Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012
posted by Librofilo at Τρίτη, Ιανουαρίου 17, 2012 | Permalink
Η πλαστογράφηση της ιστορίας
Εντυπωσιακό ως κατασκευή, το πανοραμικό μυθιστόρημα και παγκόσμιο best-seller, του μεγάλου συγγραφέα και διανοητή Umberto Eco, με τίτλο «ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΡΑΓΑΣ» («Il cimitero di Praga»), (Εκδ. Ψυχογιός, μετάφρ. Ε.Καλλιφατίδη, σελ.567), μπορεί να μη θυμίζει σε τίποτα το (προ τριακονταετίας) αριστούργημά του, «Το όνομα του Ρόδου» (παρά μόνο στην πολυλογία), διαθέτει όμως τα γνώριμα στοιχεία που καθιέρωσαν τον συγγραφέα στη συνείδηση του βιβλιόφιλου κοινού. Γοητευτικός λόγος, απλή και κατανοητή γλώσσα, συνεχής δράση, στέρεος κεντρικός χαρακτήρας, άποψη και βαθιά ιστορική γνώση, επιτυχής ενσωμάτωση στον μύθο των πραγματολογικών στοιχείων της εποχής.
Ο Έκο στο μυθιστόρημα του ασχολείται με την πλαστογράφηση της ιστορίας και τις συνομωσιολογικές θεωρίες που έγιναν πολύ της μόδας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αλλά ουσιαστικά κυριάρχησαν μετά το τέλος του Α Παγκόσμιου Πολέμου. Ο «ήρωας» (πλεονασμός, αφού τον κεντρικό χαρακτήρα μόνο ως «ήρωα» δεν μπορείς να τον δεις…), ένας πλαστογράφος ολκής, ο Σιμονίνι, ιταλός από το Πιεμόντε, γέροντας πλέον που ζει στο Παρίσι γράφει τα ημερολόγια του καθώς τελειώνει ο αιώνας, με διχασμένη προσωπικότητα, αφού η περσόνα του εναλάσσεται με αυτή ενός αβά. Μάστορας των μεταμφιέσεων και των παραχαράξεων παντός είδους, ο Σιμονίνι είναι ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας που μέσα από τις περιπέτειές του περνάει η ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, του αιώνα των αναταράξεων και της δημιουργίας ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, πολέμων και εξεγέρσεων που άλλαξαν τον χάρτη της ιστορίας, εποχή που δημιουργούνται οι ιδεολογίες που κυριάρχησαν (και ταλαιπώρησαν) στον κόσμο τον επόμενο (20ο αιώνα) αλλά και σημαντικών επιστημονικών ανακαλύψεων.
«…Το ντοκουμέντο, για να πείθει, πρέπει να είναι κατασκευασμένο εξαρχής και, ει δυνατόν, δεν θα πρέπει να εμφανίζεται το πρωτότυπό του, αλλά απλώς να αναφέρεται η ύπαρξή του, έτσι που να μην μπορεί να φτάσει κανείς σε καμμία υπαρκτή πηγή, όπως έγινε με τους Τρείς Μάγους, για τους οποίους μίλησε μόνον ο Ματθαίος σε δύο στίχους τους, χωρίς να πει ούτε πως λέγονται, ούτε πόσοι ήταν, ούτε αν ήταν βασιλείς, και όλα τα υπόλοιπα είναι φήμες της παράδοσης. Κι όμως, για τον κόσμο είναι εξίσου αληθινοί με τον Ιωσήφ και την Μαρία και ξέρω ότι σε κάποια μέρη τιμούν τη σορό τους. Οι αποκαλύψεις θα πρέπει να είναι μοναδικές, εντυπωσιακές, μυθιστορηματικές. Μόνο έτσι γίνονται πιστευτές και γεννούν την οργή.»
Ο Σιμονίνι μεγαλώνει με τις ιστορίες του παππού του για τους Εβραίους. Το παραδοσιακό (οικογενειακό και όχι μόνο) μίσος, γνώριμο στοιχείο σε πολλά σημεία της Ευρώπης από τον μεσαίωνα και μετά, γίνεται έμμονη ιδέα στον νεαρό Σιμονίνι, ο οποίος έχοντας ταλέντο στην πλαστογραφία και στην κατασκευή συνωμοσιών προσλαμβάνεται από τις μυστικές υπηρεσίες, πρώτα τις Ιταλικές – όπου αποστέλλεται στην Σικελία για να χαλάσει τα σχέδια του Γαριβάλδη και μετά από μια σειρά περιπετειών και την συγκομιδή ενός σεβαστού χρηματικού ποσού, ξενιτεύεται αναγκαστικά για να αποφύγει περαιτέρω περιπέτειες, στο Παρίσι, όπου κι εκεί θα θέσει το ταλέντο του στη διάθεση των αρχών. Αργά αλλά σταθερά, ο Σιμονίνι έχει στήσει μια θεότρελλη και εντελώς παράλογη ιστορία, βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Α.Δουμά, το «Ιωσήφ Μπάλσαμο» και στις λαϊκές επιφυλλίδες του Ευγένιου Σύη (Eugene Sue), με τους «μοχθηρούς Εβραίους» και τους «δαιμονικούς Μασόνους», όπου Ραβίνοι από διάφορες φυλές του Ισραήλ μαζεύονται κάθε 100 χρόνια στο (εγκαταλελειμένο από τον 18ο αιώνα)εβραϊκό Κοιμητήριο της Πράγας και συνωμοτούν για την εγκαθίδρυση της «κυριαρχίας» της Εβραϊκής φυλής στον κόσμο. Το μόνο που μένει είναι να το «λουστράρει», να το «εμπλουτίσει» και να το δώσει στα «κατάλληλα χέρια». Και αυτά βέβαια είναι της διαβόητης «Οχράνα» των μυστικών υπηρεσιών του Τσάρου της Ρωσίας. Τα «Πρωτόκολλα» του Σιμονίνι, με κάποιες πινελιές θα γίνουν τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» και από εκεί θα εξαπλωθούν στον κόσμο.
«…Για να είναι αναγνωρίσιμος και επίφοβος ο εχθρός, πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι μας ή στο κατώφλι του σπιτιού μας. Να, λοιπόν γιατί οι Εβραίοι. Μας τους έδωσε η Θεία Πρόνοια, ας τους χρησιμοποιήσουμε, που να πάρει, κι ας προσευχόμαστε να υπάρχει πάντα ένας Εβραίος για να τον μισούμε ή να τον φοβόμαστε. Κάποιος είπε ότι ο πατριωτισμός είναι το έσχατο καταφύγιο των απατεώνων: όποιος δεν έχει ηθικές αρχές τυλίγεται συνήθως με μια σημαία και όλοι οι μπάσταρδοι επικαλούνται την καθαρότητα της φυλής τους. Η εθνική ταυτότητα είναι το τελευταίο καταφύγιο των άκληρων. Η αίσθηση της ταυτότητας βασίζεται στο μίσος, στο μίσος γι’αυτόν που δεν είναι ίδιος. Θα πρέπει να καλλιεργήσουμε το μίσος σαν πολιτικό πάθος. Ο εχθρός είναι ο φίλος των λαών. Χρειάζεται πάντα να μισούμε κάποιον για να νιώθουμε δικαιωμένοι μές στην δυστυχία μας. Το μίσος είναι το πραγματικό αρχέγονο πάθος. Και η αγάπη είναι μια ανώμαλη κατάσταση. Γι’αυτό και σκοτώθηκε ο Χριστός: μιλούσε ενάντια στη φύση. Δεν αγαπούμε κάποιον για όλη μας τη ζωή, αυτή η ανέφικτη ελπίδα γεννάει τη μοιχεία, τη μητροκτονία, την προδοσία του φίλου…Αντίθετα μπορούμε να μισούμε κάποιον για όλη μας τη ζωή. Αρκεί να βρίσκεται πάντα εκεί για ν’αναζωπυρώνει το μίσος μας. Το μίσος ζεσταίνει την καρδιά.»
Ο Έκο με χιούμορ και ειρωνία επιτίθεται στα στερεότυπα και στην κατασκευή των μύθων και των συνωμοσιών. Με όπλο την εύκολη γι’αυτόν κατασκευή ισχυρής μυθοπλασίας και την σαγηνευτική (σαν παραμύθι) αφήγηση, εξιστορεί μια τραβηγμένη από τα μαλλιά ιστορία ενός πανούργου και μοχθηρού τύπου, ικανού για τα πάντα, χωρίς κανέναν ηθικό ενδειασμό και μέσα από ένα ταξίδι στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, μέσα από τεράστια ιστορικά γεγονότα, τους Χίλιους του Γαριβάλδη και την εκστρατεία στη Σικελία, την Κομμούνα του Παρισιού, τον ΓαλλοΓερμανικό πόλεμο, τη συνωμοσία κατά του Ντρέιφους, αποδεικνύει ότι κάθε ιστορία, κάθε θεωρία, όταν στηρίζεται σε πράγματα απλά και κατανοητά, ήδη γνωστά στον απλό λαό μέσα από αφηγήσεις, χωρίς δυσνόητες καταστάσεις και πασαλειμένη με αρχέγονους «φόβους» και λοιπές μυστικιστικές αηδίες μπορεί να γίνει δημοφιλής και να καθιερωθεί ως ιδεολογία. Τόσο απλά και συνάμα τόσο επικίνδυνα κυρίως τώρα στην εποχή του διαδικτύου και της τεράστιας κρίσης, όπου ο κάθε psycho γράφει ότι του κατεβαίνει στο κεφάλι ανεξέλεγκτα και με ένα απλό πάτημα του κουμπιού του υπολογιστή του.
Μπορεί να μην είναι από τα βιβλία που με ξετρελλαίνουν, μπορεί επίσης κάποιες στιγμές να είπα «basta», «αρκετά πιά», αλλά είναι γεγονός ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται εύκολα και γρήγορα, είναι σε κάποιες σελίδες συναρπαστικό αλλά η ακατάσχετη φλυαρία (που υπάρχει σε κάθε μυθιστόρημα του Έκο) του κουράζει ακόμα και τον πιο καλοπροαίρετο και βολικό αναγνώστη. Υπάρχουν θαυμάσιες περιγραφές φαγητών (ο Σιμονίνι δύο πράγματα αγαπούσε, το φαγητό και το ποτό), εξαιρετική απεικόνιση της εποχής, οι δρόμοι είναι ολοζώντανοι και οι περιγραφές κάποιων καταστάσεων ρεαλιστικότατες, ενώ οι λιθογραφίες που είναι σκόρπιες στο μυθιστόρημα (όλες από την προσωπική συλλογή του συγγραφέα) ενισχύουν την γοητεία και δίνουν μια αίσθηση graphic novel στο μυθιστόρημα. Ο Έκο «συνομιλεί» με την λαϊκή λογοτεχνία της εποχής, τα μυθιστορήματα των επιφυλλίδων, του Σύη (η ατμόσφαιρα των «Μυστηρίων των Παρισίων» είναι διάχυτη στο βιβλίο), του Δουμά, του Ουγκό, η ατμόσφαιρα τους αναπλάθεται από τον πανέξυπνο Έκο.
Το βιβλίο έχει μόνο έναν (κατ’ομολογία του ίδιου του συγγραφέα) μυθιστορηματικό χαρακτήρα, τον Σιμονίνι, όλοι οι υπόλοιποι (και είναι πολλοί) που παρελαύνουν από τις σελίδες του είναι αυθεντικοί και όντως υπήρξαν – χαμένοι πια στα βάθη της ιστορίας. Ο γκροτέσκος κεντρικός χαρακτήρας, αυτός ο απαίσιος Σιμονίνι με τη διχασμένη προσωπικότητα (σε πολλά κομμάτια του βιβλίου, εμφανίζεται το alter-ego του, ο αβάς Ντάλα Πίκολα σε σημείο που να παίζεται ένα παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη για το αν είναι όντως διχασμένος ο Σιμονίνι ή υπάρχει και κάποιος άλλος χαρακτήρας στο βιβλίο) είναι τόσο αηδιαστικός και τόσο καρτουνίστικος που προκαλεί κάποιες φορές το γέλιο αλλά εκεί ακριβώς είναι και «η παγίδα» που στήνει ο Έκο, ότι αυτός ο μπουφόνικος χαρακτήρας είναι ικανός να πυροδοτήσει ταραχές, σφαγές, πολέμους με τις «κουλές» ιστορίες του και τις σχιζοφρενικές του ενέργειες. Όποιος αμφιβάλλει εάν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και στην «πραγματική ζωή» δεν έχει παρά να σκεφτεί κάποιους «ηγέτες» και τότε θα καταλάβει.
QUEEN - The Bohemian rhapsody
Ο Έκο στο μυθιστόρημα του ασχολείται με την πλαστογράφηση της ιστορίας και τις συνομωσιολογικές θεωρίες που έγιναν πολύ της μόδας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αλλά ουσιαστικά κυριάρχησαν μετά το τέλος του Α Παγκόσμιου Πολέμου. Ο «ήρωας» (πλεονασμός, αφού τον κεντρικό χαρακτήρα μόνο ως «ήρωα» δεν μπορείς να τον δεις…), ένας πλαστογράφος ολκής, ο Σιμονίνι, ιταλός από το Πιεμόντε, γέροντας πλέον που ζει στο Παρίσι γράφει τα ημερολόγια του καθώς τελειώνει ο αιώνας, με διχασμένη προσωπικότητα, αφού η περσόνα του εναλάσσεται με αυτή ενός αβά. Μάστορας των μεταμφιέσεων και των παραχαράξεων παντός είδους, ο Σιμονίνι είναι ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας που μέσα από τις περιπέτειές του περνάει η ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, του αιώνα των αναταράξεων και της δημιουργίας ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, πολέμων και εξεγέρσεων που άλλαξαν τον χάρτη της ιστορίας, εποχή που δημιουργούνται οι ιδεολογίες που κυριάρχησαν (και ταλαιπώρησαν) στον κόσμο τον επόμενο (20ο αιώνα) αλλά και σημαντικών επιστημονικών ανακαλύψεων.
«…Το ντοκουμέντο, για να πείθει, πρέπει να είναι κατασκευασμένο εξαρχής και, ει δυνατόν, δεν θα πρέπει να εμφανίζεται το πρωτότυπό του, αλλά απλώς να αναφέρεται η ύπαρξή του, έτσι που να μην μπορεί να φτάσει κανείς σε καμμία υπαρκτή πηγή, όπως έγινε με τους Τρείς Μάγους, για τους οποίους μίλησε μόνον ο Ματθαίος σε δύο στίχους τους, χωρίς να πει ούτε πως λέγονται, ούτε πόσοι ήταν, ούτε αν ήταν βασιλείς, και όλα τα υπόλοιπα είναι φήμες της παράδοσης. Κι όμως, για τον κόσμο είναι εξίσου αληθινοί με τον Ιωσήφ και την Μαρία και ξέρω ότι σε κάποια μέρη τιμούν τη σορό τους. Οι αποκαλύψεις θα πρέπει να είναι μοναδικές, εντυπωσιακές, μυθιστορηματικές. Μόνο έτσι γίνονται πιστευτές και γεννούν την οργή.»
Ο Σιμονίνι μεγαλώνει με τις ιστορίες του παππού του για τους Εβραίους. Το παραδοσιακό (οικογενειακό και όχι μόνο) μίσος, γνώριμο στοιχείο σε πολλά σημεία της Ευρώπης από τον μεσαίωνα και μετά, γίνεται έμμονη ιδέα στον νεαρό Σιμονίνι, ο οποίος έχοντας ταλέντο στην πλαστογραφία και στην κατασκευή συνωμοσιών προσλαμβάνεται από τις μυστικές υπηρεσίες, πρώτα τις Ιταλικές – όπου αποστέλλεται στην Σικελία για να χαλάσει τα σχέδια του Γαριβάλδη και μετά από μια σειρά περιπετειών και την συγκομιδή ενός σεβαστού χρηματικού ποσού, ξενιτεύεται αναγκαστικά για να αποφύγει περαιτέρω περιπέτειες, στο Παρίσι, όπου κι εκεί θα θέσει το ταλέντο του στη διάθεση των αρχών. Αργά αλλά σταθερά, ο Σιμονίνι έχει στήσει μια θεότρελλη και εντελώς παράλογη ιστορία, βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Α.Δουμά, το «Ιωσήφ Μπάλσαμο» και στις λαϊκές επιφυλλίδες του Ευγένιου Σύη (Eugene Sue), με τους «μοχθηρούς Εβραίους» και τους «δαιμονικούς Μασόνους», όπου Ραβίνοι από διάφορες φυλές του Ισραήλ μαζεύονται κάθε 100 χρόνια στο (εγκαταλελειμένο από τον 18ο αιώνα)εβραϊκό Κοιμητήριο της Πράγας και συνωμοτούν για την εγκαθίδρυση της «κυριαρχίας» της Εβραϊκής φυλής στον κόσμο. Το μόνο που μένει είναι να το «λουστράρει», να το «εμπλουτίσει» και να το δώσει στα «κατάλληλα χέρια». Και αυτά βέβαια είναι της διαβόητης «Οχράνα» των μυστικών υπηρεσιών του Τσάρου της Ρωσίας. Τα «Πρωτόκολλα» του Σιμονίνι, με κάποιες πινελιές θα γίνουν τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» και από εκεί θα εξαπλωθούν στον κόσμο.
«…Για να είναι αναγνωρίσιμος και επίφοβος ο εχθρός, πρέπει να βρίσκεται στο σπίτι μας ή στο κατώφλι του σπιτιού μας. Να, λοιπόν γιατί οι Εβραίοι. Μας τους έδωσε η Θεία Πρόνοια, ας τους χρησιμοποιήσουμε, που να πάρει, κι ας προσευχόμαστε να υπάρχει πάντα ένας Εβραίος για να τον μισούμε ή να τον φοβόμαστε. Κάποιος είπε ότι ο πατριωτισμός είναι το έσχατο καταφύγιο των απατεώνων: όποιος δεν έχει ηθικές αρχές τυλίγεται συνήθως με μια σημαία και όλοι οι μπάσταρδοι επικαλούνται την καθαρότητα της φυλής τους. Η εθνική ταυτότητα είναι το τελευταίο καταφύγιο των άκληρων. Η αίσθηση της ταυτότητας βασίζεται στο μίσος, στο μίσος γι’αυτόν που δεν είναι ίδιος. Θα πρέπει να καλλιεργήσουμε το μίσος σαν πολιτικό πάθος. Ο εχθρός είναι ο φίλος των λαών. Χρειάζεται πάντα να μισούμε κάποιον για να νιώθουμε δικαιωμένοι μές στην δυστυχία μας. Το μίσος είναι το πραγματικό αρχέγονο πάθος. Και η αγάπη είναι μια ανώμαλη κατάσταση. Γι’αυτό και σκοτώθηκε ο Χριστός: μιλούσε ενάντια στη φύση. Δεν αγαπούμε κάποιον για όλη μας τη ζωή, αυτή η ανέφικτη ελπίδα γεννάει τη μοιχεία, τη μητροκτονία, την προδοσία του φίλου…Αντίθετα μπορούμε να μισούμε κάποιον για όλη μας τη ζωή. Αρκεί να βρίσκεται πάντα εκεί για ν’αναζωπυρώνει το μίσος μας. Το μίσος ζεσταίνει την καρδιά.»
Ο Έκο με χιούμορ και ειρωνία επιτίθεται στα στερεότυπα και στην κατασκευή των μύθων και των συνωμοσιών. Με όπλο την εύκολη γι’αυτόν κατασκευή ισχυρής μυθοπλασίας και την σαγηνευτική (σαν παραμύθι) αφήγηση, εξιστορεί μια τραβηγμένη από τα μαλλιά ιστορία ενός πανούργου και μοχθηρού τύπου, ικανού για τα πάντα, χωρίς κανέναν ηθικό ενδειασμό και μέσα από ένα ταξίδι στην ευρωπαϊκή ιστορία του 19ου αιώνα, μέσα από τεράστια ιστορικά γεγονότα, τους Χίλιους του Γαριβάλδη και την εκστρατεία στη Σικελία, την Κομμούνα του Παρισιού, τον ΓαλλοΓερμανικό πόλεμο, τη συνωμοσία κατά του Ντρέιφους, αποδεικνύει ότι κάθε ιστορία, κάθε θεωρία, όταν στηρίζεται σε πράγματα απλά και κατανοητά, ήδη γνωστά στον απλό λαό μέσα από αφηγήσεις, χωρίς δυσνόητες καταστάσεις και πασαλειμένη με αρχέγονους «φόβους» και λοιπές μυστικιστικές αηδίες μπορεί να γίνει δημοφιλής και να καθιερωθεί ως ιδεολογία. Τόσο απλά και συνάμα τόσο επικίνδυνα κυρίως τώρα στην εποχή του διαδικτύου και της τεράστιας κρίσης, όπου ο κάθε psycho γράφει ότι του κατεβαίνει στο κεφάλι ανεξέλεγκτα και με ένα απλό πάτημα του κουμπιού του υπολογιστή του.
Μπορεί να μην είναι από τα βιβλία που με ξετρελλαίνουν, μπορεί επίσης κάποιες στιγμές να είπα «basta», «αρκετά πιά», αλλά είναι γεγονός ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται εύκολα και γρήγορα, είναι σε κάποιες σελίδες συναρπαστικό αλλά η ακατάσχετη φλυαρία (που υπάρχει σε κάθε μυθιστόρημα του Έκο) του κουράζει ακόμα και τον πιο καλοπροαίρετο και βολικό αναγνώστη. Υπάρχουν θαυμάσιες περιγραφές φαγητών (ο Σιμονίνι δύο πράγματα αγαπούσε, το φαγητό και το ποτό), εξαιρετική απεικόνιση της εποχής, οι δρόμοι είναι ολοζώντανοι και οι περιγραφές κάποιων καταστάσεων ρεαλιστικότατες, ενώ οι λιθογραφίες που είναι σκόρπιες στο μυθιστόρημα (όλες από την προσωπική συλλογή του συγγραφέα) ενισχύουν την γοητεία και δίνουν μια αίσθηση graphic novel στο μυθιστόρημα. Ο Έκο «συνομιλεί» με την λαϊκή λογοτεχνία της εποχής, τα μυθιστορήματα των επιφυλλίδων, του Σύη (η ατμόσφαιρα των «Μυστηρίων των Παρισίων» είναι διάχυτη στο βιβλίο), του Δουμά, του Ουγκό, η ατμόσφαιρα τους αναπλάθεται από τον πανέξυπνο Έκο.
Το βιβλίο έχει μόνο έναν (κατ’ομολογία του ίδιου του συγγραφέα) μυθιστορηματικό χαρακτήρα, τον Σιμονίνι, όλοι οι υπόλοιποι (και είναι πολλοί) που παρελαύνουν από τις σελίδες του είναι αυθεντικοί και όντως υπήρξαν – χαμένοι πια στα βάθη της ιστορίας. Ο γκροτέσκος κεντρικός χαρακτήρας, αυτός ο απαίσιος Σιμονίνι με τη διχασμένη προσωπικότητα (σε πολλά κομμάτια του βιβλίου, εμφανίζεται το alter-ego του, ο αβάς Ντάλα Πίκολα σε σημείο που να παίζεται ένα παιχνίδι μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη για το αν είναι όντως διχασμένος ο Σιμονίνι ή υπάρχει και κάποιος άλλος χαρακτήρας στο βιβλίο) είναι τόσο αηδιαστικός και τόσο καρτουνίστικος που προκαλεί κάποιες φορές το γέλιο αλλά εκεί ακριβώς είναι και «η παγίδα» που στήνει ο Έκο, ότι αυτός ο μπουφόνικος χαρακτήρας είναι ικανός να πυροδοτήσει ταραχές, σφαγές, πολέμους με τις «κουλές» ιστορίες του και τις σχιζοφρενικές του ενέργειες. Όποιος αμφιβάλλει εάν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί και στην «πραγματική ζωή» δεν έχει παρά να σκεφτεί κάποιους «ηγέτες» και τότε θα καταλάβει.
QUEEN - The Bohemian rhapsody
Δημοσίευση σχολίου