Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2011
posted by Librofilo at Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2011 | Permalink
"Επινοώ υποκατάστατα / σαν τυχαίες πτυχές ενός μαντηλιού"
«Όταν αφήνομαι στην αγκαλιά σου, με ρωτάς καμιά φορά σε ποια ιστορική στιγμή θα λαχταρούσα να βρεθώ. Και εγώ απαντώ: στο Παρίσι, την εβδομάδα που πέθανε η Κολέτ…Παρίσι, 3 Αυγούστου 1954. Μετά από λίγες μέρες, στην κηδεία της, χίλια κρίνα εναποτέθηκαν στο μνήμα της και εγώ θα ήθελα να είμαι εκεί, να διαβώ το βουλεβάρτο με τις υγρές φιλύρες μέχρι να βρεθώ κάτω από το διαμέρισμά της του δευτέρου ορόφου, στο Παλέ Ρουαγιάλ. Οι ιστορίες τέτοιων ανθρώπων με γεμίζουν συγκίνηση. Ήταν μια συγγραφέας που θεωρούσε μοναδική αρετή της την αυτοαμφισβήτηση. (Μια δυο μέρες πριν από το θάνατο της Κολέτ, λένε ότι την επισκέφθηκε ο Ζαν Ζενέ, αλλά δεν της έκλεψε τίποτα. Αχ, αυτή η λεπτότητα του μεγάλου μας κλέφτη…)
«Έχουμε την τέχνη», έλεγε ο Νίτσε, «προκειμένου να μην καταστραφούμε από την αλήθεια». Η ωμή αλήθεια ενός γεγονότος δεν έχει τελειωμό κι έτσι η ιστορία του Κουπ και της ζωής της αδελφής μου δεν τελειώνει για μένα ποτέ. Οι δυό τους αποτελούν μια αναπάντεχη προοπτική κάθε φορά που σηκώνω το ακουστικό όταν αργά τη νύχτα χτυπά το τηλέφωνο και περιμένω να ακούσω τη φωνή του ή τη βαριά ανάσα της Κλερ λίγο πριν μιλήσει.
Διότι έχω αποκοπεί εντελώς από ό,τι κι αν ήμουν, από όλα όσα ήμουν τότε μαζί τους. Τότε που το όνομά μου ήταν Άννα.»
Τι ωραίος πρόλογος σε ένα απρόσμενα υπέροχο βιβλίο...Το «DIVISADERO», το μυθιστόρημα του εξαιρετικού Καναδού (Κεϋλιανής καταγωγής) συγγραφέα Michael Ondaatje, (Εκδ. Καστανιώτη, (έξοχη) μετάφρ. Ι.Διονυσοπούλου, σελ.268) σε «χτυπάει» κατευθείαν στο συναίσθημα. Είναι ένα λυρικό αριστούργημα, το οποίο δύσκολα ερμηνεύεις – περισσότερο το αισθάνεσαι, το νιώθεις καθώς σε τυλίγει με υπνωτιστικό ρυθμό στην ατμόσφαιρα του.
«Divisadero» στα Αγγλικά μπορείς να το εξηγήσεις ως «Division» (Διαίρεση, διαχωρισμός) αλλά «μπορεί και να προέρχεται από τη λέξη divisar, που σημαίνει «κοιτώ κάτι εξ αποστάσεως». Είναι δηλαδή ένα σημείο από όπου κοιτάζεις τα πάντα εξ αποστάσεως.» Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα «διαχωρισμένο βιβλίο». Ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη τα οποία μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα και το οποίο δεν ολοκληρώνεται με την παραδοσιακή έννοια αφού ποτέ δεν μαθαίνουμε τι απέγιναν οι ήρωες του, αυτοί οι εξαιρετικοί χαρακτήρες που έπλασε η πένα του συγγραφέα.
Είναι η ιστορία ενός πατέρα που χάνοντας την γυναίκα του πάνω στη γέννα της Άννας, φεύγει από το νοσοκομείο παίρνοντας μαζί του όχι μόνο την κόρη του αλλά κι άλλο ένα νεογέννητο κοριτσάκι του οποίου η μάνα πέθανε κι εκείνη πάνω στη γέννα. Το ονομάζει Κλερ και μεγαλώνουν μαζί με την Άννα σαν δίδυμες κόρες στο αγρόκτημα κάπου στα ορεινά της Καλιφόρνιας μακριά από τον «πολιτισμό». Στο κτήμα τους βοηθάει ο Κουπ, ένα παιδί λίγα χρόνια μεγαλύτερό τους, το οποίο οι γονείς της Άννας υιοθέτησαν όταν στην ηλικία των τεσσάρων ετών είδε (κρυμμένο) τους γονείς του στο διπλανό αγρόκτημα να δολοφονούνται. Ο Κουπ είναι τόσο κοντά με τα κορίτσια ώστε είναι μάλλον αναπόφευκτο να ερωτευθεί κάποια από αυτές (ή και τις δύο) – όταν λοιπόν αποκαλύπτεται η ερωτική του σχέση με την Άννα, η μανία του πατέρα δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Σε μια ιδιαίτερα βίαιη σκηνή του βιβλίου, είναι έτοιμος να σκοτώσει τον Κουπ, όταν η Άννα του μπήγει ένα κομμάτι από το τζάμι στην πλάτη τραυματίζοντας τον ελαφρά αλλά έτσι γλυτώνει τον εραστή της από τον βέβαιο θάνατο και τερματίζει την σχέση της με τον πατέρα της αφού το σκάει μακριά από το αγρόκτημα. Η οικογένεια διαλύεται, ο πατέρας μένει με την Κλερ και ο Κουπ ακολουθεί τον δικό του δρόμο.
«Εάν θα γίνω εντέλει ο ήρωας της ζωής μου ή αν το ρόλο αυτόν θα τον παίξει άλλος, σίγουρα τούτες οι σελίδες θα το δείξουν» Κ.Ντίκενς
Χρόνια μετά, η Άννα ζει στην Γαλλία στο σπίτι που έζησε κάποια χρόνια ένας ελάσσων Γάλλος συγγραφέας για τον οποίο γράφει ένα βιβλίο, εκεί γνωρίζει έναν περιπλανώμενο μουσικό, τον Ραφαέλ με τον οποίο ζει μια έρωτική ιστορία. Η Κλερ είναι νομικός και δουλεύει στο Σαν Φρανσίσκο, τα Σαββατοκύριακα επισκέπτεται τον μονήρη πατέρα της στα βουνά όπου ιππεύει με τις ώρες, ενώ ο Κουπ έχει γίνει χαρτοπαίκτης (και χαρτοκλέφτης). Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο ήρωας είναι ο Λισιέν Σεγκουρά, ο Γάλλος συγγραφέας του οποίου την ζωή μελετάει η Άννα για να καταλάβει την δική της. Η ζωή του συγγραφέα δοσμένη με λυρικό και μερικές φορές ονειρικό τρόπο, το ατύχημά του που του κοστισε το ένα του μάτι, ο έρωτάς του για την αγράμματη συνομήλική του νιόπαντρη γειτόνισα, η θητεία του στον πόλεμο, οι πρώτες του συγγραφικές απόπειρες, η αποτυχημένη οικογενειακή του ζωή τονίζουν το αίσθημα του «διαχωρισμού» που κυριαρχεί στο ιδιόμορφο αυτό μυθιστόρημα.
Η αφήγηση του Οντάατζε δεν είναι γραμμική, τα χρονικά πλαίσια είναι αφηρημένα, και ενώ οι τοποθεσίες αλλάζουν συνεχώς, από την νοτιοκεντρική Γαλλία, στο Τάχο όπου γίνονται χαρτοπαικτικές κομπίνες και από εκεί στην φάρμα της βόρειας Καλιφόρνιας. Ζωές των ηρώων συνδεδεμένες αλλά και διαχωρισμένες βίαια, ζωές που δεν μπορούσαν να αποκοπούν η μία από την άλλη.
«Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω βράδυ με παρέα, να κουβεντιάζουμε και να μοιραζόμαστε γνωστά περιστατικά της ζωής μας…Μόνο η δεύτερη ανάγνωση μετράει, λέει ο Ναμπόκοφ. Κι έτσι το παράξενο σχήμα του καμπαναριού, που περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του, μου φάνηκε οικείο. Διότι ζούμε με κάποιες αναπολήσεις της παιδικής μας ηλικίας που συγχωνεύονται και αντηχούν σε όλη μας τη ζωή ακριβώς όπως τα γυάλινα κομματάκια του καλειδοσκόπιου επανεμφανίζονται με νέες μορφές και συνθέτουν τα δικά τους ρεφρέν, τους δικούς τους ρυθμούς, επινοώντας έναν ολοκληρωμένο μονόλογο. Ζούμε μονίμως μέσα στην επανάληψη των ιστοριών μας, όποιες κι αν είναι.»
Ιστορίες αγάπης και απώλειας, μνήμης και βουβής θλίψης. Η μοναξιά του πατέρα βαδίζει χέρι-χέρι με την μοναξιά του Λισιέν Σεγκουρά, οι δύο αδερφές που δεν ήταν στην πραγματικότητα αδερφές και χωρίζουν και εξαφανίζονται η μία από τη ζωή της άλλης τόσο εύκολα. Η απελπισία του Κουπ στο μοναχικό του ταξίδι στις ερήμους, στα τυχερά παιχνίδια, η ατέρμονη αναζήτηση του για μια αγκαλιά. Όλοι διαχωρίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι χαρακτήρες του Οντάατζε είναι κινηματογραφικοί και μας πηγαίνουν μακριά σε ένα υπέροχο λυρικό ταξίδι γεμάτο χρώματα και ποίηση. Στο τέλος δεν σ’ενδιαφέρει που πήγαν οι ήρωες, ή ποια είναι η κατάληξη του μυθιστορήματος. Μένεις με τις απορίες σου αλλά γεμάτος από συναισθήματα και εικόνες. Είναι ένα μυθιστόρημα ιδανικό για τον κινηματογράφο, όπου μπορεί να βγει μια εξαίσια ταινία – όπως άλλωστε ήταν ο αριστουργηματικός «Άγγλος ασθενής» του ίδιου συγγραφέα, και όπου ένας ικανός σκηνοθέτης μπορεί να «παίξει» με τα πρόσωπα της Άννας και της Κλερ (που μια έμμονη ιδέα με έχει κυριεύσει από την ώρα που ολοκλήρωσα το βιβλίο ότι είναι το ίδιο πρόσωπο, ένα συγγραφικό τρικ, αλλά αυτό είναι καθαρά δική μου επινόηση μάλλον), του στραπατσαρισμένου (κυριολεκτικά) Κουπ ή τόσο ανθρώπινα συγκινητικού Λισιέν Σεγκουρά.
«Αναβιώνουμε ιστορίες και βλέπουμε τους εαυτούς μας μόνο ως παρατηρητές ή ακροατές, ως απλούς ντραμίστες που κρατούν τον ρυθμό.»
Υ.Γ. Στο βιβλίο έχει αναφερθεί σε ένα παρορμητικό (λόγω ενθουσιασμού) post και ο Β.Δρόλιας στο blog του.
«Έχουμε την τέχνη», έλεγε ο Νίτσε, «προκειμένου να μην καταστραφούμε από την αλήθεια». Η ωμή αλήθεια ενός γεγονότος δεν έχει τελειωμό κι έτσι η ιστορία του Κουπ και της ζωής της αδελφής μου δεν τελειώνει για μένα ποτέ. Οι δυό τους αποτελούν μια αναπάντεχη προοπτική κάθε φορά που σηκώνω το ακουστικό όταν αργά τη νύχτα χτυπά το τηλέφωνο και περιμένω να ακούσω τη φωνή του ή τη βαριά ανάσα της Κλερ λίγο πριν μιλήσει.
Διότι έχω αποκοπεί εντελώς από ό,τι κι αν ήμουν, από όλα όσα ήμουν τότε μαζί τους. Τότε που το όνομά μου ήταν Άννα.»
Τι ωραίος πρόλογος σε ένα απρόσμενα υπέροχο βιβλίο...Το «DIVISADERO», το μυθιστόρημα του εξαιρετικού Καναδού (Κεϋλιανής καταγωγής) συγγραφέα Michael Ondaatje, (Εκδ. Καστανιώτη, (έξοχη) μετάφρ. Ι.Διονυσοπούλου, σελ.268) σε «χτυπάει» κατευθείαν στο συναίσθημα. Είναι ένα λυρικό αριστούργημα, το οποίο δύσκολα ερμηνεύεις – περισσότερο το αισθάνεσαι, το νιώθεις καθώς σε τυλίγει με υπνωτιστικό ρυθμό στην ατμόσφαιρα του.
«Divisadero» στα Αγγλικά μπορείς να το εξηγήσεις ως «Division» (Διαίρεση, διαχωρισμός) αλλά «μπορεί και να προέρχεται από τη λέξη divisar, που σημαίνει «κοιτώ κάτι εξ αποστάσεως». Είναι δηλαδή ένα σημείο από όπου κοιτάζεις τα πάντα εξ αποστάσεως.» Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα «διαχωρισμένο βιβλίο». Ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη τα οποία μπορούν να διαβαστούν και αυτόνομα και το οποίο δεν ολοκληρώνεται με την παραδοσιακή έννοια αφού ποτέ δεν μαθαίνουμε τι απέγιναν οι ήρωες του, αυτοί οι εξαιρετικοί χαρακτήρες που έπλασε η πένα του συγγραφέα.
Είναι η ιστορία ενός πατέρα που χάνοντας την γυναίκα του πάνω στη γέννα της Άννας, φεύγει από το νοσοκομείο παίρνοντας μαζί του όχι μόνο την κόρη του αλλά κι άλλο ένα νεογέννητο κοριτσάκι του οποίου η μάνα πέθανε κι εκείνη πάνω στη γέννα. Το ονομάζει Κλερ και μεγαλώνουν μαζί με την Άννα σαν δίδυμες κόρες στο αγρόκτημα κάπου στα ορεινά της Καλιφόρνιας μακριά από τον «πολιτισμό». Στο κτήμα τους βοηθάει ο Κουπ, ένα παιδί λίγα χρόνια μεγαλύτερό τους, το οποίο οι γονείς της Άννας υιοθέτησαν όταν στην ηλικία των τεσσάρων ετών είδε (κρυμμένο) τους γονείς του στο διπλανό αγρόκτημα να δολοφονούνται. Ο Κουπ είναι τόσο κοντά με τα κορίτσια ώστε είναι μάλλον αναπόφευκτο να ερωτευθεί κάποια από αυτές (ή και τις δύο) – όταν λοιπόν αποκαλύπτεται η ερωτική του σχέση με την Άννα, η μανία του πατέρα δεν μπορεί να συγκρατηθεί. Σε μια ιδιαίτερα βίαιη σκηνή του βιβλίου, είναι έτοιμος να σκοτώσει τον Κουπ, όταν η Άννα του μπήγει ένα κομμάτι από το τζάμι στην πλάτη τραυματίζοντας τον ελαφρά αλλά έτσι γλυτώνει τον εραστή της από τον βέβαιο θάνατο και τερματίζει την σχέση της με τον πατέρα της αφού το σκάει μακριά από το αγρόκτημα. Η οικογένεια διαλύεται, ο πατέρας μένει με την Κλερ και ο Κουπ ακολουθεί τον δικό του δρόμο.
«Εάν θα γίνω εντέλει ο ήρωας της ζωής μου ή αν το ρόλο αυτόν θα τον παίξει άλλος, σίγουρα τούτες οι σελίδες θα το δείξουν» Κ.Ντίκενς
Χρόνια μετά, η Άννα ζει στην Γαλλία στο σπίτι που έζησε κάποια χρόνια ένας ελάσσων Γάλλος συγγραφέας για τον οποίο γράφει ένα βιβλίο, εκεί γνωρίζει έναν περιπλανώμενο μουσικό, τον Ραφαέλ με τον οποίο ζει μια έρωτική ιστορία. Η Κλερ είναι νομικός και δουλεύει στο Σαν Φρανσίσκο, τα Σαββατοκύριακα επισκέπτεται τον μονήρη πατέρα της στα βουνά όπου ιππεύει με τις ώρες, ενώ ο Κουπ έχει γίνει χαρτοπαίκτης (και χαρτοκλέφτης). Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο ήρωας είναι ο Λισιέν Σεγκουρά, ο Γάλλος συγγραφέας του οποίου την ζωή μελετάει η Άννα για να καταλάβει την δική της. Η ζωή του συγγραφέα δοσμένη με λυρικό και μερικές φορές ονειρικό τρόπο, το ατύχημά του που του κοστισε το ένα του μάτι, ο έρωτάς του για την αγράμματη συνομήλική του νιόπαντρη γειτόνισα, η θητεία του στον πόλεμο, οι πρώτες του συγγραφικές απόπειρες, η αποτυχημένη οικογενειακή του ζωή τονίζουν το αίσθημα του «διαχωρισμού» που κυριαρχεί στο ιδιόμορφο αυτό μυθιστόρημα.
Η αφήγηση του Οντάατζε δεν είναι γραμμική, τα χρονικά πλαίσια είναι αφηρημένα, και ενώ οι τοποθεσίες αλλάζουν συνεχώς, από την νοτιοκεντρική Γαλλία, στο Τάχο όπου γίνονται χαρτοπαικτικές κομπίνες και από εκεί στην φάρμα της βόρειας Καλιφόρνιας. Ζωές των ηρώων συνδεδεμένες αλλά και διαχωρισμένες βίαια, ζωές που δεν μπορούσαν να αποκοπούν η μία από την άλλη.
«Πάντα μου άρεσε να ταξιδεύω βράδυ με παρέα, να κουβεντιάζουμε και να μοιραζόμαστε γνωστά περιστατικά της ζωής μας…Μόνο η δεύτερη ανάγνωση μετράει, λέει ο Ναμπόκοφ. Κι έτσι το παράξενο σχήμα του καμπαναριού, που περιστρεφόταν γύρω από τον εαυτό του, μου φάνηκε οικείο. Διότι ζούμε με κάποιες αναπολήσεις της παιδικής μας ηλικίας που συγχωνεύονται και αντηχούν σε όλη μας τη ζωή ακριβώς όπως τα γυάλινα κομματάκια του καλειδοσκόπιου επανεμφανίζονται με νέες μορφές και συνθέτουν τα δικά τους ρεφρέν, τους δικούς τους ρυθμούς, επινοώντας έναν ολοκληρωμένο μονόλογο. Ζούμε μονίμως μέσα στην επανάληψη των ιστοριών μας, όποιες κι αν είναι.»
Ιστορίες αγάπης και απώλειας, μνήμης και βουβής θλίψης. Η μοναξιά του πατέρα βαδίζει χέρι-χέρι με την μοναξιά του Λισιέν Σεγκουρά, οι δύο αδερφές που δεν ήταν στην πραγματικότητα αδερφές και χωρίζουν και εξαφανίζονται η μία από τη ζωή της άλλης τόσο εύκολα. Η απελπισία του Κουπ στο μοναχικό του ταξίδι στις ερήμους, στα τυχερά παιχνίδια, η ατέρμονη αναζήτηση του για μια αγκαλιά. Όλοι διαχωρίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι χαρακτήρες του Οντάατζε είναι κινηματογραφικοί και μας πηγαίνουν μακριά σε ένα υπέροχο λυρικό ταξίδι γεμάτο χρώματα και ποίηση. Στο τέλος δεν σ’ενδιαφέρει που πήγαν οι ήρωες, ή ποια είναι η κατάληξη του μυθιστορήματος. Μένεις με τις απορίες σου αλλά γεμάτος από συναισθήματα και εικόνες. Είναι ένα μυθιστόρημα ιδανικό για τον κινηματογράφο, όπου μπορεί να βγει μια εξαίσια ταινία – όπως άλλωστε ήταν ο αριστουργηματικός «Άγγλος ασθενής» του ίδιου συγγραφέα, και όπου ένας ικανός σκηνοθέτης μπορεί να «παίξει» με τα πρόσωπα της Άννας και της Κλερ (που μια έμμονη ιδέα με έχει κυριεύσει από την ώρα που ολοκλήρωσα το βιβλίο ότι είναι το ίδιο πρόσωπο, ένα συγγραφικό τρικ, αλλά αυτό είναι καθαρά δική μου επινόηση μάλλον), του στραπατσαρισμένου (κυριολεκτικά) Κουπ ή τόσο ανθρώπινα συγκινητικού Λισιέν Σεγκουρά.
«Αναβιώνουμε ιστορίες και βλέπουμε τους εαυτούς μας μόνο ως παρατηρητές ή ακροατές, ως απλούς ντραμίστες που κρατούν τον ρυθμό.»
Υ.Γ. Στο βιβλίο έχει αναφερθεί σε ένα παρορμητικό (λόγω ενθουσιασμού) post και ο Β.Δρόλιας στο blog του.
Δημοσίευση σχολίου