ’όσους το ζητούσαν φωναχτά.»
Δημοσίευση σχολίου